ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ

Λατρευτέ μας Πατέρα,

Ξεκίνησες για το μακρινό ταξίδι στους ουρανούς, πλήρης ημερών, στα 90 σου χρόνια, ακμαιότατος σωματικά και πνευματικά, μέχρι  που σε λάβωσε θανάσιμα η καταραμένη αρρώστια.  

Πάλεψες γενναία να κρατηθείς στη ζωή που τόσο πολύ  αγάπησες, αλλά αυτή η μάχη ήταν άνιση και μάταιη και το αποτέλεσμα οδυνηρό και αναμενόμενο.

Ο πόνος για τον χαμό σου πατέρα μας είναι αβάσταχτος και η θλίψη μας απέραντη….

Aλλά παρ’ όλα αυτά ευχαριστούμε πρώτα τον πανάγαθο Θεό που μας χάρισε έναν τόσο λαμπρό άνθρωπο για πατέρα μας, τόσο στοργικό, γενναιόδωρο και εργατικό. Έναν χαρισματικό άνθρωπο, γιατί τέτοιος  ήσουνα πατέρα μας, που τον είχαμε βοηθό και συμπαραστάτη μας, για τόσα πολλά χρόνια. 

Και ύστερα εσένα πατέρα μας, για τα όσα έκανες για όλους εμάς, την οικογένειά σου και τους συγχωριανούς μας. 

Και είναι πάρα πολλά αυτά που προσέφερες σ’ εμάς τα παιδιά σου, υλικά και πνευματικά, που ότι και να πούμε και ότι και να κάνουμε για σένα, νομίζω ότι δεν επαρκούν, για να ξεπληρώσουμε το χρέος.

Τρεις δουλειές έκανες πατέρα μας, για να προσφέρεις στα παιδιά σου, πέρα από τα προς το ζειν, και την μόρφωση, που την θεωρούσες υπέρτατο αγαθό…Μαζί με την μανούλα μας, που τόσο πολύ αγαπούσες, δουλέψατε σκληρά στα καπνά και στα γελάδια, για πάρα πολλά χρόνια. Και πέρα απ’ αυτά, όργωνες…ακούραστος και τα παζάρια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, κάνοντας ζωεμπόριο. 

Θα σ’ ευγνωμονούμε πατέρα μας σ’ όλη μας τη ζωή, δεν θα σε ξεχάσουμε ποτέ και πάντα στα λόγια σου και στο παράδειγμά σου θα προστρέχουμε…

Και τώρα είμαστε όλοι εδώ, η αγαπημένη σου γυναίκα, τα παιδιά σου, οι συγγενείς και οι φίλοι και πολλοί συγχωριανοί μας, για να σε αποχαιρετίσουμε…να σ’ ευχηθούμε καλό Παράδεισο και να τιμήσουμε εσένα πατέρα μας, έναν απ’ τους τελευταίους άρχοντες που έζησαν σ’ αυτόν τον τόπο…

Άρχοντας στην όψη… καλοφτιαγμένος, ευθυτενής, καθαρός, πάντοτε καλoντυμένος… με γρήγορη περπατησιά..

Άρχοντας στην ψυχή, γενναιόδωρος σε αισθήματα, κοινωνικός, ευαίσθητος άνθρωπος, που αγαπούσες τους συνανθρώπους σου και το έδειχνες με έργα… Όπου αρρώστια και ανάγκη, ήσουν παρών, χωρίς να υπολογίζεις κόπους και χρήματα.

Άρχοντας και στο πνεύμα, καθώς ήσουν ένας αρκετά έξυπνος άνθρωπος, έντιμος (ο λόγος σου ήταν συμβόλαιο), δίκαιος, ανιδιοτελής, αρκετά καλλιεργημένος… παρά την στοιχειώδη μόρφωση που είχες πάρει και φιλομαθής…. Διάβαζες από τα νεανικά σου χρόνια, όποια εφημερίδα η βιβλίο έπεφτε στα χέρια σου, την δε «Καθημερινή» αδιαλείπτως…

Ήσουν ιδιαίτερα αγαπητός στους συγχωριανούς μας, όλοι σε αγαπούσαν και εκτιμούσαν την γνώμη σου και αποζητούσαν την συντροφιά και την συμβουλή σου.

Ήσουν πατέρα μας άνθρωπος κοινωνικός, σου άρεσε να ασχολείσαι   με τα κοινά, είχες άποψη, είχες γνώμη για τα πράγματα που συνέβαιναν στο χωριό μας, στην χώρα μας και στον κόσμο ολάκαιρο και είχες την τέχνη να την εκφράζεις όμορφα και με θάρρος και με την χαρακτηριστική  θεσσαλική ντοπιολαλιά, ακόμα και μπροστά σε ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση και αξιώματα. 

Δεν μπορούσες να ζήσεις χωρίς κόσμο…σου άρεσε πολύ το καφενείο, όπου κάθε μέρα «ρητόρευες» σαν αρχαίος Έλληνας στην «αγορά», κυρίως για τα κόμματα και για τα προβλήματα του τόπου και του κόσμου ολόκληρου, δίνοντας μαθήματα ζωής και ήθους στους θαμώνες, νέους και γεροντότερους που αρέσκονταν να σ’ ακούνε.

Γιατί πατέρα μας, πάνω απ’ όλα είχες το χάρισμα του λόγου, ήσουν γλυκομίλητος, γλαφυρός αφηγητής, εξαίρετος συνομιλητής και άτομο με παροιμιώδη μνήμη, που θα τη ζήλευε ο καθένας. Όλοι κρεμόντουσαν απ’ τα χείλη σου στο καφενείο, όπου πρωτοστατούσες στις συζητήσεις για τα πολιτικά πράγματα στην χώρα μας και άλλα κοινωνικά θέματα και κυρίως όταν τους έλεγες ιστορίες, προσωπικά σου βιώματα και «παθήματα» απ’ τον εμφύλιο, όπου πολέμησες στην μάχη του Γράμμου και απ’ το ζωεμπόριο που έκανες  στα ξακουστά παζάρια της Θεσσαλίας και της δυτικής Μακεδονίας  για μια εικοσαετία περίπου…

Στα χρόνια εκείνα όπου οι άνθρωποι συναλλάσσονταν με μόνο το λόγο και το δόσιμο των χεριών, που τον τιμούσαν και τον τηρούσαν απαραβίαστα και όχι με συμβόλαια, επιταγές και γραμμάτια, όπως σήμερα, που οι περισσότεροι τα αθετούν με μεγάλη ευκολία.

Ήσουν ένας αυθεντικός θεσσαλός άρχοντας, όχι με την σημερινή έννοια του όρου, που σημαίνει τον άνθρωπο που έχει λεφτά, αλλά με την παλιά, που σήμαινε τον άνθρωπο που με το κύρος του, την προσωπικότητά του και τις πράξεις του, συνέβαλλε στην εξύψωση της κοινωνίας στην οποία ζούσε.

Και σύ πατέρα μας, σ’ όλη τη ζωή, με τα χαρίσματά σου και με τα έργα σου, βοήθησες να γίνει το χωριό μας καλύτερο, ομορφότερο και τους συγχωριανούς μας να γίνουν καλύτεροι, με το παράδειγμά σου. 

Γιατί πατέρα μας ήσουνα υπόδειγμα καλού οικογενειάρχη, καλού πατέρα, καλού συντοπίτη και φλογερού πατριώτη, που ενδιαφέρεται για τον τόπο του και τους κατοίκους του.

Ήσουν άνθρωπος που «ομόρφυνες» τον τόπο και την κοινωνία του χωριού μας, όπως χαρακτηριστικά είπε κάποιος συγχωριανός μας, όταν σε καλωσόρισε στο χωριό, μετά από πολύμηνη παραμονή σου στην Αθήνα, λέγοντας τα εξής: «Που είσαι βρε Νίκο, να μας ομορφύνεις τον τόπο, να ακούσουμε καμιά καλή κουβέντα απ’ το στόμα σου», έχοντας υπ’ όψιν του προφανώς τον στίχο του παραδοσιακού τραγουδιού που λέει:  «Ήλθες και μας ομόρφυνες, τον άχαρο τον τόπο»

Και τώρα πατερούλη μας, που πέταξες στους ουρανούς και μας άφησες χρόνους… το χωριό μας ασχήμυνε… τα καφενεία ορφάνεψαν… όπως και εμείς… και η καρδιά μας ραγίζει στον τελευταίο ασπασμό….

Αντίο γλυκέ μας πατερούλη…και καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο…Θα μας λείψεις πολύ… αλλά θα ζεις πάντα μες’ τις καρδιές μας… 

Leave a Reply