12 Μαΐου 2020 -2

Η Θεσσαλία, πριν εκατομμύρια χρόνια… ήταν μια τεράστια λίμνη, που την περιέβαλλαν, όμορφα ψηλά βουνά… Στα βόρεια, στέκονταν ο Όλυμπος το ψηλότερο βουνό της χώρας, το μυθικό βουνό, όπου κατοικούσαν οι δώδεκα θεοί, του αρχαίου κόσμου… Εκείνη την εποχή ο Κίσσαβος ήταν κολλητός με τον Όλυμπο και μαζί με το Πήλιο, έφραζαν την λίμνη απ’ τα ανατολικά… Στα δυτικά της λίμνης, δέσποζαν η νότια Πίνδος και η οροσειρά των Αγράφων. Στα δε νότια, η Όθρυς. Κάποτε οι θεοί του Ολύμπου… «βαρέθηκαν»… να βλέπουν γύρω τους… τα ίδια και τα ίδια… και σκέφτηκαν να κάνουν κάποιες αλλαγές… στο χώρο… για να μην «πλήττουν»… όπως κάνουμε και εμείς στα σπίτια μας… και στον εαυτό μας… όταν βαριόμαστε… Έτσι μια μέρα ο Δίας… φώναξε τη Γαία… και της είπε… «Έχουμε απλήξει…» εδώ πάνω… όλα ίδια και τα ίδια… και άρχισε η γκρίνια…». Σε παρακαλώ κάνε κάτι… να αλλάξει το τοπίο, να δούμε καινούρια πράγματα, να αποκτήσουμε… καινούρια ενδιαφέροντα… Μάλιστα Κύριε… στις διαταγές σας… Και αμέσως… εκείνη φωνάζει τον «επιτετραμμένο»… Αυτόν που φέρνει τα πάνω κάτω!… που δεν είναι άλλος απ’ τον Εγκέλαδο… το γιό της… και του λέει… «Γιέ μου… σε παρακαλώ, τρέξε κατά κει που μένουν οι θεοί… και κάνε κάτι συγκλονιστικό… κάτι μεγαλειώδες… για να βρουν πάλι οι θεοί το κέφι τους… και τη χαρά τους.» Και ενώ ο Εγκέλαδος έτρεχε… προς τον Όλυμπο, θυμήθηκε… πως στα ριζά του… προς το νότο. υπάρχει μια τεράστια λίμνη… «Αυτό θα κάνω» είπε μέσα του… «θα αδειάσω τη λίμνη» και δεν είναι τίποτα… αυτό για μένα … «Ένα τράνταγμα… στο κατάλληλο σημείο… και όλα θα αλλάξουν στη στιγμή»… Φτάνει λοιπόν στη λίμνη… στα ανατολικά της, στον Κίσσαβο που οι υπώρειες του ακουμπούν… στο Αιγαίο Πέλαγος. Μελετά το εγχείρημα… βρίσκει το κατάλληλο σημείο… χώνεται… στον φλοιό της γης, εκεί είναι το κρυσφύγετό του… το σπίτι του… και κάνει ένα τρομερό σεισμό… στην περιοχή… εξαντλώντας…. την κλίμακα… των ρίχτερς και γίνεται χαλασμός κόσμου!… Τα δυο βουνά, ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος… «ανοίγουν»… στα δυο… όπως το καρπούζι… Και τα νερά της λίμνης, ξεχύνονται με ορμή και πάνε και σμίγουν με τη «μάνα» τους… τη θάλασσα, στο Αιγαίο Πέλαγος. Τρόμαξαν και οι θεοί… απ’ το τράνταγμα… και τη βουή του σεισμού… αλλά όταν είδαν το αποτέλεσμα… αναγάλλιασε η ψυχή τους!… Εξαφανίστηκε αυτή η βρωμολίμνη… που την έτρωγαν στη μούρη… κάτι εκατομμύρια χρόνια… τώρα… Και τη θέση της πήρε μια απέραντη πεδιάδα, με απίθανο, δαιδαλώδες περίγραμμα, με πληθώρα βουνών και λόφων σπαρμένων… ένθεν κακείθεν… στην επιφάνειά της και που την περιέβαλλαν όμορφα βουνά, άλλα δασωμένα και άλλα γυμνά, με εντυπωσιακά περιγράμματα… Και ύστερα, όλα τα ρέματα απ’ τα γύρω βουνά, που παλιότερα τροφοδοτούσαν τη λίμνη, τώρα κατηφορίζουν, με ορμή προς την πεδιάδα. Ο μύθος λέει, ότι ο Απόλλωνας, πάντρεψε την όμορφη Πίνδο, μ’ ένα όμορφο παλικάρι, τον Λίγκο και ήταν ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Οι θεοί όμως του Ολύμπου, ζήλεψαν την ευτυχία τους, και τους χώρισαν… Και απ’ τα δάκρυά τους, δημιουργήθηκε ο Πηνειός ποταμός, που οι Θεσσαλοί τον λέμε και Σαλαμπριά η ο Σαλαμπριάς. Έτσι λοιπόν, πρώτο και καλύτερο, άρχισε να κατηφορίζει το «Μαλακασιώτικο», που ξεκίνησε απ’ την Πίνδο, απ’ το Περιστέρι. Και απ’ τα βουνά του Λίγκου η Χάσια, κατηφόριζε με ορμή, το ρέμα «Μουργκάνι» που έσμιξαν λίγο πριν τα Μετέωρα. Αυτά, δυσκολεύτηκαν πολύ στο δρόμο τους, καθώς έπρεπε να περάσουν μέσα από παχύ στρώμα βράχων, που είχαν με τα χρόνια συσσωρευτεί, στον πυθμένα της λίμνης. Αλλά τελικά τα κατάφεραν και βρήκαν πέρασμα, και προχώρησαν παρακάτω, αφήνοντας στα αριστερά τους, τους βράχους των Μετεώρων, που βλέπουμε σήμερα και είναι ότι «απέμεινε»… από την διαβρωτική ενέργεια του Πηνειού, στην εν λόγω περιοχή. Και όπως πορεύονταν, στον κάμπο, στην «νέα γη», που ξεφύτρωσε αναπάντεχα μπροστά τους, γεμάτα αδημονία και έξαψη, από την συγκλονιστική εμπειρία που «βίωναν»… να και άλλα «αδελφάκια

τους… ο Ληθαίος και ο Πορταϊκός, ο Σοφαδίτικος, ο Πάμισος, ο Καλέντζης,  ο Ενιπέας, ο Φαρσαλιώτικος και πιο κάτω ο Τιταρήσιος, ήλθαν και έσμιξαν όλα  και έγινε ένα μεγάλο ποτάμι. ο  Πηνειός…

Το όνομα του  «προέκυψε» από την αρχαία λέξη «πήνη», που σημαίνει νήμα. Και πράγματι το ποτάμι από ψηλά, μοιάζει με   μια μεγάαααλη, ασημοκλωστή,  απλωμένη κατά μήκος, στη μέση της πεδιάδας, που με τα αναρίθμητα κλωθογυρίσματά της, την κάνει μαγική… Μια τεράστια, τεθλασμένη ασημοκοντυλιά, από «χέρι»… Γίγαντα, που έβαλε την υπογραφή του, στη θεσσαλική πεδιάδα. Το πολυτιμότερο «δώρο»  των θεών, στον τόπο και το μονάκριβο στολίδι του κάμπου.

Και απ’ τα πολλά νερά «βάρυνε» ο Πηνειός και έγινε δυσκίνητος, και πορεύονταν τώρα μεγαλοπρεπής… καταμεσίς στον θεσσαλικό κάμπο, κάνοντας εντυπωσιακούς μαιάνδρους… Που όταν πέφτει επάνω τους ο ήλιος, τους κάνει «ασημένιους». Και τους βλέπουν οι θεοί, και οι άνθρωποι και χαίρεται η ψυχή τους… «Αργυροδίνη» τον ονομάζει ο Όμηρος  και έτσι είναι. 

Έτσι τον είδα και εγώ, σε ηλικία οχτώ χρονών και δεν θα  ξεχάσω ποτέ το θέαμα αυτό!… 

Είχαμε πάει ημερήσια εκδρομή με το σχολείο, στον Καρά-Τεπέ, ένα βουναλάκι., καμιά τρακοσαριά  μέτρα ύψος,  απ’ όπου φαίνονταν ο θεσσαλικός κάμπος και όλα τα βουνά της Θεσσαλίας τριγύρω.

Και κάποια στιγμή ο  Πασχάλης ο  Παππαδάσκαλος μας μάζεψε όλα τα παιδάκια, και μας έδειξε τα βουνά του τόπου μας. Τον Όλυμπο, τον Κίσσαβο, το Πήλιο, τα Χάσια,  την νότια Πίνδο, τα Άγραφα. Μέχρι το Βελούχι φαινόταν… 

Και μετά μας λέει. Το βλέπετε εκείνο εκεί, καταμεσίς στον κάμπο, που λάμπει, και είναι σαν φίδι… Αυτός είναι ο Πηνειός ποταμός, που τον λέμε και  Σαλαμπριά (η μεσαιωνική του ονομασία,  που σημαίνει οπή). Ένα τεράστιο, ασημένιο  νωθρό «φίδι» που «σέρνεται»,στον θεσσαλικό κάμπο, απ’ τα δυτικά προς τ’ ανατολικά….

Και καθώς πορεύεται, ανυποψίαστος ο «νεοσύστατος»  Πηνειός, το πεπρωμένο, και η «γιαγιά» του  Γη, τον οδηγεί, ως την είσοδο του στενού περάσματος,  που άνοιξε ο Εγκέλαδος. Και  εκεί διαπίστωσε ότι δεν είχε άλλη επιλογή… Έπρεπε να το περάσει. Και το πέρασε… και συνεχίζει να το περνάει, ως τις μέρες μας.

Και με τα χρόνια, σιγά-σιγά, αυτό το τελευταίο και το πιο δύσκολο «πέρασμα» της διαδρομής του… με τις φοβερές  βραχώδεις απόκρημνες όχθες, το «φρόντισε», ιδιαίτερα… μιας και σε λίγο, βγαίνοντας απ’ τα στενά,  θα έσμιγε με τον πατέρα του, τον Ωκεανό.

 Φόρεσε λοιπόν, ότι καλύτερο διέθετε… εκείνη την εποχή, η χλωρίδα και η πανίδα του τόπου,για να απαλύνει κάπως την αγριάδα του τοπίου… και να αφήνει άναυδους και εκστατικούς… όσους η μοίρα… όριζε να περάσουν από εδώ, ταξιδιώτες και κατακτητές…

Και άρχισαν να φυτρώνουν στις όχθες του,πανέμορφες  λεύκες και ιτιές, θεόρατα πλατάνια και φτελιές και άλλα υδρόφιλα δέντρα και θάμνοι, όπως δάφνες, και πικροδάφνες… και λυγαριές και κισσοί, που με τις φουντωτές κληματσίδες τους, τυλίγονταν γύρω στους κορμούς των δέντρων.

 Και πλήθος  από σπάνια λουλούδια, στόλιζαν  όχι μόνο τις όχθες, αλλά και τους βράχους τριγύρω…

Και πάνω στα κλαδιά τους  φώλιαζαν και κελαϊδούσαν χιλιάδες πουλιά.  Και πηγές ανάβλυζαν εδώ και εκεί με δροσερά και γάργαρα νερά. Και ένα πλήθος από ρυάκια διέσχιζαν την περιοχή και  ανάμεσά τους δρομάκια… Και στη μέση, ένα μυθικό ποτάμι, που κυλάει τα νερά του, γαλήνια, και ασταμάτητα… Ένας παραδεισένιος τόπος!… Ένας τόπος αναψυχής…και ανάτασης… για  ασκητές, ταξιδιώτες και επισκέπτες. Αυτή είναι η ξακουστή κοιλάδα των Τεμπών, που προκαλεί δέος και θαυμασμό στο πέρασμά της.

Και όταν το ποτάμι βγήκε απ’ το πέρασμα και αντίκρισε τη θάλασσα (τον Ωκεανό, τον πατέρα του έκανε χαρές μεγάλες… και  «άπλωσε»…. Και με τα αμέτρητα «νεροπλοκάμια» του «έπεσε», με πόθο…στην αγκαλιά της, έγινε ένα μαζί της, και αναπαύτηκε, μετά από το παρθενικό… μεγάλο και πολυδαίδαλο, ταξίδι του, στον θεσσαλικό κάμπο.

 Έτσι δημιουργήθηκε το εντυπωσιακό, δέλτα του Πηνειού, στο χωριό Στόμιο όπου εκβάλει. Με πλούσια  παρόχθια  και παρυδάτια δάση και πολλές θίνες με θαμνώδη βλάστηση, όπου  φωλιάζουν και απολαμβάνουν τις βόλτες τους παραδεισένια πουλιά, όπως ερωδιοί,  φλαμίγκος και κορμοράνοι και όπου ξεκουράζονται… πολλά αποδημητικά  πουλιά,  κατά το ταξίδι τους στις νότιες ζεστές χώρες.

Εδώ τελείωσε το «ταξίδι» του, το ποτάμι… Θα ξεκουραστεί για όσο χρειαστεί…εδώ. Και κάποια στιγμή, που την «ορίζουν» οι θεοί, τα νερά του,  θα γίνουν πάλι σύννεφα μαύρα, και άσπρα, που θα ταξιδέψουν  στους αιθέρες.

Τα άσπρα σύννεφα προσφέρουν, φαντασμαγορικές εικόνες στην ατμόσφαιρα, καθώς τρέχουν ψηλά στον ουρανό με μεγάλες ταχύτητες, αλλά δεν φέρνουν βροχή. Ενώ τα μαύρα, «πάνε»  αργά… και χαμηλά… καθώς στα σπλάχνα τους,  κουβαλούν μεγάλες ποσότητες νερού,που θα γίνουν βροχή. 

Και η βροχή θα πέσει στη γη για να την γονιμοποιήσει. Και η γη θα πρασινίσει, και θα κάνει καρπούς και γεννήματα που θα θρέψουν την ανθρωπότητα ολάκερη.  Και θα γεμίσουν πάλι τα ποτάμια, που είναι πηγή ζωής, και πλούτου  για κάθε τόπο, καθώς… «Αρχή των πάντων, απεφήνατο το ύδωρ», απεφάνθη, ο μέγας,  σοφός της αρχαιότητας, Θαλής ο Μιλήσιος. Ο Αέναος Κύκλος των Νερών…

Που δεν είναι ο μοναδικός!.. Τα πάντα στον Κόσμο, στο Σύμπαν κινούνται αενάως και μεταλλάσσονται, κάνουν κύκλους… Όλα τα έμψυχα όντα, ζούνε και πεθαίνουν, αενάως. Η μέρα εναλλάσσεται με την νύχτα, το φως με το σκοτάδι, το καλό με το κακό, η ηρεμία με τη γαλήνη, ο πόλεμος με την ειρήνη, η τρικυμία με τη γαλήνη.  Και όλα τα στοιχεία της Φύσης, πυρ, αήρ, γη και ύδωρ αενάως… μετατρέπονται το ένα στο άλλο. 

 Και πορεύεται ο Κόσμος, μέσα από κύκλους… και την αρμονία των αντιθέτων, όπως  δίδασκε ο  λεγόμενος  «σκοτεινός», μέγας φιλόσοφος Ηράκλειτος, με την ρήση του «Τα πάντα ρει», «Πόλεμος, πατήρ των πάντων» και της «αρμονίας των αντιθέτων».

Ο Πηνειός, ο τρίτος σε μέγεθος ποταμός της χώρας μας, καθ’ όλο το μήκος του, είναι ένας θαυμάσιος υδροβιότοπος, με σημαντικά παραποτάμια δάση και μεγάλη ποικιλότητα στην πανίδα.

Και οι ολύμπιοι θεοί… που παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον… τα τεκταινόμενα στη γειτονιά τους,  Θαύμαζαν, τον ποταμό, που λαμποκοπούσε καταμεσίς της νέας γης, που άφησε η λίμνη φεύγοντας, με τις καταπράσινες όχθες του, γεμάτες καλαμιές, βούρλα,  ψάθες, λυγαριές, ιτιές, λεύκες και πλατάνια. Και στα νερά του να κολυμπούν λογής-λογής ψάρια, μικρά και μεγάλα, σαρδέλες, τσιρόνια, μπριάνες, σαζάνια, γουλιανοί και καραβίδες,  αλλά και βατράχια και νερόφιδα…

Αλλά περισσότερο θαύμαζαν… την πεδιάδα που πρασίνισε απ’ άκρη  σ’ άκρη, με θαλερά λιβάδια… όπου έβοσκαν  άγρια άλογα, άγρια βουβάλια αλλά και ρινόκεροι, ιπποπόταμοι και ελέφαντες  και πλήθος από άλλα ζώα… Και χάρηκε η καρδιά τους…

Έριξαν και μια ματιά αποκάτω τους, προς το χάσμα… που προκάλεσε… ο Εγκέλαδος  και έμειναν άναυδοι… Ένα «παράρτημα»της Εδέμ… Ένας παραδεισένιος τόπος ήταν σε απόσταση αναπνοής και τους προσκαλούσε να τον επισκεφτούν…. 

Πρώτοι έφτασαν εδώ ο Απόλλωνας και η Αφροδίτη… οι πιο ερωτιάρηδες θεοί…του αρχαίου κόσμου… Η Αφροδίτη έκανε το μπάνιο της… σε παρόχθια ειδυλλιακή πηγή…για να ανακτήσει την αγνότητά της…, μιας και σαν θεά του έρωτα… έπεφτε διαρκώς σε παραπτώματα…  Και  από τότε η πηγή πήρε το όνομά της….

 Ο Απόλλωνας τα «έριξε»..στην Δάφνη την όμορφη κόρη του Πηνειού…αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε… και όταν εκείνος έγινε φορτικός…εκείνη άρχισε να τρέχει… έτρεχε πίσω της και εκείνος αλλά όταν την έφτασε…εκείνη,  έγινε ο ομώνυμος θάμνος… κατόπιν παρακλήσεως και «επεμβάσεως»… του πατέρα της…. Γι’ αυτό βρίθει η κοιλάδα από δάφνες… 

Αλλά ο Απόλλωνας δεν πτοήθηκε…διόλου… απ’ την χυλόπιτα… της Δάφνης…«Υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές»… είπε από μέσα του…και δεν άργησε να τα «ρίξει»… στην άλλη κόρη του Πηνειού, την Στίλβη, η οποία ανταποκρίθηκε στον έρωτά του…με ευχαρίστηση…

 Και απέκτησαν δυο γιούς… τον Λαπίθη, γενάρχη των Λαπιθών, πρώτων κατοίκων της θεσσαλικής πεδιάδας και τον Κένταυρο, τον γενάρχη των Κενταύρων που κατοικούσαν στο Πήλιο.  Έτσι η Θεσσαλία απέκτησε τους πρώτους γηγενείς… κατοίκους της με θεϊκή καταγωγή…από τον θεό «Ήλιο»… τον Απόλλωνα.

Και το μήνυμα της νέας  και εύφορης γης, που έκανε την εμφάνισή της… μετά από κοσμογονικές γεωλογικές αναστατώσεις… που έχουν σχέση  με τον «κατακλυσμό του Δευκαλίωνος και της Πύρας»… που είναι ο ίδιος με αυτόν του «Νώε»…. το πήρε ο αέρας και το διαλάλησε… και στις  παραπέρα γειτονιές…

Και οι άνθρωποι που κατοικούσαν  εκεί… στα γύρω βουνά, πήραν το μήνυμα… Και παρ’ όλο που στην αρχή είδαν με τρόμο… τις αλλαγές που έγιναν στην περιοχή τους… σιγά-σιγά ξεθάρρεψαν… Και άρχισαν να κατεβαίνουν… στον ίσιο … αυτό τόπο,  που τον ονομάτισαν «πεδιάδα…» για να ιδούν… τι σόι τόπος ήταν… αυτός ο περίεργος τόπος…

Και με τον καιρό… διαπίστωσαν… πως εδώ ο τόπος… ήταν καλός τόπος… εύφορος…  Ότι φύτευαν… «έπιανε»… και ότι έσπερναν… φύτρωνε… Και είχε και άλογα πολλά… που τα «ημέρεψαν»… και τα έζεψαν για να τον καλλιεργήσουν… Και είχε και άφθονο νερό… για πότισμα… Και χόρτασαν ψωμάκι… Και δόξαζαν και τους θεούς… για τα καλά… που τους έστελναν… και να οι «θυσίες» και οι προσφορές…  ιδιαίτερα… στη θεά Δήμητρα… στη θεά Γη… την τροφοδότρα!…

Και μια φορά το χρόνο… έρχονταν  στα Τέμπη, στην βαθύσκιωτη κοιλάδα, όπου υπήρχε και τέμενος του Απόλλωνα και πανηγύριζαν… Έτρωγαν και γλεντούσαν και ευχαριστούσαν τους θεούς…για τα καλά που τους δώρισαν… με το άνοιγμα της ομώνυμης  ξακουστής… κοιλάδας. 

 Και με τα χρόνια…όλο και περισσότεροι άνθρωποι…κατέβαιναν στον κάμπο… και γέμισε ο κάμπος από πλούσιες πολιτείες και χωριά… τα περισσότερα κατά μήκος του «θεϊκού…»,του μεγάλου ποταμού,  που ήταν… και είναι ακόμα και σήμερα, πηγή ζωής… και πλούτος πολύς!… για τον τόπο.

Οι σπουδαιότερες πόλεις της αρχαιότητας, ήταν η Λάρισα, η Τρίκκη (Τρίκαλα), η Άρνη, στην σημερινή Καρδίτσα, η Φαρκαδώνα, η Φαυτός, η Άτραξ, οι Φέρρες, οι Παγασές, η Ουλουσών(Ελασσόνα) κ.α. 

Και γέμισε ο κάμπος όλος, άλογα…, τα ξακουστά άλογα της Θεσσαλίας, που όργωναν τον κάμπο για χιλιετίες…  και μέχρι την δεκαετία του ’50.

 Στις μέρες μας βέβαια δεν υπάρχουν άλογα… έχουν αντικατασταθεί με τρακτέρ… Αλλά το άλογο… τιμής ένεκεν…παρέμεινε το σύμβολο του θεσσαλικού κάμπου και της πρωτεύουσας του της Λάρισας, και της ομώνυμης ποδοσφαιρικής ομάδας, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης για ότι προσέφερε στον τόπο, ανά τους αιώνες… αυτό το περήφανο και ακούραστο ζώο…

Ευλογημένη η γη της Θεσσαλίας… «Θέσιςαλός»… Θεσσαλία… Τόπος που  κάποτε ήταν θάλασσα… Τα ονόματα… λένε πάντα την αλήθεια… 

Από το στόμα του συγχωρεμένου πατέρα μου,  άκουγα συχνά την φράση… «Α ρε κατακαημένη Θεσσαλία… που «ταϊζ» όλ’ την Ελλάδα!…» 

Εκεί καταμεσίς στο θεσσαλικό κάμπο… όπου «χτυπάει»… η καρδιά… της Ελλάδας… Στον «σιτοβολώνα» αυτής, από αρχαιοτάτων χρόνων…

Η  Λάρισα είναι η αρχαιότερη πόλη της Ελλάδας και έχει ζωή 8.000 χιλ. χρόνων… από την εποχή των Πελασγών… Η λέξη «λάρισα», είναι πελασγική, από την λέξη λάας (πέτρα) και σημαίνει πέτρινο φρούριο.  Και σήμερα ακόμα… ο μοναδικός λόφος της Λάρισας, ονομάζεται «Φρούριο».  Ονομάζονταν  και «ιπποτρόφος», από τις μυριάδες…αλόγων που έβοσκαν στα λιβάδια της και όργωναν τη γη της… 

Οι πιο ξακουστοί ιππικοί αγώνες στην αρχαιότητα, γίνονταν στην Λάρισα και το ιππικό του Μ. Αλεξάνδρου, ήταν θεσσαλικό…

Σ’ ένα από αυτά τα χωριά της Θεσσαλίας, στα πρώτα υψίπεδα… της οροσειράς των Αντιχασίων, που σαν «χερσόνησος»… εισβάλει… στον θεσσαλικό κάμπο, στα όρια των νομών Λαρίσης και Τρικάλων…  εκεί γεννήθηκα…  Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή μου…

Είμαι το τρίτο παιδί της οικογένειας και οι γονείς μου, Νικόλαος και Ζωή,  ήταν δουλευτάδες της γης… απ’ τα γεννοφάσκια τους…

Η μάννα μου λέει, ότι γεννήθηκα νύχτα… και ήταν απάν’ στον τρύγο… Με «ξεγέννησε η  «μανιά» η Κουκουρέτσινα, η μια απ’ τις δυο μαμές που είχε το χωριό. 

Και κάθε φορά που με συναντούσε στο δρόμο, με ρωτούσε«Τίνος είσαι κουρτσούλι μ’»? 

«Της Ζώϊους» της έλεγα… 

Και τότε  εκείνη ενθουσιασμένη μου έλεγε… Αχ… αχ αχ…ιγώ σ’ ίφηρα απ’ τα αμπέλια… πιδάκι μου … Σι βρήκα κάτ’ απου ένα κούτσουρου… άσπρου- άσπρου… και σ’ ίφηρα σ’ μάνα σ’».

Η μάνα μου, κάθε φορά που της το’ λεγα, μου έλεγε ότι ή μαμή άργησε να έρθει… και με «ξεγέννησε η θειά μου η Σταυρούλα…Αυτή έκοψε το «λώρο»,  με έπλυνε, με αλάτισε… και με φάσκιωσε… Τα μωρά εκείνα τα χρόνια… τα «παστώνανε» με αλάτι μόλις γεννιόνταν… για ένα εικοσιτετράωρο… για να «σφίξει το κορμάκι τους…» Έτσι  πίστευαν και έτσι έκαναν… μπορεί να έχει και κάποια βάση όλο αυτό… δεν το μελέτησα…

Και είχε και το νου της… να σημειώσει και την ημερομηνία γέννησής μου, στην πίσω μεριά, μιας φωτογραφίας των παππούδων μας… απ’ την μεριά του πατέρα.  «17 Σεπτεμβρίου 1953, ημέρα της Αγάπης, της Σοφίας, της Πίστεως και της Ελπίδος»…

 Όταν ήρθε η μαμή… με το σαπούνι στο χέρι… με βρήκε τακτοποιημένη… και φαγωμένη…

 «Δεν έκανε τίποτα η μαμή, όλα ηθεια σου η Σταυρούλα τα έκανε.  Και εγώ ξεχάστηκα… δεν της πήρα το σαπούνι, που ήταν η αμοιβή της… Και κάθε φορά που με έβλεπε… μου το υπενθύμιζε… με παράπονο…»

 «Δεν μου πήρες το σαπούνι!…» 

«Πως τόφερα και γω έτσι σβάρνα… το πράγμα και έφυγε η γυναίκα με το παράπονο… λες και έκανε το σαπούνι,  τα χίλια γρόσια!…» 

 Στα μέρη μας, δεν τά’ φερνε  τα μωρά ο «πελαργός», αλλά τά’ φερνε η μαμή απ’ τ’ αμπέλια…

Κατά την γνώμη μου, αυτή η θεωρία… συνάδει… και με το ότι με το θάνατο επιστρέφουμε πάλι απ’ εκεί που ήρθαμε… στη γη…

 Τώρα γιατί απ’ τ’ αμπέλια…?  Και όχι από κάποιο άλλο μέρος?   Γιατί νομίζω, ότι ο αμπελώνας του χωριού μας, είναι το  ωραιότερο μέρος του!… Αν και σήμερα έχασε την αίγλη του… καθώς πια δεν έχει αμπέλια… Δεν υπάρχει και μαμή… να φέρνει τα λιγοστά πια… μωρά απ’ τ’ αμπέλια… αφού αυτά πλέον… γεννιούνται στο μαιευτήριο στη Λάρισα.

Ο αμπελώνας, είναι ένα μικρό οροπέδιο, καμιά πεντακοσαριά στρέμματα γη, που περιβάλλεται από λόφους και διασχίζεται από δυο ρέματα που ενώνονται και δημιουργείται η Λεύκα… Ένα ποταμάκι, που χύνεται στον Τιταρίσιο, παραπόταμο του Πηνειού.

Τώρα τι ώρα γεννήθηκα και ποια μέρα… δεν θυμόταν… Ρολόγια… και ημερολόγια… ελάχιστοι είχαν τότε και οι υπόλοιποι…«βολεύονταν» με το ηλιακό ρολόϊ… 

«Βγήκε Ο ήλιος…» έλεγαν οι χωρικοί,  μόλις  ο τεράστιος ηλιακός δίσκος, άρχιζε να φαίνεται στον ορίζοντα και ν’ ανεβαίνει… Και μετά  οι ώρες μετριούνταν με τα μπόϊα, ό ήλιος είναι ένα μπόϊ, δυο μπόϊα κλπ.κλπ… ώσπου«πήγε γιόμα»…( ώρα για γεύμα…  για φαί…) όταν μεσουρανούσε… Και μετά ο ήλιος «έγερνε…»… έπεφτε κατά μπόϊα πάλι… «τρία μπόϊα ο ήλιος για να δύσει…»  ήταν το απόγευμα,  και  ο ήλιος πάει να βασιλέψει… ήταν το δειλινό… Όταν ο ηλιακός δίσκος τεράστιος πάλι… και κατακόκκινος… άρχιζε να «χάνεται»… στον ορίζοντα…«Ο Ήλιος  πάει στην μάννα του!…» έλεγαν οι παλιοί…  

Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι γεννήθηκα κοντά… στο παζάρι της Λάρσας, που  λάβαινε χώρα, κάθε χρόνο, την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου…

Ο Σεπτέμβριος   μήνας λέγεται και «Τρύγος» η «Τρυγητής»… λόγω του ότι  η κύρια ασχολία των κατοίκων του τόπου μας, αυτόν τον καιρό, ήταν ο τρύγος και η παραγωγή κρασιών και τσίπουρου.

Ο «Τρύγος»… ήταν ο ωραιότερος μήνας στα παιδικά μου χρόνια… Όλος ο κόσμος ήταν στ’ αμπέλια… Οι γυναίκες με τα άσπρα τσεμπέρια κουκουλωμένες, για να μην τις καίει ο ήλιος, πρωτοστατούσαν στον τρύγο και αντιλαλούσε ο τόπος απ’ τα τραγούδια τους… με κορυφαίο… το «μπαίνω μες’ τ’ αμπέλι σαν νοικοκυρά»…

Μάζευαν τα σταφύλια σε μεγάλα κοφίνια, που τα φόρτωναν στα άλογα και στα γαϊδούρια και τα έφερναν στο σπίτι, όπου τα «πατούσαν» σε σκάφες, και σε καζάνια  και μετά τα έριχναν σε κάτι τσιμεντένιες στέρνες για να γίνει η «ζύμωση».

Το πιο απολαυστικό για μας τα παιδιά, απ’ όλη την διαδικασία παρασκευής κρασιού, ήτανε το πάτημα των σταφυλιών…

Πήγαινα στο σπίτι του παππού μου, που έμενε με τον μπάρμπα Τόλιο, τον μικρότερο γιό του, έτσι ήταν συνήθειο… εκείνα τα χρόνια  και με τα ξαδέλφια μου, την Λεμονιά και τον «Μητρούλια»… πλέναμε τα ποδάρια μας και  μπαίναμε στη σκάφη… όπου διασκεδάζαμε με την ψυχή μας… «χορεύοντας…», πάνω στα «τσάμπουρα»… Ένα  πανηγύρι… ήταν ο «τρύγος» για μας τα παιδιά… 

Για τους μεγάλους όμως ήταν επίπονη εργασία, όχι τόσο ο τρύγος όσο οι άλλες δουλειές που θέλει το αμπέλι, όπως το σκάψιμο δυο χέρια, το κλάδεμα, το συχνό θειάφισμα, το κορφολόγημα, τα ραντίσματα για διάφορες αρρώστιες…

Εμείς  είχαμε ένα μικρό αμπελάκι… με  δυο συκιές… μια μαύρη και μια άσπρη και στη μέση μια αχλαδιά… και δεν «περίσσευαν»… σταφύλια για κρασί…  Αν η χρονιά ήταν «καλή…» έφτιαχνε η μάνα μας  πετιμέζι με «ριτζέλια»… που ήταν ένα απ’ τα ωραιότερα γλυκίσματα των παιδικών μας χρόνων, μαζί με την «μουσταλευριά»… Τα «ριτζέλια» ήταν ρομβοειδή κομμάτια κολοκύθας, που τα έβαζαν στον ασβέστη, να σκληρύνουν, πριν τα βράσουν και μετά τα έβαζαν  στο πετιμέζι…

Εκεί κατά τα μέσα Αυγούστου, που ωρίμαζαν τα σταφύλια, η πιο ευχάριστη ενασχόλησή μας… ήταν να πάμε βόλτα στο αμπέλι, με το γαϊδούρι και ένα καλάθι για να κόψουμε σταφύλια, σύκα και αχλάδια… Δεν παίρναμε μεγάλο καλάθι… για να πάμε συχνότερα… 

Και επειδή ο όξω από δω… μας  «έβαζε»… που και που, να κάνουμε και καμιά παρασπονδία… να μπούμε και σε κάνα ξένο κοντινό  αμπέλι, να κλέψουμε σύκα η σταφύλια, τα σύκα κυνηγούσαμε ιδιαίτερα…, όταν ακούγαμε τη σφυρίχτρα του «δραγάτη»… μας κόβονταν τα «ύπατα»…

 Ο «δραγάτης» ήταν ο φύλακας του αμπελώνα και έφτιαχνε το «παρατήριό» του… ένα παταράκι…στην ψηλότερη βελανιδιά,  στη μέση του, για να κάνει καλά τη δουλειά του… βάζοντας σε τάξη… τους παραβάτες…

Τον δραγάτη και τους αγροφύλακες, τους φοβόμασταν σαν παιδιά… Άμα ακούγαμε σφυρίχτρα…όπου φύγει-φύγει. Με τις στρατιωτικές στολές τους…, την γκλίτσα στο χέρι και την σφυρίχτρα…κρεμασμένη στο λαιμό… απέπνεαν ένα φόβο και σεβασμό μαζί… Ήταν οι τηρητές του νόμου στο χωριό…

Και αφού γίνονταν η «ζύμωση», κάπου εκεί στις αρχές Νοεμβρίου, έβαζαν το κρασί σε ξύλινα βαρέλια, που τα τοποθετούσαν στο  «κατώϊ». Τα δε «στέμφυλα», τα μαζεύανε σε σάκους και κατά τον Οκτώβριο, στήνανε τα μπρούτζινα «ρακοκάζανα», αποστακτήρια, είχαμε δυο-τρία στο χωριό και έβγαζαν το εξαίσιο…αρωματικό ντόπιο τσίπουρο, καθώς στα μέρη μας, έβαζαν μέσα και γλυκάνισο, στο οποίο οφείλει το υπέροχο άρωμά του.

 Και κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας… ψήνανε και λουκάνικα και μπριζόλες… και δοκίμαζαν το θεσπέσιο αυτό ποτό… κατ’ ευθείαν… απ’ την κάνουλα που έτρεχε… Και έβαζαν και στα τεράστια… εκείνης της εποχής γραμμόφωνα, με τα εντυπωσιακά έγχρωμα «χωνιά», δίσκους των 78 στροφών  και το έριχναν στο χορό… Καθώς δεν νοείται… φαγοπότι… χωρίς χορό… αυτά πάνε μαζί… Αυτά είναι ομοούσια και αδιαίρετα… σαν την Αγία Τριάδα….

Και τα «καζανέματα»… ήταν μια ευκαιρία για «ξεφάντωμα»… «δώρο»… απ’ την αρχαιότητα… Τότε που οι πρόγονοί μας, θυσίαζαν ζώα, προς τιμήν του Διονύσου, του θεού της χαράς και του κρασιού, που κάνει τους ανθρώπους να ξεχνούν τους πόνους και τα βάσανα της ζωής… Του θεού, που τους δίδαξε την αμπελουργία, καθώς η χώρα μας, ανέκαθεν και μέχρι σήμερα…παράγει εξαιρετικά κρασιά… και τσίπουρα… 

Δεν είναι τυχαίο…πως και σήμερα, ως χριστιανοί, «κοινωνούμε»…με κρασί και ψωμί… με εκείνα που μας «δίδαξαν»… οι σημαντικότεροι θεοί του αρχαίου κόσμου, ο Διόνυσος και η  Δήμητρα… «Γη- Μήτηρ»  Δημήτηρ- Δήμητρα.

Σ’ όλη τη Θεσσαλία, τα πανηγύρια  και τα γλέντια, ξεκινάνε και τελειώνουνε μετο τραγούδι, «μπαίνω μες’ τ’ αμπέλι», κυκλικός αργός χορός  «μπεράτι», που οι χορευτές χορεύουν κατά μόνας… δεν πιάνονται, γι’ αυτό  λέγεται και «σκόρπιος»…  ο οποίος στη συνέχεια μεταλλάσσεται σε γρήγορο ρυθμό με το τραγούδι «Τασιά» που γίνεται όλο και γρηγορότερος… και όσο να τελειώσει… έχεις γίνει «μουσκίδι»… στον ιδρώτα.

Στον Τύρναβο, τον μήνα Οκτώβριο, μοσχομυρίζει ο τόπος όλος… τσίπουρο… Εδώ ο τόπος είναι ευλογημένος!… παράγει τα πάντα… λαχανικά όλων των ειδών, φρούτα εξαιρετικά, μήλα, ροδάκινα και αχλάδια, ξακουστές είναι οι «κοντούλες» Τυρνάβου. Αλλά  κυρίως παράγει σταφύλια. Σταφύλιαεδώδιμα που εξάγει στο εξωτερικό κυρίως Γερμανία και κρασοστάφυλα… κυρίως «μοσχάτο»… απ’ το οποίο παράγεται το κρασί «Μοσχάτο» και απ’ τα στέμφυλά του,  το φημισμένο και πολυτραγουδισμένο «τσίπουρο»  Τιρνάβου.

 Οι παλιότεροι… θα έχετε ακούσει το τραγούδι «Φέρτε ούζο του Τυρνάβου», όπου εξυμνείται το ούζο Τυρνάβου και ο «Πηνειός»… Ο θρυλικός ποταμός της Λάρισας, που γονιμοποιεί… όλο το θεσσαλικό κάμπο. Τι θα ήταν η Θεσσαλία χωρίς τον Πηνειό!… Ένα τίποτα!…

Το παζάρι της Λάρσας, εκείνα τα χρόνια… ήταν και είναι ακόμα και σήμερα, το μεγαλύτερο παζάρι της Θεσσαλίας… Ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό γεγονός του νομού, κρατούσε μια βδομάδα και γίνονταν στο ξακουστό «Αλκαζάρ»… 

Τα Αλκαζάρ είναι… ένα τεράστιο παραποτάμιο πάρκο, απέναντι από το λεγόμενο «Φρούριο», την αρχαία ακρόπολη της πόλης,που βρίσκεται στον μοναδικό λόφοαυτής, όπου σήμερα δεσπόζει ο ναός του πολιούχου της,Αγ. Αχιλλείου.

Την πρώτη μέρα  του παζαριού, γίνονταν η «ζωοπανήγυρις»… κατά την διάρκεια της οποίας χιλιάδες ζώα, άλογα, γελάδια, πρόβατα, κατσίκια, γαϊδούρια, μουλάρια ακόμα και κοκόρια… άλλαζαν χέρια…  Ο αγοραστής κοιτούσε τα ζώα στα δόντια… για να προσδιορίσει την ηλικία… τους, μετά παζάρευαν σκληρά… τηντιμή… «πόσα θέλεις»… «τόσα δίνω», το πιο σημαντικό κομμάτι της αγοραπωλησίας… και κάποτε… συμφωνούσαν στο ποσό. Και  τότε επικύρωναν την συμφωνία  με το «δόσιμο» των χεριών… και τη φράση «άντε χαϊρλίτικα…»

Όσο διαρκούσε το παζάρι, ήταν μια τρέλα… Διακαής πόθος όλων, μικρών και μεγάλων… ήταν μια επίσκεψη σ’ αυτό…

Παζάρι «σημαίνει»… «ψώνια»…,ατμόσφαιρα φαντασμαγορική… που τη δίνει το πολύχρωμο… και φωτεινό «Λούνα Παρκ», αναπόσπαστο κομμάτι του…. «Λιχουδιές»… καλαμπόκια ψητά, παπαδίτσες, κάστανα ψητά και αυτή η υπέροχη αλησμόνητη μυρωδιά του βουτυράτου φαρσαλινού χαλβά να σου «σπάει» τη μύτη… Ατμόσφαιρα  πανηγυρική… με αδιάκοπη και έντονη μουσική… με τα μεγάφωνα να ξεκουφαίνουν τον κόσμο, με τα σουξέ της εποχής… τα λαϊκά της δεκαετίας του ’60και του ‘70 . ειπωμένα απ’ τους  κορυφαίους στο είδος τους, όπως οι  Καζαντζίδης- Μαρινέλα,  Σπύρος-Ζωή Ζαγοραίου, Γαβαλάς-Ρια Κούρτη,  Χιώτης-Μαίρη Λίντα κ.α. 

Μιλάω για μισό αιώνα πίσω… σήμερα δεν ξέρω αν είναι το «παζάρι της Λάρσας»… όπως ήταν τότε… Νομίζω ότι έχει χάσει την «αίγλη» του και την αλλοτινή του σημασία….

Ο φαρσαλινός χαλβάς, αυτό το τοπικό έδεσμα… είναι το «αγαπημένο μου»… και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το παζάρι της Λάρσας… όπως και οι «κούνιες» και τα «αλογάκια», όπου διασκεδάζαμε σαν παιδιά…

Στο παζάρι πουλιόνταν τα πάντα… στην κυριολεξία… από ρούχα, παπούτσια,  εσώρουχα, νυχτικά, είδη προικός… σεντόνια, κουρτίνες,  φλοκάτες, κουβέρτες καμηλό, μπατανίες, κάπες, κουδούνια, γκλίτσες… οικιακά σκεύη, καζάνια, κατσαρόλες σινιά(ταψιά) μπρούτζινα, ταβάδες, τηγάνια κ. α.

Εν τω μεταξύ, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη… «άνοιγαν»… τα βαμβάκια και ξεχύνονταν… όλη η εργατιά αλλά και παιδιά δέκα χρονών και πάνω, απ’ τα ορεινά χωριά του νομού, στα χωριά του κάμπου, για να τα μαζέψουν…

Οι συνθήκεςεργασίας άθλιες… μας έβαζαν να κοιμηθούμε σε κάτι απεριποίητα παράσπιτα η αποθήκες, με τσιμεντένιο η χωμάτινο δάπεδο, όλη την παρέα… δέκα, δεκαπέντε η είκοσι άτομα, με την τουαλέτα στην άλλη άκρη του κτήματος… Μια «τουλούμπα»… στην αυλή για πλύσιμο των χεριών και υπαίθριο ντούζ….στα σκοτεινά… Και μια «γκαζιέρα»… για να μαγειρεύουμε…Τί να μαγειρέψεις… όταν γυρνάς κατάκοπος… Δουλεύαμε «ήλιο με ήλιο»…που σημαίνει απ’ την ανατολή του ήλιου, μέχρι τη δύση του. Σκυμμένος όλη μέρα, με ένα τσουβάλι στη μέση, να το γεμίζεις και να το αδειάζεις σε κάτι μεγάλες λινάτσες, που τις λέγαμε «μπούρδες»…Από εδώ προφανώς βγήκε και η έκφραση «μπούρδες»… για κάτι που έχει πολύ όγκο…χωρίς αντίστοιχο βάρος…

Τις πρώτες μέρες πονούσε όλο το κορμί… αλλά σιγά- σιγά με τις μέρες συνήθιζες… Το βάσανο το μεγάλο, ήταν το πρωϊνό ξύπνημα…, κατά τις έξι η ώρα,  το κρύο που έκανε στην καρότσα του τρακτέρ, πηγαίνοντας στο χωράφι,  και η δροσιά στις βαμβακιές…

 Αργότερα, όταν ο ήλιος ήταν δυο μπόϊα… ζεσταινόμασταν… Κατά το μεσημέρι, μας «τσουρούφλιζε»… και ό ιδρώτας έτρεχε «ποτάμι»… στο κορμί μας… Και το απόγευμαπου πήγαινε να βασιλέψει… ένα λεφούσι κουνούπια ξεχύνονταν απ’ τις βαμπακιές και μας τρέλαιναν στα τσιμπήματα… 

Και από φαί… καμιά κονσέρβα, ψωμί, τυρί ντομάτες, αγγούρια, κασέρι, χαλβάς… Και το βράδυ φτιάχναμε ως επί το πλείστον…μακαρονάδες η φακές που έβραζαν γρήγορα… 

Και να φορτώνεις και να ξεφορτώνεις  κάθε μέρα αυτές τις «μπούρδες» για να τις ζυγίσεις και να τις αδειάσεις… Δυσκολότερη δουλειά απ’ αυτήν δεν έχω κάνει στη ζωή μου. Πολύ κοπιαστική!…

Δώδεκα χρονών ήμουνα, όταν πρωτοπήγα στα «βαμπάκια…» με την μάνα μου. Πήγαμε στη Γιάνουλη, ένα χωριό μεταξύ Λάρισας και Τιρνάβου και ήμασταν παρέα με την συγχωρεμένη την Αγλαίτσα την «Κατσιαμπούρινα»… που είχε μαζί της την μικρή της κόρη, δέκα χρονών τότε, το «Λιτσάκι»… έτσι την φωνάζαμε.

Μικρά παιδιά τότε εμείς…. τι μεροκάματο να βγάλουμε… Μαζεύαμε όσο μπορούσαμε… και όταν το μεσημέρι λαμπάδιαζε… ο ήλιος, πηγαίναμε στη σκιά, κάτω απ’ την καρότσα του τρακτέρ, ρίχναμε λίγο νερό στα μούτρα μας,  για να δροσιστούμε τάχα… αλλά αυτό ήταν  ζεστό… Και κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων… Και τότε , κοιτάζοντας η μια την άλλη…διαπιστώσαμε… ότι είχαν πρηστεί τα πρόσωπά μας… απ’ τα πολλά τσιμπήματα των κουνουπιών…

Δυο μαρτυρικές εβδομάδες περίπου δουλέψαμε εκεί  και μου φάνηκε ένας χρόνος!… Ευτυχώς που άνοιγαν τα σχολεία… περί τα τέλη Σεπτεμβρίου και τη γλύτωσα…φτηνά… θα πήγαινα στην πρώτη τάξη στο γυμνάσιο  Τιρνάβου.

 Και μια απ’ αυτές τις μέρες, μαζεύοντας βαμπάκι… αισθάνθηκα ένα ζεστό υγρό… να κυλάει στα σκέλια μου… Σάστισα!… «Τι νάναι αυτό το πράμα άραγε»… αναρωτήθηκα μέσα μου… Βάζω το χέρι μου και βλέπω αίμα!… Δεν φοβήθηκα…

 Αμέσως μου ήρθε στο μυαλό μου, η εικόνα της μάνας μου να πλένει τα λερωμένα με αίμα κιλοτάκια τηςμεγαλύτερης αδερφής μου της Κούλας και μου λύθηκε το μυστήριο…του πως λερώνονταν τα κιλοτάκια… Αλλά δεν είχα ρωτήσει ποτέ την μάνα μου για αυτά τα αίματα… ούτε και εκείνη μου είχε κάνει ποτέ καμιά αναφορά για αυτό το θέμα… 

Πάω στην μάνα μου και της λέω «Μάνα, μου ήλθαν τα «ρούχα»… είχα ακούσει πολλές φορές αυτή τη φράση απ’ την μάνα μου και από άλλες  κοπέλες,  καθώς και την άλλη «έχω τα ρούχα μου», αλλά δεν έδινα σημασία…

 Η μάνα μου μόλις τ’ άκουσε είπε «Αχ η μαύρη μ!… και τι θα κάνουμε τώρα… που δεν έχω πάρει πολλά βρακιά και πανάκια»…

Και η έκφρασή της έδειχνε ότι  δεν περίμενε κάτι τέτοιο… παρ’ όλο που ήμουν στην ηλικία, που συνήθως συμβαίνει… Οι γονείς μας είχαν τόσα να σκεφτούν και να κάνουν  και ιδιαίτερα οι γυναίκες… που να βρουν χρόνο να σκεφτούν… αυτές τις σοβαρές… λεπτομέρειες… Να μας ενημερώσουν  και να μας προετοιμάσουν γι’ αυτά τα θέματα…  

«Ε βρε μάνα, μην κάνεις έτσι… θα πάμε στο παζάρι της Λάρισας και θα πάρουμε»… Και έτσι πήγαμε και την βόλτα μας στο παζάρι και τακτοποιήσαμε και το θέμα…με τα πετσετέ πανάκια… τότε δεν υπήρχαν οι σερβιέτες ούτε καν τα χαρτοβάμπακα… Και όταν γυρνούσαμε απ’ το παζάρι, την ρώτησα…

 « Και δεν μου λες μάνα, κάθε πότε έρχονται «τα ρούχα» και πόσο κρατάνε»…

 «Ε… μου λέει,  έρχονται μια φορά το μήνα και κρατούνε πέντε –έξι μέρες…» 

 «Και για πόσα χρόνια θα γίνεται αυτή η δουλειά?

 «Ε… μέχρι τα σαράντα πέντε χρόνια στις περισσότερες γυναίκες, σε κάποιες και λίγο παραπάνω… και σε άλλες, λίγο λιγότερο… 

 Δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα…

Και η όποια αμοιβή μας… ήταν ένα έξτρα εισόδημα για κάθε οικογένεια… και ήταν και ζεστό χρήμα… το έπαιρνες αμέσως… και  κατ’ ευθείαν στο παζάρι… για ψώνια.   

Το περιμέναμε το παζάρι, πως και πως για να ψωνίσουμε τα χειμωνιάτικα ρούχα και παπούτσια, ζακέτες, παλτά, τις σχολικές ποδιές, τσάντες, εσώρουχα, νυχτικά και ότι άλλο χρειαζόμασταν…

Και οι αρραβωνιασμένες… κοπέλες να πάρουν τις προίκες τους, σεντόνια, μαξιλάρια, κουβερλιά, πετσέτες, βελέντζες, πατάκια, χαλιά, κουρτίνες και τα οικιακά σκεύη.     

 Όλα τα είδη αραδιασμένα… σε παράγκες, κολλητές… η μια δίπλα στην άλλη και ανάμεσά τους… υπήρχαν υπαίθρια φαγάδικα σε παράγκες… και αυτά, όπου κατέφευγαν οι παζαριώτες, μετά το πολύωρο «ξεποδάριασμα»… στο παζάρι για να φάνε και να διασκεδάσουν… καθώς πάντα υπήρχαν παραδοσιακές ορχήστρες, σ’ αυτά τα μαγαζιά. 

 Και μετά το φαγητό, τα παιδιά  τρέχανε στις «κούνιες» και στα «αλογάκια»  για να διασκεδάσουν και οι μεγάλοι πηγαίνανε στο «γύρο του θανάτου»… στη «ρόδα» και στις «παλάντσες»…

 Στις «παλάντσες» πήγαιναν και οι ερωτευμένοι νεολαίοι, της εποχής… και την επόμενη  μέρα, έβγαινε η «εφημερίδα»… του χωριού…  Είδαμε τον τάδε… και την δείνα… στις «παλάντσες»… αγκαλιασμένους…Τα έχουν «φτιάξει»…Στο παζάρι «φανερώνονταν»… όλα τα ειδύλλια… Που να κρυφτείς… όπου και να πήγαινες… όλο και κάποιος θα’ πεφτε   πάνω σου… αφού όλο το χωριό θα περνούσε οπωσδήποτε κάποια μέρα  απ’ το παζάρι.

Εκείνο που μάζευε τον περισσότερο κόσμο, ήταν ο «γύρος του θανάτου»…Ήταν η πιο μεγάλη και εντυπωσιακή κατασκευή στο χώρο του  «ΛούναΠάρκ» στο παζάρι… 

Ήταν ένα τεράστιο ξύλινο βαρέλι, που στο επάνω μέρος του,είχε πρόχειρο θεωρείο για τους θεατές.  Η δε εξωτερική του επιφάνεια είχε ζωγραφιές, υπερμεγέθεις… με έντονα χρώματα  απ’ τις  μοτοσυκλέτες και το αυτοκίνητο, που χρησιμοποιούνταν στο θέαμα… διανθισμένες.. με σούπερ τολμηρές για την εποχή… μισόγυμνες  γυναικείες φιγούρες… με μακριά ξανθά μαλλιά… και κόκκινα χείλια.

 Θυμάμαι που βγαίνανε όλοι από εκεί συγκλονισμένοι… από τα σούπερ επικίνδυνα ακροβατικά με μηχανές και αυτοκίνητα που γίνονταν σ’ αυτά τα τεράστια ξύλινα  «βαρέλια»… και μάλιστα χωρίς δίχτυ προστασίας… Έτσι έλεγαν το «γύρο του θανάτου» στην «αργκό» …

Άκουγα απ’ τα ξαδέλφια μου που είχαν πάει, ότι «γύριζαν» οι μηχανές μεσ’ το «βαρέλι», με μεγάλη ταχύτητα και οι αναβάτες έκαναν ακροβατικά… πότε σήκωναν το ένα πόδι… πότε άφηναν τα χέρια απ’ το τιμόνι… Με κορυφαίο… το  να στέκονται στην μηχανή,  μόνο με  το ένα πόδι…

Πάντα περνούσαμε και απ’ το «γύρο του θανάτου»… όταν τριγυρνούσαμε  στο παζάρι… αλλά άκούγοντας αυτόν το εκκωφαντικό θόρυβο απ’ τις μηχανές… και όταν έβλεπα το «βαρέλι να τρίζει… φοβερά… «νόμιζα ότι θα σπάσει…», μου έφευγε η κάθε περιέργεια… να ιδώ τα «τρομερά…» πράγματα που γίνονταν εκεί μέσα…

Η πρώτη «ανάμνηση»… της ζωής μου είναι η γέννηση της αδελφής μου της Ευδοκίας…

Η μάννα ξαπλωμένη κατάχαμα στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου, μπροστά στο αναμμένο τζάκι… και δίπλα της φασκιωμένο το μωρό…  Ήταν Μάρτιος και έκανε ακόμα πολύ κρύο…Και εγώ να στέκομαι αμήχανη και απορημένη…. καθώς δεν μπορούσα να  καταλάβω… ακριβώς τι ήταν αυτό το πράγμα που είχε συμβεί… Πάντως αισθανόμουνα ότι κάτι πολύ σπουδαίο και σοβαρό είχε συμβεί… που αφορούσε και την υγεία της… αφού ήταν ξαπλωμένη… Δεν πήγα κοντά της… ούτε είχα την περιέργεια… η την  επιθυμία… να ιδώ το νεογέννητο… 

 Η μάννα μου αργότερα θυμάμαι που μας έλεγε πόσο όμορφο ήταν το μωρό μας… όταν γεννήθηκε… Ήταν λέει… ένα κουκλάκι… άσπρο-άσπρο… με κόκκινα μαγουλάκια, σαν τριανταφυλάκι…!

 Και έτσι ολοκληρώθηκε η οικογένεια… με «τρία κορίτσια και ένα πιδί»… όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο πατέρας μου… όταν τον ρωτούσαν «τι  φαμπλιάέχς βρε Νίκου?

Περίπου  τα ίδια συναισθήματα «βίωσα», δυο χρόνια αργότερα,   όταν πέθανε η γιαγιά Ευδοκία… Το σκηνικό παρόμοιο… η γιαγιά ξαπλωμένη καταμεσίς στον καλό τον οντά… μπροστά στο τζάκι και γύρω-γύρω  πολλές γυναίκες που κάθονται κατάχαμα, να μοιρολογούν και να κλαίνε… Και κάθε γυναίκα που ερχόταν… άναβε ένα κερί σ’ ένα ταψί με άμμο, που ήταν τοποθετημένο στο τζάκι, φιλούσε την γιαγιά και απίθωνε λίγα λουλούδια… πλάϊ της.

 Η μάννα μου, η θειά-Βαγγελή και η γιαγιά η Μανώλινα, η νονά μου, που ήταν αδελφή της, ήταν μπροστά- μπροστά και κλαίγανε περισσότερο απ’ τις άλλες… Τι να καταλάβει ένα παιδί πέντε χρονών… τι είναι ο θάνατος… και τι η γέννηση ενός ανθρώπου!…  Διαισθανόμουνα την σοβαρότητα της κατάστασης… και στις δυο περιπτώσεις… αλλά δεν ένοιωθα ούτε χαρά, στην πρώτη, ούτε λύπη στην δεύτερη… Απλά παρατηρούσα σαν «θεατής»… τα τεκταινόμενα, που έμειναν… «εικόνες», ανεξίτηλα χαραγμένες στην μνήμη μου. 

Από την γιαγιά μου την Ευδοκία εν ζωή, θυμάμαι μόνο  μια σκηνή ευχάριστη… Στο κατώϊ… που ήταν η κουζίνα της, ήμασταν η Ευδοκία, η ξαδέλφη μου η Λεμονιά και εγώ και η  εκείνη μας έδωσε από μια κουταλιά ζάχαρη… Τι ευτυχία!… Η ζάχαρη εκείνα τα χρόνια ήταν είδος πολυτελείας… και ακριβή και ήταν απ’ τα ελάχιστα «καλούδια»… που είχαν τα σπίτια στα χωριά.

 Η γιαγιά Ευδοκία ήταν «ξακουστή»… στο χωριό για την νοικοκυροσύνη της και την «δοτικότητά» της… 

Μια ακόμα ανεξίτηλη εικόνα της πρώϊμης παιδικής μου ηλικίας είναι  «η διανυκτέρευση στην ύπαιθρο»…

 Όλη η οικογένεια… εν απαρτία, καθόμασταν κατάχαμα σ’ ένα στρωσίδι… και δειπνούσαμε… με ψωμοτύρι και ελιές… Η μάννα μας έφτιαχνε  για μας τα παιδιά, μικρά στρογγυλά ψωμάκια, που τα ανοίγαμε στα δυο και βάζαμε μέσα λάδι και τυρί… 

Και μετά ξαπλώσαμε όλοι κατά την  προκαθορισμένη σειρά… μπαμπάς- μάννα στις άκρες και ανάμεσα τα παιδιά…. Ο αδελφός δίπλα στον πατέρα μου, η Κούλα δίπλα στον Βάϊο, εγώ δίπλα στην Κούλα και η Ευδοκία, το μικρό μας… κολλητό στην μάννα και κοιμηθήκαμε, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό… Ήταν η πρώτη ευτυχισμένη νύχτα στην ζωή μου… Ένα αίσθημα ευδαιμονίας με κατέκλυσε… που με απογείωσε… και σίγουρα  καθόρισε κατά ένα τρόπο και την μετέπειτα ζωή μου…

Βέβαια, μέχρι τα δεκαοχτώ μου χρόνια έζησα στην επαρχία, στο χωριό μου και στον Τύρναβο όπου πήγα στο γυμνάσιο.

Οι γονείς μου ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι και παράλληλα ο πατέρας μου ήταν και ζωέμπορος και αντιπρόσωπος του Παπαστράτου, που αγόραζε τα καπνά του χωριού.

Και έτσι η ζωή μας ήταν άρρηκτα δεμένη  με τη Φύση και την καλλιέργεια της γης και ήταν αναγκαίο να διανυκτερεύουμε πολύ συχνά στην ύπαιθρο, στα χωράφια μας η στην στάνη.

Μετά από άλλο ένα χρόνο θυμούμαι την γέννηση του ξαδέλφου μου του Μανωλάκη και μετά άλλα τρία χρόνια… τη γέννηση του ξαδέλφου μου του  Θανασάκη… που έλαβαν χώρα…  στο απέναντι… δωμάτιο, όπου έμενε ο θείος Λίας,(Ηλίας) με την γυναίκα του Παρασκευή(Τσιβούλα), και είχαν αποκτήσει και αυτοί τέσσερα «πιδιά»… δηλαδή… τέσσερα αγόρια…

Την μεγαλύτερη χαρά στην νηπιακή μου ζωή, την ένοιωσα, όταν η νονά μου, η γιαγιά η Μανώλινα, με «έντυσε»… όπως ήταν το έθιμο…

Επειδή μας βαφτίζανε πολύ μικρά… κοντά στο εξάμηνο… δεν μας παίρνανε ρουχαλάκια, αφού τα μωρά τα «φασκιώνανε»… ως τον έβδομο μήνα ακόμα… Και μας παίρνανε μια «αλλαξιά»… όταν μεγαλώναμε… λιγάκι, κοντά στα πέντε χρόνια, για να τα χαρούμε και να τα χρησιμοποιήσουμε  πιο πολύ…

Θυμάμαι σαν τώρα… το λευκό φουστανάκι με τα ροζ σαλιγκαράκια, το πουκαμισάκι, το βρακάκι, φτιαγμένα με τα χεράκια της…  τα καλτσάκια  και τα σαντάλια… Πρέπει να ήταν καλοκαίρι… αφού το φουστανάκι ήταν καλοκαιρινό, με σουρίτσα, λαιμόκοψη και κοντό μανικάκι…

Μια ακόμα αξέχαστη χαρά των παιδικών μου χρόνων… Ήταν Πάσχαόταν ο πατέρας, μου  αγόρασε  ροζ πεδιλάκια  από την Λάρισα… Τρελάθηκα  απ’ τη χαρά μου!… 

Μόλις τα πήρα, τα φόρεσα και πήγα στη θειά τη Μαρίτσα, που έμενε πολύ κοντά μας… για να τα δείξω στα ξαδέλφια μου… Είχε και αυτή μια τετράδα… δυο κορίτσια και δυο αγόρια και με την πρώτη κόρη της, την Ειρήνη, ήμαστε συνομήλικες…

Και η στενοχώρια που πήρα, όταν τα έχασα… δεν περιγράφεται… Φυτεύαμε  καπνό στην «Αμπδούλα»… και τα ξέχασα στο χωράφι… Την άλλη μέρα που ξαναπήγαμε, δεν τα βρήκαμε…

Ήταν θυμάμαι καλοκαίρι… στο πανηγύρι του Αι-Λιά, όταν βγάλαμε την πρώτη φωτογραφία με τα αδελφάκια μου, στον μπαξέ, της Αγλαϊώς… που είχε πέτρινη μάντρα και  πέντε- έξι αμυγδαλιές μέσα. 

Εκεί «στήνονταν»… ο κόσμος και φωτογραφίζονταν… Φωτογράφος ο Σωκράτης τ’ Μπίτου… που κούτσαινε… λιγάκι και λέγανε ότι το έπαθε… από ένεση… και δεν ήταν από γεννησιμιού του…. Τον θυμάμαι πάντα, στις μεγάλες γιορτές, στους γάμους και στα πανηγύρια, με την μηχανή του, να απαθανατίζει πρόσωπα και γεγονότα…

Είπε και η μάνα μας να βγάλει όλα μαζί τα παιδάκια  της…μια πρώτη αναμνηστική φωτογραφία… Στηθήκαμε και εμείςστο καθιερωμένο… σημείο, σύμφωνα με τις οδηγίες του φωτογράφου… και βγάλαμε την πρώτη φωτογραφία… της ζωής μας…

Η Κούλα, η μεγάλη αδελφή, κρατάει απ’ το χέρι την μικρότερη, την Ευδοκία… που «φαίνεται λίγο φοβισμένη… λίγο απορημένη»… καθώς  φοβόταν τον «ξένο» κόσμο… ήταν πολύ μικρό ακόμα… κοντά στα δυόμιση… Πίσω της ο Βάϊος και δίπλα του εγώ ξυπόλυτη… είχα χάσει τα πεδιλάκια μου… 

Τα κοριτσάκια φοράμε το ίδιο μοντελάκι… Είχε αγοράσει η μάνα κάμποσες πήχες τσιτάκι, με κερασάκια σε άσπρο φόντο και μας έραψε φουστανάκια… κλασικά… απλά… με σουρίτσα, λαιμόκοψη και μανικάκι κοντό. 

«Έπιανε» το χεράκι της… όλα τα ρούχα της οικογένειας τα έραβε μόνη της, φουστανάκια, πουκαμισάκια, βρακάκια, πουκάμισα δικά της, σώβρακα του πατέρα… Η γιαγιά η Μανώλινα και η αδελφή της  η Λεμονιά είχαν ραπτομηχανές και εκεί έκανε τη δουλειά της… Εκείνα τα χρόνια… πολλά παιδιά αλλά και μεγάλες γυναίκες κυκλοφορούσαν ξεβράκωτες… Ήταν πολύ φτώχεια!…  

Επίσης ύφαινε και είχε φτιάξει φλοκάτες, κουβέρτες και στρωσίδια για το σπίτι και έπλεκε συνεχώς… μάλλινες  κάλτσες για όλους μας, φανέλες μάλλινες για τον πατέρα, ζακετάκια και φουστίτσες μάλλινες  για μας τα κορίτσια, για τον χειμώνα… Δεν «άδειαζε» ούτε λεπτό…  Σαν παιδί τη θυμάμαι μονίμως  να πλένει  και να «γράνει»… μαλλιά, να γνέθει και να πλέκει… Πώς τα προλάβαινε όλα… δεν μπορώ να το καταλάβω ακόμα… Και να καλλιεργούμεκαπνά και στάρια…  να σκάβει μόνη της το αμπέλι και να έχουμε και στάβλο με είκοσι αγελάδες… 

Αυτή η γενιά των γονέων μας… ήταν ήρωες… αδάμαστη γενιά και να έχουν  ζήσει και έναν παγκόσμιο πόλεμο… ιταλική και γερμανική κατοχή, συν έναν εμφύλιο… όπου ο πατέρας μου σαν φαντάρος, έλαβε μέρος στη μάχη του Γράμμου, απ’ όπου πήρε άδεια μιας εβδομάδας το ‘48 για να παντρευτούν. 

Επίσης, ήταν «ανταρτόπληκτοι»… δηλαδή κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, οι κάτοικοι έφυγαν απ’ το χωριό, απ’ τον φόβο των ανταρτών…  και  έμειναν από ένα χρόνο στο Γριζάνο,  στην Παναγίτσα, στους Γιωργανάδες, και στην Φαρκαδόνα, σε σπίτια και κάνα δυο χρόνια στη Λάρισα, σε σκηνές  ένα χρόνο και σε παράγκες άλλον ένα…

Χειμώνα καιρό, σε σκηνές, της «Ύπατης Αρμοστείας»… για τους πρόσφυγες… εβδομήντα άνθρωποι σε κάθε σκηνή…  που να πλυθούν και πώς να ζεσταθούν!… Χάλια αδιόρθωτα!…

Οι «αρπακτικές» και αιμοβόρες λεγόμενες «Μεγάλες Δυνάμεις»… επιβουλεύονται ότι πολύτιμο έχει ο κάθε τόπος…  και δεν διστάζουν να το «αρπάξουν» με πόλεμο… Και κάθε πόλεμος, πέρα απ’ τα εκατομμύρια των νεκρών… έχει ως συνέπεια και εκατομμύρια  προσφύγων… που φεύγουν απ’ την χώρα και ζητούν καταφύγιο στις πλησιέστερες χώρες… Και έρχεται στη συνέχεια  «Ύπατη Αρμοστεία»… η δική τους… οργάνωση… για να τους περιθάλψει… Τι υποκρισία Θεέ μου!… «Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω λάδι να γιάνεις»….

Σαν καλή ώρα,  τώρα με τους Σύρους πρόσφυγες, που έρχονται κατά χιλιάδες στη χώρα μας, και κοιμούνται σε σκηνές στην πλατεία Βικτωρίας, στο λιμάνι του Πειραιά, στο Πεδίο του Άρεως, στην Ειδομένη και αλλού.

Θυμάμαι στο παλιό σπίτι, γιόρταζε ο πατέρας μου, ήταν του Αγ. Νικολάου και η μάννα είχε περιποιηθεί το σπίτι, ένα δωμάτιο, έναν οντά… έτσι τον λέγαμε και μια κοινή σάλα με την θειάΤσιβούλα και ένα κοινόχρηστο κατώϊ, που ήταν το κελάρι…

 Επίσης υπήρχε δίπλα στο σπίτι, στην αυλή ένα μικρό καλύβι, όπου υπήρχε καμίνι, για να  ψήνουν τις πίτες στη γάστρα και να  μαγειρεύουν.

 Ο οντάς ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο με τζάκι, δυο παράθυρα, μια ξύλινη κρεμάστρα στον ένα τοίχο, ένα τραπέζι και μια καρέκλα, πριν έλθει το διπλό κρεβάτι…       

Είχε στρώσει τα καλά στρωσίδια της προίκας της… και είχε απλώσει επάνω υφασμένα  έγχρωμα μάλλινα μαξιλάρια…

Είχε ετοιμάσει τα κεράσματα… το λουκούμι τα στραγάλια, το τσίπουρο, το κρασί και κάποια μεζεκλίκια… για το κρασί, συνήθως κεφτεδάκια η μπακαλιάρο τηγανητό… άναψε και το τζάκι και περίμενε τους επισκέπτες… 

Η πρώτη  ομαδική ανδρική… επίσκεψη γίνονταν, με το σκόλασμα της εκκλησίας… Έτσι ήταν το έθιμο και συνήθως ήταν και αρμένικη… κρατούσε πολύ… 

Κατέφτασαν λοιπόν στο σπίτι μας, καμιά δεκαριά φίλοι του πατέρα και γείτονες για να τον γιορτάσουν… Μεταξύ αυτών και ο γείτονας… ο παππούς ο Γιαννακάκος… Στρογγυλοκάθισαν στα μαξιλάρια και άρχισαν τα κεράσματα… Και πιες και πες…και πιες και πες… ήλθαν στα κέφια και έπιασαν το τραγούδι… τα τραγούδια της «Τάβλας», τα λεγόμενα και «καθιστικά»… 

Και απάνω στο «τσακίρ κέφι»… παθαίνει επιληπτική κρίση ο παππούς ο Γιαννακάκος… Θυμάμαι που έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα και κάποιος να προσπαθεί να του βγάλει την γλώσσα έξω να μην πνιγεί… Έγινε ένας πανικός… και κάποια στιγμή συνήλθε ο παππούς… αλλά έληξε λίγο άδοξα… και πριν την ώρα της η επίσκεψη… 

Τον θυμάμαι τον παππού τον Γιανακάκο, που κάθονταν συχνά σε μια κοτρώνα στο σοκάκι… Ήταν λίγο περίεργος… εξ αιτίας της αρρώστιας  του  και τον φοβόμασταν…

 Και η αρρώστια του αυτή, τον έστειλε και στον Άδη… και μάλιστα από πνιγμό, κάπου εκεί κοντά στο ’60.  Έβοσκε τα πρόβατα πέρα στα ρουμάνια, δίψασε και έτρεξε στο πιο κοντινό ρέμα να πιεί νερό…

 Και καθώς έσκυψε σε μια μπαρούλα,  τον έπιασε η «κρίση», έχασε τις αισθήσεις του, βούτηξε το κεφάλι του στην μπαρούλα και πνίγηκε… Αν ήταν κάποιος κοντά του θα γλύτωνε… αλλά δεν ήταν… Το λαδάκι στο «καντήλι» του… είχε τελειώσει… και ήταν να φύγει έτσι… από πνιγμό… Είναι «γραμμένα»… αυτά στα κιτάπια του Ουρανού, το πότε θα «φύγει» ο καθένας… και πως… καθώς και το πότε θα γεννηθεί και πού….

Και τώρα αναλογίζομαι… πως και ο εγγονός του, που είχε τ’ όνομά του, ο Γιάννης, με την γυναίκα του τη Μαρία, που συγχωρέθηκαν… πριν τρία χρόνια… από πνιγμό πήγαν…

 Είχαν πάει να επισκεφτούν το γιό τους που ήταν παντρεμένος σ’ ένα χωριό της Θεσπρωτίας και να χαρούν τα δυο εγγονάκια τους… Έκατσαν δυο μέρες… και όταν ήρθε η ώρα να φύγουν… παρά τις έντονες παρακλήσεις του ζεύγους να μείνουν ακόμα μια βραδιά… δεν στάθηκε δυνατόν και έφυγαν…

Ο Γιάννης ήταν  αριστερός ψάλτης στην εκκλησία του χωριού μας και την άλλη μέρα είχε να πάει σε σαρανταήμερο μνημόσυνο και ήθελε να είναι συνεπής στο καθήκον του…. 

Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα… όταν τους ειδοποίησαν να πάνε για «αναγνώριση»!… Σε μια στροφή… ξέφυγε το αυτοκίνητο απ’ την πορεία… κατρακύλησε… σε πλαγιά, που στις υπώρειές της υπήρχε ρέμα… Η νεκροψία απεφάνθη ότι ο θάνατος επήλθε από «πνιγμό»… αν και ακούστηκε ότι το ρέμα είχε λίγο νερό…Ο Θεός ας αναπαύει τις ψυχές τους!… και όλων των προγόνων μας, ως τον Αδάμ και την Εύα… αμήν… 

Στο κατώϊ είχαν  όλο το νοικοκυριό… τις κάδες με το  αλεύρι, τα τυριά, τα κατσαρόλια, την πιατοθήκη, τα πιθάρια για το τουρσί τον σοφρά που έτρωγαν και έπλαθαν οι γυναίκες τα φύλλα για τις πίτες, τους τρουβάδες, τα σακιά, το δισάκι για να κουβαλούν τα ψώνια απ’ το παζάρι.

 Στην μια πλευρά του είχε και ένα πεζουλάκι, όπου συχνά αποκοιμιόμουν σαν παιδί… και μετά με κουβαλούσαν στα χέρια στον οντά… όπου κοιμόμασταν στο πάτωμα… όλοι στη γραμμή…

Στην αυλή, βόρεια του σπιτιού, ήταν ένα καλύβι, όπου  είχαν τη γάστρα για τις πίτες,  μαγείρευαν, λούζονταν και έπλυναν και τα ρούχα. Φούρνο δεν είχαν, είχε δίπλα η θειά- Κυρίτσινα και έψηναν εκεί τα ψωμιά.

Τα πιάτα τα έπλεναν στην αυλή, με  πλάκα άσπρο σαπούνι και μ’ ένα πανάκι… Τα κατσαρόλια και τα σινιά που ήταν μπρούτζινα και μαύριζαν απ’ έξω… τα έτριβαν με άμμο και στάχτη σε πανί… Και με το ίδιο σαπούνι… λούζονταν και πλένονταν στην σκάφη, μια φορά τη βδομάδα… τον καλό καιρό. Τον χειμώνα πλένονταν λιγότερο… λόγω κρύου…

 Επίσης δίπλα στο σπίτι, στην άλλη μεριά υπήρχε ο αχυρώνας για τα γελάδια,  ο «χαλές»… δηλαδή  η τουαλέτα και ένας στάβλος, προς την μεριά του δρόμου, μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού.

Το σπίτι είχε μεγάλη αυλή με πέτρινο περίβολο και πέτρινη σκεπαστή δίφυλλη  ξύλινη εξώπορτα  με σιδεριές εσωτερικά για ασφάλεια… όπου σαν παιδιά μας άρεσε πολύ… να  κάνουμε κούνια…μπέλα…

Στην εξώπορτα αυτή εδώ, στάθηκα και παρατηρούσα… την πομπή του γάμου… το λεγόμενο «ψίκι»,  των συγχωρεμένων  Αλεξάνδρας και  του Βασίλη του «Κατσίλαρου», που ανηφόριζε… για την εκκλησία…

 Κάποτε αγοράστηκε και ένα σιδερένιο διπλό κρεβάτι… όπου κοιμόντουσαν οι δυο ανύπαντρες ακόμα θείες μου, η Σταυρούλα και η Γλυκερία, την φωνάζαμε Γλύκα που έμεναν και αυτές μαζί μας, ώσπου να φανούν οι τύχες τους…

Στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου… υπήρχε πολυκοσμία…δυο οικογένειες με τέσσερα μικρά παιδιά η καθεμία και δυο κουνιάδες ανύπαντρες, συνολικά δεκατέσσερα…άτομα ζούσαν… σε ένα σπίτι τριών δωματίων, με ένα κατώϊ… Και όταν συγκατοικούν πολλοί άνθρωποι  μαζί… είναι  φυσικό…να διαφωνούν σε πολλά θέματα και να τσακώνονται… Πόσο μάλλον όταν συγκατοικούν συνυφάδες… πεθερικά και κουνιάδες…

 Θυμάμαι μια σκηνή στη σάλα του σπιτιού…τη μάνα μου με την θεια-Τσιβούλα να μαλλιοτραβιούνται… Είχαν τσακωθεί τα αγοράκια τους… ο Βάϊος με τον Θωμά και ο Θωμάς  έσκουζε…ποιός ξέρει τι του έκανε ο αδελφός μου… οπότε η μάνα του, τον μάλωσε και τον έβρισε…λέγοντας  «Φεύγα από δω «Χαζαντώνα»…Τ’ άκουσε αυτό η μάνα μου και ορμάει… και την πιάνει απ’ τις κοσιές…και έγινε το «έλα να δεις»… «Ποιόν λες μαρήΧαζαντώνα…ο Χαζαντώνας είναι δκός’ ξάδερφος…δεν είνιδκός’ μ»… Άρχισαν και οι αψιμαχίες  μεταξύ νυφάδων και κουνιάδων… και  κάποια στιγμή…αποφάσισαν τα δυο αδέλφια να χωρίσουν… Να κρατήσει ο ένας το πατρικό σπίτι και να αποζημιωθεί…ο άλλος και να κτίσει άλλο σπίτι, παραπάνω…στον μπαχτσέ, όπου έβαζαν κρεμμυδάκια  και σπανάκια…

Ο θείος μου, φάνηκε απ’ την αρχή ότι δεν είχε καμιά όρεξη… να μπλέξει με μαστόρους…και πέτρες και λάσπες… και λέει στον πατέρα μου… «Αδελφέ μ, Νίκο εμένα μου φτάνει το σπίτι που έχω…δηλαδή ένα δωμάτιο και μια κοινόχρηστη…σάλα και κατώϊ… Εσένα αν δεν σου φτάνουν, να σε αποζημιώσω…όσο πρέπει και να πάς να κτίσεις σπίτι στον μπαξέ…»

 Έτσι συμφώνησαν τα αδέλφια, κανόνισαν και την αποζημίωση κοντά στις δέκα χιλ. δραχμές και ο πατέρας μου έβαλε «μπροστά»…να κτίσει καινούριο σπίτι…

Πήρε λοιπόν εργάτες και πήγαν να βγάλουν πέτρα, σ’ ένα νταμάρι, κοντά στο μοναστήρι του   Προφήτη Ηλία, σ’ ένα γκρεμό…στις όχθες της Λεύκας. Τις πέτρες τις μετέφεραν στον μπαχτσέ… με τα ζώα, άλογα και γαϊδούρια…Είχαν φτιάξει «παταράκια»…με σανίδες στο σαμάρι των ζώων τις έδεναν καλά με την τριχιά και τις έφερναν στο χωριό…Μιλάμε για πολύ σκληρή δουλειά…και να βγάζεις πέτρες και να τις κουβαλάς!..

 Και όταν  είχαν κουβαλήσει αρκετή πέτρα… κάλεσε τους μαστόρους που έκτιζαν σπίτια εκείνα τα χρόνια, τον Στεφανή, τον αρχιμάστορα… τον γαμπρό του Ηλία Ξεφτέρη η (Κουτσουλή) στο παρατσούκλι, τον Γιαστραμπά…τον μετέπειτα συμπέθερό μας… τον Θανασό και άρχισαν να σκάβουν τα θεμέλια…

Και όταν τέλειωσε το σκάψιμο και   πριν αρχίσουν να κτίζουν… έσφαξαν στα θεμέλια έναν κόκορα…κατά πωςσυνήθιζαν να κάνουν οι άνθρωποι από τα πολύ παλιά χρόνια… για να εξευμενίσουν… να καλοπιάσουν… τους θεούς…να βοηθήσουν για να κτιστεί ένα  καλό… και γερό σπίτι, που θα προστατεύει και θα φέρει καλή τύχη στους νοικοκυραίους… που θα το κατοικήσουν…

 Στη συνέχεια η νοικοκυρά του σπιτιού… μαγειρεύει τον κόκορα «στιφάδο»…η με ρύζι και  κάνει ένα τραπέζι πλουσιοπάροχο… στους μαστόρους… με πίτες…σαλάτες,  τσιπουράκι και κρασάκι… για να πάνε όλα κατ’ ευχήν… 

 Αυτό το έθιμο είναι κατάλοιπο της αρχαίας θρησκείας του Δωδεκάθεου, τότε που οι προσφορές στους θεούς δεν ήταν μόνο θυμιάματα… και προσευχές… αλλά ήταν αιματηρές… θυσίαζαν ζώα… αρνάκια…μοσχαράκια, αγελάδες κλπ  κλπ… και ευχαριστιόντουσαν και αυτοί και οι θεοί… Και περνώντας οι μέρες… άρχισαν να  σηκώνονται οι τοίχοι του σπιτιού…πάνω από το χώμα κάνα μισό μέτρο… 

Σ’ αυτή την φάση…εμείς τα παιδάκια… ανεβαίναμε στο τείχος και τρέχαμε γύρω-γύρω όλη την διαδρομή…μέχρι να κουραστούμε…

 Και όταν έφτασε η ώρα να βάλλουν τις «γριντιές»… για τα πατώματα…τότε πηγαίναμε και πηδούσαμε στις γριντιές, απ’ την μία στην άλλη, πέρα-δώθε… Ίσια που έφταναν τα ποδαράκια μου…για να περάσω το διάστημα, απ’ την μια γριντιά στην άλλη και να μην πέσω στο κενό… που  ήταν  ένα με ενάμιση μέτρο…

 Η θεια Σταυρούλα βοήθησε πολύ στο σπίτι… Έφτιαχνε λάσπη και τους την πήγαινε… τους έφτιαχνε καφεδάκι… στο διάλειμμα…και γενικά είχε την επίβλεψη των εργασιών…   Επιπλέον φρόντιζε και εμάς…να μας ταίσει… να μας πλύνει να μας ντύσει… Οι γονείς μας ήταν στα χωράφια, στα καπνά, στα σανά, στα στάρια…  

Και όταν έφτασαν στην σκεπή και έκαναν τον ξύλινο σκελετό με τα καδρόνια  και τις γριντές… τότε  οι γονείς μου έφεραν διάφορα δώρα… πουκάμισο για τον αρχιμάστορα πετσέτες, κάλτσες… μαντήλια για τους άλλους μαστόρους, τα οποία  ο αρχιμάστορας κρεμάει, σε δυο δοκάρια, σε σχήμα σταυρού, στο ψηλότερο σημείο της σκεπής… 

Και όταν έλθει η ώρα… να βάλλουν τα κεραμίδια…παίρνει ένα-.ένα δώρο, το κρατάει ψηλά…και με βροντερή φωνή λέει… « Ετούτοτο δώρο είναι του Νίκου… να ζήσει να γεράσει να δει παιδιά και εγγόνια… Και λέει για τον καθένα ότι είναι εφικτό… και καλοδεχούμενο…Και όταν τελειώσει το τελετικό…μοιράζονται τα δώρα οι μαστόροι μεταξύ τους… και συνεχίζουν την δουλειά τους να σκεπάσουν το σπίτι με κεραμίδια…

Και αφού σκεπάστηκε το σπίτι, έπρεπε να γίνουν οι εσωτερικοί τοίχοι…οι μεσοτοιχίες..έτσι λέγονταν… που χωρίζουν το σπίτι σε δωμάτια…

Οι τοίχοι αυτοί, εκείνα τα χρόνια… δεν ήταν πέτρινοι αλλά από «πλιθιά»…από άψητα χωμάτινα τούβλα… Γι’ αυτό το λόγο οι γονείς μου, πήγαν στον ειδικό τόπο…όπου όλοι οι χωριανοί… «έκοβαν πλιθιά»…Έτσι έλεγαν την διαδικασία αυτή…

Ο τόπος αυτός ήταν στην δεξιά όχθη  του ρέματος  που ξεκινάει από την θέση «Καρδαλά» και χύνεται στον λάκκο  του «Κυρίτση»… ανάμεσα από  δυο πηγάδια…την Ντίμ και την Αβρανά.

Εδώ το χώμα ήταν κοκκινωπό…ήταν πηλός…και ήταν κατάλληλο για πλιθιά… Έσκαβαν λοιπόν το χώμα…μετά έριχναν  νερό…και γίνονταν λάσπη και στην λάσπη πρόσθεταν άχυρα για να «δέσει»…το υλικό…Αυτήν την λάσπη… την έβαζαν σε ξύλινο καλούπι…χωρισμένο σε 5μέρη… και έτσι κάθε φορά έφτιαχναν πέντε πλιθιά…Τα άφηναν στον ήλιο να στεγνώσουν καλά…και με αυτά έκτιζαν κυρίως…μεσοτοιχίες… καλύβες για τα ζώα και  τις ζωοτροφές, τα κοτέτσια, τα πλυσταριά…τα «κουμάσια»… για τα γουρούνια…κ.α 

Κατά μήκος αυτού του ρέματος… υπάρχουν τέσσερα πηγάδια, η Χατζή, η Ντίμ, η Αβρανά και η Γκουγκούση.

 Επίσης μέσα στο χωριό, κατά μήκος του ρέματος του «Κυρίτση»…υπήρχαν άλλα τρία πηγάδια, η Μιχαλάκη, η «Κυριαζή» και άλλο ένα χωρίς όνομα…που ήταν και το ωραιότερο… Με όμορφο κυκλικό τσιμεντένιο γείσο, με μεγάλη περιφέρεια χείλους, αρκετά βαθύ… και στο πλάϊ του…έστεκε ένα θεόρατο… σκιαδερό πλατάνι… όπου έδεναν οι περαστικοί… και οι πλανόδιοι… τα ζώα τους.

Επίσης σ’ αυτό το πηγάδι, γίνονταν και κάποια «γαμήλια τελετικά»…που λάβαιναν χώρα…τις πρώτες μέρες του γάμου…Η νύφη την Τρίτη μέρα του γάμου της…πήγαινε με δυο-τρείς (μπρατίμησες)…φιλενάδες της στο πηγάδι… Έβγαζαν ένα κουβά νερό, και με μια γυάλινη  κανάτα η νύφη έριχνε νερό… σε μια πέτρινη γούρνα- ποτίστρα που είχε το πηγάδι γιατα ζώα και προσκυνούσε κοιτώντας κατά ηλιού…τρείς φορές. Δεν γνωρίζω την σημασία αυτού του τελετικού… 

Από αυτά τα πηγάδια και από τις δυο βρύσες, την Κατω-Βρύση, (Κατηβρύση) που βρίσκεται σε βαθύσκιωτη… κοιλάδα γεμάτη πλατάνια, απ’ όπου υδρεύονταν η «Πατρινή»… ο απάνω μαχαλάς και η Χαρίση-Βρύση, μέσα σε ρεματιά και αυτή, κοντά στην Λεύκα… από όπου υδρεύονταν…ο κάτω μαχαλάς… οι Μεσολογγίτες…

Στις βρύσες αυτές έρχονταν οι νοικοκυρές του χωριού, πρωί-πρωί της πρωτοχρονιάς…και  τις πασάλειβαν με βούτυρο… και έπαιρναν το «αμίλητο» νερό. Δεν επιτρέπονταν να μιλήσουν σε κανέναν στο δρόμο…μέχρι να φτάσουν στο σπίτι τους.

Και όταν με το καλό… έγιναν οι μεσοτοιχίες… με «πλιθιά»…η μια και η άλλη με «τσατμά»…  πατώθηκε το ένα δωμάτιο με ξύλινο πάτωμα και η σάλα με κοκκινόχωμα… μπήκαν και τα παράθυρα…  σοβατίστηκαν…και οι τοίχοι… μετακομίσαμε στο καινούριο μας σπίτι…

 Δεν είχαμε δα και τα πολλά πράγματα… ένα διπλό κρεβάτι ένα τραπεζάκι για τον  «γιούκο»… όπου βάζαμε τα κλινοσκεπάσματα…δυο-τρείς κλαθαριές… όπου έβαζε η μάνα  τα ρούχα όλων μας, τρείς μπρούτζινες κατσαρόλες ένα σινί…ένα μπρούτζινο καζάνι, καμιά δεκαριά πιάτα, ένα τηγάνι και την γάστρα… για να ψήνουμε τα ψωμιά…

 Μέναμε όλη η οικογένεια… σ’ ένα δωμάτιο… Η θέρμανση του σπιτιού ήταν μόνο το τζάκι… 

Θυμάμαι την πρώτη νύχτα στο καινούριο σπίτι… Κοιμηθήκαμε όλοι στρωματσάδα… στο πάτωμα με ένα μάλλινο στρωσίδι από κάτω και μια φλοκάτη από πάνω…Οι γονείς στις άκρες… και ανάμεσα τα παιδιά…με το πιο μικρό δίπλα στη μάνα… Η χαρά όλων μας, που μετακομίσαμε στο καινούριο μας σπίτι, ήταν μεγάλη… παρ’ όλο που το σπίτι ήταν γιαπί… και ο σοβάς ακόμα δεν είχε στεγνώσει…

Εκείνο τον καιρό που μετακομίσαμε στο καινούριο σπίτι… ο παππούς μου ο Δημήτρης ο Μπόρας…αποφάσισε να μεταβιβάσει επίσημα… με «χαρτιά»  στην μάνα μου, το μισό κτήμα…της Τσιούμας. Της το’ χε  δώσει με το «στόμα»…προφορικά… δηλαδή όταν παντρεύτηκε, και είπε πριν πεθάνει να της το γράψει… να μην αφήσει πίσω του…εκκρεμότητα…  

 Ο παππούς μου είχε αγοράσει αυτό το  κτήμα του μοναστηριού της Παναγίας Τσιούμας…την εποχή που το μοναστήρι εγκαταλείφτηκε…από τον τελευταίο μοναχό… Έναν χιώτη μοναχό,  το πως βρέθηκε στα μέρη μας μόνο ο Θεός το ξέρει…ο οποίος πούλησε όλα τα υπάρχοντα του μοναστηριού και το μεγάλο αυτό κτήμα  30 στρέμματα και εξαφανίστηκε… 

Το κτήμα αυτό παλιά… ήταν το αμπέλι του μοναστηριού… Όταν το πήρε ο παππούς μου, δεν πρέπει να είχε αμπέλι…πρέπει να ήταν άδειο και ο παππούς μου το φύτεψε αμυγδαλιές όλο  και στην κάτω πλευρά στον περίβολο…φύτεψε και μερικές ροδιές, συκιές και  αχλαδιές…

Είχε εκεί και τα κοπάδια του με κατσίκια και πρόβατα, είχε καλύβες για τα ζώα και τις τροφές και ένα μικρό σπιτάκι που χωρούσε να κοιμηθούν  4-5 άνθρωποι… 

Για μένα αυτός ο τόπος… του μοναστηριού της Παναγίας της Τσιούμας…είναι μαγικός…Τότε στα παιδικά μου χρόνια ήταν ένας πολύ όμορφος τόπος…Το μοναστήρι φρουριακού τύπου… με ψηλό πέτρινο  περίβολο, με μνημειακή… είσοδο  που είχε και καταχύστρα…  και πολλά κελιά και αποθήκες… Απ’ ότι φαίνεται… από τα ερείπια… που βλέπεις διάσπαρτα τριγύρω…πρέπει να είχε μεγάλη μοναστική  κοινότητα τα παλιά χρόνια… 

Τελευταίος μοναχός ήταν ένας μπάρμπας…  του μπάρμπα μας του Βασίλη του Κόκκαλη, που εκάρη μοναχός με το όνομα Γεννάδιος και ο οποίος κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 30’ έπεσε από μια αμυγδαλιά… και σκοτώθηκε… 

Και τον είχε προειδοποιήσει ο παππούς μου ο Μήτρος(Δημήτρης)… ΠρόσεξεΓενάδιε… του είπε… «αυτού π’ ανεβαίντς…κάποια ώρα θα πέεις… και  θα σκουτουθείς…» Αυτός όμως δεν τον άκουσε… και έγινε το κακό… και το μοναστήρι από τότε…χωρίς φροντίδα… με τα χρόνια ερήμωσε… 

Και αργότερα  κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου έγιναν  αψιμαχίες μεταξύ του στρατού και  τριών ανταρτών που είχαν οχυρωθείστο μοναστήρι, το οποίο έπαθε μεγάλες ζημιές στις κτηριακές του εγκαταστάσεις…και σκοτώθηκαν και άνθρωποι… Ο ένας απ’ τους αντάρτες, πυροβόλησε μέσα απ’ το ιερό ο αθεόφοβος… από μια μικρή σχισμή που μοιάζει με πολεμίστρα… και σκότωσε ένα στρατιώτη και τότε ο στρατός, με την υπόνοια πως μπορεί να βρίσκονται πολλοί αντάρτες  μέσα, πυρπόλησε το Μοναστήρι και το κανε γης Μαδιάμ…

 Καταστράφηκε η μνημειακή είσοδος με την καταχύστρα και όλα τα κελιά και οι αποθήκες του μοναστηριού και  απ’ το ηγουμενείο απόμεινε μόνο η πέτρινη σκάλα.

Στα παιδικά μου χρόνια που πηγαίναμε στο πανηγύρι της Παναγίας, βλέπαμε ότι είχε απομείνει απ’ την καταστροφή… σωρούς από πέτρες και ίχνη… από τα θεμέλια των κτηρίων, στην δυτική και βόρεια πλευρά του. Το Μοναστήρι που ήταν φρουριακού τύπου, σαν κάστρο, με ψηλούς τοίχους γύρω-γύρω… έγινε βιριάνι… Και τα κοπάδια ζώων που υπήρχαν τριγύρω…  βοσκούσαν αμέριμνα στους αύλιους χώρους του… Δεν είχε και μοναχούς για να το αναστηλώσουν και έμεινε έρμαιο των καιρικών συνθηκών και της ασέβειας των βοσκών για αρκετές δεκαετίες… δυστυχώς. 

Η μάνα μου μας εξιστορούσε, πως πριν τον εμφύλιο… οι οικογένειά τους αλλά και άλλοι χωριανοί που είχαν κτήματα στην περιοχή… έμεναν στα κελιά, που ήταν διώροφα…  Επίσης  πως στην  «κατοχή»…είχαν καταφύγει στο μοναστήρι και έμεναν στα κελιά… πολλές εβραϊκές οικογένειες απ’ την Λάρισα για να γλυτώσουν…την σύλληψή τους από τους γερμανούς. 

Εκεί δεν υπήρχε περίπτωση να τους βρουν με τίποτα…Το μοναστήρι αυτό είναι κτισμένο σε μια κοιλάδα αθέατη από παντού… και δεν υπήρχε δρόμος…Υπήρχε ένα μονοπάτι  δύσβατο…απ’ το χωριό μας που οδηγούσε εκεί και ένα ακόμα από το Δαμάσι, καθώς έρχονταν και από  εκεί προσκυνητές στη Χάρη της Παναγίας.

Και κάπου εκεί προς το τέλος της δεκαετίας του 50’ αποφάσισαν οι γονείς μου και ο παππούς, να πάνε στο Τσιότι να τακτοποιήσουν νομικά το κτήμα, να κάνουν τα χαρτιά της μεταβίβασης…

Καμιά βδομάδα πριν «έπιασε»…τ’ αυτί μου πως το Σάββατο που έρχονταν… θα πήγαιναν οι γονείς, ο μπάρμπα Τόλιος και ο παππούς… στο Τσιότι για την συγκεκριμένη δουλειά..και για ψώνια φυσικά…

Και αμέσως σκέφτηκα… «Να μια καλή ευκαιρία…να πάω και εγώ να ιδώ αυτήν την πολιτεία…που τόσα άκουγα γι’ αυτήν… Που είχε κάθε Σάββατο παζάρι…μεγάλο…και  μεγάλο μύλο…όπου άλεθαν τα στάρια οι πατεράδες μας… Που είχε μαγαζιά με υφάσματα… και ψώνιζαν οι γυναίκες των γύρω χωριών, τα φουστάνια τους και τα νυφικά τους και τα έραβαν σε σπουδαίες…μοδίστρες εκεί… 

Που είχε και γιατρό… ξακουστό στα μέρη μας…Τον«Μόκαρα»…(παρατσούκλι)…τον Δημητρακόπουλο Δημήτριο…Αυτοί ήταν δυο αδέλφια, ο γιατρός και ο Πελοπίδας Δημητρακόπουλος, που είχε το μεγαλύτερο εμπορικό κατάστημα στο Τσιότι. Είχαν και δυο αδελφές…την Ανέτα που παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιό… και τηνΑγουρίτσα.Οι Δημητρακοπουλαίοι ήταν άκληροι…δεν είχαν παιδιά…

Έτσι το πήρα απόφαση πως έπρεπε…πάση θυσία… να πάω να ιδώ το Τσιότι…Και θα πάω αυτό το Σάββατο… δεν θα γυρίσω πίσω… με τίποτα… 

Και έφτασε με το καλό…  το  πολυπόθητο…Σάββατο. Ετοιμάστηκαν οι γονείς μου… ετοιμάστηκε και η αφεντιά μου…Έβαλα το καλύτερο τσιτάκι που είχα… καλτσάκια και τα μοναδικά…πεδιλάκια μου, έφτιασα τον καρέ μου… και περίμενα την αναχώρηση…  

Η μάνα μου είχε μεγάλη επιδεξιότητα…στην κομμωτική…αλλά και στην κοπτική-ραπτική, στο πλέξιμο, στο κέντημα, στην υφαντική και γενικά έπιανε… το χέρι της… Ήταν πολύ νοικοκυρά… και πολύ καθαρή… Μας έκοβε τα μαλλιά μας…καρεδάκι κοντό…στο ύψος του αυτιού… με φραντσούλα…στο μέτωπο

Ξεκίνησαν λοιπόν όλο το σόϊ εν πομπή… για το Τσιότι…όλοι καβάλα σε άλογα και σε γαϊδούρια… και εγώ τους ακολουθούσα με τα πόδια… Όταν φτάσαμε στ’ αμπέλια… άρχισαν τις προτροπές… να γυρίσω πίσω…

«Άντε κοριτσάκι μ’ γύρνα τώρα πίσω στο σπίτι…» εγώ δεν άκουγα τίποτα… είχα πάρει την απόφασή μου… Πέντε-έξι φορές μου είπαν να γυρίσω πίσω αλλά εγώ τίποτα…συνέχισα να τους ακολουθώ… μέχρι που φτάσαμε στο Δερβένι…Εκεί πια σταμάτησαν να με παρακαλούν να γυρίσω πίσω γιατί ήταν και δίκοπο μαχαίρι… Ήμασταν ήδη μακριά απ’ το χωριό… και το να γυρνούσα πίσω μόνη μου…ήταν  επικίνδυνο… Και έτσι με πήραν και μένα μαζί τους… και έγινε πραγματικότητα…ένα όνειρο ζωής… Η σφοδρή μου…επιθυμία…να  γνωρίσω τον έξω κόσμο… Τον κόσμο…πέρα απ’ τα στενά όρια του χωριού μας…

Έτσι έκανα το πρώτο ταξίδι… της ζωής μου… και ήμουνα πολύ χαρούμενη…και ενθουσιασμένη…Πως να είναι άραγε το Τσιότι?… Σίγουρα θα είναι μεγαλύτερο απ’ το χωριό μας…και μπορεί να είναι και ομορφότερο!…

Το πρώτο χωριό, που συναντήσαμε ήταν το Γριζάνο(Γριζιάνι), ένα μεγάλο χωριό…πιο μεγάλο απ’ το δικό μας… Στο κέντρο του χωριού  είδα μια μεγάλη  πέτρινη εκκλησία με τριώροφο καμπαναριό…παρόμοια με αυτήν του χωριού μας… Και στην κορυφή του καμπαναριού… δέσποζε… η μεγάλη… φωλιά των πελαργών…όπως και στο δικό μας…

Το Γριζιάν δεν μου άρεσε…γιατί είναι κτισμένο στα ριζά ενός απόκρημνου βουνού, που σαν πελώριο τείχος…το προστατεύει απ’ το βοριά.. Στην κορυφή του… του φαίνονται ακόμα κάποια υπολείμματα… μεγάλου, μεσαιωνικού κάστρου…

Και όπως κατηφορίζαμε το βουνό προς το χωριό…δεν μου άρεσε καθόλου…και όταν φτάσαμε…αναρωτιόμουνα..πως αντέχουν αυτοί εδώ… οι άνθρωποι  να ζουν…σ’ αυτήν την γούβα…

Το όνομά του το πήρε από μια μεγάλη πηγή…(νερομάνα)…που αναβλύζει… χαμηλά…απ’ το βουνό, στο σημείο όπου κτίστηκε το μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου. Έτσι από Βλύζαντας…έγινε με αναγραμματισμό…Γρίζαντας… και στη συνέχεια… Γριζάνο… και Γριζιάνι…

Προσωπικά… δεν μου αρέσει η ισιάδα… ο κάμπος…ούτε τα χωριά του κάμπου…κι ας είναι πλούσια… Με πνίγει ο κάμπος… Εμένα μου αρέσουν τα  βουνά και τα ορεινά…  χωριά. Να έχω θέα τριγύρω…

Απ’ το χωριό μου βλέπουμε…σχεδόν όλα τα βουνά της Θεσσαλίας..με πρώτο τον γέρο-Όλυμπο… τον Κίσαβο, το Πήλιο, τα Άγραφα, τα Χάσια… και το χωριό Βερδικούσια… 

Ένα πανέμορφο χωριό  κτισμένο στα 1.000μ στην Οξιά…όπως  λέμε στον τόπο μας, τα Χάσια. Για να φτάσεις απ’ την πλατεία της Βερδικούσιας…ως τον απάνω μαχαλά… τα Στερνάρια… σου βγαίνει η πίστη…καθώς είναι απλωμένη σε μια απότομη πλαγιά…

Μετά το Γριζιάν σε μικρή απόσταση συναντήσαμε ένα μικρό χωριουδάκι…την Παναγίτσα, κτισμένο και αυτό σε ισιάδα… και σε λίγο μπήκαμε στο Τσιότι(Φαρκαδόνα).

Η Φαρκαδόνα είναι κτισμένη στα ριζά γυμνών λόφων στον κάμπο, σε μικρή απόσταση από τον Πηνειό, που κυλάει νωχελικά… σχηματίζοντας μαγευτικούς καταπράσινους μαιάνδρους… που τους γεφυρώνουν θαυμάσια, πέτρινα τοξωτά γεφύρια, έργα τοπικών μαστόρων της πέτρας.

Μπαίνοντας στην κωμόπολη, στα δεξιά μας υπήρχε ο αλευρόμυλος… ένα μεγάλο κτήριο, με μεγάλη αυλή…όπου τριγυρνούσαν κότες… πάπιες και χήνες… Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα πάπιες… να κολυμπούν σε μικρή τσιμεντένια λιμνούλα… και χήνες… Στο χωριό μας είχαμε  μόνο κότες και κοκόρια… 

 Αφήσαμε τα ζώα στο μύλο και  όλοι μαζί…πήγαμε στο δικαστήριο…για να γίνουν οι νομικές διαδικασίες της μεταβίβασης του κτήματος… Πρώτη φορά έμπαινα σε τέτοια αίθουσα, με πολλά καθίσματα και μια ψηλή έδρα… όπου κάθονταν δυο  δικαστές…Στην αίθουσα υπήρχε και ένας ψεύτικος… αετός… με ανοιγμένα τα φτερά… 

Αφού τελείωσε η σοβαρή αυτή δουλειά…πήγαμε στα μαγαζιά… στον κεντρικό δρόμο της πόλης… και συγκεκριμένα στο εμπορικό του Πελοπίδα  Δημητρακόπουλου, πολύ καλού φίλου του πατέρα μου…

Μεγάλη εντύπωση μου έκανε ο φαρδύς κεντρικός δρόμος…που οδηγούσε στην μεγάλη πλατεία της πόλης, όπου υπήρχε μια μεγάλη εκκλησιά…οι Άγ. Απόστολοι… με το ψηλό καμπαναριό… και την φωλιά των πελαργών στην κορφή…

Στο δρόμο αυτόν είδαμε και μια ακόμα εκκλησιά… τον Άγ. Νικόλαο…με τον νάρθηκα…κατάγραφο με τοιχογραφίες… Και μου θύμισε το καθολικό…του μοναστηριού της Παναγίας στην «Τσιούμα»…που έχει νάρθηκες…περιμετρικά στις τρείς πλευρές του…κατάγραφες με τοιχογραφίες,  με σκηνές από την δημιουργία του Κόσμου και από την Ζωή του Χριστού…

Το εμπορικό του Πελοπίδα…ήταν ένα  μακρόστενο μεγάλο δωμάτιο…που όλοι οι τοίχοι του γύρω-γύρω, είχαν ράφια γεμάτα με τόπια υφάσματα… Υφάσματα βαμβακερά… μεταξωτά…μάλλινα… μονόχρωμα… εμπριμέ… τσιτάκια… καροδάκια( ζαρκνά)… τα λέγαν  έτσι γιατί φτιάχνονταν στο διπλανό χωριό το Ζάρκο… 

Θαμπώθηκα απ’ τ’ αμέτρητα… τόπια…και τα πολύχρωμα υφάσματα… και ξαφνικά… μου γεννήθηκε η επιθυμία… να πάρω ένα τσιτάκι…  Έτσι άρχισα λοιπόν να ψάχνω τα σχέδια και τα χρώματα… και αφού βρήκα ένα που μ’ άρεσε… τρέχω και το λέω στην μάνα μου… «Μαμάκα… βρήκα ένα ωραίο τσιτάκι και θέλω να το πάρω!…Εκείνη με αποθάρρυνε… αμέσως. «Έχεις τσιτάκι»… μου είπε… «Δεν χρειάζεσαι άλλο»…Στεναχωρέθηκα… αλλά δεν το’ βαλα  κάτω…

Πάω και στον πατέρα μου… και του το λέω… Εκείνος κοιτάει την μάνα μου…που του κάνει νόημα με το κεφάλι…που σήμαινε όχι… Εγώ τον παίρνω απ’ το  χέρι και τον τραβούσα να έλθει να δει το τσιτάκι… που είχα διαλέξει… «Έλα μπαμπά να το δεις… είναι ωραίο… και μ’αρέσει… και το θέλω…πάρτο μου…σε παρακαλώ…» 

Ο πατέρας μου για να γλυτώσει απ’ την μουρμούρα… και απ’ την επιμονή μου… βρίσκει αμέσως μια εύλογη δικαιολογία… «Μα δεν έχω παράδες…τους έδωσα στο δικαστήριο…» «Μπαμπά σε παρακαλώ… το θέλω…» Τελικά… δεν έγινε τίποτα… δεν μου το πήραν… Πήγαν στον βρόντο… τα παρακάλια μου…Απογοητεύτηκα!..

Αλλά γρήγορα ξεχάστηκα…καθώς μετά πήγαμε στο παζάρι… στη μεγάλη… λαϊκή αγορά του Σαββάτου…όπου κατέβαιναν οι κάτοικοι των γύρω χωριών για τα βδομαδιάτικα  ψώνια της οικογένειας…και να πουλήσουν και αυτοί… ότι είχαν για πούλημα… μαλλιά… τυριά…κότες και κοκόρια ζωντανά… φασόλια, πατάτες  κρεμμύδια κ. α

Εδώ όλα τα προϊόντα… φρούτα και λαχανικά τα είχαν αραδιασμένα κατά γης…πάνω σε μουσαμάδες… Δεν υπήρχαν τότε μπάγκοι…ούτε σακούλες πλαστικές…Οι νοικοκυραίοι είχαν ταγάρια… δισάκια και  σακιά…όλα μάλλινα… και υφασμένα…στον αργαλειό…απ’ τις γυναίκες τους… Εκεί έβαζαν τα ψώνια και τα φορτώνανε στα ζώα.

Και αφού πήραμε  τα απαραίτητα πράγματα για το σπίτι…είχε περάσει και η ώρα…το στομάχι άρχισε να διαμαρτύρεται…οπότε ο πατέρας μου λέει… «Έχω ψοφήσει της πείνας… Δεν πάμε να φάμε στο εστιατόριο…» 

Και πήγαμε στο εστιατόριο…όπου έμεινα με ανοιχτό το στόμα…όταν είδα τον μπάγκο…όπου υπήρχαν πολλές μεγάλες κατσαρόλες…γεμάτες αχνιστά φαγιά…κρεατικά με σάλτσα… φασολάδα… φασολάκια,ρίζι πιλάφι, μακαρόνια.., πατάτες φούρνου….κ. α  «τόσα φαγιά, είπα μέσα μου τι θα τα κάνουν?…» ποιος θα τα φάει?..

 Καθίσαμε σε ένα τραπέζι… και σε λίγο ήλθε ένας κύριος με άσπρη ποδιά.. και μας έφερε μια κανάτα με νερό… και ποτήρια…Τέτοιες ποδιές φορούσαν οι μανάδες μας… όταν έκαναν δουλειές στο σπίτι…μόνο που αυτές δεν ήταν άσπρες… Ήταν χοντρές μάλλινες, φτιαγμένες στον αργαλειό και ήταν σε σκούρα χρώματα…μπλε…μαύρο…γκρι… Παραγγείλαμε όλοι από μια μερίδα… Δεν θυμάμαι να έφαγε κάποιος… κρέας… Όλοι φάγαμε λαδερά… ήταν  θαρρώ καλοκαίρι…

 Και αφού αποφάγαμε…φορτώσαμε τα ψώνια στα ζώα… ανεβήκαμε και καβάλα… και πήραμε το δρόμο της επιστροφής… στο χωριό μας…

Η απόσταση να πάμε και να γυρίσουμε με τα ζώα ως το Τσιότι…ήταν περί τις τρείς ώρες… και το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η ανηφόρα από το Γριζιάν…μέχρι να ανεβούμε ψηλά στην κορφή του λόφου με το Κάστρο… Από εκεί και πέρα αρχίζουν τα υψίπεδα… όπου είναι κτισμένο το χωριό μας…

Στην είσοδο του χωριού,  όπως ερχόμαστε απ’ το  Γριζιάνι…υπήρχε τότε…μια μεγάλη πέτρινη βρύση και  ποτίστρα για τα ζώα… Η «Νίκ’τη Βρύση»…με δυο θεόρατα πλατάνια… να προσφέρουν απλόχερα… την δροσιά και την ομορφιά τους στους περαστικούς…και στους ταξιδιώτες… Ήταν ένα απ’ τα ωραιότερα σημεία του χωριού… Στις μέρες μας δεν υπάρχει ίχνος απ’ αυτήν την βρύση δυστυχώς…Έγινε ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος και καταστράφηκε η βρύση… και κόπηκαν και τα πλατάνια…

Στα παιδικά μας χρόνια…κάθε Σάββατο, πολλοί κάτοικοι του χωριού…άνδρες και γυναίκες πήγαιναν στο Τσιότι για ψώνια…Και εμείς τα παιδιά…κατά το μεσημεράκι…πηγαίναμε κατά παρέες… μέχρι τ’ Νίκ’ τη Βρύση και πιο πέρα ακόμα για να  τους «καρτερέσουμε» (περιμένουμε)…

Και όταν άρχισαν να καταφτάνουν οι πρώτοι…τους ρωτούσαμε… «Μήπως είδες τη μάνα μ’ ? Μήπως είδες  τον πατέρα μ?» Κάποιοι…μας έλεγαν «έρχουντι… έρχουντι…είνι παραπίσω…» και κάποιοι…που είχαν περιπαικτική… διάθεση μας έλεγαν… «Τώωωωρα η μάνα σ’ δεν ξαναγυρνάει στου χωριό…Παντρεύκι στου Τσιότι και πήρι άλλου άντρα… Μην την’ καρτιράτι…δεν θα γυρίσει πίσω…

Την πρώτη φορά που τ’ακούσαμε…αυτό ανησυχήσαμε κάπως…νιώσαμε άβολα…μπας και η μάνα μας τρελάθηκε…και μας άφησε…αλλά μετά καταλάβαμε πως μας «πείραζαν»…για να δουν την αντίδρασή μας…

Εκείνη την χρονιά…παντρεύτηκε και η ξαδέλφη μου η Ευτέρπη(Φτέρω), της θειας- Βασιλάκαινας…νυφαδιάς της μάνας μου…στο Γριζιάνι…Τον γαμπρό τον έλεγαν Πελοπίδα… και ήταν συχνό το όνομα αυτό στα μέρη μας…

Το να παντρεύεται κάποιος στα «ξένα…» ακόμα και στο διπλανό χωριό…ήταν «ξενιτειά»… εκείνα τα χρόνια…Θεωρούνταν κακοτυχία… βαρύ… πράγμα…αλγεινό…Γι’ αυτό σε τέτοιους γάμους έπεφτε…πολύ κλάμα… απ’ το σόϊ της νύφης, που μετοικούσε σε άλλο χωριό… μετά το γάμο.

Υπάρχει και ένα σχετικό τραγούδι παραδοσιακό για την περίσταση που λέει «Μάνα με κακοπάντρεψες και μ’ έδωσες στα ξένα»… 

Ήλθαν λοιπόν απ’ το Γριζιάν, ο γαμπρός και τα «μπρατίμια»… οι φίλοι του… καβάλα σε άλογα στολισμένα με μαντήλια και  άσπρα ριχτάριαπανωσάμαρα… και οι κουμπάροι και οι συγγενείς του πεζοπορώντας… και τραγουδώντας…τραγούδια του γάμου, κυρίως παινέματα για τον γαμπρό και το σοϊ του.Είχαν μαζί και την ορχήστρα… όπως άρμοζε στην περίσταση… 

Τα χωριά μας είναι σχετικά κοντά… Με τα πόδια πρέπει να είναι περί τα τρία τέταρτα της ώρας. Η ορχήστρα αυτή είχε και ένα περίεργο όργανο… που δεν το είχα ματαϊδεί…Πέρα απ’ το κλαρίνο, το λαγούτο και το βιολί, είχε και σαντούρι…Ένα μακρύ ξύλινο όργανο με χορδές, που το είχε κρεμασμένο απ’ το λαιμό του ο οργανοπαίχτης και χτυπούσε τις χορδές του με κάτι μεταλλικά ραβδάκια… 

Και αφού έγιναν τα στέφανα και χόρεψαν στο «χοροστάσι»…έξω από την εκκλησία…φόρτωσαν τα προικιά της νύφης στα άλογα και πήραν το δρόμο της επιστροφής στο χωριό τους…χαρούμενοι… 

Οι συγγενείς της νύφης και σχεδόν όλο το χωριό…ξεπροβόδισαν…την νύφη ως πέρα στα αμπέλια… κλαίγοντας και τραγουδώντας τραγούδια του αποχαιρετισμού… Και όταν πια το «ψίκι»… η πομπή του γάμου άρχισε να απομακρύνεται…με τους νιόγαμπρους καβάλα στα άλογα…οι χωριανοί άρχισαν να φωνάζουν…. «Γύρνα Φτέρω…γύρνα Φτέρω…»

Αλλά η Φτέρω δεν ξαναγύρισε στο χωριό…και προσωπικά.. δεν την ματάειδα από τότες…Και έχει περάσει…μισός αιώνας…και παραπάνω…και είμαστε και πρώτες ξαδέλφες… δυο αδελφών παιδιά…Δικαιολογημένα λοιπόν ο κόσμος έκλαιγε… όταν κανείς παντρεύονταν στα ξένα… «Ο ζωντανός «ξεχωρισμός.., βαρύτερος απ’ όλα»…έλεγαν οι παλιότεροι…που είχαν ζήσει την μετανάστευση στο πετσί τους… όπως την ζούμε και εμείς στις μέρες μας…

Της Γλύκας η τύχη δεν άργησε να φανεί… και ήρθε στην ώρα της!… Ερωτευτήκανε με τον Ηλία του «Γιαστραμπά» η «Ρούγγα»… Βαλιάκος ήταν το επίθετό του… τα άλλα είναι παρατσούκλια… 

Τα «φτιάξανε»… έτσι λέγαν τότε στο χωριό, όταν δυο νέοι είχαν ερωτικές σχέσεις και ήταν μια χαρά ζευγάρι και αγαπιόντουσαν αληθινά… Αλλά υπήρχαν εμπόδια… για να προχωρήσει αυτή η σχέση όπως έπρεπε… δηλαδή σε γάμο. 

 Όταν τόλμησε ο θείος Ηλίας να το πει στον πατέρα του ότι θέλει να παντρευτεί… εκείνος έγινε έξαλλος!… όχι γιατί δεν του άρεσε η νύφη… αλλά γιατί είχε τέσσερεις κόρες ανύπαντρες… 

Έπρεπε να παντρευτούν πρώτα οι αδελφές και μετά τα αγόρια…

Η επιμονή όμως του Λία, έφερε το ποθούμενο… και αρραβωνιάστηκαν… Ήρθαν στο σπίτι τα συμπεθέρια…, ζούσε και η μάνα του ακόμα, αντάλλαξαν  τα καθιερωμένα δώρα…φόρεμα στη νύφη, πουκάμισα στον γαμπρό και πεθερό, κάλτσες και μαντήλια  στις κουνιάδες και όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν…

 Είχαμε πάρει και το γραμμόφωνα του μπάρμπα – Χρήστου, με εκείνες τις μεγάλες «πλάκες»…έτσι λέγανε τότε τους δίσκους των 78 στροφών στο σπίτι, επ’ ευκαιρία του  αρραβώνος… για καμιά βδομάδα και ακούγαμε τα τραγούδια της εποχής…  τα ζεϊμπέκικα του Τσιτσάνη,  τη «Ζαίρα» κ. α. 

 Ο  μπάρμπα Χρήστος, ο άντρας της θειάςΜαρίτσας, αδελφής του πατέρα μου, ήταν πολύ μερακλής…και του άρεσε πολύ και ο χορός… Είχε δε μια αδυναμία στα ζεϊμπέκικα… χόρευε συνήθως το τραγούδι ο «μαχαλόμαγκας»… και παραλίγο να του μείνει ο τίτλος αυτός και ως «παρατσούκλι»…

Η μάνα του όμως πέθανε σε μικρό χρονικό διάστημα από  τον αρραβώνα, από την «κακιά» αρρώστια, τον καρκίνο… και τα πράγματα άλλαξαν άρδην… Και ένα βράδυ… οι κουνιάδες ήλθαν και πέταξαν τα δώρα απ’ τον περίβολο, στην αυλή μας… Σημάδι πως ο αρραβώνας «χάλασε»… Στενοχώρια μεγάλη έπεσε στο σπιτικό μας!…

Η θεια η «Κούκα»… έτσι την φωνάζαμε εμείς τα μικρότερα ανίψια της, ήταν απαρηγόρητη… Έκλαιγε γοερά… δεν έτρωγε… δεν έπινε…ούτε ήθελε να ιδεί άνθρωπο μπροστά της!… Μάταια προσπαθούσε η αδελφή της η Σταυρούλα να την παρηγορήσει… Δεν άκουγε τίποτα!… Είχαν περάσει κανά δυο μέρες απ’ το συμβάν…και η κατάσταση στο σπιτικό μας ήταν τραγική…Ο πατέρας μου, ο θείος Λίας και οι πέντε αδελφές τους, είχαν πέσει σε μεγάλη στενοχώρια…δεν ήξεραν τι να κάνουν!…Πως να διαχειριστούν αυτήν την απόρριψη… αυτήν την ντροπή… για την οικογένειά τους!…Και ύστερα ήταν και το άλλο…

Όλο το χωριό ήξερε πως ο Λίας και η Γλύκα τα είχαν «φτιαγμένα»… εδώ και καιρό… Και τώρα ποιο παλικάρι θα την έπαιρνε, που είχε χάσει την παρθενιά της;…

Εκείνα τα χρόνια το κορίτσι «έπρεπε»… να  φτάσει στο γάμο «παρθένα»…Αυτό ήταν το ιδανικό…Αν τύχαινε δε να πέσει σε «αμάρτημα»…και έρχονταν σε επαφή με άντρα, ένας να τους έβλεπε…,«αστραπιαία»…. το μάθαιναν όλοι στο χωριό… καθώς «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον»… και αυτομάτως έμπαινε στα «μαύρα κατάστιχα»…αφού κανένας νέος δεν θα έπαιρνε μια κοπέλα που «είχε ακουστεί»…που είχε ατιμαστεί…

Η θεια μου όμως η Σταυρούλα, που ήταν πιο ψύχραιμη και πιο πολυμήχανη απ’ την αδελφή της, δεν έχασε καιρό και μια και δυο…βρίσκει αμέσως άλλον γαμπρό για την αδελφή της… αφ’ ενός για να την παρηγορήσει  και αφ’ εταίρου, να κάνει τον Λία να σκάσει απ’ το «κακό» του και να αποδείξει στο σοϊ του… πως «Υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές, που κάμουν πορτοκάλια»… Δηλαδή… «μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια»…

Τρέχει στον παππού τον Τασιούλα και στη γιαγιά την Γκούλινα  την γυναίκα του και τους πείθει να αρραβωνιάσουν τον γιό τους τον Μήτσο με την Γλύκα. Και έτσι και έγινε… Έγιναν στα γρήγορα… οι τυπικές διαδικασίες, επισκέψεις και ανταλλαγή καθιερωμένων… δώρων και την επόμενη Κυριακή, που ήμασταν κουμπάροι, στον Οδυσσέα  τον Μπρασνίκα, που παντρεύονταν την Ναυσικά του Λιάπη…η Γλύκα πήγε στον γάμο, με   τον καινούριο αρραβωνιαστικό…

 Ένας Οδυσσέας υπήρχε στο χωριό… και ήταν  «γραφτό»…του να παντρευτεί Ναυσικά…μια απ’ τις δυο Ναυσικές που υπήρχαν σ’ όλο το χωριό…Λες και τα εν λόγω ονόματα «συνδέονται»… με προαιώνιους…καρμικούς «δεσμούς»…  

Εν τω μεταξύ, ο Λίας έμαθε τα καθέκαστα… και «δεν τον χωρούσε ο τόπος…!» Του ήρθε ταμπλάς!..Δεν περίμενε τόσο γρήγορες και δυσάρεστες γι’ αυτόν εξελίξεις… Δεν το χωρούσε ο νους του… Η Γλύκα που «πέθαινε» για «πάρτη του»… να αρραβωνιαστεί με άλλον μέσα σε μια νύχτα…   Και επειδή  αγαπιόντουσαν  αληθινά… δεν μπορούσε  να διανοηθεί… πως η Γλύκα αποφάσισε να αρραβωνιαστεί άλλον άντρα…. 

Γύρισε απ’ τα γίδια, ντύθηκε στολίστηκε και πήγε και αυτός στον γάμο «ακάλιαστος…» Τριγυρνούσε από εδώ… πήγαινε από εκεί… δεν ήξερε τι να κάνει… και που να σταθεί… Την θέση του, την είχε πάρει άλλος…

 Το καταλάβαινε…πως δεν θα άντεχε για πολύ… να βλέπει την αγαπημένη…σε ξένα χέρια… Και μόλις «σχόλασε» ο γάμος, πήρε την απόφαση να  ξεκαθαρίσει… την κατάσταση, αμέσως.  Την απόφασή του αυτήν…την ενίσχυσε καταλυτικά… και μια σχετική παροιμία…που σαν κομήτης…πέρασε απ’ το μυαλό του… «Το γοργόν και χάριν έχει»…

 Έτσι λοιπόν, μια και δυο…τραβάει για το σπίτι του παππού Τασιούλα… και ανοίγει την πόρτα… Η γυναίκα του ακούει την πόρτα ν’ ανοίγει και σκεφτόμενη πως θα’ ναι ο Μήτσιος ο γιός της, ποιος άλλος να’ ταν τέτοια ώρα… φώναξε…  «Μήτσιο πιδί μ’ εισίείσι!..  «Δεν είμι η Μήτσιος… είμι η Λίας τ’ Γιαστραμπά… Να πείς του γιό’ σ να κάνει πέρα… απ’ την Γλύκα… Η Γλύκα είνι δικιά μ’ γναίκα…Τάκσεις; Αυτό να τον πεις… 

Η γυναίκα ακούοντας αυτά τρόμαξε… Άρχισε να τρέμει απ’ τον φόβο της, που τον είδε έτσι αγριεμένο και αποφασισμένο… και  σάστισε… δεν μπορούσε να αρθρώσει…κουβέντα…Τι να πει…  Μόλις και μετά βίας… κατάφερε να ψελλίσει χαμηλόφωνα… «Θα τουνπώ… πιδάκι μ’ θα τουν πω…»

 Έφυγε ο Λίας και σε λίγο γύρισε  ο Μήτσιος στο σπίτι…. Βρίσκει την μάνα του σε έξαλλη  κατάσταση… να τρέμει απ’ τον φόβο της… « Μήτσιο  πιδί μ’, κάνε πέρα απ’ την Γλύκα γιατί ετς’  και έτς’… Ήρθιταπουτώργια…η Λίας τ’Γιαστραμπά και μ’ είπι  αυτά και αυτά…Να κάνσ’ πέρα απ’ τ’ Γλύκα, γιατί είνιδκιά τ’ γναίκα… Μήτσιου μ’ κάνι πέρα… του καλό που σιθέλου… να μην γένι κάνα φουνικό… κι’ έχουμε ντράβαλα…Ήταν πουλύ «φουρτουμένος»… ηάνθρουπους…σι’ λέω…

Ο Μήτσιος, μετά απ’ όλα αυτά… την άλλη μέρα διαλύει τον αρραβώνα, προς μεγάλη χαρά βέβαια και της Γλύκας και του Λία, ο οποίος πέτυχε τον σκοπό του…

Και στη συνέχεια έγιναν κάποιες συναντήσεις του ζεύγους Λία-Γλύκας, στο σπίτι της αδελφής της Τσιβούλας, οι οποίες όμως δεν απέδωσαν καρπούς…

Ο πατέρας του αρνιόταν να συναινέσει  σ’ αυτόν τον γάμο…Αλλά και η θεια Σταυρούλα, δεν το βαλε κάτω… Μια και δυο, βρίσκει και άλλον γαμπρό και αυτός  Μήτσιος… Ο Μήτσιος της Λάμπρινας, που ήταν ανιψιός της θειαςΚυρίτσαινας, γειτόνισσας και θεία της, απ’ την πλευρά  της μάνας της… 

Και έτσι είχαμε ξανά-μανά…αρραβώνες στο σπίτι μας για τρίτη φορά μέσα σε ένα μήνα…Σ’ αυτόν τον αρραβώνα ήμουν και γω… Θυμάμαι σαν τώρα… που πήγαμε στο σπίτι του γαμπρού, που ήταν διόροφο… Ο καλός ο οντάς ήταν  στο ανώϊ… και εκεί πάλι ανταλλάχτηκαν δώρα και κεραστήκαμε… 

 Δεν ξέρω πόσο κράτησε και αυτός ο αρραβώνας…δεν πρέπει να κράτησε παραπάνω από τρείς μέρες… Ξέρω όμως πως η θεια Σταυρούλα, που ήταν χρυσοχέρα…και καλή νοικοκυρά και κένταγε μαντήλια και μαξιλαροθήκες και ύφαινε και έγνεθε και έπλεκε και είχε ετοιμάσει τα δώρα και για τον δικό της αρραβώνα… δεν είχε απομείνει τίποτα για κείνη… Εξανεμίστηκαν όλα…στους απανωτούς αρραβώνες… της αδελφής της… Και το ωραίο ήταν, πως όταν «χάλαγε»ο αρραβώνας… τα δώρα δεν επιστρέφονταν…

 Η Γλύκα αντίθετα,  δεν είχε καμία «έφεση»… στις χειροτεχνίες, δεν «έπιανε» το χέρι της… Αυτή πήγαινε στα γελάδια, καθάριζε τον στάβλο, πήγαινε  στο μύλο, για νερό… στη βρύση και στα πηγάδια,  για «πλύση»… στο ποτάμι και άλλες  χονδροδουλειές.

 Και μετά τον τρίτο αρραβώνα και την διάλυσή του, το ζεύγος Λία- Γλύκας, αποφάσισαν επιτέλους να παντρευτούν σε στενό οικογενειακό κύκλο, χωρίς τους συγγενείς του Ηλία.. που δεν ήθελαν επουδενί αυτόν τον γάμο.

Έτσι ένα βράδυ, παντρεύτηκαν, άρον –άρον… στο σπίτι της θειας του της μαμής που τους στεφάνωσε κιόλας… Στον γάμο παραβρέθηκαν τα αδέλφια της… εκτός απ’ τον πατέρα μου…που έκατσε μαζί μας να μας προσέχει… και κοιμηθήκαμε παρεούλα…

Εγώ εν τω μεταξύ έσκουζα…ποδάριζα… ήθελα να πάω στον γάμο, αλλά δεν  τα κατάφερα… δεν γινόταν… Η Ευδοκία ήταν πολύ μικρή…για τέτοια πράγματα. Μόνο η Κούλα που ήταν μεγάλη πήγε… Αργότερα πήγαμε όλοι  οικογενειακώς… στο σπίτι της μαμής και τους είδαμε.

Νύχτα παντρεύτηκε η θεια-Γλύκα… με μαύρο φουστάνι και μαύρο μαντήλι στο κεφάλι και μαύρη ήταν και η ζωή της…Λίγες χαρές είδε στην ζωή της και μύρια τα βάσανα και οι στενοχώριες…που πέρασε…

 «Ίσια που δεν αλέσκει στο μύλο»…όπως είπε η κουνιάδα της η Γλύκα, όταν βρεθήκαμε στα μνήματα, στην κηδεία του ξαδέλφου μου του Μήτσιου του Μαχαίρα… «Που είνιμαρή το μνήμα της «νυφαδιάς» μ’ τς Γλύκας να ανάψω ένα κερί…ίσια που δεν αλέσκει στον μύλο η χριστιανή…

Ήπιε πολλά φαρμάκια στη ζωή της… η θεια Γλύκα και όλα εξ αιτίας του γιού της του Τάκη, που έπεσε στο ποτό…και κατέστρεψε την ζωή του και «έφαγε»…και τους γονείς του…

Αυτός που ήταν ένα πανέμορφο αγοράκι…με ξανθά κατσαρά μαλλιά και γαλαζοπράσινα ματάκια, ένα κουκλί… κατάντησε στην ενήλικη ζωή του, ένας μεθύστακας, ένας «άσωτος»…υιός, που ζει όπως ακριβώς περιγράφει τον Άσωτο Υιό η Γραφή…σαν το γουρούνι… μες’ την βρώμα και την ακαταστασία… Στο σπίτι του όλα είναι κατεστραμμένα…δεν λειτουργεί τηλέφωνο, κουζίνα,μπάνιο… Όλα είναι χαλασμένα και παντού σκουπίδια… σκουπίδια….ένα αχούρι…Αλλά αυτό είναι το λιγότερο…

Το φοβερότερο απ’ όλα  ήταν που όταν μπεκρούλιαζε… γυρνούσε στο σπίτι και… έβριζε τους γονείς του και όχι μόνο αυτό…αλλά και τους κακοποιούσε… σωματικά, τους χτυπούσε…Οι άνθρωποι ζούσαν σε μια … κόλαση…δεν ήξεραν τι θα τους βρει από ώρα σε ώρα…

Βέβαια ο θείος-Λίας είχε και ζάχαρο… και ζώντας σε τέτοιες άθλιες συνθήκες…γρήγορα έφτασε να του κόψουν το πόδι, ξανά και ξανά… και να πάει στα «Θυμαράκια»… μια ώρα αρχύτερα… Νεότατος… μόλις στα 64 χρόνια του, πικραμένος βαθύτατα έως θανάτου… και περίλυπος…για την κατάντια του παιδιού του…

Και βέβαια ο θείος που έφυγε γρήγορα…σχετικά, ησύχασε… η θεια-Γλύκα όμως  που έζησε παραπίσω…τα «είδε όλα»… Έφτασε σε σημείο να μην έχει  ένα ευρώ, να πάρειψωμί… να μην έχει κατσαρόλα και πιάτο να μαγειρέψει και να βάλει το φαί… Να τρέχει και στα γελάδια, που τα άφηνε μόνα τους και έκαναν  ζημιές στις σοδειές των χωριανών… Και τα βράδια, να φοβάται να κοιμηθεί στο κρεβάτι της…γιατί μόλις γυρνούσε…άρχιζε τα βρισίδια… και τους ξυλοδαρμούς… Πόσο να αντέξει η κακομοίρα…

 Η κατάσταση αυτή κράτησε πολλά χρόνια…καμιά δεκαετία περίπου… Πολλές φορές  κατέφευγε στο υπόγειο του σπιτιού τους, στο κατώϊ για να ξεκουράσει το ταλαίπωρο το κορμάκι της  και να κοιμηθεί μια στάλα… με ησυχία… αλλά και εκεί δεν έβρισκε ησυχία… Πήγαινε απ’ έξω και ούρλιαζε το τέρας…

Μέχρι που έπαθε το εγκεφαλικό επεισόδιο η καημενούλα.. και «γλίτωσε»… τα βασανιστήρια… Την πήρε η κόρη της η Ασπασία στην Θεσσαλονίκη, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της με πολύ αγάπη, πολύ περιποίηση  και προπαντός ησυχία…

Ο πατέρας του ο Λίας, ήταν ομορφάντρας στα νιάτα του… ψηλός, γεροδεμένος…ξανθός με γαλανά μάτια, εργατικότατος  και νοικοκύρης… Έκανε τα πάντα… ότι δουλειά υπήρχε… βοσκούσε τα κατσίκια που είχε ο πατέρας του,  δούλευε στην «ασβεσταριά»… στο ασβεστοκάμινο που υπήρχε στην Κούτρα και πήγαινε και στον κάμπο της Λάρισας, όπου φόρτωναν αχυρόμπαλες στα φορτηγά… Προσπαθούσε με ότι περνούσε απ’ το χέρι του να βγάλει   τα προς το ζείν και να φτιάξει και το δικό του σπιτικό… 

Το ζεύγος έμεινε για λίγο καιρό στην μαμή και μετά ο πατέρας του, τους παραχώρησε ένα καλύβι,  καμωμένο με άψητα πλιθιά… Είχεένα τζάκι μεγάλο όπου έψηναν το ψωμί στη γάστρα… και μαγείρευαν…Εδώ μετακόμισε το νιόπαντρο ζευγάρι…

Έφτιαξαν  ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι, με μια σειρά«πλιθιά», στο κεφαλάρι και στα πόδια… και στερέωσαν επάνω φαρδιές σανίδες για να κοιμούνται… Και αυτό όχι για πολυτέλεια… αλλά από ανάγκη…καθώς το πάτωμα του καλυβιού, ήταν πάντα υγρό… Κάποια «φλέβα»… νερού  ανάβλυζε εδώ…

Εδώ έζησε τα πρώτα χρόνια του γάμου τους το ζεύγος και εδώ γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί η Ασπασία.

Εγώ, με δυο ακόμα φιλενάδες μου… ήμασταν στην αυλή του πατρικού σπιτιού του Λία και περιμέναμε πότε θα γεννηθεί το μωρό… Δεν μας αφήνανε να μπούμε μέσα…Δεν ήταν σωστό… να βλέπουν τα μικρά παιδιά, τέτοια συνταρακτικά γεγονότα… 

Εμείς τα ανίψια της, την αγαπούσαμε πολύ την θεια-Γλύκα… και την θεια Σταυρούλα και αυτές το ίδιο….Μα ζούσαμε στο ίδιο σπίτι…μας ντάντεψαν… μας έπαιξαν… μας τάϊσαν… μας έλεγαν παραμύθια… και τραγούδια… Έχουμε να θυμόμαστε…πράγματα. 

Η Ασπασία αφού περπάτησε… την είχα υπό την προστασία μου… Την έπαιρνα απ’ το χεράκι και πηγαίναμε βολτούλες… Έχουμε βγάλει και μια αναμνηστική φωτογραφία… στο γάμο του Αντώνη του Μαρκατά, που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 60’…

Εν τω μεταξύ ο θείος Λίας έβγαλε κάμποσα λεφτά και αποφάσισε να φτιάξει ένα σπιτάκι… να βάλλει μέσα την οικογένειά του…Αγόρασε ένα οικόπεδο, από τον «κλήρο»…του πατέρα μου, που ήταν σε μικρή απόσταση απ’ το δικό μας σπίτι και έκτισε ένα σπίτι, τριών δωματίων… όπως ήταν τα περισσότερα σπίτια στο χωριό. 

Εκείνα τα χρόνια… στα μέρη μας… υπήρχε η συνήθεια… η κτηματική περιουσία μιας οικογένειας να μοιράζεται στα αγόρια αυτής…   και όχι σ’ όλα  τα παιδιά… αγόρια και κορίτσια… Βέβαια κάθε γονιός μπορούσε να γράψει το σπίτι η και κάποια κτήματα… σε όποιο παιδί η κορίτσι ήθελε…αλλά ο κανόνας ήταν πως ο μικρότερος γιός, θα έπαιρνε το πατρικό σπίτι και τον «κλήρο» του που του αναλογούσε και είχε την υποχρέωση να «κοιτάξει»… να φροντίσει τους γονείς του…

Εκεί μετακόμισε η οικογένεια, όταν ήδη η θεια- Γλύκα ήταν έγκυος στο δεύτερο παιδί της, που ήταν αγόρι και το είπαν Δημήτρη… Τάκη… στον παππού του τον Δημήτρη, τον Γιαστραμπά…

Εν τω μεταξύ…είχε ανοίξει και ο δρόμος για την Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 60’ και πάρα πολύς κόσμος απ’ το χωριό μας αλλά και από όλη τη χώρα, μετανάστευσαν στην χώρα αυτή, μεταξύ αυτών και ο θείος Λίας…

 Έτσι η θεια-Γλύκα έμεινε μόνη της με δυο μικρά παιδιά και είχε εμένα βοηθό της και συμπαραστάτη της…Έπρεπε να δουλεύει και αυτή… Έβαζε καπνό… Έτσι τα καλοκαίρια εγώ κοιμόμουν σπίτι της για να προσέχω τα παιδιά της  ώσπου να γυρίσει. 

Και βέβαια ο θείος… μου έφερε απ’ την Γερμανία, μια ωραία φουστίτσα πλισέ… σε σκούρο μπλε χρώμα και ένα δαντελιένιο… άσπρο πουκαμισάκι…που ήταν τα ωραιότερα ρούχα που είχα φορέσει ως τότε…Ήμουνα ενθουσιασμένη!..είχα τρελαθεί απ’ την χαρά μου… 

Είχα  και άσπρα λουστρίνια παπούτσια από τον γάμο της θειας- Σταυρούλας και ένοιωθα πανευτυχής… Και τα πρόσεχα… σαν τα μάτια μου…Τα έβγαζα μόλις γυρνούσα στο σπίτι και τα τοποθετούσα με ευλάβεια…στο σεντούκι, σαν το πολυτιμότερο πράγμα που είχα…Σ’ευχαριστώ θείε Λία για την χαρά που μου έδωσες…

Ένα δε ακόμα θλιβερό γεγονός   που σημάδεψε… τα πρώτα χρόνια της ζωής μου… ήταν όταν πέθανε… όταν «ψόφησε»… το άλογό μας ο Καραμάνης…

 Ήταν ένα όμορφο μαύρο άλογο, αγαπησιάρικο…γλυκύτατο με κάτι μεγάλα… εκφραστικά μάτια… το πιο αγαπημένο απ’ όλα τα ζώα που είχαμε εκείνα τα χρόνια στο σπίτι μας και το πιο χρήσιμο…Ήταν ο «στυλοβάτης» της οικογενειακής ζωής… χωρίς το άλογο ήταν αδύνατον να ζήσει η οικογένεια…

 Με τα άλογα όργωνε ο κόσμος τα χωράφια του για να σπείρει τα σιτηρά του, τα όσπριά του, τα λαχανικά του… Με αυτά αλώνιζε τις σοδειές και  τις κουβαλούσε στις αποθήκες του… Με τα άλογα και τα γαϊδούρια πήγαιναν στην Λάρισα, στην Φαρκαδώνα, στα Τρίκαλα, στην Ελασσώνα, στο Βόλο σ’ όλα τα «παζάρια»… της Θεσσαλίας για να  ψωνίσουν ότι χρειάζονταν, από  τρόφιμα, οικιακά σκεύη, καζάνια, σκαφίδια… εργαλεία… όπως τα αλέτρια, δρεπάνια, τσάπες δικράνια…  προίκες  για τα κορίτσια και ζώα… Όλα τα «παζάρια»… εκείνα τα χρόνια είχαν και «ζωοπανήγηρι».

 Κάθε σπίτι τότε είχε τουλάχιστον ένα άλογο και ένα γαϊδούρι για να μπορεί να πορευτεί…  Να το ζευγαρώσει με το άλογο του αδελφού του η του γείτονα και να κάνουν την δουλειά τους… Πολλοί είχαν και δύο άλογα και δυο γαϊδούρια. 

Τα άλογα τα χρησιμοποιούσαμε για το όργωμα, το αλώνισμα και για τις μεταφορές, εμπορευμάτων, ξύλων αλλά και για να πάμε στα πανηγύρια… και στους γάμους, όταν η νύφη η ο γαμπρός ήταν από διπλανό χωριό. 

Θυμάμαι, όταν παντρεύτηκε ο Νίκος του Καταραχιά με την Κατερίνη του Λώρη…επειδή το σπίτι της νύφης ήταν στην μια άκρη του χωριού και το σπίτι του γαμπρού στην εκ διαμέτρου αντίθετη άκρη, πάνω στο ψηλότερο σημείο του χωριού… την νύφη την έφεραν στην εκκλησία, καβάλα σε  «ψαρί»(άσπρο)…άλογο και μετά τα στέφανα, την ανέβασαν στο καινούριο της σπίτι, πάλι με το άλογο…

Εκείνα τα χρόνια…τα προικιά της νύφης, τα έπαιρναν τα «μπρατίμια»…οι φίλοι του γαμπρού,  την ημέρα του γάμου…μαζί με την νύφη που έφευγε απ’ το πατρικό της…συνοδευόμενη απ’ όλους τους συγγενείς της, μαζί με την συνοδεία του γαμπρού, που ήλθε να την πάρει… το λεγόμενο «ψίκι»…και τα έφερναν στο σπίτι του γαμπρού… Θυμάμαι και την αγελάδα…που είχε πάρει προίκα… ο Νίκος ο Καταραχιάς, που την έσερνε με σκοινί ο μπράτιμος για να την πάει στο σπίτι του… 

Επίσης θυμάμαι και τον γάμο της Θεολογίας, από το Διάσελο που παντρεύτηκε τον Κώτσιο του . Θυμάμαι το «ψίκι»… που κατηφόριζε τις «κύκλες»…του βουνού, που χωρίζει τα χωριά μας…με το γαμπρό και την νύφη καβάλα σε στολισμένα άλογα και πολύς κόσμος τους περιμέναμε έξω απ’ το χωριό, κοντά στ’ αμπέλια… Και μπαίνοντας στο χωριό… άρχισαν τα  τραγούδια τα λυπητερά… του αποχαιρετισμού της νύφης, καθώς παντρεύονταν στα «ξένα»…σε διπλανό χωριό… και να κλαίνε…και να κλαίνε… απαρηγόρητα συγγενείς και φίλοι… Καλά λέει ο κόσμος πως «δεν υπάρχει κηδεία…χωρίς γέλιο… και γάμος άκλαυτος…»

Τα άλογα,  σ’ αυτές τις «ειδικές» αποστολές…τα έβαζαν περίτεχνα και στολισμένα με χρωματιστές χάντρες χαλινάρια και πανωσάμαρα ρίχνανε τα  ωραιότερα και πιο πλουμιστά κιλίμια με δαντέλες στο τελείωμα, για να ταιριάζουν στην περίσταση…

Ο  «καραμάνης» λοιπόν πολλά χρονάκια «δούλεψε»… πιστά…και με αφοσίωση…στο σπιτικό μας αλλά κάποτε…όπως όλα τα έμβια όντα…γέρασε…Του έπεσαν όλα τα δοντάκια… και  δεν μπορούσε πλέον να μασήσει… 

Και ο πατέρας μου…  με πόνο ψυχής… βέβαια… καθώς αγαπούσε  όλα τα ζώα του… τα γελάδια που είχαμε πάντα… και πολύ  περισσότερο το άλογο…που ήταν ο καλύτερος φίλος και βοηθός του… όχι μόνο στις αγροτικές δουλειές… αλλά γενικότερα…πήρε την απόφαση, όπως συνήθιζαν… όλοι οι χωριανοί να κάνουν σε παρόμοιες καταστάσεις. 

Να πάει το άλογο και να το αφήσει «πεδικλωμένο»…,δεμένο με σκοινί τα δυο μπροστινά  ποδάρια του, κοντά-κοντά, ώστε να μην μπορεί να διανύσει μεγάλη απόσταση, πολύ μακριά απ’ το χωριό, στην «Καβαλκιμένη»… για να τελειώσει εκεί την ζωή του…από ασιτία η να το κατασπαράξουν οι λύκοι… 

Έλα όμως που το αλογάκι μας, αφού είδε ότι δεν το αναζήτησαν τα αφεντικά του… μια ολόκληρη  μέρα…πήρε το δρόμο για το σπιτικό του…παρ’ όλο που ήταν δεμένο… Και την δεύτερη μέρα ήλθε στο σπίτι  και «χλιμίντρησε»… στην αυλή μας… Μόλις τ’ άκουσε ο πατέρας μου «πάγωσε»… και  ξέσπασε σε λυγμούς… 

«Ήλθε τ’ αλογάκι μου το καλό»…Αχ αλογάκι μ’ καλό… αλογάκι μ’ αγαπημένο… που σε άφησα εγώ»…Έτρεξε το αγκάλιασε… το χάϊδεψε, το φιλούσε…Ήταν απαρηγόρητος!…Βγήκαν στην αυλή σε λίγο και ο θείος Λίας με την γυναίκα του,  οι θείες Γλύκα και Σταυρούλα και  η μάνα μου κι εμείς τα παιδιά… και κλαίγαμε όλοι σαν μωρά παιδιά… 

Και εκείνο μας κοιτούσε με ένα θλιμμένο… και παραπονεμένο… βλέμμα που ήταν μια μαχαιριά… στις καρδιές όλων μας… Του έδωσαν ψωμί να φάει… αλλά δεν μπορούσε να το μασήσει… Είχε αποκάμει… και από την μεγάλη απόσταση που είχε διανύσει…και  έκατσε στην αυλή να ξαποστάσει…

 Γονάτισε πλάϊ του και ο πατέρας μου…και χαϊδεύοντας… την χαίτη του…άρχισε να απαριθμεί… όλα τα καλά…  όλες τις ευεργεσίες…που πρόσφερε αυτό το καλοκάγαθο…ζώο στην οικογένειά μας…

 «Αχ αλογάκι  μ’ καλό… για δέκα ολόκληρα χρόνια με υπηρέτησες… με καρτερικότητα και καλοσύνη…Χιλιάδες φορές… πήγαμε μαζί στο Τσιότι(Φαρκαδώνα) στο παζάρι για ψώνια… αμέτρητες φορές στο  μύλο…Πάντα μαζί πηγαίναμε στα  παζάρια… στην Λάρισα, στα Τρίκαλα, στο Βόλο… στην Κοζάνη, στα Σέρβια… για ζωεμπόριο… Μαζί οργώναμε… αλωνίζαμε και κουβαλούσαμε τις σοδειές στο σπίτι…Αμέτρητα φορτώματα ξύλα  και σανά…μας κουβάλησες!… Και τώρα ήρθε η ώρα να φύγεις…να μ’ αφήσεις… ήλθε η ώρα του αποχαιρετισμού!… Έτσι είναι η ζωή!… Κάποτε όλα τελειώνουν…Πολύ με βοήθησες και σε ευχαριστώ… Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα μπορούσα να  κάνω μόνος μου…

 Ήταν συντετριμμένος!…Ένοιωθε και τύψεις…που το είχε αφήσει εκεί στην ερημιά… πεδικλωμένο   να πεθάνει…

Την άλλη μέρα προσπάθησαν πάλι να το ταϊσουν μουσκεμένο… ψωμί αλλά  τίποτα…δεν κατάπιε ούτε μια μπουκιά… Είχε φτάσει το τέλος του!..  Είχε πια ξαπλώσει κατά γης  εξουθενωμένο…και  δεν ήξεραν ο πατέρας μου και ο θείος τι να κάνουν!…

 Εάν ψοφούσε στην αυλή… θα ήταν πολύ δύσκολο να το μεταφέρουν πιο έξω απ’ το χωριό, να το ρίξουν σε κανένα χαντάκι η σε κανένα λάκκο… για να λειώσει εκεί σιγά-σιγά το κορμί του…η να το φαν τ’ αγρίμια και τα όρνια….  Έτσι αποφάσισαν να το σηκώσουν μαζί  και να το βγάλουν  έξω απ’ το χωριό και να το αφήσουν εκεί να τελειώσει…

Με πολύ κόπο το σήκωσαν και το έβγαλαν  μέχρι το οικόπεδο του συμπεθέρου μας του Γιαστραμπά και το άφησαν εκεί σε ένα χαντάκι…

 Ο πατέρας μου το  αγκάλιασε… για τελευταία φορά, του χάϊδεψε την χαίτη…και με σπαραγμό ψυχής…το αποχαιρέτησε  λέγοντας… «Άντε…ώρας καλή Καραμάνη μ’…. Ως εδώ ήταν να ζήσεις… Αλλά δεν ξέρεις…μπορεί καμιά φορά να ανταμώσουμε πάλι!…

 Και όποιος χωριανός περνούσε από εκεί και το έβλεπε…στο χαντάκι… μας έφερνε τα θλιβερά  «μαντάτα»… και τα δάκρυα έτρεχαν βροχή απ’ τα μάτια όλων μας… 

Ο θείος Λίας ήταν πιο ψύχραιμος…αδιάφορος…θα έλεγα…μπρός στην απώλεια του αλόγου…γιατί ο ίδιος δεν είχε καμιά επαφή με το άλογο…ούτε με την καλλιέργεια της γης…Ποτέ του δεν όργωσε, δεν έσπειρε…δεν αλώνισε…δεν ασχολήθηκε με το αμπέλι… και ποτέ του δεν είχε άλογο…

Αυτός ήταν καθαρά…κτηνοτρόφος… Είχε ένα μεγάλο κοπάδι γελάδια καμιά εκατοστή…μαζί με τον πρώτο του γιο τον Θωμά, είχε και μια κυπραία… ψηλή γουμάρα…(γαϊδούρα) για τις μετακινήσεις του…και ζούσε  την οικογένειά του… με τα χρήματα που εισέπραττε από την πώληση των μοσχαριών που γεννιόντουσαν κάθε χρόνο…Είχε και αυτός μια τετράδα πιδιά…(αγόρια)

Ενώ ο πατέρας μου ήταν πρώτα γεωργός…και ύστερα κτηνοτρόφος και ζωέμπορας και αντιπρόσωπος στο χωριό… του Παπαστράτου…του καπνέμπορου, που αγόραζε τα καπνά της περιοχής μας…

 Αγαπούσε πάρα πολύ τη γη μας… τα χωράφια μας… και την καλλιεργούσε με όρεξη…με πάθος… Και ήταν τρισευτυχισμένος όταν είχε καλές σοδειές…στα σιτηρά και στα καπνά, προϊόντα που καλλιεργούσαμε στα μέρη μας…

Όταν  το φθινόπωρο «πατούσε»…τον καπνό σε μια ξύλινη κάσα για να τον «δεματιάσει»…καμάρωνε για το ωραίο χρυσοκίτρινο χρώμα του…και εκθείαζε τα χωραφάκια του… την «Καρδαλά, την Γαλάτινα και την Αμπδούλα… για τα «χρυσάφια…»  που έφτιαχναν… 

Και εμείς τρέχαμε για να μας βάλλει πάνω στην κάσα σαν «βαρίδια»…για να πατηθεί ο καπνός… Ήταν  και αυτό… μια απ’ τις παιδικές μας «απολαύσεις»…που δεν είχαν κανένα κόστος και μας χαροποιούσαν ιδιαίτερα, αφού νοιώθαμε ότι βοηθούσαμε κατά κάποιο τρόπο και εμείς τους γονείς μας… 

 Θυμάμαι ένα περιστατικό… με τον Καραμάνη πολύ συγκινητικό!…Ήμασταν καβάλα στο άλογο, η Ευδοκία μπροστά σαν μικρότερη και γω πίσω της… υποτίθεται να την προσέχω σαν μεγαλύτερη… Ο αδελφός μας Βάϊος ήταν στα καπούλια.

 Και καθώς ανηφορίζαμε προς το «Στικάμι»… μια τοποθεσία σε μικρή απόσταση απ’ το χωριό, ξαφνικά μου γλιστράει η Ευδοκία  και πέφτει κάτω… Το άλογο κοκάλωσε αυτόματα… δεν κουνήθηκε καθόλου μέχρι να  την σηκώσει ο πατέρας  από το έδαφος… Η αδελφή μου τότε, θα ήταν κάπου στα δυο… με δυόμιση χρονών… Τέτοια νοημοσύνη είχε αυτό το άλογο… 

Εκείνα τα χρόνια… τα παιδιά όταν γίνονταν δυο χρονών…τα κουρεύανε με την ψιλή μηχανή στον πάτο… και τα έκαναν γουλί… τα κεφαλάκια τους…όπως τους νεοσύλλεκτους φαντάρους…  Πίστευαν ότι μετά θα έβγαζαν πιο καλά μαλλιά…πιο υγιή… Δεν ξέρω αν έχει κάποια βάση αλήθειας αυτή η πεποίθηση… Πάντως για καλό σίγουρα το έκαναν…  Δεν θυμάμαι το δικό μου γουλί… αλλά της Ευδοκίας το έζησα…και το διασκέδασα…  Την είχαν κουρέψει γουλί… και εγώ με τον Μακούλη της θειας-Βαγγελής, πηγαίναμε και την χαϊδεύαμε το άδειο κεφαλάκι της και της λέγαμε… «λαγούδα… λαγούδα…» Εκείνη θύμωνε… και απαντούσε με ξυνισμένα μούτρα… «Εν ιμιλαγούδα… εν ίμιλαγούδα»…

Εκείνη την χρονική περίοδο…η αδελφή μου η Ευδοκία… είχε  και μια επίθεση…ξαφνική και ακατανόητη… από έναν τεράστιο γάλλο…που είχε ο θείος Τόλιας… δεύτερος… άνδρας της θειαςΒαγγελής, που ήταν χωροφύλακας και κατάγονταν από τα ΦραγγιανάΑγράφων…

Ήμασταν έξω στο σοκάκι… έξω απ’ την εξώπορτα της θειας…εγώ, η Ευδοκία, ο Μάκης και δυο-τρείς γαλοπούλες που είχε φέρει ο θείος Λίας απ’ το παζάρι…

Εμείς σαν παιδιά…ήμασταν εξοικειωμένα με τα ζώα… και δεν τα φοβόμασταν…  αφού είχαμε όλοι ζώα στα σπίτια μας… πρόβατα… γελάδια… κοτόπουλα… γουρούνια, κουνέλια..

Σε κάποια στιγμή… καθώς περιεργαζόμασταν τις γαλοπούλες… βλέπουμε έναν γάλο…να έχει ανοίξει τα φτερά του…να βγάζει κάτι περίεργες κραυγές… και να χιμάει με φόρα πάνω στην ανίδεη  Ευδοκία… Την έριξε κάτω… και άρχισε να την τσιμπάει… Τι έπαθε…κανένας δεν το κατάλαβε…Εγώ φοβήθηκα και δεν ήξερα τι να κάνω… Δεν θυμάμαι ποιος ήλθε και την γλύτωσε…απ’ το σκληρό ράμφος του γάλου… 

Μετά από κανά δυο τρία χρόνια… θα ήταν στα πέντε…της, ήμασταν στην Τσούμα και μαζεύαμε τα αμύγδαλα… Ο θείος Τόλιος, αδελφός της μάνας μου, η μάνα μου, η θεια-Τόλινα, η ξαδέλφη μας η Ουρανία και ένα τσούρμο παιδιά… Ο αδελφός μου ο Βάϊος, εγώ, η Ευδοκία, η ξαδέλφη μου η Λεμονιά, ο Μητρούλιας και η Κατινούλα της Ουρανίας…

 Οι μεγάλοι μάζευαν  αμύγδαλα… και εμείς παίζαμε  στο ρέμα, κοντά στο πηγάδι, όπου είχε ποτίστρες για τα ζώα. Η Ευδοκία είχε γονατίσει σε μια ποτίστρα… και έπαιζε με τα νερά…Σε λίγο ήλθε ένα μαύρο άλογο να πιει νερό…

Ήταν του Γιάγκου… που ήταν πολύ φίλος του πατέρα μας… Το άλογο έσκυψε να πιει νερό στην ποτίστρα που έπαιζε η Ευδοκία…η οποία δεν ανησύχησε καθόλου…συνέχισε το παιγνίδι της…Αυτό ήπιε νερό…και μετά δάγκωσε… το αυτάκι της…ευτυχώς λίγο… της έκοψε ένα μικρούτσικο κομματάκι… απ’ την άκρη του… εκεί ακριβώς που τα τρυπάμε για να φορέσουμε τα κρεμαστά σκουλαρίκια… 

Η Ευδοκία δεν αισθάνθηκε πόνο…αλλά μόλις απομακρύνθηκε το άλογο… έβαλε το χέρι της στο αυτί… και είδε λίγο αίμα… Στη θέα του αίματος τρόμαξε… και άρχισε να σκούζει…Εμείς οι άλλοι φοβηθήκαμε… δεν ξέραμε τι έγινε και αρχίσαμε να σκούζουμε αναφανδόν… όλοι μαζί… Ακούει η μάνα μου τις φωνές… και λέει στον αδελφό της…. «Τόλιο τρέξε κάτι έγινε εκεί  κάτω στο πηγάδι… σκούζουν τα παιδιά… δεν τ’ ακούς?… Η έπεσε κανένα στο πηγάδι η φίδι τσίμπησε κάποιο…. Τρέξε αδελφέ… μ’, τρέξε… με κόπκαν τα «ύπατα»…(οι δυνάμεις μου).

 Έφτασε τρέχοντας ο μπάρμπα-Τόλιος… μας μετράει και μας βρίσκει όλους…άρα δεν έπεσε κάποιο στο πηγάδι… οπότε αναθάρρησε προς στιγμή…Πλησιάζει την Ευδοκία…που είχε το χέρι της στο αυτάκι της και διαπιστώνει ότι έλειπε ένα κομματάκι απ’ αυτί της… Ευτυχώς μικρό…δεν έλλειπε όλο το αυτί… 

Σε λίγο κατέφτασε και η μάνα η οποία ήταν σε έξαλλη κατάσταση… άρχισε να χτυπάει τον Βάϊο… και μένα… Δεν ήξερε τι έκανε… Τι φταίγαμε και εμείς… Κανένας δεν έφταιγε… Έτσι ήταν να γίνει…Ήταν έτσι γραφτό… να σημαδευτεί… από το άλογο του Γιάγκου, όπως ακριβώς «σημάδευαν»… τα   ζώα οι βοσκοί…για κάποιο λόγο… Τους κάνανε μια μικρή ψαλιδιά στο αυτί…

Τέλος πάντων κάποια στιγμή καταλάγιασε το κακό… είδαν ότι δεν έγινε μεγάλο κακό… και συνέχισαν οι μεγάλοι την δουλειά τους και εμείς τα παιγνίδια μας… Το θέμα  όμως που απασχολούσε την μάνα μου ήταν… το τι θα πούμε στον πατέρα, που έλλειπε στην Μακεδονία για ζωεμπόριο… όταν θα έρχονταν?…Αν το μάθαινε αμέσως θα γίνονταν μεγάλος σαματάς…θα την μάλωνε ότι δεν πρόσεξε τα παιδιά… Γι’ αυτό συμφωνήσαμε όλοι να μην το πούμε τίποτα όταν θα έρθει… Θα περιμένουμε να κλείσει η πληγή… και του το λέμε αργότερα…’Έτσι και έγινε… Όταν το έμαθε αργότερα… ήταν πολύ αργά για να νευριάσει… και να δημιουργήσει θέματα… Και έτσι πέρασε και αυτό…το επεισόδιο…

Και το πένθος για τον «Καραμάνη» έληξε… όταν ήλθε στο σπίτι μας ο «Ντορής», ένα όμορφο κανελί αυτήν τη φορά… άλογο. Τον Ντορή τον είχαμε για άλλα περίπου 20 χρόνια, μέχρι το τέλος της αγροτικής καριέρας του πατέρα… 

Είχαν βγει εν τω μεταξύ και τα τρακτέρια… είχε υδροδοτηθεί και το χωριό επί χούντας…  και έτσι σιγά-σιγά, δεν χρειάζονταν πια τα άλογα και τα γαϊδούρια… Είχε κλείσει ο κύκλος τους… Τώρα πια ούτε για δείγμα…δεν βλέπεις άλογο η γαϊδούρι στο χωριό… Πόσο άλλαξε η ζωή!…

Εκείνα τα χρόνια, στο χωριό μας,  όπως και σ’ όλα τα χωριά της πατρίδας μας, μιλάμε για έξι δεκαετίες πίσω…ο κόσμος, ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά… με την γεωργία και την κτηνοτροφία, που αποτελούσαν την «ραχοκοκαλιά»…της οικονομίας στη χώρα μας. 

 Έτσι όλος ο κόσμος ήταν στα χωράφια και στα κοπάδια στις εξοχές και βλέπονταν καθημερινά είτε στα χωράφια, στα αμπέλια, στη βοσκή, στο θέρισμα, στα αλώνια, στον μύλο, στις βρύσες και στα πηγάδια.

Και εκεί που γίνονταν συνωστισμός και περίμεναν ο κόσμος πολύ ώρα για να κάνουν την δουλειά τους… όπως στο μύλο και στις βρύσες,  έπιαναν  την κουβέντα για να περάσει η ώρα και μάθαιναν και τα νέα… ποιος  αρραβωνιάστηκε, ποιος τα «έχει» με ποια, ποιος χώρισε…ποιος αρρώστησε, ποιος ξενιτεύτηκε, ποιος γύρισε απ’ τα ξένα…

Ένα ακόμα αλησμόνητο γεγονός, της νηπιακής μου ηλικίας, που με συγκίνησε  βαθύτατα… ήταν ο «μισεμός»… το «φευγιό»… της θειαςΛόλας, πρώτης ξαδέλφης και του πατέρα και της μάνας μου και κόρη της νονάς μου… της Γιαγιάς Μανώλινας που έφυγε για την μακρινή… Αυστραλία το 1958. 

Και επί τη ευκαιρία… εδώ θα αναφέρω πως οι γυναίκες στα μέρη μας… μόλις παντρεύονταν αυτομάτως… έχαναν το βαφτιστικό τους όνομα και έπαιρναν το όνομα του συζύγου, στο θηλυκό γένος… βέβαια…

 Έτσι η νονά μου που είχε παντρευτεί τον αδελφό του παππού μου, τον Μανώλη, την φώναζαν έκτοτε Μανώλινα και όχι Λένω (Ελένη) που ήταν το βαφτιστικό της… Την θεια  «Τσιβούλα»(Παρασκευή)  που πήρε τον θείο μου τον Λία(Ηλία), την φώναζαν Λίνα, την θειαΜαρίτσαΧρίστινα, την θειαΚωνσταντινιάΤόλινα και παρόμοια… όλες τις γυναίκες του χωριού.   

Η θειαΛόλα λοιπόν, ήταν σε ηλικία γάμου… και την αρραβώνιασαν με τον Θωμά τον Γκανή, το γιό της γειτόνισσάς μας και συγγενούς μας, της Κυρίτσαινας… ο οποίος όμως είχε ξενιτευτεί… πολύ μικρός, απ’ τα δεκαεπτά του… στην Αυστραλία. Τότε ήταν πολύ φτώχεια στο χωριό…πεινούσε ο κόσμος…

 Ο αρραβώνας έγινε χωρίς τον γαμπρό…που ήταν ήδη στην Αυστραλία… Θυμάμαι που έκαναν και τραπέζι και είχαν και κλαρίνα… και γλεντούσανε…Το πρωτότοκο παιδί τους αρραβώνιαζαν οι άνθρωποι…ήθελαν  να το γλεντήσουν… και το γλέντησαν…και καλά έκαναν… 

Η θεια η Κυρίτσαινα  ήταν πολύ μερακλού… γυναίκα, είχε πολύ ταλέντο στην αφήγηση παραμυθιών… αλλά και  πραγματικών περιστατικών και ιστοριών και ανεκδότων…Ήταν πολύ παραστατική… και πολύ πειστική… Το παρουσιαστικό της είχε κάτι το θεατρικό…Όταν έλεγε διάφορα πράγματα αληθινά η και της φαντασίας της  αποκυήματα… όλοι κρέμονταν απ’ τα χείλη της… Επίσης τραγουδούσε πολύ ωραία και ήξερε αναρίθμητα τραγούδια…Ανεξάντλητο το ρεπερτόριό της…

Στο σπίτι της θειαςΚυρίτσαινας έρχονταν  και ξεπέζευε…και ο γιατρός ο Μάντζαρης από την Βερδικούσα καβάλα στο άλογό του… για να δει τους αρρώστους…Και η αμοιβή του…ήταν συνήθως… κανένας κόκορας… αυγά, τυρί, βούτυρο και πολύ σπάνια…χρήματα…Τότε δεν κυκλοφορούσε  χρήμα…

 Οι άνθρωποι έπαιρναν  λεφτά στο χέρι μια φορά το χρόνο…όταν πουλούσαν τα αρνιά, τα μοσχάρια η το καπνό… και τότε πήγαιναν να ξοφλήσουν το μπακάλη…

απ’ όπου ψώνιζαν «βερεσέ»…με το «δευτεράκι» και επέστρεφαν τα δανεικά…στους δανειστές τους…  μέσα σ’ ένα χωριό…υπήρχαν και δυο-τρείς πλούσιοι…

Εγώ ήμουν η κολλητή φιλενάδα της  κόρης της Κούλας(Βασιλικής)… Ήμασταν συνομήλικες και κάναμε πολύ παρέα… Όλο στο σπίτι της βρισκόμουν… Και επειδή δεν είχα τον νου.. μου να φύγω, όταν περνούσε η ώρα και έπρεπε να κοιμηθούν… τότε μου έλεγε, με ωραίο τρόπο η μάνα της…«άντε τώρα, σήκω να πας στη μάννα σου»… «πέρασε η ώρα… θα σε ψάχνει»…

 Η Κούλα είχε γεννηθεί  περί τα τρία χρόνια αφ’ ότου ο αδελφός της ο Θωμάς έφυγε για την Αυστραλία, έτσι ήξερε την φάτσα του αδελφού της… μόνο από κάποιες φωτογραφίες του…Ο δε αδελφός της..ήξερε ότι απέκτησε μεν αδελφούλα…αλλά δεν την είχε δει…ούτε σε φωτογραφία…

Η θεια- Κυρίτσαινα είχε πέντε γιούς και στα υστερνά της…απέκτησε και την μονάκριβη κόρη της την Κούλα… το αποκούμπι της… στα γεράματά της… Ήθελε ένα κορίτσι… και ο θεός της έκανε…το χατίρι…Και ήταν ένα όμορφο και χαριτωμένο κοριτσάκι!… 

Και της είχε στείλει  ο αδελφός της… σε δέμα, απ’ την Αυστραλία ένα πολύ όμορφο κουκλίστικο φουστανάκι… περίτεχνο… με ζωνάκι στη μέση…σε απαλό ροζ χρώμα…που τέτοιο στη ζωή μου…δεν είχα ματαϊδεί…Όταν  το είδα θαμπώθηκα απ’ την θωριά του…είχε και φουρώ από κάτω… Το ζήλεψα… Να είχα και εγώ ένα τέτοιο φουστάνι…τι καλά που θα ήταν…

 Και η μάνα της κάποια μέρα φώναξε τον φωτογράφο…τον Σωκράτη για να βγάλουν φωτογραφίες με το φουστανάκι του αδελφού της… να του τις  στείλουν για να ιδεί και αυτός την φάτσα της αδελφούλας του…

Εγώ έτυχε να είμαι εκεί, την ώρα που ήλθε ο Σωκράτης… και αμέσως σκέφτηκα…γιατί να μην βγω και εγώ μια φωτογραφία!…

 Τρέχω αμέσως στο σπίτι…βρίσκω την μάνα σκυμμένη στη…σκάφη να πλένει… «Μαμάκα…εδώ στην θεια-Κυρίτσαινα είναι ο Σωκράτης ο φωτογράφος και θα βγάλουν φωτογραφίες να στείλουν στην Αυστραλία στο Θωμά…Θα πάω να βγω και γω»…

Δεν περίμενα καν να πάρω την συγκατάθεσή της… Έτρεξα στο σεντούκι…έβγαλα το καλό μου φουστανάκι…, ένα ριγέτσιτάκι…με σουρίτσα και λαιμόκοψη… αμάνικο…Φόρεσα τα  άσπρα καλτσάκια μου και τα καφέ πεδιλάκια… χτενίστηκα και έφυγα τρέχοντας…να προλάβω…μην φύγει ο φωτογράφος…

Ενώ έφευγα…ακούω…  την μάνα μου να φωνάζει…  «Λιμονίτσα μ’ πρόσιξι να κλείεις του στόμα σ’  καλά… να μην φανεί που σ’  λείπει τουπρουστινό σ’ δοντάκι!…Καλά…. καλά… μάνα…θα προσέξω…

Τους πρόλαβα στο τσακ…Την ώρα που έβγαιναν μάνα και κόρη φωτογραφία, στο πλατύσκαλο, στην κεντρική είσοδο του σπιτιού τους…με ντεκόρ…μια γλάστρα με λεβάντα δίπλα τους… και στα χέρια κρατούσε η θειαμια μικρή ανθοδέσμη μάλλον…λεβάντας… 

Θεια- Κυρίτσινα… θέλω να βγω και εγώ φωτογραφία… «Έλα πιδάκι μ’, έλα να βγεις κι συ…» Μου δίνει την ανθοδέσμη…στήνομαι στο πλατύσκαλο…δίπλα στηνγλάστρα…θυμήθηκα και την οδηγία της μάνας μου…έκλεισα… το στόμα μου, κοίταξα με δέος… στον φακό… και τσάκ…τελείωσε  αυτό ήταν!…

 Σε κάμποσες μέρες… πήραμε τις φωτογραφίες…Και το πρώτο που κοίταξα ήταν αν είχα κλείσει καλά το στόμα μου…Αυτό μ’ ένοιαζε… να βγω όμορφη… στην φωτογραφία…

Πριν από κάμποσες μέρες…είχα αντιληφθεί… πως ένα από τα μπροστινά μου δόντια είχε αρχίσει να κουνιέται…και όπως το δοκίμασα κανα δυο φορές…κουνώντας το  πέρα-δώθε…πέρα-δώθε…τσάκ…το έβγαλα… 

Τρέχω γρήγορα στη μάνα μου και της λέω… «Μαμάκα…τόβγαλα του δοντάκ που κνιόνταν…νάτο…» Και της το’ δειξα… «Α!…μπράβο…Λιμονίτσα μ’ πολύ καλά έκανις παιδάκι μ…Τώρα ρίξτοαπάν’στα κεραμίδια και να πεις… Να κοκαλιένιο…δο μοι σιδερένιο»…

Και τώρα που το συλλογίζομαι…απορώ με την σοφία…των απλών…των αγράμματων ανθρώπων…που για τα πιο απλά ως τα πολύ δύσκολα πράγματα στην ζωή… επικαλούνταν… για κάτι καλύτερο…για βοήθεια… και προστασία…τις δυνάμεις του ορατού και αοράτου Σύμπαντος Κόσμου…

Πόσο απλή… αλλά ταυτόχρονα… τόσο τελετουργική…και μυστηριακή…αυτή η προσευχούλα…Έπρεπε το δόντι να το ρίξεις… «ψηλά…» προς το στερέωμα…και να παρακαλέσεις για ένα καλύτερο…ένα σιδερένιο…δοντάκι όχι κοκκαλιένο…που χάλασε τόσο γρήγορα…

Κάθε φορά που την κοιτάζω… «γυρίζω πίσω στα ευτυχισμένα χρόνια…των παιδικών μου χρόνων… τότε…που είχαμε ελάχιστα πράγματα…όσον αφορά το ντύσιμο και το φαγητό… αλλά ήμασταν ευτυχισμένα παιδιά…Δεν πεινούσαμε… κάτι είχαμε να φάμε…αλλά δεν ήταν αυτό που έπρεπε…Παρ’ όλα αυτά, τα παιδικά μας χρόνια είναι αλησμόνητα…Κάθε μέρα μάθαινες πράγματα…γνώριζες τον κόσμο…

Όλα μου φαίνονταν όμορφα…μαγικά… τα βουνά… τα λιβάδια… τα δέντρα, τα ρυάκια, τα λουλούδια…, ο ήλιος… το φεγγάρι…ο ουρανός με τα αναρίθμητα άστρα…Ένας καινούριος… κόσμος μπροστά μας…που έπρεπε να τον εξερευνήσουμε!…

 Ο θείος Θωμάς δούλευε από μικρός στην Λάρισα, σ’ ένα τσαγκάρικο για να μάθει την τέχνη… όταν άκουσε ότι πολλοί νέοι έφευγαν για την Αυστραλία και ότι εκεί ζούσαν καλά…

 Έκανε αμέσως τα χαρτιά του… και παρά τις αντιρρήσεις των γονιών του, καθώς έπρεπε να πάρει την υπογραφή του πατέρα του για να φύγει, ήταν ανήλικος….κατάφερε να πάρει τελικά την συγκατάθεσή του… και να πάει.  Και αφού τον αρραβώνιασαν…με την συναίνεσή του φυσικά!… του άρεσε η νύφη… ήταν γειτονοπούλα του… και την ήξερε καλά… έκανε πρόσκληση στη νύφη να πάει στην Αυστραλία. 

 Έτσι η θειαΛόλα(Όλγα),  όταν ετοιμάστηκαν τα χαρτιά της…με πολύ πόνο και θλίψη αποχαιρέτησε την μάνα της και τις αδελφές της, τους συγγενείς της, ξαδέλφια και μπαρμπάδες και έφυγε πεζοπορώντας ως το Μεσοχώρι (Μπλόγουστα) παλιό όνομα και από εκεί με το λεωφορείο στη Λάρισα και μετά οδικώς για Αθήνα… για να ταξιδέψει με το υπερωκεάνιο «Πατρίς» για Μελβούρνη… 

 Το ταξίδι κράτησε περί τις σαράντα μέρες… Πρώτη φορά η θεία έβλεπε θάλασσα και έφευγε απ’ το χωριό. Μια οδύσσεια… ήταν  αυτό το ταξίδι γι’ αυτήν. 

Στην άκρη του κόσμου… έλεγαν πως ήταν η Αυστραλία… Άλλοι πάλι έλεγαν…πως όταν βασιλεύει ο ήλιος…πάει σ’ άλλες χώρες μακρινές…όπως η Αμερική… η Αυστραλία…κ. α.

 Γι’ αυτό σαν παιδί…όταν έβλεπα τον ήλιο να «χάνεται»…στον ορίζοντα…  πάνω  απ’ τα  δασωμένα Χάσια…  έλεγα μέσα μου… «Τώρα ο ήλιος πάει  στην θεία- Λόλα… θα πάει στην Αυστραλία…

Βέβαια και όλο το χωριό σύσσωμο…ήλθε να την αποχαιρετήσει και να την κατευοδώσει… για το μακρινό της ταξίδι στην άγνωστη και πολύ μακρινή αυτή χώρα… Όλοι κλαίγαμε… μικροί και μεγάλοι… και την «ξεβγάλαμε»… την συνοδέψαμε δηλαδή… ως έξω απ’ το χωριό… ως την «Γκορτσούλα»… τοποθεσία… απ’ όπου δεν φαίνονταν πια το χωριό…

Εκεί τις κουνήσαμε για τελευταία  φορά το μαντήλι…του αποχαιρετισμού και έπεσε και το τελευταίο δάκρυ… Και αποκαμωμένοι… απ’ το κλάμα γυρίσαμε στα σπίτια μας και η ζωή ακολούθησε ξανά τους συνήθεις ρυθμούς…  για τον καθένα μας… 

Πριν φύγει η θεία-Λόλα, βγήκαμε και μια αναμνηστική φωτογραφία, με κάποιες απ’ τις αδελφές της…  κάποιες αγαπημένες ξαδέλφες…ανίψια της και παρανίψια της… στον μπαχτσέ της γιαγιάς Μανώλινας… με φόντο το νεόκτιστο σπίτι μας…

 Στην φωτογραφία είναι η θεία Λόλα, η αδελφές της Παρασκευή και Βαγγελή, η θεία Γλύκα νιόπαντρη… με «πεταχτό»…(μαντήλι με δαντέλα πέντε εκατοστά, που την στερεώνουν με καρφίτσες, με έγχρωμα κεφαλάκια… σαν φωτοστέφανο, στο κεφάλι), η Άννα της θείας Παρασκευής, η Μαρία της θειαςΚωνστάντως, ο Μήτσιος ο Κόρακας… γιός της Κωνστάντως, ο Στάθης του Κυρίτση, ο Νίκος του Καταραχιά, ο Λίας της Μαριγούλας με την αρραβωνιαστικιά του, την Στρατία(Ευστρατία) και μπροστά τους καθισμένα εμείς τα παιδιά… ο Μανωλάκης της Παρασκευής και ο άλλος της Κωνστάντως…ο Μάκης της Βαγγελής, ο Βάϊος ο αδελφός μου, η Ευδοκία το πιο μικρό απ’ όλους και εγώ…

 Αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του 60’ έφυγαν πολλοί νέοι για την Γερμανία αλλά δεν είδα άλλον τέτοιο αποχαιρετισμό… σαν της θειας-Λόλας… Η Γερμανία ήταν σχετικά κοντά μας… μπορούσες να έρθεις όποτε ήθελες… και γρήγορα… δεν ήταν το ίδιο…

 «Η μισεμός είναι καημός, το κατευόδιο ζάλη… και το καλώς ορίσατε… είναι χαρά μεγάλη… λέει ένα νησιώτικο δωδεκανησιακό  τραγούδι…Αμέτρητα τα τραγούδια της ξενιτιάς και των καημών της… σ’ όλον τον ελλαδικό χώρο, καθώς η χώρα μας ανέκαθεν… «διώχνει»…τα παιδιά της..

 Πότε θα απαλλαγεί… η φυλή μας απ’ αυτήν την κακοδαιμονία…της μετανάστευσης…επιτέλους..

Και επί των ημερών μας… δεν έχει μείνει νέος άνθρωπος στον τόπο μας… Έχουν διασκορπιστεί στα πέρατα της οικουμένης…για να ζήσουν…αφού οι κυβερνήτες μας ενδιαφέρονται μόνο για το πώς θα πλουτίσουν οι ίδιοι… και  όχι για  το πώς θα επιβιώσει η χώρα μας… ο λαός της…. 

Καημένη Ελλάδα μας!…Πότε θα γένεις και πάλι δυνατή… πότε θα δοξαστείς… όπως παλιά… Έδωσες τα φώτα του πολιτισμού… στον Κόσμο και εσύ τώρα ζεις… στα μαύρα σκοτάδια… 

Παιγνίδια και «χαρές»… της προσχολικής ηλικίας

Οι  χαρές της προσχολικής ηλικίας  της γενιάς μου…ήταν πολλές και ποικίλες…και τις απολαμβάναμε ιδιαίτερα… είτε γίνονταν κατά μόνας είτε με παρέα… 

Στην γειτονιά μας υπάρχει μια μεγάλη αλάνα… μια πλατεία,  που εκείνα τα χρόνια είχε ένα πεύκο και ένα κυπαρίσσι…που τα είχε φυτέψει ο παππούς… Απόστολος Τάψας πατέρας του θείου μου Θωμά Τάψα, για να ομορφαίνουν το σοκάκι του…

Εκεί βγαίναμε με την  Ευδοκία, την αδελφή μου και στρωνόμασταν κατά γης…χωρίς να μας νοιάζει…διόλου αν θα λερωθούμε και παίζαμε με τα χώματα… με τα πετραδάκια… τα μυρμήγκια, τα σκαθάρια…και με τα γειτονόπουλά  μας…που ήταν ένα σωρό… πάνω από δέκα…

Μαζεύαμε το χώμα σε σωρό… και μετά το παίρναμε με την χούφτα μας… και το «λιχνίζαμε»… όπως λίχνιζαν οι πατεράδες μας τα στάχια στ’ αλώνια…  Σηκώναμε ψηλά… τις χούφτες μας και το αφήναμε σιγά-σιγά να πέσει… 

Αν βρίσκαμε καμιά μυρμηγκοφωλιά…παρακολουθούσαμε τα μυρμήγκια που κουβαλούσαν κάτι θεόρατα για το μέγεθός τους φορτία… και τους βάζαμε εμπόδια…με πετραδάκια… για να τους κάνουμε την  «ζωή δύσκολη»…και να δούμε πως θα τα ξεπεράσουν…Αν βρίσκαμε σκαθάρια τα αναποδογυρίζαμε… για να δούμε αν θα μπορέσουν να γυρίσουν…στα ίσια τους…

Αν έβγαιναν και άλλα παιδάκια… τότε αφήναμε τα ζωύφια στην ησυχία τους… και παίζαμε με τα παιδάκια διάφορα παιγνίδια…όπως ο «Μανώλης»  το «αλάτι πουλώ, πιπέρι πουλώ», τα «σκλαβάκια», τον «Καρβελά», το «κυνηγητό», το «κρυφτό», «περνάει περνάει η μέλισσα» και ένα σωρό άλλα παιγνίδια…   

Πολλές φορέςμε την αδελφή μου και την ξαδέλφη μας την Ειρήνη φτιάχναμε κούνια με τριχιά στο πλυσταριό… και κουνιόμασταν με την σειρά… και ακριβοδίκαια…χωρίς να κάνουμε πονηριές… Στο καλύβι αυτό η μάνα μας έψηνε τα ψωμιά, τις πίτες, τα φαγητά στη γάστρα και  εκεί λουζόμασταν τον καλό καιρό…  και έπλυνε και τα ρούχα.

Αλλά εκεί που νοιώθαμε ευδαιμονία…ήταν στα πρωτοβρόχια…Μόλις σταματούσε η βροχή…βγαίναμε απ’ το σπίτι και όπου βρίσκαμε λιμνούλες… «μπαρούλες»…΄τις λέγαμε στα θεσσαλικά…ξυπόλυτα καθώς ήμασταν σχεδόν μέχρι τον Οκτώβριο… μπαίναμε μέσα και χτυπούσαμε τα ποδαράκια  μας «πλάτσα-πλούτσα» «πλάτσα-πλούτσα»… τραγουδώντας ένα τετράστιχο που έλεγε… «βρέχει- βρέχει μπουμπουνίζει  και τα λάχανα ποτίζει, που θα κρύψουμε την νύφη, από κάτω απ’ το κοφίνι»…

 Επίσης το ίδιο συναίσθημα νοιώθαμε και όταν χιόνιζε…Ντυνόμασταν όσο καλύτερα μπορούσαμε… με τις γαλότσες μας και τα χοντρά πανωφόρια μας και κυλιόμασταν στο χιόνι… Κόβαμε απ’ τις σκεπές τις «χαντζιάρες»… τα κρύσταλλα που έμοιαζαν με  μεγάλα σπαθιά και τα γλείφαμε… σαν «γλυφιτσούρια»… Και όπου είχε κατηφόρα…πηγαίναμε και φτιάχναμε «γλίστρες»… τσουλήθρες…

 Οι πιο μεγάλοι  της «παρέας»… πατούσαν το χιόνι… και μετά  όλοι με την σειρά καθόμασταν τα «κούκουρα» πάνω στην γλίστρα, πιανόμασταν ό ένας πίσω απ’ τον άλλον και φτιάχναμε το «τραίνο με τα βαγόνια…» που τσουλούσε πάνω στην γλίστρα και στο τέλος… της εκτροχιάζονταν τα βαγόνια…πέφτοντας στο πλάϊ… Και άντε πάλι απ’ την αρχή…

Και τσουλούσαμε… μέχρι τα χεράκια μας να «ξυλιάσουν»… από το κρύο…οπότε γυρνούσαμε στο σπίτι «κοτσιανιασμένοι»… και τρέχαμε στο τζάκι να ζεσταθούμε… για να ξαναβγούμε… Γάντια και σκουφιά έλειπαν από την γκαρνταρόμπα μας… εκείνα τα χρόνια…

 Το βράδυ αν χιόνιζε και σκέπαζε την γλίστρα…όποιος ανίδεος περνούσε απ’ το σημείο αυτό, έπεφτε… με απρόβλεπτες συνέπειες…Συχνά ακούγαμε για διάφορα ατυχήματα… πεσίματα κυρίως…αλλά όχι σοβαρά…

Ο συγχωρεμένος… ο Κουτούλιας είχε πέσει στη «γλίστρα»…που πήγαινε προς τον κάτω μαχαλά…όπου ήταν το σπίτι του και είχε χτυπήσει στο κεφάλι ελαφρά…

Πολλές φορές…αφήναμε ανοικτή την πόρτα από την αποθήκη όπου είχαμε τον καρπό για τα ζώα, κριθάρι η καλαμπόκι για να μπουν μέσα τα έρημα…τα πουλάκια να φάνε… Και όταν έμπαιναν…δεν ξανάβγαιναν…ζωντανά…Τα πιάναμε… με παγίδες…και τα ψήναμε… στο τζάκι…η  τα μαγείρευε η μάνα..και τα τρώγαμε…

Την Άνοιξη δε και το Φθινόπωρο, που ο πατέρας όργωνε τα χωράφια για το φύτεμα του καπνού, τον Μάϊο και για τα σιτηρά…τον Οκτώβριο, ήταν για μας τα παιδιά πολύ μεγάλη χαρά…Απόλαυση…θα έλεγα…όταν μας έβαζε πάνω στην σβάρνα… για «βαρίδια»… μετά το όργωμα… για να στρώσει… να ισιώσει το χώμα.

Και επειδή αυτό κρατούσε και αρκετή ώρα…πάνω-κάτω…πάνω- κάτω, απ’ την μια άκρη του χωραφιού…στην άλλη, αναγάλλιαζε… η καρδιά μας…Αισθανόμασταν ευδαιμονία!…ένα αίσθημα πληρότητας… 

Και όταν τελείωνε το σβάρνισμα…τότε ψάχναμε για φωλιές…πουλιών…κυρίως σπουργιτιών…στη γύρω περιοχή…Η πηγαίναμε στο πλησιέστερο ρέμα και παίζαμε με τα βατραχάκια… τις βδέλλες και τα «αηδόνια»… (γιατί τα λέγαμε έτσι… δεν μπορώ να το εξηγήσω…) τα αυγά απ’ τα  βατράχια… που ήταν μαυριδερά μπιλάκια… αραδιασμένα… σε σειρές…μέσα σε ζελατινοειδές υλικό, που μας εντυπωσίαζε… 

Δεν υπήρχαν τότε στα χωριά… «παιδικές χαρές»…δεν χρειάζονταν…Παιδική χαρά για μας τα αγροτόπαιδα… ήταν τα χωράφια… τα αλώνια… οι αλάνες…τα ρέματα…τα βράχια… τα δέντρα… οι θάμνοι…τα χορταράκια…τα λουλουδάκια…οι λόφοι…τα αμπέλια…οι στάνες, οι βρύσες… τα πηγάδια  και γενικά…όλος ο τόπος…που περιέβαλλε το χωριό…

Περισσότερο όμως και απ’ το σβάρνισμα…απολαμβάναμε τ’ αλώνια…Ίσως γιατί και ο καιρός ήταν πιο ζεστός…και η όλη διαδικασία του αλωνίσματος ήταν πιο διασκεδαστική…καθώς έμοιαζε…με λούναπάρκ…με τα «αλογάκια»…συγκεκριμένα και το σκηνικό…πιο μεγαλειώδες… σούπερ εντυπωσιακό… Εκτός αυτού, εμπεριείχε και το στοιχείο του πανηγυριού… καθώς σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, έσπερναν σιτηρά, για να εξασφαλίσουν τον άρτον τον επιούσιον… όπως έλεγαν.

Οι θημωνιές… έμοιαζαν με στρογγυλά… χρυσά σπιτάκια… Το «αλώνι» ήταν η θεατρική… σκηνή, όπου εκτυλίσσονταν τα «δρώμενα»… Το αλώνισμα με πρωταγωνιστή τον νοικοκύρη, την γυναίκα  του  και τα άλογα,  που χωρίς αυτά δεν θα μπορούσε ο άνθρωπος να βγάλει, το ψωμί του και όχι μόνον αυτό… 

Χωρίς άλογο και γαϊδούρι εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσε να πορευτεί μια οικογένεια, ήταν απ’ τα πλέον απαραίτητα ζώα για ένα σωρό δουλειές, όπως το να φέρεις τα ξύλα που χρειάζονταν το νοικοκυριό, για θέρμανση, για πλύσιμο, να πας για ψώνια στο παζάρι, να οργώσεις τα χωράφια να αλωνίσεις να πας στο μύλο για άλεσμα ακόμα και να πας στο πανηγύρι… και στο γάμο αν τύχαινε η νύφη η ο γαμπρός να είναι από διπλανό χωριό η από ακόμα μακρύτερα… Πως είναι σήμερα το ι.χ αυτοκίνητο για κάθε νοικοκυριό… ήταν τότε το άλογο.

Ο νοικοκύρης  έπαιρνε ένα-ένα τα δεμάτια απ’ την θημωνιά, με το καρπολόϊ και τα άπλωνε στο κυκλικό αλώνι.  Έβαζε τόση ποσότητα όση μπορούσαν να αλωνίσουν κάθε φορά τα ζώα που είχε… Συνήθως αλωνίζαμε με δυο άλογα, ο παππούς μου που είχε τρία, χρησιμοποιούσε και τα τρία, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος της διαδικασίας… Έβαζαν τα άλογα στο αλώνι και ο νοικοκύρης τα κρατούσε απ’ το χαλινάρι του το καθένα και  με το καμουτσίκι στο χέρι τα προέτρεπε να κάνουν γρήγορους κύκλους πάνω στα στρωμένα στάχια, για καμιά ώρα περίπου, για να σπάσουν τα στάχια… Κατόπιν έζευε τα δυο άλογα και προσάρμοζε πίσω τους την αλωκάνη, πάνω στα απλωμένα στάχυα. Εάν είχε παιδάκια… έβαζε δυο-τρία πάνω στη αλωκάνη, έμπαινε και ο ίδιος σ’ αυτήν και με το καμουτσίκι στο χέρι, καθοδηγούσε τα άλογα να κάνουν κύκλους… κύκλους… αμέτρητους κύκλους πάνω στα στάχυα, μέχρι να ελευθερωθεί το στάρι. Για τα παιδιά, αυτό το γύρω-γύρω, στο αλώνισμα, ήταν η υπέρτατη ευτυχία!…

Η αλωκάνη ήταν το ξύλινο εργαλείο που στην κάτω επιφάνεια είχε κοφτερά μεταλάκια για να σπάνε τα στάχυα και να ελευθερωθεί το σταράκι… 

 Ακολουθούσε το «λίχνισμα» που γίνονταν με ένα ξύλινο καρπολόϊ(μια μεγάλη πηρούνα)για να ξεχωρίσει το στάρι από τα άχερα, μια διαδικασία πολύ θεαματική… και θεατρική συνάμα… που προϋπόθετε βέβαια να φυσάει κι ένα καλό βοριαδάκι… Και μετά το λίχνισμα ακολουθούσε  το τελετουργικό… «δερμόνιασμα»!…

 Αυτό γίνονταν με ένα μεγάλο μεταλλικό κόσκινο, την «δερμόνα», που είχε μικρές τρύπες  σε όλη την επιφάνειά του και επέτρεπε να πέφτει μόνο το στάρι και συγκρατούσε τα άχερα που  δεν είχαν απομακρυνθεί με το λίχνισμα. Το κρατούσαν δυο άτομα το ένα απέναντι απ’ τ’ άλλο και το κουνούσαν  μπρός-πίσω,  με σκοπό να απαλλαγεί το στάρι από κάθε ίχνος… άχερου, για να είναι στη συνέχεια έτοιμο για άλεσμα. Και ένα τρίτο άτομο, τροφοδοτούσε συνεχώς την δερμόνα… με  στάρι μέχρι να τελειώσει ότι είχε αλωνιστεί κάθε φορά.

Αν δεν υπήρχαν δυο άτομα για το «δερμόνιασμα», τότε γίνονταν και με  ένα. Στερέωναν την δερμόνα στο καρπολόϊ, που το στερέωναν στο χώμα και το επιτετραμμένο άτομο γι’ αυτή τη δουλειά, την  κουνούσε πέρα-δώθε και γίνονταν η δουλειά. 

Και όταν τελείωνε το αλώνισμα, μάζευαν το στάρι σε σακιά και τα άχερα σε κάτι μεγάλα δίχτυα, που τα φόρτωναν στο άλογο και  εμείς τα παιδιά, είχαμε χρέος… να  το οδηγήσουμε στο σπίτι. 

Εκεί περίμενε η θεια-Σταυρούλα, που δεν είχε παντρευτεί ακόμα και έμενε στο σπίτι για να κάνει τα οικιακά… και ξεφόρτωνε το άλογο και έβαζε τα άχερα στο στάβλο.  Με αυτά ταίζαμε τα ζώα, πρόβατα η γελάδια, τον χειμώνα, που δεν μπορούσαν να βοσκήσουν στην ύπαιθρο, λόγω δυσμενών συνθηκών. 

Η μάννα στη συνέχεια σκούπιζε το αλώνι με το «φουκάλι», για να συνεχίσουν το αλώνισμα, μέχρι να τελειώσουν όλες οι θημωνιές, δηλαδή όλη η σοδειά της χρονιάς που εξασφάλιζε για τις περισσότερες οικογένειες το ψωμί της χρονιάς…Ήταν ένα πανηγύρι… ένα καλοκαιριάτικο φαντασμαγορικό πανηγύρι… τα αλώνια…

Τα «φουκάλια» ήταν αυτοσχέδιες… σκούπες, που τις έφτιαχναν οι νοικοκυρές,  ήταν κατά κύριο λόγο… γυναικεία δουλειά.

Κάπου εκεί στα μέσα του καλοκαιριού, εξορμούσαν οι κυράδες στις εξοχές του χωριού, όπου φύονταν οι φουκαλιές… ένα λεπτοκαμωμένο… φυτό με κάμποσα παρακλάδια, ύψους περί τα 40 με 50 εκατοστά, και μάζευαν  απ’ αυτά, μια ποσότητα, που θα έφτανε να φτιάξουν,  τόσα  φουκάλια, όσα περίπου… θα τους χρειάζονταν τον χρόνο, για να σκουπίζουν τους στάβλους και τις αυλές των σπιτιών τους… Εν συνεχεία τα φυτά αυτά τα «χέριαζαν»… τα έκαναν δηλαδή ματσάκια… όσο χωρούσε η χούφτα τους και τα έδεναν σφιχτά… με ένα λιναρόσχοινο και ήταν έτοιμο το φουκάλι για χρήση.

Για το σκούπισμα του σπιτιού, χρησιμοποιούσαμε μια πιο καλή σκούπα… που την αγοράζαμε απ’ το παζάρι της Φαρκαδώνας, που γίνονταν κάθε Σάββατο και όπου ψώνιζαν τα απαραίτητα είδη διατροφής και ένδυσης, οι κάτοικοι όλων των γύρω απ’ αυτήν, χωριών. 

Η σκούπα αυτή γίνονταν απ’ το ίδιο φυτό… αλλά χρειάζονταν μια ιδιαίτερη επεξεργασία αυτού και ιδιαίτερη τεχνική… κατασκευής, που της χάριζε… μεγαλύτερη διάρκεια ζωής  και σαφώς  καλύτερο αποτέλεσμα, όσον αφορά την καθαριότητα… 

Βέβαιασαν παιδιά, απολαμβάναμε… με όλη μας την καρδιά… μόνο  το γύρω-γύρω στο αλώνι, πάνω στην αλωκάνη, καθώς οι επόμενες διαδικασίες δεν μας αφορούσαν… παρά μόνο σαν θέαμα… και δρώμενα…

 Και γι’ αυτό τον υπόλοιπο χρόνο της παραμονής μας εκεί, τον περνούσαμε σε μια μεγάλη βάθρα, που σχημάτιζε εκεί η ρεματιά της Λεύκας, που ήταν ο παράδεισός μας… Εδώ αλωνίζαμε τη βάθρα… πάνω- κάτω, που στο χωριό μας την λέμε μπάρα, με την πλούσια παρόχθια βλάστηση, παρατηρώντας το κάθε τι έμβιο μέσα σ’ αυτήν και αισθανόμασταν σαν τους Πρωτόπλαστους… στον Παράδεισο… 

Αφθονούσαν τα βατράχια και τα «τσιρόνια»… μικρά ψαράκια του γλυκού νερού, που τηγανητά είναι πεντανόστιμα… αλλά υπήρχαν και μεγαλύτερα, όπως οι μπριάνες και αυτές εξαιρετικές στο τηγάνι. Περιεργαζόμασταν με ιδιαίτερη σπουδή… τιςυδρόβιεςχελωνίτσες και που και που… βλέπαμε και καμιά νεροφίδα να κάνει θεαματικές εξόδους  απ’ το νερό…Υπήρχαν και βδέλες, τις οποίες φοβόμασταν… και όλο κοιτούσαμε τα ποδαράκια μας, μπας και έχει κολλήσει  καμιά πάνω μας και δεν μπορούμε να την ξεκολλήσουμε…

Τι να την κάναμε εμείς  την  ψεύτικη… «παιδική χαρά» που απολαμβάνουν τα παιδιά των πόλεων… αφού ζούσαμε σ’ ένα παραδεισένιο… φυσικό περιβάλλον!… 

Τα αλώνια γίνονταν σε συγκεκριμένα σημεία του χωριού… κυρίως στην «Λεύκα»…  μέσα στο χωριό…εκεί που είναι σήμερα η παιδική χαρά… και στη ράχη… όπου βρίσκεται το εγκαταλειμμένο…εδώ και πολλά χρόνια σπίτι του Ζησοράφτη. Εκεί είναι ψηλά… και  είχε πάντα αέρα για το λίχνισμα…

Οι περισσότεροι κάτοικοι όμως αλωνίζανε στο ίσιωμα… στην Λεύκα…όπου το χώμα ήταν σκληρό… σαν τσιμέντο… ένα πράμα!… Ήταν δηλαδή ότι έπρεπε… για την περίπτωση… Γιατί αν το χώμα ήταν μαλακό… κατά την διάρκεια του αλωνίσματος… θα ανακατώνονταν με το στάρι… και άϊντε ύστερα να τα ξεχωρίσεις.

Πολύ μου άρεσε αυτή η θεατρική διαδικασία…και την νοσταλγώ…διακαώς… Δεν είναι τυχαίο βέβαια… το ότι τα πέτρινα αλωνάκια σ’ όλη την ελληνική επικράτεια, νησιωτική και ηπειρωτική, είναι κυκλικά… και παραπέμπουν σε σκηνή αρχαίου θεάτρου… Με πρωταγωνιστές… τους νοικοκυραίους, συν γυναιξί και τέκνοις… στον αέναο αγώνα για επιβίωση… για καλλίτερες  μέρες… για προκοπή…

Η Λεύκα εκείνα τα χρόνια ήταν μια ειδυλλιακή ρεματιά…με εντυπωσιακούς μαιάνδρους… με πλούσια παρόχθια βλάστηση σε πολλά σημεία…κυρίως με  λυγαριές  που όταν άνθιζαν, μοσχομύριζε ό τόπος τριγύρω,  αλλά  και με ψαθόχορτα,ραγάζια (βούρλα), κληματίδες, ιτιές κ.α.

Επίσης ήταν γεμάτη με ψάρια…κυρίως τσιρόνια και μπριάνες… χιλιάδες βατράχια…που μας διασκέδαζαν με τα ατέλειωτα κουάξ-κουάξ…βδέλλες και νερόφιδα… Πολλοί δε κάτοικοι ψάρευαν…όταν έβρισκαν χρόνο… και τα ψάρια που έπιαναν με τα χέρια… τα περνούσαν στα ραγάζια…

Όπως ακριβώς βλέπουμε στις τοιχογραφίες απ’ το Ακρωτήρι της Σαντορίνης, στο αρχαιολογικό Μουσείο στα Φηρά, τους ψαράδες να κρατούν στα χέρια ψάρια περασμένα σε ραγάζια…(βούρλα) Σαν να μην πέρασε μια μέρα!…Και έχουν περάσει από τότε τρεισήμισι χιλ. χρόνια…

Σε πολλά σημεία δε σχηματίζονταν μεγάλες βάθρες…όπως στις τοποθεσίες «Ψηλές Πέτρες»…. και στο σημείο όπου γίνονταν τα αλώνια.Και εδώ έρχονταν συχνά οι νοικοκυρές… για να πλύνουν τα ρούχα τους και να λουστούν οι ίδιες και τα παιδιά τους…

 Και δυο φορές το χρόνο… την Καθαρά Δευτέρα και  πριν το Πάσχα, εδώ  και στον «Τάση» ένα άλλο ρέμα, προς την μεριά του Βλαχογιαννίου  έπλεναν τα κλινοσκεπάσματα… τις φλοκάτες και τα «σαίσματα»…στρωσίδια με τραγόμαλλο… που «τσιμπούσαν»…φοβερά. 

Το σημείο δε όπου γίνονταν τ’αλώνια, ήταν ιδιαιτέρουκάλλους, καθώς εκεί, ένα ρέμα που κατέβαινε από το Στικάμ, έναν όμορφο λόφο στις παρυφές του χωριού, και διέτρεχε μια όμορφη κοιλάδα… ένωνε τα νερά του, με αυτά της Λεύκας, με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός ιδιαίτερου τοπίου, με πλούσια υδρόβια βλάστηση…

Εκτός αυτού, στην ανατολική όχθη της Λεύκας και απέναντι απ’ το  σημείο της συμβολής  των ρεμάτων, υπήρχε βρύση και μεγάλη ποτίστρα για τα ζώα, και μια σειρά από πελώρια πλατάνια, που χαρίζουν στο τοπίο, απέριττη… ομορφιά. 

Επίσης σε μικρή απόσταση απ’ την βρύση με τα πλατάνια, υπάρχει ένας μικρός καταρράκτης, που στη ρίζα του σχηματίζεται μεγάλη βάθρα και την δυτική όχθη της ρεματιάς στο σημείο αυτό, οριοθετούν βραχάκια απόκρημνα…

 Στο σημείο αυτό του καταρράκτη έγινε μια παρέμβαση στη ρεματιά,  όταν κατασκευάστηκε ένα τσιμεντένιο φράγμα,..  προφανώς για να ανακόπτει την ροή του νερού και να γίνει η ρεματιά ευκολοδιάβατη… Καθώς λίγο παρακάτω, ο δρόμος για τα περισσότερα κτήματα του χωριού, διέσχιζε την ρεματιά. Αυτή δε η παρέμβαση δεν μείωσε διόλου την ομορφιά του τοπίου.

Σ’ αυτό το σημείο της Λεύκας, στις «Ψηλές Πέτρες» και στον «Τάση» και οι τρείς τοποθεσίες ειδυλλιακές… εκεί πηγαίνανε οι γυναίκες του χωριού, ανάλογα με το πια ήταν πιο κοντινή στο σπίτι τους, όταν καλυτέρευε ο καιρός… δηλαδή απ’ τον Μάη ως τον Σεπτέμβριο, για να λουστούν οι ίδιες και τα παιδιά τους  και να  πλύνουν,  τα άπλυτά τους… ρούχα

Αυτές τις μέρες τις περιμέναμε πως και πως… καθώς αυτή η εξόρμηση για το υπαίθριο λούσιμο και μπάνιο… στην εξοχή ήταν εξαιρετικά ευχάριστο και απολαυστικό!… για μας τα παιδιά. Για τις ίδιες δεν νομίζω να ήταν το ίδιο…

Μόλις βλέπαμε την μάννα μας να ετοιμάζεται…  «σκοτονώμασταν» να την βοηθήσουμε… κυρίως τα κορίτσια… καθώς η πλύση… θεωρούνταν ανέκαθεν γυναικεία υπόθεση. Τρέχαμε να φέρουμετο γαϊδούρι στο σπίτι, αν το είχαμε στο οικόπεδο για να βοσκήσει και την βοηθούσαμε να φορτώσει το καζάνι, την σκάφη και τον μπόγο με τα άπλυτα.

Εν τω μεταξύ η μάννα ετοίμαζε και κάτι να πάρουμε μαζί μας για φαγητό… Συνήθως «τυροκουρκούτι»… ένα είδος ομελέτας με τυρί και αυγά, το οποίο το πολλαπλασίαζε… για να «φτουρήσει»… προσθέτοντας γάλα και λίγο αλευράκι και το έβαζε στο «κλειδοπίνακο»… Ένα ξύλινο  αεροστεγές… στρογγυλό σκεύος, ένα τάπερ… της εποχής εκείνης…

Η «πλύση»  και το λούσιμο εκείνα τα χρόνια γίνονταν μια φορά την εβδομάδα και  συγκεκριμένα ημέρα Σάββατο. Σπάνια… γίνονταν  άλλη μέρα. Η απόσταση της Λεύκας απ’ το σπίτι ήταν περί τα δεκαπέντε λεπτά περίπου με τα πόδια και σπάνια… ήμασταν μόνες μας… Συνήθως ήμασταν δυο και τρείς η και περισσότερες μανάδες, με δυο-τρία παιδιά η καθεμιά… που έρχονταν  εδώ για την ίδια δουλειά. 

Στη ρίζα απ’ τα βραχάκια, στην δεξιά όχθη της ρεματιάς υπήρχαν μόνιμα στημένα δυο-τρία καμίνια, όπου άναβαν φωτιά για να ζεστάνουν νερό σε μεγάλα μπρούτζινα παλιότερα η τσίγκινα καζάνια αργότερα… για να ζεστάνουν το νερό.

 Τα παιδιά, μόλις ξεφορτώναμε το γαϊδούρι, τρέχαμε ένα γύρω να μαζέψουμε ξυλαράκια…  ξερές γκορτσιές και «μπουρντένια» για προσάνναμα για να ζεσταθεί το νερό. Και έπειτα μας έλουζε η μάνα  και στη συνέχεια έπλυνε τα ρούχα σε ξύλινη σκάφη αρχικά… αργότερα σε τσίγκινη… και στις μέρες μας σε πλαστικές λεκάνες και πλαστικές σκάφες.

 Εν τω μεταξύ, όσο εκείνη έπλενε… εμείς απολαμβάναμε… βόλτες τριγύρω στην Φύση και στο ρέμα… Ήταν απ’ τις πιο απολαυστικές ώρες μας!… Αν ήταν Άνοιξη, κυνηγούσαμε πεταλούδες… η μαζεύαμε παπαρούνες και άλλα λουλουδάκια. Καμιά φορά πέφταμε πάνω σε καμιά φωλιά κορυδαλλών η σπουργιτιών, που συνήθως τις έφτιαχναν στο έδαφος… και κοντά στις  μπουρντενόριζες και ήταν γεμάτες αυγά, άλλες είχαν τέσσερα άλλες λιγότερα και καθόμασταν και τις περιεργαζόμασταν… Τι όμορφες που ήταν!… Αριστοτεχνικά φτιαγμένες… στρογγυλές… λες και έχουν διαβήτη τα πουλιά… με γνουδωτή επένδυση εσωτερικά… Να χαίρεσαι να τις κοιτάς!…

Όλα τα είδη του ζωϊκού βασιλείου σ’ αυτήν τη  γη, φτιάχνουν τις κατοικίες τους με πολύ μεράκι… και πολύ κόπο… και είναι άξια θαυμασμού… συμπεριλαμβανομένου και του ανθρωπίνου είδους…Καθόμασταν τριγύρω και τις χαζεύαμε… και που και που πιάναμε και κάνα αβγουλάκι με τα δαχτύλια μας  που συνήθως έσπαζε… καθώς ήταν πολύ ευαίσθητα τα τσόφλια τους.

 Μεγάλη εντύπωση  μας έκαναν οι χελώνες… με το ολόσωμο… έγχρωμο… στις αποχρώσεις λαδί και γκρι…  σαν από πλαστικό… φολιδωτό καύκαλό τους. Λαδί είναι η χρωματική βάση, πάνω στην οποία επικάθηνται οι σούπερ καλλιτεχνικές…  γκρι φολίδες.

Άμα βρίσκαμε καμιά στον δρόμο μας, ασχολούμασταν μαζί της… Πηγαίναμε κοντά της και την ακουμπούσαμε στο καύκαλο και εκείνη αμέσως μάζευε κεφάλι και πόδια μέσα. Μόλις την αφήναμε ήσυχη… συνέχιζε την βόλτα της με τον αδιατάραχτα… σιγανό ρυθμό περπατήματος, που την χαρακτηρίζει… Όταν κάποιος άνθρωπος περπατάει σιγά-σιγά, λέμε ότι αυτός περπατάει σαν τη χελώνα…

 Που να ξερα και γω, πως αργότερα… στην ενήλικη πια ζωή μου θα με «βάφτιζε» κάποιος συνοδοιπόρος μου ονόματι Κώστας… «η χελωνίτσα της Φυλής»… ανηφορίζοντας στο κακοτράχαλο Σάος(Φεγγάρι) της Σαμοθράκης, πριν κάμποσα χρονάκια πίσω… Και είναι αλήθεια πως περπατάω αργά… σαν την χελώνα… Χαρές που θα έκαναν οι «συνονόματές» μου χελώνες αν το μάθαιναν… και θα «έπαιρναν» πίσω το αίμα τους… γι’ αυτά που τους έκανα στα παιδικά μου χρόνια!… Με καταράστηκαν… να τις μοιάσω!… 

Καμιά φοράτις δημιουργούσαμε και προβλήματα στη ζωή τους… εξ’ αιτίαςτης περιέργειας που χαρακτηρίζει τα παιδιά… όλου του Κόσμου…Μια φορά, κάποια χελώνα που βρέθηκε στον δρόμο μας… την αναποδογυρίσαμε… για να ιδούμε αν θα τα καταφέρει να επανέλθει στα ίσια της… Δεν τα κατάφερε… την λυπηθήκαμε… και την επαναφέραμε… Τι τραβούσαν τα καημένα τα ζωάκια, που είχαν την ατυχία… να συναντηθούν μαζί μας!…

Αν ήταν καλοκαίρι… εξερευνούσαμε… το ρέμα, κάνοντας βόλτες πάνω-κάτω, πλατσουρίζοντας στις βάθρες, που έφτιαχνε το ρέμα, στην διαδρομή του και ότι έμψυχο μέσα σ’ αυτό καθώς και την παρόχθια βλάστηση…

Συνήθως εκεί βρίσκαμε  και άλλα παιδάκια… σπάνια ήμασταν  μόνες μας, η Ευδοκία και εγώ, καθώς η μεγαλύτερη αδελφή μας η Κούλα είχε μεγαλώσει πια… είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο και δεν έρχονταν πια στα υπαίθρια λουτρά… στην Λεύκα…Τότε παίζαμε μαζί διάφορα παιγνίδια, όπως το «περνάει-περνάει η μέλισσα», η «κυνηγητό» η το «έχεις φωτίτσα» η τα «βόλια».

Τα «βόλια» είναι ένα παιγνίδι που παίζεις μόνος σου… καθισμένος στο έδαφος.  με πέντε πετραδάκια που τα κρατάς στην χούφτα σου. Κρατάς το ένα με τον αντίχειρα και τον δείκτη και τα άλλα τα πετάς στο έδαφος… στο χώμα. Έπειτα προσπαθείς να τα μαζέψεις ένα-ένα, πετώντας ψηλά αυτό που κράτησες στα δάχτυλά σου, έπειτα να τα μαζέψεις δυο-δυο, τρία και ένα  και στο τέλος όλα μαζί και τα τέσσερα.

Η «φωτίτσα» είναι ένα διασκεδαστικό πανελλήνιο παιγνιδάκι της προσχολικής ηλικίας, απ’ τα πιο δημοφιλή στη χώρα μας και πολύ απλό. Το ένα παιδάκι ένωνε τις ανοιχτές παλάμες του, ώστε να δημιουργηθεί ένα σπιτάκι… με την φωτίτσα στο τζάκι του…  και τα ενωμένα δάχτυλα έφτιαχναν ένα είδος σκαλίτσας.  Το άλλο παιδί ακουμπούσε την κάτω σκαλίτσα με τον δείκτη του και ρωτούσε το πρώτο παιδί «Έχεις φωτίτσα;» και απαντούσε το άλλο «Στην παραπάνω γειτονίτσα»

 Και αυτό συνεχίζονταν μέχρι να τελειώσει την υποτιθέμενη σκαλίτσα και να επιχειρήσει να εισέλθει στο σπιτάκι, όπου θα ζεσταίνονταν στην φωτίτσα… Όμως πριν μπει, προνοούσε να ρωτήσει, μήπως υπάρχει κανένας σκύλος καμιά γάτα… και έχει προβλήματα… στην είσοδό του…  Ο άλλος απαντούσε «Όχι» αλλά ήταν ψέματα…  Και μόλις ο άλλος έβαζε το χέρι του στο σπιτάκι… πετάγονταν ξαφνικά ο σκύλος και  τον «έτρωγε»… Ο σκύλος ήταν το πρώτο παιδί, που του  «μάγκωνε» το χεράκι στα δυο του χέρια και γαβγίζοντας… έκανε πως το έτρωγε… 

Και όταν έρχονταν η ώρα για το «ξέβγαλμα» των ρούχων, μας φώναζε  η μάννα να την βοηθήσουμε… Το «ξέβγαλμα» των ρούχων, γίνονταν στην μεγάλη βάθρα, που σχηματίζονταν  στην ρίζα, κάτω απ’ τον τεχνητό καταρράκτη και ιδιαίτερα το καλοκαίρι ήταν πολύ απολαυστικό!… και δροσιστικό. Η μάνα μας τα «ξέβγαζε» και τα έδινε σε μας να τα απλώσουμε να στεγνώσουν. Τα απλώναμε πάνω σε θάμνους… κυρίως  μικρές γκορτσιές…  στα «μπουρντένια»… αλλά και στα βραχάκια.

Και όταν τελείωναν οι δουλειές… είχε ήδη πάει και μεσημέρι, καθόμασταν κατάχαμα μανάδες και παιδιά και τρώγαμε ότι είχε βρεθεί στον τρουβά, μισό καρβέλι ψωμί πάνω απ’ όλα, καμιά ντομάτα η κάνα αγγούρι αν ήταν κατακαλόκαιρο… και η τυροκουρκούτι στο ξύλινο τάπερ, και την «τηλώναμε»… «την τήλωσα»… έτσι λέγαμε όταν χορταίναμε με κάτι… και το φχαριστιόμασταν

Εν τω μεταξύ τα ρούχα που είχαμε απλώσει, στέγνωναν και τα μαζεύαμε πάλι σε μπόγο, με ένα σεντονάκι, φορτώναμε πάλι στο γάϊδαρο όλα τα σκεύη, καζάνι, σκάφη και μπόγο και επιστρέφαμε πανευτυχείς στο σπιτικό μας…

Αργότερα, που πήγα γυμνάσιο και κάναμε την Οδύσσεια σε μετάφραση στα νεοελληνικά και φτάσαμε στην περιγραφή της σκηνής που ο Οδυσσέας βρέθηκε στο νησί των Φαιάκων, σημερινή Κέρκυρα και κάποια στιγμή βρέθηκε σε ρεματιά, όπου λούζονταν και έπλεναν  η πριγκίπισσα Ναυσικά με τις δούλες της… κατάλαβα πως ελάχιστα πράγματα είχαν αλλάξει από τότε ως τις μέρες μας… Μπορεί η Ναυσικά να ήταν αρχοντοπούλα αλλά και εκείνη λούζονταν στην ύπαιθρο… στο ρέμα με την βοήθεια των δούλων  βέβαια… και οι αρχόντισσες εκείνης της εποχής,έπλεναν τα ρούχα τους στο ποτάμι… Σαν να ήταν χθες!… 

Μόνο που εκείνες φορούσαν αραχνούφαντα… αιθέρια φουστανάκια και έτρωγαν σαφώς νοστιμότερα και πιο δυναμωτικά εδέσματα από μας. Ίσως να είχαν κεφτεδάκια μαζί τους για προσφάι και σολομό παστό…  ενώ εμείς, τρώγαμε την τυροκουρκούτι απ’ το «κλειδοπίνακο» με τα χέρια.., χωρίς πιρούνι…Έτσι λέγαμε εκείνο το ξύλινο αεροστεγές  τάπερ, εκείνης της εποχής…  Κόβαμε το ψωμί σε κομματάκια… και με αυτά παίρναμε την κουρκούτι απ’ το σκεύος.  Και φορούσαμε τα καρώ φουστανάκια, τα λεγόμενα ζαρκνά… που υφαίνονταν στο γειτονικό μας χωριό, το Ζάρκο, προφανώς σλάβικη ονομασία, που παρέμεινε ως σήμερα. 

Εκείνα τα χρόνια το μόνο καθαριστικό υλικό για όλες τις χρήσεις… ήταν το σαπούνι, η πλάκα το σαπούνι το  εκρού… η το πράσινο. Αυτό γίνονταν από την «μούργκα»,  το κατακάθι δηλαδή του λαδιού με μια ειδική διαδικασία που δεν γνωρίζω.  

Σε περιοχές της ηπειρωτικής χώρας που είχαν ελιές και τα νησιά μας, έφτιαχναν οι κάτοικοι το σαπούνι της χρονιάς. Εμείς οι ορεινοί.., που δεν είχαμε αυτό το προνόμιο…  αγοράζαμε το σαπούνι από το παζάρι της Φαρκαδώνας, η από το  μπακάλικο, που  το είχε ο Κώτσιος Γραμμένος η «Καταραχιάς» στο παρατσούκλι, πρώτος ξάδελφος του πατέρα μου, απ’ την μεριά  του πατέρα του.

Και κάπου εκεί στις απαρχές της δεκαετίας του ’60, έκανε την εμφάνιση και στο χωριό μας το πρώτο απορρυπαντικό σε σκόνη… με την επωνυμία «κλίν», μέσα σε πλαστικό σακουλάκι, των 250 gr.  Mέσα στα σακουλάκια  αυτά υπήρχαν συνήθως πλαστικά στρατιωτάκια με όλο τον εξοπλισμό τους… κράνος, στολή, όπλο, αλλά και άλλες φιγούρες.

Μια απ’ τις χαρές… των παιδιών εκείνα τα χρόνια ήταν και αυτά τα στρατιωτάκια που βρίσκαμε  στο κλιν…  Από εκεί έχει μείνει και η περιπαιχτική φράση«Που το βρήκες αυτό… (το ευτελές εννοείται αντικείμενο) στο κλιν το βρήκες;

Επίσης την ίδια εποχή είχαν κυκλοφορήσει και έφτασαν και στο χωριό μας και κάτι μπισκοτάκιαδιπλά… Δυο-δυο κολλημένα με γλασέ στη μέση, τυλιγμένα με διάφανο, λεπτό περιτύλιγμα και μέσα υπήρχε και μια φωτογραφία μεγάλων αστέρων του ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής, όπως ο Δομάζος, ο Σιδέρης,  ο Λουκανίδης και άλλοι.  

Αυτές την μάζευαν τα αγοράκια και έπαιζαν με αυτές ένα αυτοσχέδιο παιγνίδι…  Πήγαιναν δυο-δυο παίκτες, με ορισμένο αριθμό καρτών ο καθένας, σ’ ένα τειχαλάκι, μετρούσαν μέχρι το δέκα για να δούνε ποιός θα ρίξει πρώτος   και από ύψος περί το ένα μέτρο τις άφηναν να πέσουν… Και αν έπεφτε η φωτογραφία με την μορφή προς τα πάνω, την κέρδιζε ο ίδιος. Αν έπεφτε ανάποδα την κέρδιζε ο έτερος. Και αυτός που είχε μαζέψει τις περισσότερες φωτογραφίες ήταν ο νικητής.

Από τότε μπήκε το πλαστικό στην ζωή μας  και την έχει κατακλύσει… Και στις μέρες μας έχει καταντήσει το μεγαλύτερο πρόβλημα  του κόσμου… καθώς τα πάντα στην ζωή μας… από τα είδη ένδυσης και σκευών οικιακής χρήσης και όχι μόνο είναι πλαστικά.  

Η δε αποσύνθεσή του  αν και είναι πολύ αργή… είναι σίγουρη…  πράγμα που σημαίνει πως τίποτα  απ’ όλα αυτάτα πλαστικά αντικείμενα και σκεύη δεν θα επιζήσει… για να κοσμήσει τα Μουσεία των  επερχόμενων γεννεών…  Δηλαδή η Εποχή μας δεν θα αφήσει τίποτα πίσω της,  κανένα ίχνος… που θα είναι χαρακτηριστικό του τρόπου ζωής μας και του πολιτιστικού και κοινωνικού γίγνεσθαι της γενιάς μας.

 Θα υπάρχει ένα κενό… στην Παγκόσμιο Ιστορία και θα αναρωτιούνται οι επερχόμενες γεννεές, άραγε πως να ζούσαν αυτοί οι πρόγονοί μας,., πως ήταν οι πόλεις τους, τα χωριά τους, τα σπίτια τους; Τι έτρωγαν, τι έπιναν, πως διασκέδαζαν;

Εάν χαρακτηρίζαμε την Εποχή μας σήμερα θα την ονομάζαμε «Εποχή του Πλαστικού» κατ’ αντιστοιχία με τις εποχές, του Λίθου, Παλαιολιθική και Νεολιθική Εποχή, όπου τα πάντα ήταν λίθινα…του Χαλκού και του Σιδήρου, όπου κυριαρχούσε αντίστοιχα ο χαλκός και  ο σίδηρος.Το αγόρι μας, ένα και μοναχό…  δεν το βλέπαμε και πολύ στο σπίτι… Μόλις έτρωγε το πρωϊνό, εξαφανίζονταν και έρχονταν να φάει το μεσημεριανό… και ξανά στα σοκάκια του χωριού, με τα συνομήλικα αγόρια, τους φίλους του και παίζανε τα δικά τους παιγνίδια, τα αγορίστικα… Τα πιο δημοφιλή, ήταν το ποδόσφαιρο… το «τσέρκι», οι μπίλιες, το «ξυλίκι», το κυνηγητό, το «κρυφτό» κ.α.

 Και όταν φτάνανε στα οχτώ… δέκα και δώδεκα χρονών  ασχολούνταν με πιο σκληρά… και αιματηρά παιγνίδια, όπως ο «πετροπόλεμος»… να σκοτώνουν πουλιά με την σφεντόνα η το λάστιχο και κατά λάθος καμιά φορά να σπάνε και τζάμια του σπιτιού τους η της γειτόνισσας. 

 Ο πετροπόλεμος ήταν το πιο οδυνηρό παιγνίδι απ’ όλα… Το τι αίμα χύνονταν δεν λέγεται…  Μαζεύονταν καμιά δεκαπενταριά αγόρια, χωρίζονταν σε δυο ομάδες,  μάζευαν ένα σωρό πέτρες, άλλες μικρότερες και άλλες μεγαλύτερες, δόξα τω Θεώ!… απ’ αυτές έβρισκες εύκολα  όσες ήθελες… στον τόπο μας και στη συνέχεια παρατάσσονταν σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, που τους χώριζε μια απόσταση δέκα με δεκαπέντε μέτρα και άρχιζε ο  πετροπόλεμος και όποιον πάρει ο Χάρος!… 

Ο πόλεμος αυτός είχε πολλά θύματα…  καθώς οι πολεμιστές… σημάδευαν  κυρίως… τα κεφάλια των αντιπάλων τους… Και μόλις έτρεχαν τα αίματα,  εγκατέλειπαν τη μάχη… και έτρεχαν στις μανάδες τους, να τους βάλλει στις πληγές κόκκινο πιπέρι, να σταματήσει η αιμορραγία… Δεν νομίζω να υπάρχει παιδί της γενιάς μου που να μην είχε τουλάχιστον ένα τραύμα στο κεφάλι από πετριά!… 

Προσωπικά έχω δυο τέτοια σημάδια  στο κεφάλι από πετριά… Ένα από τον ξάδελφό μου τον Ηλία τον Τάψα, ως παράπλευρη απώλεια… καθώς εμείς τα κοριτσάκια παίζαμε κοντά… όπου διεξάγονταν ένας σφοδρός πετροπόλεμος στην Ράχη, σε μια αλάνα μεγάλη στην γειτονιά μας… Και άλλη μία από την αδερφή μου την Ευδοκία.

 Ήταν η εποχή που είχαν ωριμάσει τα βερίκοκα… και είχε αγοράσει ο πατέρας μας από το παζάρι, κανα δυο κιλά και είπαμε να φάμε από τρία η καθεμιά… Τα μοιράσαμε μια χαρά… ακριβοδίκαια… και η φαγού η Ευδοκία τα έφαγε στο άψε-σβήσε… Εγώ που ήμουν μίζερη… στο φαγητό δεν είχα φάει ούτε ένα… 

Και εκείνη βλέποντας τα δικά μου βερίκοκα  άθικτα…  σκέφτηκε πως ίσως… δεν τα είχα και πολύ όρεξη… Οπότε άρχισε να με πιλατεύει… «δώς μου ακόμα ένα βερίκοκο… δώς μου άλλο ένα… σε παρακαλώ… Εγώ έκανα το κορόϊδο!…  Δεν της έλεγα τίποτα… αλλά ούτε και της έδωσα  το βερίκοκο…

 Οπότε κάποια στιγμή θυμώνει… αρπάζει μια πετρούλα και μου ανοίγει το κεφάλι…  Μόλις είδε το αίμα να κυλάει…  φοβήθηκε… Άρχισε να κλαίει και να μου λέει… Αχ αδερφούλα μου τι σου έκανα!… Αχ αδελφούλα μου τι σου έκανα!… Τρέξαμε γρήγορα στη μάνα για να μου βάλει το αιμοστατικό… φάρμακο της εποχής… Μια χουφτίτσα  κόκκινο πιπέρι στην πληγή και σταματούσε αμέσως το αίμα και συνέχιζες την δουλειά σου… 

Σε άλλα μέρη έχω ακούσει πως χρησιμοποιούσαν σαν αιμοστατικό φάρμακο κεραμίδι τριμμένο… η ακόμα και χώμα. Εκτός αυτού στο χωριό μας, που  καλλιεργούσαμε και καπνά, συχνά-πυκνά χρησιμοποιούσαμε τον ξεραμένο, ψιλοκομμένο καπνό σαν αιμοστατικό. Τον  έβαζαν πάνω στην πληγή και σταματούσε αμέσως  το αίμα.  

Μέσα στο σπίτι παίζαμε πολύ λίγο…κυρίως τον χειμώνα…που μαζευόμαστε νωρίς…αφού η μέρα είναι μικρότερη…αυτήν την εποχή και παίζαμε μεταξύ μας τα αδελφάκια…

Το πιο δημοφιλές παιγνίδι μες στο σπίτι ήταν να «πηδάμε»…πάνω στο μεγάλο κρεβάτι των γονέων που είχε «σουμιέ» και γίνονταν κάτι ανάλογο με το «τραμπολίνο»… Πηδούσαμε και οι τέσσερεις απάνω… και ο σουμιές στο κατέβασμα…ακουμπούσε στο πάτωμα… Το «ξεκάναμε»…το κρεβάτι… Και όταν κοιμόμασταν ύστερα εκεί έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο…και ξυπνούσαμε και τσακωνόμαστε…Τί τράβηξε αυτό το κρεβάτι δεν λέγεται!…

Ένα άλλο παιγνίδι ήταν το «Τσιαντάρ-Μαντάρ»…Ο πρώτος, έσκυβε και ακουμπούσε το κεφάλι του στο κρεβάτι, και ο άλλος ανέβαινε καβάλα πάνω στη ράχη του, σήκωνε το δεξί του χέρι ψηλά  με κάποια δάχτυλα  σηκωμένα και τα υπόλοιπα διπλωμένα… και έπειτα ρωτούσε τον από κάτω… «Τσιαντάρ-Μαντάρ…πόσα δάχλα έχω απάν»…? Ο αποκάτω… αν μάντευε σωστά… τότε άλλαζαν ρόλους… Αν όχι, συνέχιζαν το παιγνίδι ως είχει…

Έλα όμως που ο αδερφός μας ο «ψεύτης»…ποτέ δεν έλεγε την αλήθεια… Μας κορόϊδευε συνεχώς και ήταν όλο από πάνω…Αλλά κάποια στιγμή τον πήραμε χαμπάρι…ότι έκανε «ζαβολιές» και βάζαμε κάποιον να επιτηρεί… αν λέει αλήθεια… αλλιώς δεν παίζαμε μαζί του…Τον μπακαπόντη!…

Βέβαια στα παιδικά μας χρόνια λέγαμε «τσιατάλι-ματάλι» πόσα δάχλα έχω απάν»? που δεν σημαίνει τίποτα… στην γλώσσα μας και είναι η παραφθορά…με τα χρόνια του «Τσιαντάρ-Μαντάρ» ενός διάσημου αστρονομικού παρατηρητηρίου της Ινδίας που μελετούσε τα άστρα…. και  τις κινήσεις τους… Όταν βρέθηκα στην Ινδία και άκουσα γι’ αυτό το αστεροσκοπείο με αυτό το όνομα…αμέσως το μυαλό μου πήγε σ’ αυτό το παλιό παιγνίδι…που έφτασε ως τις μέρες μας… 

Ένα ακόμα παιγνίδι εσωτερικού…χώρου, ήταν και το «Τζίζζ- μπατζίζζ»… γνωστό στο πανελλήνιο που παίζεται και από μεγάλους… όχι μόνο από παιδιά. 

Στο παιγνίδι αυτό…κάποιος που τα «φύλαγε»… κάθονταν με την πλάτη γυρισμένη προς τους υπόλοιπους παίκτες,  έβαζε το δεξί του χέρι του… σαν παρωπίδα στα μάτια του και το αριστερό…κάτω απ’ την δεξιά μασχάλη του με ανοιχτή την παλάμη. 

Οι υπόλοιποι τριγυρνούσαν πίσω του και του χτυπούσαν ελαφρά το αριστερό χέρι… και έπρεπε να μαντέψει ο «φύλακας»…ποιός τον χτύπησε πρώτος… πράγμα πολύ δύσκολο…Και ο καθένας που τον χτυπούσε  σήκωνε ψηλά το χέρι του  και το στριφογύριζε…λέγοντας το επιφώνημα μπατζίζζζζζζ, τζίζζζζ… Και άντε να βρει ο δόλιος ο φύλακας ποιος τον πρωτοκτύπησε…

Ήταν  ένα πολύ διασκεδαστικό παιγνίδι με πολύ φασαρία και σαματά… καθώς όλοι οι παίκτες περιτριγύριζαν τον φύλακα… και τον τρέλαιναν… 

Ο φύλακας έβγαινε με αρίθμηση… ως το δέκα…εάν ήταν λίγοι οι παίκτες  και μέχρι το είκοσι…αν ήταν πολλοί…και τα φύλαγε  εκείνος που του έπεφτε το δέκα η το είκοσι… Στη συνέχεια τα «φύλαγε»…εκείνος που τον είχε χτυπήσει πρώτος και τον μάντευε… 

Επίσης παίζαμε και με τα κουκούτσια από τις ελιές… παίρναμε ο καθένας μερικά κουκούτσια και τα σκορπούσαμε στο πάτωμα…με σημείο αναφοράς ένα κύκλο… που ζωγραφίζαμε στο πάτωμα, με μολύβι. Μετά έπρεπε ο καθένας να τα βάλει μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο…  φυσώντας τα… με όσο το δυνατόν λιγότερες κινήσεις… Όποιος το κατάφερνε… ήταν ο νικητής.  

Το πρώτο ομαδικό παιγνίδι που παίξαμε με τις φιλενάδες μου, την ξαδέλφη μου τη Λεμονιά, την Βαγιούλα του Παπακώστα, την Κατινούλα, κόρη της ξαδέλφης μου της Ουρανίας και την Κούλα του Λαγιοβάϊου… ήταν στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου.

Είχαμε μαζευτεί  στη σάλα του σπιτιού, που το πάτωμα ήταν χωμάτινο και κάθε τόσο οι θείες μου το «παλαμίζανε» με κοκκινόχωμα για να ομορφαίνει… και  όπου όλα τα μέλη της οικογένειας περί τα έξι άτομα ενήλικες και οκτώ  παιδάκια…  τα περισσότερα νήπια και καναδυό πήγαιναν σχολείο … αφήνανε τα παπούτσια τους, για να μπουν στις κρεβατοκάμαρες με τις κάλτσες… έτσι ήταν το συνήθειο τότε.

 Εμείς μόλις είδαμε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια όλου του σογιού… αραδιασμένα σε μια γωνιά, τα φορέσαμε και πηγαινοερχόμασταν πέρα-θώθε, καμαρώνοντας… που είχαμε γίνει μεγάλες… και παρ’ όλο που μας δυσκόλευαν… στο περπάτημα  δεν λέγαμε να τα βγάλουμε με τίποτα…   Και όπως «αλωνίζαμε τη σάλα πάνω–κάτω και σκεφτόμασταν τι να παίξουμε… τι να παίξουμε… αποφασίσαμε να «παίξουμε» το γάμο… Ήδη είχαμε φορέσει τα καλά μας τα παπούτσια… αλλά έπρεπε να φορέσουμε και το καλύτερο φουστάνι που είχαμε, για να πάμε στο γάμο… έτσι ξέραμε…

 Αλλά επειδή ήταν αδύνατο να φορέσουμε το καλύτερο ρούχο που είχαμε… σκεφτήκαμε πρακτικά… και αποφασίσαμε να βάλουμε στο λαιμό μας ένα κουρελάκι… απ’ αυτά που πετούσαν οι μοδίστρες και εμείς τα μαζεύαμε και να κάνουμε τη δουλειά μας…

 Η Κατινούλα  «έπαιζε» την νύφη και οι άλλες ήμασταν οι φιλενάδες της… που την στολίζανε… Της βάλαμε ένα κουρελάκι για νυφικό… στο λαιμό  και ένα  μαντηλάκι στο κεφάλι για «παρασκέφι»… έτσι έλεγαν το μαντήλι που φορούσε η νύφη  και την πιάσαμε αγκαζέ για να την πάμε στην εκκλησία, έτσι είχαμε δει να γίνεται… για το γάμο.

Εν τω μεταξύ  κατέφτασαν οι γονείς μου απ’ τις δουλειές τους… και «σχόλασε» ο γάμος…

Είχα ήδη δει δυο γάμους μέχρι τότε, του κουμπάρου μας του Οδυσσέα με την Ναυσικά και της Αλεξάνδρως του Τασιούλα, που πήρε τον Βασίλη τον Κατσίλαρο…

 Μεγάλη εντύπωση μου είχε προκαλέσει η νύφη, με το  άσπρο,μακρύ, απέριττο λευκό φουστάνι της…  Αλλά εκείνο που με «θάμπωσε»… στην κυριολεξία, ήταν το λευκό, μεταξωτό  μαντήλι, με περίτεχνη, περί τα πέντε εκατοστά δαντέλα που φορούσε στο κεφάλι της, αντί για πέπλο… που το έδεναν «κοϊλούκι,.. Έτσι έλεγαν τον τρόπο  του δεσίματος… και στερέωναν την δαντέλα με καρφίτσες, ώστε να σχηματίζεται ένα  ιδιότυπο… φωτοστέφανο στο κεφάλι της, που ήταν εκπληκτικό!…

Τότε τα νυφικά τα έραβαν στο Τσιότι, όπου υπήρχε καλή μοδίστρα, που ειδικεύονταν σ’ αυτά. Συνήθως ήταν μεταξωτά και απλά ραμμένα, χωρίς σχέδια και γιρλάντες… ένα απλό μεσάτο, με σουρίτσα λευκό φουστάνι, το οποίο το κρατούσαν για αρκετά χρόνια μετά το γάμο τους και το φορούσαν κάθε Πάσχα που έβγαιναν μετά την εκκλησία  στο μεϊντάνι και χόρευαν τα πασχαλιάτικα τραγούδια.

Κατά την παιδική μας ηλικία, προσχολική και σχολική, σχεδόν… η κάθε μέρα του χρόνου ήταν πηγή χαράς και μάθησης, καθώς αποκτούσαμε συνεχώς καινούριες εμπειρίες και δεξιότητες και γνωρίζαμε  σιγά-σιγά τη ζωή.

 Και πρώτα-πρώτα οι μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα αλλά και άλλες μικρότερες… όπως οι Απόκριες, η Πεντηκοστή, η Ανάληψη, τα καλοκαιρινά πανηγύρια του Προφ. Ηλία, τον Ιούλιο και της Παναγιάς, τον δεκαπενταύγοστο,  ο Αη-Δημητρης, ο Αντριάς, ο Αη-Νικόλας που είναι και ο πολιούχος του χωριού μας, αλλά και οι γάμοι, τα «βαφτίσια» ακόμα και οι κηδείες… Επίσης οι καλλιέργειες  αμπελιών,σιτηρών και καπνού,  ο «τρύγος», ο «θέρος» και το «πάτημα» του καπνού ήταν όλα ευκαιρίες για γνώση, εμπειρία και μάθηση αλλά και χαράς και ευτυχίας…

Και πρώτα-πρώτα το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων με τα «χοιροσφάγια», τα κάλαντα των Χριστουγένων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων και με τα «δρώμενα» τα λεγόμενα «Λιουκατσιάρια» την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα και με την Τελετή του Αγιασμού των υδάτων που γίνονταν στο ρέμα του Κυρίτση, ήταν και είναι για όλα τα παιδιά πρωτόγνωρες εμπειρίες και χαρές που δεν ξεχνιούνται… ποτέ.

Καμιά δεκαριά μέρες πριν τα Χριστούγεννα, τα αγόρια από οχτώ χρονών ως δώδεκα και  δεκατρία, διάλεγαν το μεγαλύτερο κουδούνι που είχαν στο σπίτι τους. Όλοι είχαν ζώα στο χωριό, εκείνα τα χρόνια,  άλλοι γελάδια άλλοι κατσίκια οι πρόβατα, οπότε είχαν και κουδούνια. Το φορούσαν στο λαιμό τους και βγαίνανε κατά ομάδες και περιδιαβαίνανε τα σοκάκια του χωριού, χτυπώντας τα, με όση δύναμη είχε ο καθένας, με αποτέλεσμα να γίνεται ένα πανδαιμόνιο… 

Αυτό το πανδαιμόνιο προφανώς… τρομοκρατούσε και τα «καρκαντζάλια» και τα έκανε να εξαφανίζονται από προσώπου γης… Επίσης κάθε βράδυ αυτό το δεκαήμερο, βγάζαμε κάρβουνα απ’ το τζάκι και θυμιάζαμε όλο το σπίτι για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Φόβος και τρόμος ήταν οι καλικάντζαροι αυτές τις μέρες… 

Την παραμονή των Χριστουγέννων… ξυπνούσαμε από το «γρύλισμα» των γουρουνιών που τα πήγαιναν για σφάξιμο τα καημένα… Και εμείς σηκωνόμασταν γρήγορα να ντυθούμε για να προλάβουμε να δούμε τι γίνεται…  Αυτήν τη μέρα  ένα οξύ ήχο ιιιιι… άκουγες να βγαίνει σχεδόν από κάθε σπίτι στο χωριό, καθώς σχεδόν όλες οι οικογένειες τάϊζαν για κανένα εξάμηνο περίπου ένα γουρούνι για να εξασφαλίσουν το κρέαςτους μέχρι το Πάσχα, ίσως  και περισσότερο.

Τα τάϊζαν καλαμπόκι και κριθάρι αλλά και τυρόγαλο που έπαιρναν από το τυροκομείο του χωριού και τα έβαζαν σ’ ένα  μικρό προχειροφτιαγμένο  μαντρί, συνήθως με λυγαριές πλεγμένο, που το έλεγαν «κουμάσι». Εκεί αυτό έσκαβε το χώμα με την μουσούδα του και με τα τυρόγαλα που έχυνε κάτω τρώγοντας, γίνονταν λάσπη… μέσα στην οποία αρέσκονταν τα γουρουνόπουλα να κυλιούνται… Από αυτό έχει μείνει η φράση «γερό κουμάσι είναι αυτός», που λέγεται για κάποιον μεταφορικά… πάντα, που είναι σιχαμερός… απ’ έξω… και από μέσα…

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η μάνα έσφαζε και τον κόκορα, για την παραδοσιακή  χριστουγεννιάτικη… ριζόσουπα, που θα τρώγαμε, μετά την ομώνυμη Λειτουργία, ένα ελαφρύ πρώτο φαγητό, μετά υποτίθεται από την πολυήμερη… νηστεία. Οι παλιότερες γενιές, τηρούσαν  με σεβασμό πολύ τις παραδόσεις και τις νηστείες, σαράντα μέρες τα Χριστούγεννα και άλλες τόσες το Πάσχα, συν δεκαπέντε το δεκαπενταύγουστο. Δηλαδή νήστευαν τρείς ολόκληρους μήνες το χρόνο και επειδή υπήρχε και μεγάλη φτώχεια ιδιαίτερα μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος περίμενε πως και πως τις μεγάλες γιορτές… για να λαδώσει το άντερό του,,, που λέει ο λόγος!… 

Τα γουρούνια στο χωριό μας τα έσφαζαν δυο αδέλφια, οι Σαμαίοι… Ο Νικόλας, που ήταν πολύ φίλος του πατέρα μου και ο αδελφός του ο  Αντώνης η Πιλπίντς, στο παρατσούκλι, οι οποίοι εμπορεύονταν και δέρματα. Οι ίδιοι έσφαζαν και τα αρνιά η κατσίκια το Πάσχα και γενικά όλα τα σφαχτά στα πανηγύρια και τα σαββατοκύριακαστο χωριό. 

Αφού το έγδερναν, αφαιρούσαν το λίπος απ’ το οποίο έφτιαχναν τις «τσιγαρίδες» και το υπόλοιπο το έλιωναν και το αποθήκευαν σε γκαζοτενεκέδες και το χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα αντί για λάδι. Σαν παιδιά, το βάζαμε και στη καψάλα… φρυγανισμένο ψωμί, αντί για βούτυρο.

Τα έντερα τα φτιάχνανε λουκάνικα. Κόβανετο κρέας σε μικρά κομματάκια, δεν  θυμάμαι να είχε κανένας στο χωριό μηχανή του κιμά… τότε όλα ήταν χειροποίητα… βάζανε μέσα και αρκετό ψιλοκομμένο πράσο και μπαχαρικά και τσιγαρίδες και γίνονταν πολύ νόστιμα και αρωματικά τα λουκάνικα.Τις συκωταριές τις τηγανίζανε και τις προσφέρανε γιακρασομεζέ, οι εορτάζοντες τα Χριστούγεννα.

Η μάνα μου όταν επρόκειτο να φτιάξει κεφτέδες, είτε από μοσχάρι είτε από προβατίνα, έκοβε το κρέας, πάνω σ’ ένα κομμάτι απόκορμό μεγάλου δέντρου, μ’ ένα μικρό μπαλταδάκι, καθισμένη σε σκαμνάκι. Αργότερα… όταν μεγαλώσαμε τα κορίτσια της, βοηθούσαμε και εμείς σ’ αυτή τη δουλειά.

Ανήμερα των Χριστουγέννων, πηγαίναμε επίσκεψη στον μπάρμπα-Χρήστο, τον μεγαλύτερο αδελφό της μάνας μου, που γιόρταζε και πάντα μας πρόσφερε και «τηγανιά» την συκωταριά του χοίρου.

Από το κρέας αυτό, κρατούσανε μια ποσότητα για να το φάνε φρέσκο… μαγειρεμένο κυρίως με πράσα, το λεγόμενο «πρασάτο» η να το κάνουν κιμά και να φτιάξουνλαχανοντολμάδες η ψητό στο τζάκι η στο τηγάνι τις λεγόμενες «τηγανιές»… στις  επερχόμενες γιορτές. Και το υπόλοιπο το παστώνανε με χοντρό αλάτι και το αποθήκευαν σε μεγάλα πήλινα πιθάρια για αργότερα. 

Κατ’ την διάρκεια του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων, μοσχομύριζε… όλο το χωριό  από τις πρασοτηγανιές… τα ψητά λουκάνικα και τα ψητά χοιρινά… Εκείνα τα  χοιρινά κρέατα  μοσχοβολούσαν… καμία σχέση με τα σημερινά…  καθώς εκείνα έτρωγαν  αγνές τροφές, ενώ στις μέρες μας δεν ξέρουμε τι τρώνε και τι ορμόνες τα δίνουν για να κερδοσκοπήσουν οι επιχειρηματίες.

Η οικογένεια μας, μόνο μια χρονιά στη δεκαετία του 60’ πήραμε γουρούνι και δεν ματαπήραμε…Τον είχε φάει…η μάνα  μου τον πατέρα μου… «να πάρουμι κι’ μείς ένα γρούνι να έχουμε κρέας όλου του χρόνου, είναι καλό του γρούνι,,, όλους ου κόσμους παίρνει»… Το ταίζαμε καλαμπόκι  και τυρόγαλο… 

Κάθε μέρα πήγαινα στο τυροκομείο που ήταν κοντά στο πηγάδι,  στη «Μιχαλάκη»  και έπαιρνα τυρόγαλο και έγινε το γρούνι 200 κιλά. Φτιάξαμε και τσιγαρίδες και έφαγα φαίνεται πολλές και με πείραξαν… είχα ευκοίλια… Το δε λίπος το δώσαμε όλο στην γειτόνισσα, θεια- Βαγγελή, την Ζευγολίνα, που είχε και αυτή μεγάλη οικογένεια, τέσσερα κορίτσια και δυο αγόρια κι ήταν πολύ φτωχοί… Και απ’ το κρέας φάγαμε μόνο εκείνες τις μέρες των Χριστουγέννων και το δώσαμε κι αυτό στους γείτονες… Ο πατέρας μου,  λάτρευε το μοσχαρίσιο κρέας και απεχθάνονταν το χοιρινό, όπως και ο πατέρας του… Δεν το ήθελαν καθόλου… Ο παππούς έλεγε «το χειρότερο κρέας είναι το χοιρινό και ποτέ να μην το βάλετε στα σπίτια σας» έλεγε στα παιδιά του.

Επίσης κατά την διάρκεια όλων αυτών των γιορτών, δεν βγαίναμε ποτέ νύχτα απ’ το σπίτι, μικροί και μεγάλοι, χωρίς να έχουμε θυμίαμα στην τσέπη μας… εξ’ αιτίας του φόβου από τους καλικάντζαρους… «τα καρκαντζάλια» έτσι τα λέγαμε στη θεσσαλική διάλεκτο.

 Αυτά τα μαυριδερά κακομούτσουνα  και κακά πλάσματα, τα οποία κατά την διάρκεια των μεγάλων αυτών γιορτών της Χριστιανοσύνης σταματούν να «πριονίζουν» τον στύλο, πάνω στον οποίο στηρίζεται η γη και ανεβαίνουν  στη γη για να κάνουν την ζωή των ανθρώπων δύσκολη… εν όψει της γέννησης του Σωτήρα Χριστού στη γη. Και στο διάστημα αυτό ο «στύλος» της γης ξαναγεννιέται…

Και όταν έρχονται τα Φώτα και αγιάζονται τα πάντα… όλη η Πλάση, αυτά δεν «αντέχουν»… και εξαφανίζονται… τρυπώνοντας στα έγκατα της γης, όπου βρίσκουν τον στύλο αναγεννημένο… και ξαναρχίζουν πάλι απ’ την αρχή… κάνοντας άλλη μια τρύπα στο νερό…

Τρέμαμε να πάμε στο σπίτι της θειάςΜαρίτσας που ήταν πολύ κοντά, μήπως δούμε κανένα καρκαντζάλι στο δρόμο και μας κοπεί η λαλιά!… Έτσι έλεγαν… ότι είναι τόσο φριχτά στην όψη που σου κόβεται η μιλιά…

 Επίσης έλεγαν ο κόσμος, ότι το κακό αυτές τις μέρες οργιάζει… και μπορεί να μας συμβεί κανένα κακό… και ότι έπρεπε όλοι μας να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί…  και την ημέρα και  ιδιαίτερα… τη νύχτα που βγαίνουν και κυκλοφορούν αυτά τα φοβερά όντα.

Οι γιορτές των Χριστουγέννων στα μέρη μας, ήταν φυσικά για  όλα τα παιδιά αγόρια και κορίτσια αγαπητές και για τα  αγοράκια ιδιαίτερα αγαπητές… καθώς κατά την διάρκειά τους είχαν την ευκαιρία να πουν τα κάλαντα  τρείς φορές. 

Την μια,ανήμερα Χριστούγεννα για να αναγγείλουν στον κόσμο την γέννηση του Χριστού, λέγοντας το πασίγνωστο τραγούδι  «Χριστούγεννα-πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου. Γιορτή που ήλθε ο Χριστός,  στη γη να περπατήσει και να μας και να μας καλοκαρδίσει.

Την δεύτερη, ανήμερα την Πρωτοχρονιά για την έλευση του καινούριου χρόνου όπου τραγουδούσαν ένα τραγούδι για τον Άγιο Βασίλειο, τοπικό και ποιμενικό που λέει τα εξής: Άγιος Βασίλης έρχεται, γεννάρης ξημερώνει, Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι κι απούθε κατεβαίνεις. Εγώ απ’ τα πρόβατα έρχουμι, στο σπίτι μου πααίνου, πάου να πάρου του φαί και πίσου να γυρίσου. Την πατερίτσα ακούμπησι κι απόλυκι κλωνάρια,  κλωνάρια-χρυσοκλώναρα, χρυσά, μαλαματένια, κι απάνου στα κλουνάρια του, πουλάκια κελαηδούσαν.

Την πρώτη Πρωτοχρονιά που θυμάμαι στη ζωή μου, στο πατρικό του πατέρα μου, ήλθε και μας είπε τα κάλαντα, ο ξάδελφός μου ο Γιώργος ο Κόκκαλης, ο μανάκριβος γιος της θειάς-Λένως, της μεγάλης και πολύ αγαπημένης αδελφής του πατέρα μου. Κρατούσε στο δεξί του χέρι το μπρακατσούλι και στο αριστερό, ένα κουδούνι μικρό απ’ τα πρόβατα… Δεν υπήρχαν τότε στα μέρη μας τα τρίγωνα… και βολεύονταν ο κόσμος με ότι υπήρχε. Μήπως και το κουδούνι  δεν κάνει την ίδια δουλειά… Είπε το τραγουδάκι και στο τέλος χτύπησε και το κουδούνι και ο πατέρας μου του έδωσε χρήματα… ανεψιός γαρ!…

   Και την τρίτη, τα Φώταγια να μάθει ο κόσμος ότι έφτασε η μέρα που θα φωτιστεί και θα αγιαστεί η Πλάση ολάκερη… με την Βάφτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό. Και στην περίπτωση αυτή έλεγαν ένα σχετικό με την Βάφτιση του Χριστού τραγούδι, το παρακάτω… «Σήμερα είν’ τα Φώτα και ο Φωτισμός, και χαρές μεγάλες στους ουρανούς. Σήμερα η Κυρά μας η Παναγιά, τον Αη-Γιάννη παρακαλά. Δύνασαι Αγιο- Γιάννη και Πρόδρομε, να θεού βαφτίσεις, θεόν παιδί. Δύναμαι Κυρά μου και προσκυνώ, να θεού βαφτίσω, θεόν παιδί».

Πρωί- πρωίξεκινούσαν να επισκέπτονται πρώτα τα συγγενικά  και γειτονικά σπίτιααλλά και μη συγγενικά αν και στο χωριό μας ήταν τόσο μεγάλα… τα σόϊα που δεν σου έφτανε ολάκερη η μέρα να τα γυρίσεις.

Η γενιά των παππούδων μου, είχε κατά μέσο όρο εφτά με οχτώ παιδιά και κάποιοι έφταναν και τα δέκα… Η γενιά των γονέων μου έχει κατά μέσο όρο τέσσερα και η δική μου δύο… το 50%, ένα 25% τρία και το υπόλοιπο κανένα… Τι θλιβερό!… Σε είκοσι χρόνια η χώρα μας θα έχει τον μισό πληθυσμό απ’ αυτόν που έχει σήμερα… και θα είναι μια χώρα γερόντων… καθώς όλη η νεολαία έχει ξενιτευτεί, κυρίως προς τις ευημερούσες… ευρωπαϊκές χώρες, Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία κ. α   

 Συνήθως είχαν μαζί τους και ένα αγγειό… ένα μπακρατσούλι για να βάζουν μέσα τα υλικά αγαθά που τους δίνανε… οι νυκοκυρές όπως ένα κομμάτι χοιρινό κρέας, ένα λουκάνικο, λίπος, τσιγαρίδες,τυρί, μαλλιά κ.α καθώς το χρήμα εκείνα τα χρόνια δεν ήταν εύκολη υπόθεση… Βέβαια οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξοικονομήσουν κάποια χρήματα για τους καλαντιστές, αλλά τι τα θες… υπήρχε φτώχεια μεγάλη στην ορεινή χώρα εκείνα τα χρόνια. 

Τα αγοράκια δεν περιφρονούσαν και τα αγαθά που τους δίνανε, αλλά  εκείνο που τους ενδιέφερε  περισσότερο… ήταν το χρήμα που θα μάζευαν και θα τους επέτρεπε να αγοράσουν ότι ήθελαν… Δηλαδή λιχουδιές απ’ το μπακάλη, όπως καραμέλες, λουκουμάκια, κουραμπιέδες, παστελάκια, μπισκοτάκια, μπαλόνια που τα λέγαμε φούσκες και έγχρωμες γιαλέρνες μπίλιες με τις οποίες έπαιζαν.

Αν ήταν ευχαριστημένα από τις προσφορές… τότε τους λέγανε και ευχαριστήριες ευχές με το παρακάτω τετράστιχο «Σ’ αυτό το σπίτι που’ρθαμε, πέτρα να μην ραίσει, και ο νοικοκύρης του σπιτιού, χίλια χρόνια να ζήσει. Και αν υπήρχαν στο σπίτι κόρες ανύπαντρες η αρραβωνιασμένες… συνέχιζαν με παινέματα και ευχές  για τις κόρες,,, «Εδώ είναι κόρη ανύπαντρη, κόρη αρραβωνιασμένη. Της τάζουνε το βασιλιά, της τάζουνε το Ρήγα. Δεν θέλουγω το βασιλιά, δεν θέλουγω το Ρήγα. Μον’ θέλου τ’ αρχοντόπουλο, που περπατεί καβάλα»

 Αν καμιά φορά, πράγμα σπάνιο… δεν τους ανοίγανε την πόρτα να τα πουν, θυμώνανε και τους έλεγαν ένα ταπεινωτικό… για το σπιτικό τους τετράστιχο που έλεγε «ενάψωριάρκοάλογο, στην πάλιουρα δεμένο, οι καλιακούδες το τσιμπούν, και αυτό να καμαρώνει».

Το να έχεις ένα αρρωστιάρικο… η  απεριποίητο άλογο εκείνη την εποχή στη Θεσσαλία, την  ξακουστή… χώρα των αλόγων από την αρχαιότητα… ήταν πολύ εξευτελιστικό και απαράδεκτο… πράγμα,  για τον νοικοκύρη.

Επίσης ανήμερα Πρωτοχρονιάς και τα Φώτα είχαμε και σπουδαία «δρώμενα» στο χωριό μας, τα «Λιουκατσιάρια». Στην Καρδίτσα τα λένε «Ρογκάτσια» και σε άλλα μέρη «Ρουγκατσιάρια» η «Ραγκουτσάρια».

Τα «Λιουκατσιάρια» είναι μια ομάδα νέων αντρών, ένας θίασος μεταμφιεσμένων που επισκέπτονται όλα τα σπίτια του χωριού και μαζεύουν χρήματα, τα οποία  χρησιμοποιούν για κοινωφελείς σκοπούς της τοπικής κοινωνίας. 

Το βαθύτερο δε νόημα αυτών των δρώμενων, με τους κουδουνοφόρους, που απαντάται σε πολλά μέρη της χώρας μας, κυρίως στη Θεσσαλία- Μακεδονία και Θράκη, στη διάρκεια του δωδεκαήμερου των Χριστουγέννων, είναι να διώξει το κακό… και να  «αφυπνίσει»… τις αναζωογονητικές δυνάμεις της Γης, να  έρθει γρήγορα η Άνοιξη… να πρασινίσει πάλι η Πλάση και να δώσει καρπούς και σοδειές, να χορτάσει ο κόσμος ψωμί…

 Ο «θίασος» αυτός,  έχει δύο η και τρείς φουστανελοφόρους, δυο νύφες…  άντρες που ντύνονται σαν νύφες… με άσπρα νυφικά και τον παραδοσιακό κεφαλόδεσμο… το λεγόμενο «πεταχτό», η με απλά γυναικεία φουστάνια, με «πεταχτό»,  ένα χωροφύλακα, έναν γιατρό,… μια αρκούδα,  έναν παπά και πέντε- έξι «κουδουνάτους»… 

Αυτοί φορούσανυφασμένα… μαύρα χοντρά μάλλινα  ρούχα, τα λεγόμενα  «μαλιέτα»…στα πόδια τους γρουνοτσάρουχα… και στη μέση τους μια ζώνη, απ’ όπου κρέμονταν πέντε η και παραπάνω χάλκινα η μπρούτζινα κουδούνια, τα μεγαλύτερα… που υπήρχαν στα νοικοκυριά, που είχαν γίδια. 

Για να καλύψουν το πρόσωπο, έφτιαχνε ο καθένας, μια  δικής του επινόησης… φοβερή… και  τρομακτική… προσωπίδα με χαρτόνια, που την έβαφαν με χρώματα,έκαναν δυο τρύπες για τα μάτια και μια για  το στόμα και στο χέρι κρατούσαν ένα μακρύ καλάμι η μια μακριά ξύλινη, δικής τους κατασκευής… μαγκούρα.

 Η κομπανία είχε μαζί της στην περιοδεία… και ένα γαϊδουράκι, που το οδηγούσε ο μακαρίτης ο Νάτσκας, μ’ ένα δισάκι στο σαμάρι του, όπου μάζευαν  αλεύρι, τυρί, λίπα και χοιρινό κρέας που τους έδιναν οι νοικοκυρές. Με αυτά τα υλικά  τους έφτιαχναν οι μανάδες τους πίτες, τυρόπιτες και γαλατόπιτες για να φάνε στο γλέντι που θα ακολουθούσε το απόγευμα στην πλατεία του χωριού και θα μετείχε και όλος  ο κόσμος.

Παλιότερα πρέπει να φορούσαν στο πρόσωπο την προβιά από μικρό κατσικάκι, την οποία έφτιαχναν έτσι που να είναι ψιλή και φοβερή  και άνοιγαν  δυο τρύπες, να φαίνονται μόνο τα μάτια… 

Αυτή όλη η κομπανία… με την συνοδεία τοπικής ορχήστρας γυρνούσε όλο το χωριό, και ενώ ο «ταμίας» ένας φουστανελοφόρος που κρατούσε τοκλειδωμένο κασελάκι με την τρύπα… και δυο ακόμη της ομάδας έμπαιναν στα σπίτια για να ευχηθούν… και να μαζέψουν το χρήμα… οι υπόλοιποι χόρευαν στις αλάνες της κάθε γειτονιάς… 

Και τα παιδιά όλη μέρα τρέχαμε από κοντά τους  για να κάνουμε χάζι… Όταν τους πλησιάζαμε, γυρνούσαν απότομα και χτυπούσαν απειλητικά τα καλάμια τους η τις μαγκούρες τους… και εμείς όπου φύγει-φύγει… Και ξανά τα ίδια… όλη μέρα πίσω απ’ τα Λιουκατσιάρια.  

Στην προσχολική ηλικία τους τρέμαμε τους Λιοκατσιαραίους… με το πανδαιμόνιο… που έκαναν τα κουδούνια, όταν συντονίζονταν… όλοι μαζί και τα χτυπούσαν, με τις τρομαχτικές προσωπίδες και με τις απειλητικές τους διαθέσεις…

Οι πιο τρομακτικό λιουκατσιαραίοι των παιδικών μου χρόνων ήταν ο Οδυσσέας ο κουμπάρος μας, που έφτιαχνε τις πιο φοβερές… προσωπίδες, ο Στεφανής, που ντύνονταν αρκούδα, ο Τζέλιος του Κουμπούρα κ. α  Οι πιο πετυχημένοι φουστανελοφόροι, ο συμπέθερός μας ο Καλτεκολίας, ο Νάσιος του Γιωργούλη, ο Κοκόλας, άνδρας, της ξαδέλφης μου της Ουρανίας και ο πιο πετυχημένος γιατρός… ο Νεοκλής.  Ο πιο ωραίος παπάς ο Χρήστος του Ζησοράφτη και οι πιο όμορφες και τσαχπίνες νύφες ήταν ο Νικόλας ο Καραμαλής… στο παρατσούκλι, γιος της γειτόνισσάς μας της θειάς-Ζευγολίνας, ο ξάδελφός μου, ο Κώτσιος του μπαρμπα-Τόλιου, ο συγχωρεμένος ο Λάπας της θειάς-Κωστάντως και ο Γούλης τ’ Κατσιαντώνη κ. α.

 Πιο πολύ απ’ το θίασο κάναμε χάζι τις νύφες… που φορούσαν διάφανα καλτσόν… και φαίνονταν οι τρίχες τους στις γάμπες και ψηλοτάκουνα παπούτσια που τους δυσκόλευαν στο περπάτημα… και ιδιαίτερα στο χορό… Άντε τώρα να  χορεύει  άντρας ντυμένος με γυναικεία ρούχα και μαντήλι «πεταχτό» στο κεφάλι.  «τσιάμκο» και να πρέπει να κάνει «κάτσες»…βαθειά καθίσματα με το ψηλοτάκουνο και στροφές…  στηριζόμενος πάνω στο ένα ποδάρι… Ήταν η αποθέωση!… 

 Ο Νικόλας ο Καραμαλής ήταν πολύ τσαχπίνα… νύφη και μερακλίνα… και χόρευε ένα τραγούδι που έλεγε «μεσ’ της λίμνης τον καθρέφτη, μέσα στο νερό, το μαντήλι μου έχω χάσει και πως θα το βρώ», είχε και ένα μήλο στο χέρι, σύμβολο της αγάπης και το πετούσε ψηλά  και το έπιανε με χάρη περισσή… Τι όμορφα χρόνια. 

Ο Χρήστος του Ζησοράφτη που ήταν παπάς… είχε θυμιατό στο ένα του χέρι και θυμιάτιζε… και στο άλλο κρατούσε ένα βιβλίο… όπως κρατάει ο παπάς το ευαγγέλιο και έκανε πως διαβάζει….

 Και ο Νεοκλής  ως γιατρός φορούσε ιατρική ποδιά και είχε στο λαιμό του τα ακουστικά… Και όταν κάποιο λιουκατσιάρι, κατά την διάρκεια του «δρώμενου» αρρώσταινε… έπεφτε ανάσκελα στο έδαφος και κουνούσε απελπισμένο… τα πόδια του στον αέρα… έτρεχε γρήγορα ο γιατρός… και έκανε πως το εξέταζε με τα ακουστικά του!… και ο παπάς και το θυμιάτιζε… και αμέσως γίνονταν καλά και συνέχιζαν την περιήγηση στο χωριό. 

Επίσης κατά την διάρκεια του δρώμενου, συχνά-πυκνά, οι λιουκατσιαραίοι… πότε ο ένας πότε ο άλλος, αλλά και απλοί πολίτες «έκλεβαν» μια απ’ τις νύφες… για κακό σκοπό… και τότε έτρεχε γρήγορα ο «χωροφύλακας» του θιάσου… να προλάβει το «κακό»… και να επαναφέρει τα πράγματα στην θέση τους…

Μια Πρωτοχρονιάήρθε στο σπίτι μας ο Τζέλιος του Κουμπούρα, τρομερός λιουκατσιάρης… την ώρα που η μάνα μου έφτιαχνε την βασιλόπιτα, μια τυρόπιτα που ήταν πιο πλούσια και πιο περιποιημένη… απ’ τις τυρόπιτες που έφτιαχνε τον υπόλοιπο χρόνο, και άρχισε να χτυπάει με δύναμη τα κουδούνια του και να κραδαίνει το καλάμι τουαπειλητικά… τόσο που εγώ «πάγωσα» απ’ τον φόβο μου… Η μάνα μου είδε την τρομάρα μου και τον «μάλωσε»… λέγοντας « αχ η καημένη… α ρε, φεύγα γρήγορα από δω, όποιος κι αν είσι… θα πάθει «φρίξη» του κορίτσι μ’».

Το απόγευμα τελείωναν τα «δρώμενα» και γίνονταν ένα τρικούβερτο γλέντι στην πλατεία του χωριού, όπου μετείχαν  και όλοι οι κάτοικοι του χωριού, και οι μετέχοντες στον θίασο… με τα καλά τους ρούχα αυτήν τη φορά.

Την παραμονή των Χριστουγέννων, έπρεπε να λουστούμε όλοι… μικροί μεγάλοι εν όψει της μεγάλης γιορτής. Τότε δεν είχαμε μπάνια μεσ’ το σπίτι, είχαμε πλυσταριά… Ένα καλύβι όπου λουζόμασταν τον καλό καιρό… όσο ήταν ζέστη ακόμα. Το χειμώνα λουζόμασταν μέσα στο σπίτι όπου υπήρχε το τζάκι και ήταν ζέστη. Έβαζε ένα καζάνι νερό να ζεσταθεί στο πλυσταριό και το έφερνε με ένα γκαζοτενεκέ και μας έλουζε έναν-έναν με τη σειρά μέσα στην ξύλινη σκάφη.  Εν τω μεταξύ είχε ετοιμάσει και την σούπα με τον κόκορα, που θα τρώγαμε γυρνώντας απ’ την εκκλησία.

Αυτή τη βραδιά, κοιμόμασταν νωρίς γιατί θα ξυπνούσαμε πολύ νωρίς, κατά τις πέντε η ώρα το πρωί για την εκκλησία. Ρολόγια τότε δεν είχαμε ούτε ξυπνητήρια… Εμείς γι’ αυτή τη δουλειά είχαμε την θεια-Κυρίτσινα, την γειτόνισσα, καθώς τα σπίτια μας ήταν πολύ κοντά το ένα με το άλλο… Ένας τοίχος μας χώριζε… Εκείνη δεν ξέρω τι έκανε και ξυπνούσε ακριβώς την ώρα που έπρεπε… Πάντως ξυπνητήρι δεν πιστεύω ότι είχε. Μόλις χτυπούσε η καμπάνα η θεια-Κυρίτσινα φώναζε «Ζώιουμαρή… σκουθήτι, χτύπσι η καμπάνα». 

Τότε ο κόσμος καταλάβαινε τι ώρα ήταν, από την θέση του ήλιου στο στερέωμα… και την νύχτα από την ώρα που λαλούσαν τ’ αρνίθια… δηλαδή τα κοκόρια. 

Τα κοκόρια λαλούσαν, μια πρώτη φορά κατά τις τρείς η ώρα τα μεσάνυχτα και άλλη μια φορά κατά τις πέντε. Και ο παπα-Γιάννης, ο παπάς των παιδικών μου χρόνων, παππούς της φιλενάδας μου της Βαίτσας…  προφανώς αυτό είχε κατά νου του για να χτυπήσει την καμπάνα για τα Χριστούγεννα. 

Πριν πάμε σχολείο τα δυο μικρότερα παιδιά κι αν είχε χιονίσει, πήγαινε στην εκκλησία μόνο ο ένας γονέας και ο άλλος κάθονταν να μας  προσέχει  και όταν μεγαλώσαμε και μείς, τότε πηγαίναμε όλοι εκτός του αδελφού, που κοιμόταν νωρίς γιατί ανήμερα Χριστούγεννα θα έλεγε τα κάλαντα και θα ξεποδαριάζονταν… από σπίτι σε σπίτι για να μαζέψει το πολύ κανένα δεκάρικο δραχμές.

Φορούσαμε τα πιο χοντρά, καλά μας ρούχα και πηγαίναμε και μας άρεσε πολύ… όχι η θεία Λειτουργία απ’ την οποία δεν καταλαβαίναμε τίποτα… αλλά απ’ το ότι βρίσκαμε εκεί πολλά παιδάκια της ηλικίας μας και παίζαμε… στον μεγάλο νάρθηκα της εκκλησίας.

 Και όταν έρχονταν η ώρα της κοινωνίας… και είχαμε νηστέψει, έρχονταν η μάνα και μας πήγαινε να κοινωνήσουμε… Τουλάχιστον δυο φορές το χρόνο έπρεπε να κοινωνούμε και κατά κανόνα Χριστούγεννα και Πάσχα. 

Και όταν τελείωνε η Θεία Λειτουργία, γυρνούσαμε στο σπίτι και τρώγαμε την  ζεστή σούπα από τον πιο βαρβάτο… κόκορα που είχαμε στο κοτέτσι, το πλέον δημοφιλές χριστουγεννιάτικο έδεσμα… το οποίο ήταν ότι έπρεπε μετά από την σαρανταήμερη νηστεία,  που προηγείται των μεγάλων γιορτών της Χριστιανοσύνης, ήτοι τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Βέβαια σαν μικρά παιδιά δεν νηστεύαμε… οι νηστείες ήταν για τους ενήλικες…

Το απόγευμα δε πηγαίναμε επίσκεψη στον μπάρμπα-Χρήστο, που γιόρταζε, τον μεγαλύτερο αδελφό της μάνας μου και τον πιο αγαπημένο της… ο οποίος είχε και γιό συνομήλικο… με την μάνα μου και παίζανε μαζί στα παιδικά τους χρόνια… καθώς έμεναν στο ίδιο σπίτι.

 Ο μπαρμπα-Χρήστος ήταν ψηλός και γεροδεμένος άντρας, καλός άνθρωπος… νοικοκύρης… και πολύ καλός μάγειρας… Ήταν στρατιώτης στην Μικρασιατική εκστρατεία το 1922, με την ιδιότητα του μάγειρα και σε επιτελείς αξιωματικούς, όπου έμαθε να μαγειρεύει εξαιρετικά… Και όταν  έδωσε ο Θεός… και επέστρεψε σώος και αρτιμελής… στο χωριό, μετά το μακελειό που έγινε εκεί… ανέλαβε να μαγειρεύει τα φαγητά στους γάμους σ’ όλο το χωριό. Είχε πάρει το κολάι… της μαζικής εστίασης ο άνθρωπος και ήταν και μερακλής… του άρεσε το καλό φαγητό… Μας περιποιόνταν πάρα πολύ… αξέχαστες οι «τηγανιές» του.

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, πρωί-πρωί μας ξυπνούσαν οι καλλαντιστές… τα αγοράκια, που ξεκινούσαν πολύ πρωί να τα λένε, για να προλάβουν να γυρίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σπίτια.

 Ο πατέρας μου, όπως και οι περισσότεροι νοικοκυραίοι, αυτό το βράδυ ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, χαρτόπαιζαν στα δυο καφενεία του χωριού, στου Σοφοκλή και στης «Μαρκατίνας» και αν κέρδιζαν… πίστευαν πως η χρονιά θα πάει καλά… κι αν έχαναν, πως θα πήγαινε στράφι… 

Τις περισσότερες φορές έρχονταν  χαμένος… τα ξημερώματα στο σπίτι και έκανε και το λεγόμενο «ποδαρικό»… Δηλαδή ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έμπαινε στο σπίτι, μετά την έλευση του καινούργιου χρόνου και  μάλιστα  με το δεξί πόδι για να φέρει ευτυχία και να έλθουν όλα «δεξιά»… καθώς η δεξιά πλευρά(χέρι, πόδι, εν προκειμένω) ήδη από ένα μακρύ… παρελθόν, θεωρήθηκε αίσια… και αντιθέτως, απαίσια  και ολέθρια η αριστερή.

 Έτσι δεν φοβόμασταν… μπας και έρθει κανένας άλλος, που δεν ήταν και τόσο καλός άνθρωπος… ή ήταν άτυχος στην ζωή του… είχε αρρωστήσει η πενθούσε αγαπημένο του πρόσωπο… και δεν μας πήγαινε καλά η χρονιά… Ο πατερούλης μου  πάντως,  στην ζωή του γενικώς… τα πήγαινε πολύ καλλίτερα… απ’ ότι στα χαρτιά…

Τα αδέλφια μου και εγώ συνήθως κάναμε «ποδαρικό» σε συγγενικά μας σπίτια… Στο σπίτι της θειας-Μαρίτσας που ήταν αδελφή του πατέρα μου και στου μπάρμπα-Θωμά, που έμεναν όλοι μαζί, σ’ ένα  διώροφο  πέτρινο σπίτι, μισό- μισό… σε απόσταση αναπνοής απ’ το δικό μας. 

Ο μπάρμπα-Θωμάς ήταν άνδρας της αδελφής της μάνας μου, της Λεμονιάς, που πήρα και το όνομά της, καθώς «συγχωρέθηκε» στα τριάντα της χρόνια, πάνω στη γέννα και άφησε εφτά παιδιά ορφανά… Το μεγαλύτερο δέκα χρονών και το νεογέννητο… αγοράκι, που το υιοθέτησε μια άτεκνη οικογένεια απ’ τον Τύρναβο. 

Στην τελευταία της γέννα είχε δίδυμα αγοράκια και το ένα πέθανε λίγο μετά την γέννα…  μαζί με την μάνα του… Κάποιος προφανώς το κακοποίησε… το πάτησε… έτσι λέει η μάνα μου, πάνω στην ταραχή που προκλήθηκε  καθώς πέθαινε η μάνα του, από ακατάσχετη αιμορραγία, δεν έπεφτε το «ύστερο».

Είχαμε μεγάλο αλισβερίσι με αυτές τις οικογένειες, καθώς ήμασταν πρώτα ξαδέρφια με τα παιδιά τους, έντεκα… τον αριθμό, καθώς ο μπάρμπα-Χρήστος, αδερφός του μπάρμπα-Θωμά,  πήρε γυναίκα του την θειά-Μαρίτσα,  αδελφή του πατέρα μου, και κάνανε και αυτοί τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια, τον Νίκο και τον Αποστόλη και δυο κορίτσια, την Ειρήνη, που ήμασταν συνομήλικες και την Ασημίνα,  που ήταν  μικρότερη. Έτσι και αλλιώς… εκεί βρισκόμασταν κάθε μέρα… δεν θα γίνονταν διαφορετικά την Πρωτοχρονιά!… 

Μόλις μπαίναμε στου μπάρμπα-Θωμά το σπίτι την Πρωτοχρονιά,..  η Ασπασία η  Ασημίνα που βρίσκονταν συνήθως στο σπίτι και έκαναν το νοικοκυριό…  μας υπενθύμιζαν πως έπρεπε να μπούμε με το δεξί… Και όταν μπαίναμε και καθόμασταν μπροστά στο αναμμένο τζάκι, κατάχαμα σ’ ένα στρωσίδι από τραγόμαλλο που τσιμπούσε αφόρητα… μας έφερναν μια χουφτίτσα αλάτι χοντρό… αυτό χρησιμοποιούσαμε εκείνα τα χρόνια… και μας το έδιναν για να κάνουμε ένα ευετηριακό τελετικό για ευημερία  και καλοτυχία στο σπιτικό τους.

 Έπρεπε αυτό το αλάτι να το πετάμε λίγο-λίγο μέσα στη φωτιά και ταυτόχρονα να λέμε διάφορες ευχές, για καλές σοδειές… για πολλά αρνιά, κατσίκια η γελάδια… για καλούς γαμπρούς και καλές νύφες εάν υπήρχαν κορίτσια και αγόρια  ανύπαντρα στην οικογένεια. Παίρναμε το αλάτι στην χούφτα μας και το πετούσαμε στην φωτιά λέγοντας… εδώ σπαρτά… εδώ πλιά(πουλιά), εδώ  κότες, εδώ αρνιά, κατσίκια η γελάδια, ανάλογα το βιος που είχαν, εδώ γαμπροί… εδώ νύφες κλπ. κλπ. Και όταν τελείωναν οι ευχές, μας κερνούσαν λουκούμι  με στραγάλια.   

 Επίσης πολλές νοικοκυρές οι «μεγολοτσιλνικούτσες»… που είχαν μεγάλα κοπάδια με ζώα, κατσίκια, πρόβατα η γελάδια, όπως η «Σουφλέρινα η Βουλγαρίνα η Μαμή» και άλλες…  ξεκινούσαν αξημέρωτα… να πάνε στην βρύση για να τελέσουν ένα ευετηριακό έθιμο, αυτήν την πρώτη μέρα του χρόνου, για να πάνε καλά οι δουλειές τους, όπως τον περασμένο χρόνο και ακόμα καλλίτερα… Έπαιρναν μαζί τους και λίγο βούτυρο και πασάλειφαν  με αυτό τον κρουνό της βρύσης, για να εξευμενίσουν το «στοιχειό» της… και έλεγαν την παρακάτω  φράση τρείς φορές:  «όπους τρέχει του νιρό σ’, να τρέχει κι του βιός» 

Εν τω μεταξύ η μάνα έφτιαχνε την πολύ σπέσιαλ «βρεχτή» βασιλόπιτα… με ιδιαίτερη φροντίδα… λόγω της ημέρας. Έψηνε τα φύλλα πάνω στην «μασίνα» μια μεγάλη μεταλλική ξυλόσομπα που είχε και φουρνάκι για μαγείρεμα και πίτες σε μικρό ταψάκι, για να γίνει η πίτα αφράτη… Έφτιαχνε περί τα δεκαπέντε μεγάλα στρογγυλά φύλλα που να ταιριάζουν στο μεγάλο μπρούτζινο σινί. Έτριβε  σε γαβάθα με τα χέρια της  την απαιτούμενη ποσότητα φέτας, πρόσθετε και δυο πλόχερα τραχανά σταρένιο που τον είχε «μουλιάσει»   σ’ ένα μπρίκι με λίγο νερό και τρία αυγά και τα ανακάτευε για να γίνει ένα ομοιογενές μίγμα. Είχε και ένα ειδικό αγγειό, για το λάδι που χρειάζονταν για τις πίτες σ’ αυτό το ταψί και άρχιζε να στρώνει τα φύλλα ένα-ένα στο ταψί, που το είχε πασαλείψει με την ανάλογη ποσότητα λαδιού.  Στα τρία πρώτα φύλλα  έβαζε μόνο λάδι  και τα κατάβρεχε με λίγο νεράκι με τα δάχτυλα και δεν έβαζε «γέμιση», όπως και στα άλλα τρία που έβαζε από πάνω. Στα υπόλοιπα φύλλα έβαζε το ανάλογο λάδι και την ανάλογη ποσότητα γέμισης και έψηνε την πίτα στη «γάστρα», ένα μεγάλο μεταλλικό, σιδερένιο καπάκι, που πριν το χρησιμοποιήσουν το θέρμαιναν καλά, με μια αγκαλιά χοντρά πουρναρόξυλα,  Όταν τα ξύλα γίνονταν κάρβουνα, έπαιρναν μια ποσότητα απ’ αυτά και τα τοποθετούσαν επάνω στην γάστρα, που είχε περιμετρικά ένα μεταλλικό στεφάνι για να μην πέφτουν και να ψήνεται η πίτα ομοιόμορφα και απ’ τις δυο πλευρές. 

Την γάστρα την είχαμε στο πλυσταριό, σε κατάλληλο καμίνι, όπου βάζαμε και το μεγάλο μπρούτζινο καζάνι για να ζεσταίνουμε το νερό για το λούσιμο και το πλύσιμο των ρούχων.

Εμείς τα παιδιά απ’ το πρωί τρέχαμε πίσω απ’ «λιουκατσιάρια» που αλώνιζαν όλο το χωριό, χορεύοντας  αλλά το μεσημέρι γυρνούσαμε στο σπίτι για να φάμε και να δούμε ποιός είναι ο τυχερός που θα κερδίσει το φλουρί.

 Μέσα στην βασιλόπιτα η μάνα έβαζε ένα επίχρυσο νόμισμα τυλιγμένο με λαδόκολλα, που αντιπροσώπευε ένα χρηματικό ποσό, αλλά έβαζε και άλλα σημάδια… όπως ένα κομματάκι σάλωμα… που αντιπροσώπευε τα γελάδια  η τα πρόβατα, ένα πουρναρότσιφλο, για τα γίδια, που είναι το αγαπημένο τους φαγητό και μια μικρή φουρκίτσα που αντιστοιχούσε στο άλογο.

 Μαζευόμαστε λοιπόν όλοι το μεσημέρι, μικροί και μεγάλοι και καθόμασταν γύρω-γύρω στον σοφρά, στρογγυλό, χαμηλό ξύλινο τραπέζι και καθόμασταν κατάχαμα, πάνω στα μάλλινα χειροποίητα στρωσίδια, σε μικρή απόσταση απ’ το τζάκι, όπου  καίγονταν, με πολλή φασαρία και εκτινασσόμενες σπίθες, χοντρά πουρναρίσια γκτζιούπια.

 Ο πατέρας γυρνούσε τελετουργικά το σινί τρείς φορές πάνω στο σοφρά και όποιο κομμάτι βρίσκονταν μπροστά στον καθένα, όταν σταματούσε η τρίτη γυροβολιά, ήταν δικό του.  Με αδημονία πολύ ψαχουλεύαμε το κομμάτι του ο καθένας για το πολυπόθητο φλουρί…  Και όποιος το’ βρισκε αναφωνούσε… Νάτο εδώ είναι… Και ο πατέρας του έδινε αμέσως το αντίτιμο… 

Οι υπόλοιποι  ψάχναμε… πια για τα υπόλοιπα σημάδια τα οποία δεν είχαν τίποτα το ιδιαίτερο… Απλά  ήταν μια παρηγοριά… κατά ένα τρόπο, ίσως… και μια «δέσμευση»  μια υποχρέωση απέναντι στο ζώο η τα ζώα που αντιστοιχούσαν στα σημάδια, όπως το να πας τα αρνάκια η τα κατσικάκια η το άλογο η το γαϊδούρι για βοσκή… η να το φέρεις στο σπίτι απ’ το λιβάδι που βοσκούσε.

 Και η μέρα τελείωνε το απόγευμα, με μεγάλο γλέντι, με τοπική ορχήστρα στην πλατεία του χωριού, όταν τελείωναν τα «δρώμενα. 

Και σε μια βδομάδα έρχονταν με το καλό και τα Φώτα… μια απ’ τις πολύ μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, με το ιδιαίτερο τελετικό… αυτό του αγιασμού των υδάτων και της Φύσης ολάκερης για να χαθούν από προσώπου της γης οι φθοροποιοί καλικάντζαροι, για έναν ολόκληρο χρόνο…

Αυτήν την ημέρα, μετά την Θεία- Λειτουργία, τελούνταν ο Αγιασμός των υδάτων  στον λάκκο του Κυρίτση, στο σημείο που είναι σήμερα η παιδική χαρά.

Η πομπή ξεκινούσε από την εκκλησία του χωριού, τον Αη-Νικόλα. Καμιά δεκαριά νεολαίοι, κατέβαζαν τις εικόνες του τέμπλου, ο παπα-Πασχάλης με τα δικά του σύνεργα, το αγγείο με το νερό, την αγιαστούρα και το Ευαγγέλιο, στο χέρι, οι ψαλτάδες με τα δικά τους αναγνώσματα και ο κόσμος εν πομπή… κατηφόριζαν προς το ρέμα. 

Οι νοικοκυρές  κυρίως αυτές που είχαν κοπάδια με ζώα, αυτήν τη μέρα έφερναν στην εκκλησία για να καθαγιαστούν, ένα πιατάκι με αλάτι χοντρό και μερικά ψωμάκια, τις λεγόμενες κλούρες… τα οποία μετά τον αγιασμό, θα τα έδιναν στα ζώα τους για να καθαγιαστούν και να ευλογηθούν, για να προκόψουν… να πολλαπλασιαστούν και να μην  τα πειράξει καμιά αρρώστια.

 Παρατάσσονταν  στις όχθες της ρεματιάς λαός και κλήρος… με τα εικονίσματα παρά-πόδας οι νεολαίοι,παρατεταγμένα τα πιατάκια με το αλάτι και τις κλούρες στην δεξιά όχθη, πάνω σε τραπεζάκι, το  γεμάτο με νερό δοχείο του αγιασμού και ο συγχωρεμένος…παπά-Πασχάλης,  με τον ασημένιο περίτεχνο Σταυρό… στο δεξί του χέρι, ξεκινούσε τη θεαματική… τελετουργία με το τροπάριο «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε… η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησης… κλπ, κλπ… ενώ ταυτόχρονα  βύθιζε το σταυρό μέσα στο δοχείο τρείς φορές. Και κατόπιν βουτώντας  την αγιαστούρα… μέσα στο αγιασμένο νερό… έραινε με αυτό τους πιστούς που παρευρίσκονταν στην τελετή και τα νερά της ρεματιάς.

Δίπλα του, πάντα με το θυμιατό στο χέρι, ο συγχωρεμένος ο καντηλανάφτης ο  κυρ-Κωσταντής ο Μαλούπας, τον θυμάμαι πάντα με πολύ αγάπη να βρίσκεται  στην εκκλησία, όχι μόνο στις μεγάλες γιορτές… αλλά και κάθε  Κυριακή και κάθε μέρα  στον εσπερινό… Να ανάβει τα κεριά  και να  τα σβήνει στους πολυελαίους,  με αργό τελετουργικό τρόπο… να φροντίζει το θυμιατό… και να μετέχει σε όλα τα τελετικά της εκκλησίας…  Στην έξοδο των Αγίων, πάντα προπορεύονταν κρατώντας το  και ψάλλοντας το Κύριε ελέησον… 

Και παραδίπλα ο μπάρμπα-Ζήσης Παπακωνσταντίνου, πρωτοξάδερφος της μάνας μου, με την βροντερή και γλυκιά… του φωνή και με την συνοδεία του, δυο-τρία άτομα που τον βοηθούσαν στην ψαλτική, στο δεξιό ψαλτήρι της εκκλησιάς επαναλάμβανε το τροπάριο και όλα τα μέλη του τελετικού της ημέρας.

 Ήταν γραμματιζούμενος ο Κυρ-Ζήσης… είχε τελειώσει το γυμνάσιο της Τσαριτσάνης και ήταν όλα του τα χρόνια ο γραμματέας της κοινότητας του χωριού μας, και εξαιρετικός ψάλτης… Ήταν ένας ευφυέστατος τύπος, πολύ μερακλής… τραγουδούσε πολύ ωραία… χόρευε και έλεγε καταπληκτικά… ανέκδοτα και ευφυολογήματα. Δεν βαριόσουν ποτέ να τον ακούς… 

Και όταν τελείωνε το τελετικό του αγιασμού των υδάτων και των προσφορών… τότε ένας-ένας οι πιστοί, περνούσαν για να προσκυνήσουν τον Σταυρό και την εικόνα  της Βάφτισης  του Σωτήρα και να αγιαστούν αυτοπροσώπως… από τον ιερέα στο κεφάλι, με την αγιαστούρα για   εξαγνισμό… του σώματος και φώτιση του πνεύματός των. 

Αλλά πιο πολύ  τον απολάμβανα… σε εσπερινούς που έτυχε να παραβρεθώ και τον παρακολουθούσα που έλεγε τα σαράντα  «Κύριε ελέησον»… Έπαιρνε μια μεγάλη ανάσα και ξεκινούσε να τα λέει  ανά δεκάδες, ήτοι τέσσερεις δεκάδες…  Τα πρώτα  Κύριε ελέησον… κάθε δεκάδας τα έλεγε δυνατά και όσο προχωρούσε… στην αρίθμηση χαμήλωνε… ολοένα  την φωνή, μέχρι που σχεδόν ακούονταν ελάχιστα… Και ξανά έπαιρνε ανάσα  και έλεγε τα άλλα δέκα με τον ίδιο τρόπο… και ούτω καθ’ εξής…  

Σαν παιδιά τον μιμούμασταν… αλλά δεν τα καταφέρναμε να μετρούμε επακριβώς τα Κύριε-ελέησα και είχαμε μια απορία… Άραγε τα μετρούσε τα Κύριε- ελέησα  ο κυρ- Κωσταντής,  η τα έλεγε στο περίπου…

 Αχ τον κυρ-Κωνσταντή… πόσο τον συμπαθούσα και τον λυπόμουνα… Πονεμένος άνθρωπος… έχασε πολύ νωρίς την γυναίκα του και ζούσε με την κόρη του το Ρινούλι… έτσι την φώναζαν, που είναι πολύ καλός άνθρωπος αλλά έχει ένα πρόβλημα στην ομιλία… Δεν μπορεί να αρθρώσει  τον λόγο… Προφανώς γι’ αυτόν το λόγο δεν παντρεύτηκε και ζει μόνη της…  και δεν έδωσε χαρές στον εαυτό της… και στον πονεμένο πατέρα της… Είναι πολύ νοικοκυρά… Έχει το σπιτάκι της λαμπερό και περιποιημένο και έχει πολύ καλές σχέσεις με τις γειτόνισσές της με τις οποίες συνεννοείται μια χαρά, με τα νοήματα και κοιτώντας τες στο στόμα.

Τα Φώτα πάλι τα αγοράκια αλώνιζαν το χωριό λέγοντας τα κάλαντα των Φώτων και οι νεολαίοι… όσοι ήταν να στρατευτούν οσονούπω… έπαιζαν τα «Λιουκατσιάρια».  Και η μέρα τελείωνε με χορούς και πανηγύρια και επισκέψεις στους εορτάζοντες… στις Φωτούλες και στους Φώτηδες…

Τα φαγητά δε που τρώγαμε όλες αυτές τις μεγάλες γιορτές ήταν κυρίως πρασοτηγανιές…  πρασάτο με χοιρινό, λαχανοντολμάδες με χοιρινό κιμά αυγοκομμένοι…  ψητό χοιρινό και λουκάνικα στο τζάκι.

 Και την επόμενη μέρα είχαν την τιμητική τους οι Γιάννηδες… που ήταν  αναρίθμητοι… καθώς «σπίτι δίχως Γιάννη, προκοπή δεν κάνει» και το αντικρουόμενο… «Σαρανταπέντε Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση» 

Τα καθιερωμένα κεράσματα σε όλες τις γιορτές ήταν το λουκούμι, τα στραγάλια, τα τσίπρα και τα κρασιά, συνοδευόμενα από κρεατομεζέδες, ψητό κρέας και πικάντικα λουκάνικα. 

Και αν έρχονταν και  στο τσακίρ κέφι… το έριχναν και στα τραγούδια… τα επιτραπέζια, που αναφέρονταν συνήθως σε τοπικούς ήρωες και οπλαρχηγούς όπως το «σήκω απάνω Γιάννο μου και μη βαριοκοιμάσαι, θα σου βραχούν Γιάννο μ’ τ’ άρματα» και σε ξακουστές αρχόντισσες… όπως το «Βασίλω  αρχόντισσα».  

Αυτό το τραγούδι όταν το άκουε ο πατέρας είτε από ραδιόφωνο είτε να το τραγουδούν στο σπίτι, έκλαιγε… απαρηγόρητα… Θυμόνταν την μανούλα του, τη Βασίλω, και ράϊζε η καρδιά του… 

 Την έχασε όταν εκείνος ήταν είκοσι δυο χρονών και εκείνη πενήντα. Ήταν το 1942 που η χώρα μας στέναζε κάτω από την ιταλική μπότα της φασιστικής Ιταλίας. 

Οι παππούδες μου  βρέθηκαν στο Δαμάσι για δουλειές και να δουν και τους κουμπάρους τους και κίνησαν για να επιστρέψουν  στο χωριό μας. Ο παππούς  Βάϊος, καβάλα στο άλογο και η γιαγιά Βασίλω, πεζή από πίσω. Τότε δεν υπήρχαν γεφύρια στον Τιταρήσιο ποταμό, ούτε στο Δαμάσι, ούτε στην Μπλόγουστα, στο σημερινό Μεσοχώρι. Έτσι ο παππούς Βάϊος πέρασε τα ποτάμια καβάλα… ενώ η γιαγιά-Βασίλω πεζή… 

Εκείνο τον καιρό τα ποτάμια,  ήταν κατεβασμένα… είχαν πολύ νερό,  απ’ τα χιόνια και  τις πολλές βροχές… Ήταν περί τα τέλη Φεβρουαρίου το 1942. Δεν τον «έκοψε»… τον παππού να πάρει και την γιαγιά στα καπούλια… Σαματίς τι ήταν η γιαγιά μου…  μια σταλιά ήταν, κοντούλα και αδύνατη.  

Περνούσε πρώτη η γιαγιά και πίσω  ο  παππούς, ο μαχαραγιάς… καμαρωτός στο άλογο. Η γιαγιά έγινε δυο φορές μούσκεμα μέχρι το λαιμό, και περπάτησε μουσκίδι… για άλλες τρειςώρες, στη διαδρομή Δαμάσι-Μπλόγουστα-Μεγάλο Ελευθεροχώρι. Αυτό ήταν!… 

Την άλλη μέρα ξύπνησε με 40 πυρετό και σε μια βδομάδα ξόφλησε… Μόλις την είδε ο παππούς τηνέβδομη μέρα να τρέμει από τον πυρετό… φώναξε τα ανύπαντρα  κορίτσια του,  την Μαρίτσα, την Σταυρούλα και την Γλύκα πού έμεναν ακόμα στο πατρικό σπίτι  και τους ανακοίνωσε πως η μάνα τους πεθαίνει… «Πάρτε την και αλλάξτει την και ετοιμαστείτε και σεις και φροντίστε και για τα καθιερωμένα της κηδείας, κόλλυβα, ψωμιά, φαγιά,  μια μπακράτσα φασόλια  και  άλλη μια ρύζι, κεριά… μαντήλια για τα εξαπτέρυγα… και ότι άλλο χρειάζιτι…  Θα έχουμι κηδεία σήμιρα….

Εκείνα τα χρόνια, ότι είχε σχέση με την γέννηση… την βάφτιση… τον γάμο… και την κηδεία, ήταν κατά κύριο λόγο… γυναικεία υπόθεση… Οι άντρες ελάχιστα μετείχαν η φρόντιζαν γι’ αυτά… 

Στο χωριό εκείνο τον καιρό ήταν ιταλοί στρατιώτες και μεταξύ αυτών ήταν και ένας γιατρός. Πήγε και τον παρακάλεσε ο παππούς μου να έλθει να δει την γιαγιά, μήπως και καταφέρει να την σώσει…

 Και πράγματι πήγε ο ιταλός στο σπίτι  και την εξέτασε  και κατάλαβε ότι είχε αρπάξει πνευμονία… Και επειδή δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν  φραστικά  με το λόγο…ο ιταλός  προσπάθησε με χειρονομίες…να τους δώσει να καταλάβουν, ότι στη Ρώμη υπήρχε το φάρμακο αλλά δεν μπορούσε να το έχει τώρα που χρειάζονταν… Ένα χρόνο νωρίτερα… είχε ανακαλυφτεί  από τον Φλέμινγκ η πενικιλίνη, το πρώτο αντιβιοτικό… που έσωσε  εκατομμύρια ζωές…  Σήκωνε τα χέρια του ψηλά και φώναζε συνέχεια  Ρόμα-Ρόμα, κουνώντας το κεφάλι του πέρα-δώθε από απελπισία… και  αναστέναζε…με πόνο καρδιάς…  που δεν μπορούσε να βοηθήσει την άμοιρη γιαγιά μου… που έχασε τη ζωή της τόσο νωρίς… Το μικρότερο παιδί της, η θεια-Γλύκα ήταν μόλις οχτώ χρονών…

Οι γονείς μου, σε κουβέντες μας για τους πολέμους… και τις κατοχές που είχαν ζήσει στη ζωή τους, δηλαδή για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο, μας έλεγαν πως η ιταλική κατοχή… ήταν η πιο ανώδυνη… σε σχέση με την γερμανική… και τον εμφύλιο πόλεμο που ήταν ο φρικτότερος… και ο πιο αιματηρός… όλων.  Να σφάζονται αδέρφια και ξαδέρφια μεταξύ τους… Όλη η χώρα είναι γεμάτη μνημεία… από τον εμφύλιο πόλεμο…

 Οι Ιταλοί έλεγε η μάνα μου ότι δεν έκαναν κανένα κακό στο χωριό, ούτε σκότωσαν κανέναν… Ήταν ομιλητικοί… διαχυτικοί  και όλο τραγουδούσαν… Ενώ οι γερμανοί, ήταν σκληροί… άγριοι…  Ερεύνησαν όλα τα σπίτια του χωριού για όπλα και πυρομαχικά και  έκαψαν το σπίτι της γειτόνισσας μας Αφρόδως, γιατί βρήκαν κάπου, σ’ ένα ντουλάπι μια σφαίρα… Καθώς και το μπακάλικο του παππού μου, το μοναδικό που υπήρχε τότε στο χωριό, γιατί βρήκαν μια νάρκη, στο υπόγειο του μαγαζιού, που κανείς τους δεν ήξερε ότι υπήρχε και το σπίτι της θειάς μου της Νυφαντίνας,  γιατί βρήκαν κροτίδες… που έπαιζαν τα παιδιά της. 

 Ένας δε απ’ αυτούς τους γερμανούς  που βρέθηκαν στο χωριό μας, αρρώστησε βαριά και πέθανε εκεί κοντά στο σπίτι της Αφρόδως… Και λέγανε στο χωριό πως τις νύχτες… βγαίνει ο γερμανός και τριγυρνάει στον τόπο αυτόν και εμείς σαν παιδιά, μόλις νύχτωνε φοβόμασταν να περάσουμε απ’ το σημείο αυτό. 

Και όταν παίζαμε «κρυφτό» στα παιδικά μας χρόνια στην ράχη… μια μεγάλη αλάνα στην γειτονιά μας, αποφεύγαμε να πάμε να κρυφτούμε εκεί… όπου είχε πεθάνει ο γερμανός… 

Και όταν κάπου στα έξι μου χρόνια κάηκα στον κουτουπιέ και στα δάχτυλα στο αριστερό μου πόδι, με καυτό λάδι και έσκουζα όλη νύχτα και δεν τους άφηνα να κοιμηθούν, ο πατέρας μου με φοβέριζε… πως αν δεν σταματούσα το κλάμα θα με πήγαινε να μ’ αφήσει όλη την νύχτα εκεί… στον γερμανό… να του κάνω παρέα… Τότε δεν υπήρχαν παυσίπονα βλέπετε…

 Η μάνα μου τηγάνιζε πατάτες σ’ ένα μεγάλο τζάκι που είχαμε στην κουζίνα, όπου μαγείρευε και έψηνε και το ψωμί στην γάστρα και γω πήγα και έριξα… μια πατάτα στο τηγάνι για να δω  αν κάηκε το λάδι, για να ρίξουμε μέσα τις πατάτες… Και ως φαίνεται σκούντησα το τηγάνι και έπεσε το καυτό λάδι  πάνω στο πόδι μου και έγινε το κακό… Οι γονείς μου έπαθαν μια ταραχή μεγάλη… δεν ήξεραν τι να κάνουν… Κάποιος απ’ τους δυο σκέφτηκε πως το κρύο νερό θα μου έκανε καλό και μου βάλανε το πόδι σε κουβά με κρύο νερό… Αλλά μόλις το έβγαζα, απ’ τον κουβά… με πόναγε και έκλαιγα. 

Την άλλη μέρα το πόδι μου στον κουτουπιέ έκανε μια μεγάλη φούσκα που είχε νερό μέσα και κάποια στιγμή αυτή έσπασε… Και τότε η μάνα μου σκέφτηκε πως έπρεπε να μου σκεπάσει την πληγή με κάτι… Γάζες και αντισηπτικά δεν είχαμε τίποτα απ’ αυτά στο σπίτι… Βρίσκει κάπου η μάνα μου ένα κομμάτι λευκό πανί… περίσσευμα από μαξιλαροθήκες που είχε φτιάξει και κόβει μερικές λουρίδες και μου δένει το πόδι αφού πρώτα μου έβαλε επάνω μια σκόνη, «σουλφαμίδα» νομίζω τη λέγανε την σκόνη. 

Είχε προηγηθεί το ατύχημα της Ευδοκίας στην Τσιούμα, που την έκοψε το άλογο ένα μικρό κομματάκι απ’ το δεξί  αυτί της και υπήρχαν οι σουλφαμίδες στο σπίτι. Αχρείαστες λέγανε νάναι… Αλλά έλα που χρειάστηκαν και μάλιστα πολύ γρήγορα… Μέσα σ’ ένα μήνα είχαμε δυο παιδικά ατυχήματα… ένα τον Αύγουστο που μαζεύαμε τα αμύγδαλα και ένα τον Σεπτέμβριο, τότε που ανοίγουν τα σχολεία.

Και  ο χρόνος ως γνωστό… περνάει πολύ γρήγορα… Και πριν καλά-καλά  μπούμε στο λούκι της καθημερινότητας… και σιγά-σιγά ξεθωριάσουν οι εικόνες  από τα εντυπωσιακά και θορυβώδη… έθιμα και δρώμενα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς,   έρχεται ο Φλεβάρης.

Ο Κουτσοφλέβαρος… όπως τον λέγαμε, αφού  είναι «κουτσός»… Έχει εικοσιοχτώ και όχι τριάντα μέρες, όπως οι άλλοι μήνες του χρόνου. Και συνήθως μέσα στον μήνα αυτόν πέφτει και  η Αποκριά. 

Η πιο θεαματική… και χαρούμενη γιορτή του χρόνου… μια χρονική περίοδος κατά την οποία ο κόσμος ξεφαντώνει… τρώει καλά… κυρίως κοψίδια και χαίρεται την κάθε μέρα με χορούς και τραγούδια… εν όψει της Απόκρεως… δηλαδή της αποχής από το κρέας και τα γαλακτοκομικά.

Τα δρώμενα της Αποκριάς, άρχιζαν μια βδομάδα νωρίτερα από την ημερομηνία της γιορτής και τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής ήταν οι μεγάλες φωτιές οι «μπαρμπαριές» όπως τις λέγαμε…  που άναβαν στις γειτονιές κάθε βράδυ οι περίοικοι, οι χοροί με τα αποκριάτικα τραγούδια, που όλα στρέφονταν γύρω από την πράξη αναπαραγωγής του είδους και τα «πειράγματα» του ενός προς τον άλλον που ήταν σκωπτικά… και αφορούσαν τα γεννητικά όργανα αντρών και γυναικών με πολλές«βωμολοχίες»… όπως, του τάδε τα αποτέτοια… τα αραχνιασμένατα… τα παλιοσαχνιασμένα… η της τάδε  τ’ αποτέτοιο… της τάδε το αμάλλιαγο… αν ήταν σχετικά μικρή κοπέλα.

Στο χωριό μας γίνονταν δυο φωτιές… Η μια στην Πατρινή, στην απάνω γειτονιά και η άλλη στην Κάτω, στη Ράχη, μια μεγάλη αλάνα που παλιότερα ήταν και χοροστάσι.  Έπαιρναν μια αγκαλιά  πουρναρόξυλα απ’ τον σπίτι τους η έκλεβαν… από κανένα γειτονικό…τους  και γίνονταν μεγάλες φωτιές και ο κόσμος μαζεύονταν γύρω απ’ την φωτιά και άλλοι χόρευαν και άλλοι «πείραζαν» κάθε νεοεισερχόμενο στην παρέα  με βωμολοχίες…Ένα πρώτο σκωπτικό που λέγανε μόλις άναβαν την φωτιά ήταν το παρακάτω…

Την τρανή, μπρε μπρε μπρε, την τρανή την Απουκριά,
την τρανή την Απουκριά π’ απουκρεύουν τα φαϊά,
π’ απουκρεύουν τα φαϊά, απουκρεύουν κι από μνια,
π’ απουκρεύουν του τυρί, κι από πούτσο κι από μνι.
Τσιλιγκάδις ψεν αρνιά, τσιλνικούτσις ξουν τα μνια
και την Καθαρή Δευτέρα δίνουν στα μουνιά αέρα

Τα τραγούδια που χορεύονταν ήταν κυρίως το «Πως το τρίβουν μωρέ παιδιά, πως το τρίβουν  το πιπέρι, του διαόλου οι καλογέροι», «Επηγαίναμε στο μύλο με την θεια μου την Κοντύλω»   «Τις Μεγάλες Αποκριές, που τσ’ ανάβουν τις φωτιές» κ. α  Πέρα όμως από τις φωτιές, υπήρχαν στα χρόνια μας και άλλα έθιμα την Τρανή την Αποκριά. Το πιο διασκεδαστικό… ήταν η «χάσκα». 

Ο πατέρας μου όσο ήμασταν παιδιά… το τηρούσε με ευλάβεια αυτό το έθιμο.  Έπαιρνε ένα κομμάτι σπάγκο, περί τα πενήντα  εκατοστά μήκος και το έδενε σε ένα μικρό ξυλαράκι και στην άλλη άκρη του σχοινιού, έδενε ένα κομμάτι χαλβά, τόσο, όσο να χωράει στο στόμα μας… Όχι αυτόν τον μαλακό τον ταχινιένο, αλλά ένα άλλου είδους χαλβά, πιο σκληρό στην υφή, με σουσάμι η στραγάλια, τον σουσαμίσιο(σαμένιο) η μπιμπιλίσιο, έτσι τον λέγαμε και τον τρώγαμε μόνο την Αποκριά, ήταν το ιδιαίτερο γλύκισμα των ημερών…

Και στην συνέχεια μπαίναμε στη σειρά… κατά ηλικία  τα τέσσερα αδέλφια και ο πατέρας κουνούσε το ξυλαράκι με τελετουργικό… τρόπο ώστε να  φτάνει στο στόμα του καθενός… και εκείνος προσπαθούσε να το πιάσει… Όποιος  το μάγκωνε πρώτος στο στόμα του…  ήταν ο νικητής… Σπάνια… το πιανε κανείς με την πρώτη… και ο πατέρας συνέβαλε… κατά ένα τρόπο σ’ αυτό, για να κρατήσει η διαδικασία περισσότερο και να απολαύσουμε… και εμείς το παιγνίδι περισσότερο.

Επίσης τις Αποκριές, υπήρχε το συνήθειο στα μέρη μας, τα παιδιά να επισκέπτονται την νονά τους… η τον νουνό τους.

Έτσι κάθε Αποκριά πήγαινα επίσκεψη στην νονά μου την γιαγιά-Μανώλινα, που ήταν το σπίτι της κολλητό με το δικό μας και μου έδινε πάντα έναδίφραγκο, χαλβά σαμένιο και κοκόσες… Κοκόσες στα μέρη μας λέγαμε τα καρύδια.

Στο χωριό μας δεν υπήρχαν καρυδιές, αλλά ο γαμπρός της νονάς μου, ο θείος-Λίας, κατάγονταν απ’ τα Φραγγιανά… ένα χωριό των Αγράφων, όπου αφθονούσαν οι καρυδιές  και είχαν πάντα καρύδια στο σπίτι τους.    

Στον τόπο μας υπήρχε το συνήθειο, τις Απόκριες, οι πεθερές που είχαν αρραβωνιάσει αγόρια, να στείλουν  στην νύφη τους ένα δωράκι… και  «σαμένιο η μπιμπιλίσιο» χαλβά. Και αυτά τα στέλνανε στη νύφη με ένα συγγενικό τους κοριτσάκι… 

Έτσι τις Αποκριές των παιδικών μου χρόνων είχα και αυτό το καθήκον… να πάω τον χαλβά σε κάποια νύφη ξαδέλφου μου που είχε αρραβωνιαστεί. Και το δώρο μου για τον κόπο που έκανα, ήταν συνήθως ένα μαντηλάκι και το λουκούμι… που κερνούσαν τότε στις περισσότερες περιστάσεις… 

Και είχα ξαδέλφια πάρα πολλά, καθώς οι οικογένειες και της μάνας μου και του πατέρα μου ήταν πολυμελείς… Ο πατέρας μου είχε έξι αδελφές και έναν αδελφό και η μάνα μου είχε τέσσερα αδέλφια και δυο αδελφές

Οι μεγαλύτεροι θείοι και θείες μου είχαν από πέντε-έξι παιδιά ο καθένας, οι νεότεροι από μια τετράδα ο καθένας και οι πιο μικροί από δύο και με το ζόρι…  

Και την Καθαρά Δευτέρα στο χωριό μας υπήρχε το έθιμο του μουτζουρώματος με μαύρο βερνίκι… αυτό που έβαφαν τα σκαρπίνια τους οι άντρες. Όλοι οι άντρες μ’ ένα βερνίκι στο χέρι τους να αλληλοβάφονται… λέγοντας βωμολοχίες ο ένας στον άλλο…  Οι γυναίκες αυτήν την ημέρα απέφευγαν να περάσουν απ’ την πλατεία για να αποφύγουν το μουτζούρωμα και τις βωμολοχίες… 

Τα φαγητά της Καθαρής Δευτέρας ήταν το «κοσιάφι»,  το «μπουρανί» η γνωστή μας χορτόσουπα με τσουκνίδια, σπανάκι, αλεύρι και ξύδι, αλάδωτη,η φασολάδα,ο χαλβάς, το τουρσί, ελιές και κρασί. Το «κοσιάφι» είναι ένα είδος σούπας που γίνεται με ξερά σύκα, ξερά δαμάσκηνα και σταφίδες, που βράζουν όλα μαζί.

Και την δεκαετία που διανύουμε, έμαθα πως την Καθαρά Δευτέρα στο χωριό μας,  ο τοπικός σύλλογος οργάνωσε  και πραγματοποίησε στην πλατεία, αποκριάτικη εκδήλωση, κατά την  οποία παρατέθηκε στον κόσμο που παραβρέθηκε γεύμα, με φασολάδα, χαλβά,ελιές, τουρσί και μπόλικο δαμασιώτικο κρασί και ακολούθησε τρικούβερτο γλέντι… 

Και όταν μεγάλωσα και πήγαινα γυμνάσιο στον Τύρναβο, έζησα εκεί τις Αποκριές, πολύ διαφορετικά και πιο διονυσιακά… θα έλεγα.

Νομίζω πως στον Τύρναβο συνέβη κάτι μοναδικό… για τον ελληνικό χώρο. Μια πανάρχαια γιορτή,  η γιορτή της γονιμότητας, έφτασε…  αναλλοίωτη ως τις μέρες μας και τελείται σχεδόν… όπως τελούνταν πριν κάμποσες χιλιάδες χρόνια, στην περιοχή.

Ο Τύρναβος, μια αγροτική κατά βάσιν, κωμόπολη, σε μικρή απόσταση από την Λάρισα,  φημίζεται από πολύ παλιά… για τα αμπέλια του, τα κρασιά, το τσίπουρο, το ούζο,για τα φρούτα του, αχλάδια(κοντούλες), ροδάκινα, βερίκοκα,  μήλα κ. α. Επίσης για τα περίφημα «σταμπωτά» βαμβακερά υφάσματα με τα ανεξίτηλα φυτικά χρώματα, όπως το ριζάρι και τους αλατζάδες, τα γνωστά «μπουχόνια».

Και σαν αγροτική περιοχή είναι πολύ φυσιολογικό… απ’ όλες τις εορτές του χρόνου, να τιμά πιο πανηγυρικά και εντυπωσιακά… αυτές που από την αρχαιότητα… αφορούσαν την γονιμότητα του ζωικού βασιλείου  εν γένει αλλά και της γης που τρέφει… αυτό.

Και επειδή «τα πάντα ρει και ουδέν σταθερόν μένει»  όπως διεκήρυξε ο μέγας σοφός  Ηράκλειτος, έτσι και οι θρησκείες έρχονται και παρέρχονται…  Έρχονται νέοι «πεφωτισμένοι»  άνθρωποι στον Κόσμο, με καινούριες κοσμοθεωρίες,.. και ανεβάζουν την ανθρωπότητα σε μεγαλύτερα πνευματικά ύψη επηρεάζοντας καταλυτικά….  την πνευματική τους κατάσταση και την καθημερινή τους ζωή εν γένει. Αυτοί είναι οι λεγόμενοι «Μεγάλοι» Διδάσκαλοι και ιδρυτές των διαφόρων θρησκειών ανά τον κόσμο.

Και  είναι πολύ δύσκολο, οι κοινωνίες να αλλάξουν τον τρόπο ζωής των και τις συνήθειές τους και τα δρώμενα που σχετίζονται με τους θεούς που λάτρευαν ως τώρα…  και την εν γένει κοσμοθεωρία τους… όταν εμφανίζονταν νέοι θρησκευτικοί ηγέτες,  ιδρυτές νέων θρησκειών…

Έτσι οι έλληνες, όταν ενέσκηψε ο Χριστιανισμός, προσάρμοσανπάρα πολλά δρώμενα και συνήθειες και έθιμα  από γιορτές της αρχαιότητας… σε γιορτές του Χριστιανισμού που δυσκολεύεσαι να διακρίνεις τι είναι παλιό… και τι καινούριο…

Στην περίπτωση του Τυρναβίτικου καρναβαλιού εάν βρεθείς τις Απόκριες εκεί, ιδιαίτερα την Καθαρά Δευτέρα,  έχεις την εντύπωση πως μετέχεις στην αρχαία γιορτή με το όνομα «κατ’ Άγρας Διονύσια», γιορτές προς τιμήν του θεού Διόνυσου, του θεού της χαράς, του κρασιού, του χορού και γενικά της διασκέδασης…. Οι κεντρικοί δρόμοι και η πλατεία της πόλης είναι στολισμένοι  με φαλλούς… όλων των μεγεθών… από πλαστικό…  ξύλο  η πηλό. Τα εστιατόρια, οι ταβέρνες και τα καφέ έχουν τον ανάλογο διάκοσμο… Σε κάθε τραπέζι υπάρχει ο φαλλός, το σύμβολο της γονιμότητας, καθώς αυτή τη μέρα «γιορτάζει ο π@τσος… και χαίρεται το μνι»…όπως λένε χαρακτηριστικά οι μετέχοντες πανηγυριστές «μπουρανίτες»… 

Παλιότερα στην γιορτή αυτή, που γίνεται στον πευκόφυτο λόφο του Προφ. Ηλία, σε μικρή απόσταση από την πόλη, μετείχαν μόνο άνδρες. Οι γυναίκες δεν πήγαιναν γιατί ήταν σίγουρο ότι θα τις «έβαζαν χέρι»… θα τις  «έπιαναν» τα γεννητικά όργανα… και  θα είχαν κακά ξεμπερδέματα…μετέπειτα στο σπίτι…

Ο σύλλογος των «Μπουρανιτών» με επικεφαλής τον Αρχιμπουρανίτη, που έχει το «πρόσταγμα» στα δρώμενα και γενικά σε ότι έχει σχέση με την όλη γιορτή, πολλοί μασκαρεμένοι και ζωσμένοι με φαλλούς  και κουδούνια στη μέση και άλλοι κρατώντας μόνο  φαλλούς από ξύλο, πλαστικό η ψωμί, πίνουν κρασί και τσίπουρο  και κινούν εν πομπή για τον Αη-Λια, ανταλλάσονταςσκώματα  μεταξύ τους  και άσεμνες χειρονομίες με τους περαστικούς. 

Όταν φτάσουν εκεί, απλώνουν κάτω απ’ τα δέντρα τις μεσάλες… και βάζουν επάνω  τα φαγώσιμα της ημέρας, χαλβά-ελιές λαγάνες και στην μέση ένα ασκό σε σχήμα φαλλού με κρασί. 

Ύστερα ανάβουν φωτιά και  στήνουν το καζάνι για  να φτιάξουν το «μπουρανί». Ένα είδος χορτόσουπας, με τσουκνίδια, σπανάκι, αλεύρι και ξύδι, χωρίς  καθόλου λάδι. Ειδικός επιτετραμμένος… για να φτιάξειτο «μπουρανί», είναι ο «Κάβακας» έτσι λέγεται… ο βοηθός του Αρχιμπουρανίτη, ντυμένος με γιδοπροβιά στο σώμα και στα πόδια,  σαν τους σάτυρους… τους ακόλουθους του Θεού Διόνυσου… Και όταν αρχίζει να βράζει η σούπα, ο Κάβακας ανακατώνει τη σούπα με ξύλινο στυλιάρι, τραγουδώντας μαζί με τους άλλους μπουρανίτες,σκωπτικά τραγούδια που εξυμνούν την σεξουαλική συνεύρεση, που συντηρεί την ζωή στον πλανήτη γη…  και τα σεξουαλικά όργανα των δυο φύλων.

Με πρώτο και καλύτερο το παρακάτω τραγούδι…«Μπρε-μπρε-μπρε το μπουρανί κι τς’χαράτσινας του μνι… Και αν σας κακοφάνικι να μας ταράξ’ τ’αρχίδια… Και στου δήμαρχου να πας πουτσοκέφαλο θα φάς…

Και κάθε πανηγυριστής που μετέχει, άνδρας  παλιότερα… σήμερα και γυναίκες… όταν ανακατώνει το μπουρανί…  δυο παριστάμενοι λεβέντες…μπουρανίτες, τον πιάνουν και τον ανασηκώνουν, βάζοντας  τα χέρια τους στα σκέλια του η της και τους πιάνουν το γεννητικό όργανο και γίνεται ένα νταβαντούρι… με φωνές και επιφωνήματα… έκπληξης για το απροσδόκητο… της ενέργειας.

Και γύρω-γύρω απ’ το μπουρανί… στήνεται μεγάλο γλέντι, με παραδοσιακές ορχήστρες  όπου  χορεύουν νέοι και νέες με παραδοσιακές φορεσιές το «γαιτανάκι»… τελετουργικός χορός,  ζευγαρωτός… που πλέκουν και ξεπλέκουν το γαϊτανάκι… Επίσης τοπικοί σύλλογοι με παραδοσιακές στολές, χορεύουν  αποκριάτικα άσεμνα τραγούδια… όπως το «πως το τρίβουν το  πιπέρι, του διαβόλου οι καλογέροι» η το «ένα μουνί στην κερασιά» «Τις μεγάλες Αποκριές που τσ’ ανάβουν τις φωτιές» και άλλα του κανονικού ρεπερτορίου…  

Ιδιαίτερα στον χορό «πως το τρίβουν το πιπέρι», υπάρχει ο «παιδοτρίβης»… με παραδοσιακά ρούχα και αυτός, ο οποίος κρατάει μια μεγάλη ξύλινη μασιά και μ’ αυτή τρέχει να βάλλει σε τάξη… τους χορευτές που δεν  το «τρίβουν»… καλά.  

Στο γλέντι αυτό μετέχει και ό κόσμος που έρχεται για να δει τα  αρχαία διονυσιακά δρώμενα που επιβίωσαν στην «περιοχή», σε πείσμα των διώξεων που υπέστη το έθιμο, κατά την διάρκεια της ζωής του, ιδιαίτερα από την χούντα… Είχε σταματήσει το έθιμο για δεκαπέντε και πλέον χρόνια και έγινε η αναβίωσή του από την δεκαετία του  ’80 και έπειτα εμπλουτίζεται συνεχώς. 

Από την δεκαετία αυτή το καρναβάλι αυτό θέσπισε… και την παρέλαση αρμάτων  και πεζοπόρων τμημάτων καρναβαλιστών, στον κεντρικό δρόμο της πόλης, όπου φυσικά πάντα την πρωτοκαθεδρία έχουν τα άρματα με τους τεράστιους φαλλούς και ακολουθούν τα άρματα  με άλλα επίκαιρα θέματα, με μεγάλη επιτυχία όσον αφορά την ευρηματικότητα… και την καλαισθησία  τους.

Τα παλιότερα χρόνια που το «μπουρανί» δεν ήταν διάσημο… οι ντόπιοι «μπουρανίτες», που ανέβαιναν στον Αη-Λια και το αναβίωναν μετά κατέβαιναν στις όχθες του Τηταρίσιου ποταμού και έτρωγαν εκεί και συνέχιζαν το γλέντι τους μέχρι αργά το απόγευμα.  Το «μπουρανί» τελειώνει με την ανακήρυξη του Αρχιμπουρανίτη, που θαέχει την Υψηλή Εποπτεία του επόμενουμπουρανιού, τον επερχόμενο χρόνο.

Οι γυναίκες του Τυρνάβου, τα παλιά χρόνια που δεν μετείχαν στο «Μπουρανί» έκαναν τις δικές τους διονυσιακές  γιορτές. Κάνανε τα δικά τους πάρτυ… ρεφενέ.. όπου πρωτοστατούσαν τα φαλλικά  σύμβολα και τα άσεμνα πειράγματα και βωμολοχίες μεταξύ τους. Μαζευόντουσαν οι γνωστές και φίλες στο σπίτι κάποιας κυρίας που μπορούσε να διαθέσει το σπίτι της, γι’ αυτό το σκοπό, έφερνε και κάθε μια το κατιτίς… της, μια πίτα ένα φαί, το κρασί και το τσίπουρο και τρώγανε, έπιναν και  χόρευαν μέχρι το πρωί… κρατώντας φαλλούς ξύλινους και πήλινους, σύμβολα της γονιμότητας, της ευτεκνίας και  της ευφορίας της γης. 

Μάλιστα πολλές γυναίκες, την επόμενη μέρα της γιορτής πήγαιναν στους αγρούς και «φύτευαν» στο χώμα ένα πήλινο φαλλό, για να δώσουν καλές σοδειές τα χωράφια τους. 

Και αυτή η γιορτή ως φαίνεται… είναι κατάλοιπο, μιας άλλης σπουδαίας αρχαίας γιορτής, των «Θεσμοφορίων». 

Τα «Θεσμοφόρια» ήταν μια γιορτή προς τιμήν της θεάς Δήμητρας, της θεάς που προστάτευε την γεωργία και φρόντιζε να έχουν οι άνθρωποιόχι μόνο τα προς το ζην αλλά  και τα  προς το «ευ  ζην». Οι αρχαίοι μας πρόγονοι,  λάτρευαν ιδιαίτερα την θεά Δήμητρα και πίστευαν ακράδαντα… ότι  αυτή, είχε εισαγάγει και τους ιερούς νόμους… τους «θεσμούς», που είχαν οδηγήσει στην βελτίωση της ζωής των, εξ’ ου και το προσωνύμιον αυτής ως «Θεσμοφόρου»… και το ομώνυμο όνομα της γιορτής.

Στην γιορτή αυτή, μετείχαν μόνο Αθηναίες γυναίκες, παντρεμένες πάνω από τα 18 και κρατούσε τρείς μέρες. Την παραμονή της γιορτής, μαζεύονταν οι γυναίκες σε φιλικό τους σπίτι και διασκέδαζαν με αισχρολογίες και πειράγματα η μια στην άλλη, κρατώντας φαλλούς, καλή ώρα όπως στο «μπουρανί».  Η πρακτική αυτή ανάγεται στην προσπάθεια τους να κάνουν την θεά Δήμητρα να ευθυμήσει… και να ξεχάσει τον καϋμό της… για τον χαμό της κόρης της Περσεφόνης, όπως έκανε η δούλη της η Ιάμβη…

Πολύ παλιότερα το «μπουρανί» δεν γίνονταν στον Αη-Λια, αλλά  μέσα στην πόλη, στην κεντρική πλατεία και σε κάθε γειτονιά. 

Κάθε γειτονιά έφτιαχνε το δικό της «μπουρανί» και είχε τους δικούς της θιάσους μασκαρεμένων και φαλοφόρων.

Και σήμερα, πέρα απ’ τον Αη-Λια, ομάδες «μπουρανιτών» στήνουν καζάνια με μπουρανί στις εισόδους της πόλης και κραδαίνοντας… φαλλούς σταματούν αυτοκίνητα  περαστικών και τους ζητούν να ανακατέψουν το μπουρανί και να προσκυνήσουν τον εορτάζοντα άγιο…που είναι ο φαλλός… 

Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις στον Τύρναβο συνολικά κρατούν ένα μήνα και κορυφώνονται την Μεγάλη Αποκριά, με την παρέλαση αρμάτων και το κάψιμο του Καρνάβαλου και την καθαρά Δευτέρα με το «μπουρανί», τα ξέφρενα γλέντια και την οινοποσία.

Κατά την διάρκεια αυτού του μήνα, σε όλες τις γειτονιές της πόλης ανάβουν μεγάλες φωτιές τις «Μεγάλες μπαρμπαριές» όπως τις λένε εδώ  και ο κόσμος τριγύρω κρατώντας φαλλούς, πίνουν κρασί και τσίπουρο, τραγουδούν και χορεύουν τα άσεμνα αποκριάτικα τραγούδια… και πειράζουν ο ένας τον άλλον με ακατονόμαστες εκφράσεις και χειρονομίες.  

Τα κατ’ Άγρας Διονύσια η Μικρά Διονύσια περιελάμβαναν οινοποσία, άκρατο ενθουσιασμό… κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές, διθυράμβους και  φαλοφορίες. Γίνονταν πομπές κανηφόρων, μασκαράτες, φαλοφορίες, λαμπαδηδρομίες, δραματικοί αγώνες και συμπόσιον  μετά μουσικής και χορού. Επίσης οι πανηγυριστές αντάλασσανσκώματα και άσεμνες χειρονομίες με τους περαστικούς και περιφέρονταν στους δρόμους χορεύοντας και τραγουδώντας με συνοδεία μουσικής.

Όπως βλέπετε σε τίποτα δεν υστερεί το  «Μπουρανί» από τα Μικρά Διονύσια…

 Οι εν λόγω γιορτές κληρονόμησαν… στην ανθρωπότητα  και δυο πολύ δημοφιλή παιγνίδια, την Αιώρα, το πιο αγαπημένο παιγνίδι των παιδικών μας χρόνων και διαχρονικά… όλων των παιδιών,  του Κόσμου… και την «Σκαπέρδα» που και αυτή παίζεται ακόμα…

Την έχω δει να παίζεται από ενήλικες άνδρες, σε «αντάμωμα» Σαρακατσαναίων στο Περτουλιώτικα  λιβάδια, με μια μικρή παραλλαγή. Δεν υπήρχε εδώ ξύλινο δοκάρι καρφωμένο στη γη,  με τρύπα, στο επάνω μέρος του, απ’ όπου περνούσε το σχοινί, αλλά υπήρχε μια τριχιά και δυο ομάδες ισότιμες σε αριθμό αντρών, οι οποίες κρατούσαν τις άκρες της και τραβούσαν  με δύναμη  το σκοινί,  με νικήτρια την ομάδα η οποία έφερνε σιγά-σιγά την αντίπαλη ομάδα στο μέρος της.

Παίζαμε και εμείς σαν παιδιά αυτά τα παιγνίδια, ιδιαίτερα την «κούνια» έτσι λέγαμε την αιώρα και σπάνια την «σκαπέρδα», που ήταν πιο δημοφιλής στα αγόρια αλλά την παίζαμε χωρίς δοκάρι και σχοινί. 

Κάναμε δυο ισότιμες ομάδες και οι αρχηγοί των δυο αντίπαλων ομάδων πιάνονταν από τα χέρια. Πίσω απ’ αυτούς ακολουθούσαν τα υπόλοιπα μέλη, που το καθένα έπιανε τον μπροστινό του σφιχτά απ’ την μέση. Και μετά προσπαθούσε κάθε ομάδα να τραβήξει την απέναντι… προς το μέρος της και όποια το πετύχαινε, ήταν ο νικητής….  

Ο γάλος περιηγητής Λεόν Εζέ επισκέφτηκε τον Τύρναβο το 1858 και μιλάει  για τον «βασιλιά» καρνάβαλο, που ανακηρύχτηκε  ως βασιλιάς από τους μπουρανίτες και ήταν ο πιο μέθυσος… Και τον έβαλαν λέει ανάποδα… καβάλα σε γάιδαρο και τον περιέφεραν στην πόλη, όπου το κρασί και το τσίπουρο έρρεε άφθονο και οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν σε διονυσιακή κατάσταση, πράγμα που συμβαίνει ως τις μέρες μας…

Ακόμη παράσταση άρματος με φαλλό επάνω, υπάρχει και σε αρχαίο αγγείο. Και στο αρχαιολογικό μουσείο της Λάρισας, σώζεται μαρμάρινο ομοίωμα φαλλού, μήκους 47 εκ.

Και όσο να καταλαγιάσουν οι εντυπώσεις από τις φαντασμαγορικές γιορτές της χαράς και της ευωχίας,  της Αποκριάς… έρχονταν ο Μάρτης με τα δικά του «χούγια»  και  τερτίπια… και τις δικές του χαρές.

«Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης… Τα παλιόβοϊδα τα γδέρνει, τα δαμάλια τα παιδεύει». 

Ο μήνας αυτός προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ χειμώνα και άνοιξης, συμπεριφέρεται ακραία… Με πολλά χιόνα… απ’ τη μια μεριά και πολύ ζεστές μέρες απ’ την άλλη… μέχρι να βρει τα ίσια του…

Ο Μάρτης θεωρείται ο πιο ιδιότροπος… και άστατος… μήνας του χρόνου, ως αναφορά τον καιρό… γι’ αυτό και η λαϊκή μούσα τον «στολίζει» μ’  ένα σωρό κοσμητικά επίθετα, όπως γδάρτης… παλουκοκαύτης, πεντάγνωμος…(αλλάζει διαρκώς γνώμες), κλαψόγελος, καρβουνιάρης, λιοπυριάρης κ. α 

Μια σιφνέϊκη  παροιμία εκφράζει απόλυτα αυτήν την ιδιορρυθμία… του πρώτου μήνα της Άνοιξης. « Τον Μάρτη, ο γάδαρος το πρωί ηψόφησε από το πολύ κρύο… Το μεσημέρι ηβρώμισεαπό την πολύ ζέστη και το απόγεμα ήκαμε ένα νερό… και τον ήπηρε ο ποταμός και ηγλύτωσε»

«Οπού χει κόρη ακριβή, του Μάρτη ήλιος μην τη δει» λέει μια σοφή παροιμία του λαού μας… 

Και η μάνα μας πριν μπει ο Μάρτης,  την τελευταία μέρα του Φλεβάρη… μας έφτιαχνε βραχιολάκια, με στριμμένη κόκκινη και άσπρη κλωστή …  που τα φορούσαμε την πρώτη μέρα του Μάρτη, πριν βγούμε απ’ το σπίτι, για να μη μας κάψει ο ήλιος και ασχημίσουμε…

Παλιά οι άσπρες και οι στρουμπουλές κοπέλες είχαν «πέραση»… στον  αντρικό πληθυσμό και όχι οι μαύρες και οι αδύνατες… που τις λέγανε και  «σκιάχτρα»… 

Γι’ αυτό  και οι κοπέλες εκείνα τα χρόνια, ιδιαίτερα τον Μήνα Μάρτη αλλά και όλο το καλοκαίρι που δούλευαν στα χωράφια, είτε στο θέρο, στα αλώνια, στα καπνά, στον τρύγο και σε άλλες αγροτικές εργασίες, κουκουλώνονταν με μεγάλα άσπρα μαντήλια για να μην τους κάψει ο ήλιος το πρόσωπο και δεν βρίσκουν γαμπρό!…

Εμείς βέβαια δεν αρκούμασταν μόνο στο βραχιολάκι… αλλά φτιάχναμε με τις ίδιες κλωστές  και δαχτυλιδάκι… για το δεξί μας χέρι και «ντουμπλόνι»….  για το  λαιμό,  με μια δεκάρα η μια εικοσάρα κρεμασμένη στο σχοινί, σαν κόσμημα…τρομάρα μας!.. και καμαρώναμε…

Η κόκκινη κλωστή  συμβολίζει την αγάπη για το ωραίο… και η άσπρη ταυτίζεται με την αγνότητα του φυτού  «χιονόφιλος», που ανθίζει τον Μάρτη. Υπάρχει η πεποίθηση ότι ο «Μάρτης» η «Μαρτιά»,απομακρύνει τις αρρώστιες και γενικά το κακό… Επίσης ότι προφυλάσσει από τα κουνούπια, ψύλλους και άλλα έντομα.

Τον «Μάρτη» τον κρατούσαμε όλο τον μήνα και την τελευταία μέρα τον αφήναμε πάνω σε φράχτη… για να τον πάρουν τα χελιδόνια η ο πελαργός και να φτιάξουν την φωλιά τους. Άλλοι τον κρατούσανε και τον έκαιγαν στο Αναστάσιμο Φως.  

Και αυτό το έθιμο, δώρο της αρχαιότητας στους νεοέλληνες είναι και μάλιστα έλκει την καταγωγή του απ’ τα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου οι Μύστες έδεναν μια κλωστή, την Κρόκη, στο δεξί χέρι και στο αριστερό πόδι, για αποτροπή του κακού.

Όμως κατά την διάρκεια αυτού του μήνα, η μεγαλύτερη λαχτάρα…  των παιδιών ήταν  να δουν το πρώτο χελιδόνι… και τον λέλεκα να επιστρέφει στη φωλιά του… στο ψηλό καμπαναριό της μεγάλης μας εκκλησιάς… στο κέντρο του χωριού. 

Μόλις τα βλέπαμε παθαίναμε κάτι σαν έξαψη… και ενθουσιασμένα… πηδούσαμε απ’ τη χαρά μας και φωνάζαμε «ήρθαν τα χελιδόνια… ήλθαν τα   λελέκια!… ήρθαν τα χελιδόνια… ήρθαν τα λελέκια»…  Λες και είχε γίνει κάποιο κοσμοϊστορικό… γεγονός.

Στο σπίτι μας, στο μπαλκονάκι μας, κάθε χρόνο έρχονταν χελιδόνια και έφτιαχναν με μεγάλη επιμέλεια την φωλιά τους και γεννοβολούσαν…  πότε τρία πότε τέσσερα χελιδονάκια… 

Και απ’ την αυλή μας  είχαμε άπλετη… θέα προς το καμπαναριό… όπου προσγειώνονταν θεαματικά… οι πελαργοί…  Όμορφα πουλιά οι πελαργοί,  και μεγαλόσωμα… με μακρύ  σε σχήμα  Uλαιμό τους, με κάτασπρα λαμπρά φτερά σκεπασμένο το σώμα τους  και ασπρόμαυρες οι φτερούγες τους και η ουρά και κόκκινα, το μακρύ ράμφος τους και τα εντυπωσιακά… μακριά τους πόδια.

Καθόμασταν και τους παρατηρούσαμε πως έστεκαν στο ένα τους ποδάρι για αρκετή ώρα… για να ξεκουραστούν,  και πως χτυπούσαν  τελετουργικά τα μακριά τους ράμφη, σε ένα είδος λεκτικής επικοινωνίας μεταξύ των, η έκφραση χαράς.

Και όταν έβγαιναν τα μωρά, οι γονείς εναλλάξ, μια ο μπαμπάς, μια η μαμά… τους έφερναντροφή… Και αυτά τους περίμεναν με ανυπομονησία… και μόλις τους έβλεπαν να πλησιάζουν… άνοιγαν τα ράμφη τουςμε λαχτάρα… για να δεχτούν, την τροφή.

Πολλές φορές έχω δει πελαργό να έχει στο ράμφος του ένα φιδάκι, μια σαύρα, ένα βατράχι, που είναι απ’ τα αγαπημένα  φαγητά του είδους…

Και ύστερα έρχονταν ο Απρίλης… Και μέσα στον μήνα αυτόν πέφτει το Πάσχα η μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, μ’ ένα σωρό έθιμα και τελετικά και τις πιο κατανυκτικές Λειτουργίες, όπως  των Βαϊων, της Μεγάλης Πέμπτης, της Μεγάλης Παρασκευής και της Ανάστασης.

Περιμέναμε με μεγάλη ανυπομονησία… να έρθει  ο «Λάζαρος»  για να πάμε και εμείς τα κοριτσάκια… να πούμε τα κάλαντα του Λαζάρου. 

Την Παρασκευή πριν του Λαζάρου, πηγαίναμε στο Στικάμι,  η στη Φαρδόλακα, τοποθεσίες, σε μικρή απόσταση απ’ το χωριό για να μαζέψουμε λουλούδια, κυρίως ανεμώνες, κόκκινες και μωβ αλλά και άλλα αγριολούλουδα  και λουλούδια κυδωνιάς, και στολίζαμε με αυτά το καλαθάκι που θα είχαμε μαζί μας την άλλη μέρα και το κρεμούσαμε σε δέντρο της αυλής… γιατί δεν έπρεπε να το βάλουμε μέσα στο σπίτι. Λουζόμασταν και ετοιμάζαμε και το καλύτερο φουστανάκι μας, που θα φορούσαμε τη μέρα αυτή.

Και πρωί-πρωί παίρναμε το καλάθι και πηγαίναμε από σπίτι σε σπίτι και λέγαμε τα κάλαντα του Λαζάρου. Τα πιο δημοφιλή τραγούδια ήταν «Του Λάζαρη του Λάζαρη, τ’ αυγό μεσ’ το καλάθι. Το καλαθούλι μ’ θέλει αυγό κι οι τσέπες μου κοκόσες, και το δεξί το χέρι μου, θέλει ένα παρατζίκο.

Κι ένα ακόμα πιο μακροσκελές που λέει «Ήλθε ο Λάζαρος, ήλθαν τα Βάγια, ήλθε η Κυριακή, που τρων τα ψάρια. Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήλθε η μάνα σου από την πόλη, σου φερε χαρτί και καλαμάρι, γράψε Θόδωρε γράψε Δημήτρη, γράψε Λεμονιά και κυπαρίσσι.  

Συνήθως παίζαμε δυο-δυο κοριτσάκια το Λάζαρη και παρέα μου πάντα είχα την ξαδέλφη μου την Ρινούλα της θειάς-Μαρίτσας. Οπότε είχαμε πολύ δουλειά να κάνουμε καθώς έπρεπε να επισκεφτούμε πάνω απ’ το μισό χωριό… Τα σόγια μας ήταν απ’ τα μεγαλύτερα στο χωριό… όλο το Ντουμαίικο και το Ταψαίικο, ξεποδαριαζόμασταν… μέχρι να τα πούμε σε όλα  αυτά τα σπίτια.

Ξεκινούσαμε απ’ τα κοντινά μας σπίτια, πρώτα της γιαγιάς μου και νονάς μου, της Μανώλινας,  που μας έδινε πάντα και αυγό και κοκόσες και λεφτά, απ’ όλα… Συνεχίζαμε στης θειάς-Βαγγελής,  στης Ζευγολίνας, Γιαννούλινας, της Κυρίτσινας, στους Γκουμαίους και παέι λέγοντας… 

Πηγαίναμε οπωσδήποτε και στην νονά της Ρινούλας, την Κακομίρινα… έτσι ήταν το παρατσούκλι  της, και μέχρι την απάνω γειτονιά, την Πατρινή στους Γραμμεναίους, και σ’ όλες τις θειάδες… Μαζεύαμε καμιά δεκαριά αυγά  και άλλες τόσες δραχμές περίπου,.. 

Θυμάμαι μια φορά, η γιαγιά η Κρόκο δεν είχε τίποτα άλλο να μας δώσει και μας έδωσε καλαμπόκια βρασμένα… Και ήταν τόσο νόστιμα… που δεν μπορώ να τα ξεχάσω ακόμα…

Και την επόμενη μέρα ήταν η «Κυριακή των Βαίων». Πηγαίναμε στην εκκλησία, που ήταν στολισμένη με βάγια, για την Θεία Λειτουργία,η οποία είχε μια ιδιαιτερότητα… σε σχέση με τις άλλες Κυριακές του χρόνου. Ήταν μεγαλοπρεπέστερη… και στο τέλος οι πιστοί προσκυνούνε την εικόνα της «Βαιοφόρου»  και παίρνουν από το χέρι του ιερέα βάγια, τα οποία είχαν διαβαστεί… «Βαιοφόρος» λέγεται η εικόνα που παριστάνει τον Χριστό, στεφανωμένο με κλάδους βαίων… να εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ, καβάλα πάνω σε γαϊδουράκι.

Την ημέρα αυτή τιμάται  η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όπου οι συμπατριώτες του τον υποδέχτηκαν με κλάδους βαίων, σαν ηγέτη τους… σαν βασιλιά τους και έστρωναν καταγής… τα ιμάτια τους για να περάσει ο μεγάλος Διδάσκαλος… ψάλλοντας το «Ωσανά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματιΚυρίω». Αυτόν, τον οποίονθα σταύρωναν… σε τέσσερεις μέρες στον Γολγοθά.

Αυτήν την Κυριακή καταλύεται η νηστεία… και τρώμε ψάρια… Γι’ αυτό, αυτήν τη  μέρα την περίμενε ο κόσμος με λαχτάρα… για να «λαδώσει» το άντερό του απ’ την  

σαρανταήμερη… νηστεία που επιβάλλεται να κάνουν οι πιστοί, πριν το Πάσχα. 

Στα στόματα των πιστών, εκείνη την προτελευταία εβδομάδα της ατέλειωτης… πασχαλιάτικης  νηστείας, κυριαρχούσε το παρακάτω τετράστιχο που προμηνούσε… πως έφτασε η Κυριακή που τρων τα ψάρια και οσονούπω… και η Κυριακή που τρώμε  το παχύ τ’ αρνί. «Βάγια-βάγια των βαγιών, τρώμε ψάρια και κολιό, και την άλλη Κυριακή, τρώμε το παχύ τ’ αρνί»

Το ψάρι δε που τρώγαμεστα μέρη μας των Βαίων, ήταν ο παστός μπακαλιάρος  με χόρτα, στον ταβά. Τηγανίζανε τον μπακαλιάρο πρώτα και μετά τον βάζανε στο ταβά με τα χόρτα και το ψήνανε στην «γάστρα». 

Η γάστρα είναι ένα μεγάλο… μεταλλικό σκεύος… ένα καπάκι στην ουσία, που το χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για να ψήνουν τις πίτες, στα μεγάλα μπρούτζινα σινιά και τα φαγητά όπως το κρέας με πατάτες η κριθαράκι, τους κεφτέδες με κρεμμύδια  κ. α. Άναβαν στο καμίνι μεγάλη φωτιά για να ζεσταθεί η γάστρα και μετά έβαζαν  στην επάνω της επιφάνεια πολλά κάρβουνα  και έτσι ψήνονταν το φαγητό και από κάτω και από επάνω το ίδιο και γίνονταν λουκούμι…

Βέβαια στο χωριό μας,  και μέχρι την δεκαετία του ’70, σπάνια… τρώγαμε ψάρια. Που και που έρχονταν κάποιοι πλανόδιοι ψαράδες, με τρίκυκλα και πουλούσαν φτηνά ψάρια, κυρίως σαρδέλες η γαύρο.

Επίσης αρκετοί νεολαίοι που τους άρεσε το ψάρεμα, πήγαιναν στη «Λεύκα» και ψάρευαν με τα χέρια.., χωρίς παραγάδια και αγκίστρια… σε μπάρες, που  έκλειναν την ροή του νερού, με «μάζες», μεγάλα κομμάτια από χώμα, που αποσπούσαν απ’ τις όχθες της ρεματιάς.

Ο αδελφός μου ο Βάϊος, πήγαινε για ψάρεμα με τον ξαδερφό μας τον Ηλία, που ήταν δεινός ψαράς… και του έμεινε και το παρατσούκλι «Λιάκος ο Ψαράς» και έφερναν τσιρόνια και μπριάνες, που ήταν πεντανόστιμα τηγανητά…

Εν τω μεταξύ εμείς γιορτάζαμε των Βαίων, καθότι το μονάκριβο αγόρι της οικογένειάς μας ήταν ο αδελφός μου ο Βάϊος και δεχόμασταν επισκέψεις το βραδάκι. Και το κέρασμα ήταν λουκούμι για τα γυναικόπαιδα… και τσίπουρο για τους άντρες, με μεζέ τηγανητό μπακαλιάρο. 

Και το απόγευμα της Κυριακής αυτής άρχιζαν και οι κατανυκτικοί… εσπερινοί της Μεγάλης εβδομάδας. Και πηγαίναμε ανελλιπώς… άσχετα αν καταλαβαίναμε η όχι τα λεγόμενα… και τα τεκταινόμενα… Νοιώθαμε ένα δέος… μια κατάνυξη και αισθανόμασταν ότι έπρεπε να πάμε στην εκκλησία, σαν να είχαμε χρέος να συμπαρασταθούμε… στον πάσχοντα Ιησού Χριστό.

Και βέβαια οι εσπερινοί των τριών πρώτων ημερών της Μεγαλοβδομάδας, δεν μας έλεγαν και πολλά… Ας πούμε το τροπάριο της Κασσιανής, η εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή κλπκλπ, δεν μας προκαλούσαν και ρίγη συγκίνησης…

Αλλά από την Μ. Τετάρτη  όμως και έπειτα, με την σύλληψη του Ιησού στον Κήπο της Γεσθημανής, από τους  άνομους…Εβραίους, που τους οδήγησε εκεί ένας απ’ τους μαθητές του, Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο προδότης και δόλιος, που το επαναλαμβάνει συνεχώς αυτή η ακολουθία της Μ. Τετάρτης, μας  έμπαζε σε άλλο κλίμα… πιο θλιβερό… 

Μα είναι δυνατόν αυτό!… Ένας από τους δώδεκα, διαλεγμένους από σένα τον ίδιο που ήσασταν  κολλητοί…φίλοι αχώριστοι… να σε καταδώσει στους εχθρούς σου!… Δεν το χωρούσε ο νους μας σαν παιδιά…Και νοιώθαμε φρίκη… μια απέχθεια… γι’ αυτό το πρόσωπο και γι’  αυτό το όνομα. Και όταν κάποιος συμμαθητής μας  μας κατήγγειλε στον δάσκαλο για κάτι κακό… που κάναμε, η είπαμε… η χειρότερη βρισιά που ξεστομίζαμε εναντίον του ήταν αυτή… «Α ρε Ιούδα Ισκαριώτη, προδότη!…» 

Και την Μ. Πέμπτη το πρωί,τα αγόρια έπαιρναν αμπάριζα τα σπίτια του χωριού για να αναγγείλουν στους πιστούς ότι σαν σήμερα… οι άνομοι εβραίοι έβαλλαν βουλή… για να σταυρώσουν τον Χριστό, των πάντων Βασιλέα. Στο ένα χέρι κρατούσαν ένα ξύλινο κόκκινο σταυρό και στο άλλο ένα καλαθάκι για τα αυγά που θα μάζευαν. Κυρίως όμως ενδιαφέρονταν για το χρήμα… Το τραγούδι που έλεγαν ήταν το παρακάτω… Σήμερα μαύρος ουρανός

                          Σήμερα μαύρη μέρα

                          Σήμερα έβαλλαν βουλή 

                          Οι  άνομοι Εβραίοι 

                        Για να σταυρώσουν τον Χριστό

                          Των πάντων βασιλέα

Επίσης πρωί-πρωί η μάνα έβγαζε απ’ το μπαούλο ένα κόκκινο πουκάμισο της αδελφής μου της Κούλας και το κρεμούσε σε ανατολικό παραθύρι, σε ένδειξη πένθους για την σταύρωση του Ιησού-Χριστού. Το κόκκινο χρώμα συμβολίζει το αίμα του Χριστού που χύθηκε  άδικα…για την σωτηρία μας. Και την ημέρα αυτή βάφουμε  και τα κόκκινα αυγά που θα τσουγγρίσουμε στο γιορτινό Πασχαλιάτικο τραπέζι. 

Πριν τα βάψει  όμως η μάνα, εμείς τα παιδιά, τα κορίτσια δηλαδή… τα αγόρια δεν ασχολούνταν με αυτά τα θέματα, παίρναμε φιλαράκια τσουκνίδας, τριφυλλιού  και άλλων φυτών, που είχαν όμορφα φύλλα, τα βάζαμε πάνω στο αυγό και έπειτα το τυλίγαμε, με λεπτό αραχνούφαντο ύφασμα.    Έπειτα η μάνα μας τα έβαφε και αυτά τα τυλιγμένα αυγά, καθώς το φύλλο κολλούσε πάνω στο αυγό και το σχήμα του φύλου έμενε άσπρο, ήταν πολύ όμορφα!… Και τα λέγαμε «περδίκες»… προφανώς λόγω της ομορφιάς των, που θεωρούνταν ισοδύναμη με αυτήν της πέρδικας… Μετά το βάψιμο τα περνούσαμε με  πανάκι, ποτισμένο με λίγο λαδάκι, για να γίνουν πιο λαμπερά κόκκινα. 

Το πρώτο αυγό που έβαφε, το λέγαμε αυγό της Παναγίας και με αυτό μας σταύρωνε στο μέτωπο στο σαγόνι και στα μάγουλα και έπειτα το τοποθετούσαμε στο εικόνισμα του σπιτιού.Και όταν αρρωσταίναμε  μας ξανασταύρωνε με το εν λόγω αυγό για να γιάνουμε… να γίνουμε καλά!…  Δηλαδή το κόκκινο αυτό αυγό  είχε θεραπευτικές ιδιότητες… και λόγω χρώματος, καθώς το κόκκινο χρώμα διώχνει το κακό… και λόγω ονόματος… καθώς ήταν αφιερωμένο στην  Παναγιά μας.

Γιατροί εκείνα τα χρόνια υπήρχαν μόνο στις πόλεις και στις κωμοπόλεις… Στα χωριά ο κόσμος, πορεύονταν με τα γιατροσόφια…κηραλοιφές,  εντριβές και «μετρήματα» που έκαναν κάποιοι συγχωριανοί τους,  που είχαν μάθει κάποιες πρακτικές… και «μαντζούνια»… από  παλιότερους πρακτικούς γιατρούς που είχε το κάθε χωριό.  

Και το βράδυ κορυφώνονταν το δράμα με την Σταύρωση του Ιησού-Χριστού και των δυο ληστών με το δραματικό τροπάριο «Σήμερον κρεμάτε επί ξύλου, ο εν ύδασι την γηνκρεμάσας» και το επακόλουθο «Διεμοιράσατο  τα ιμάτιά μου και επί τον ιματισμόν μουέβαλλονκλήρον»

Και την ΜεγάληΠαρασκευή, το θείον Πάθος έφτανε στην κορύφωσή του… με την Ταφή του Κυρίου  Ημών Ιησού Χριστού. Κατά την διάρκεια όλης της μέρας, χτυπούσε πένθιμα… η καμπάνα του Αγίου Νικολάου, της μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής, με τον μεγάλο νάρθηκα με τα πέτρινα παγκάκια, στην νότια πλευρά της. Το πρωί γίνονταν η τελετή της Αποκαθήλωσης  του Χριστού από τον Σταυρό και η Ταφή του στον τάφο… Έφερναν τον χρυσοποίκιλτο  Επιτάφιο της εκκλησίας στη μέση της εκκλησιάς και τοποθετούσαν την εικόνα του Χριστού επάνω. 

Και  κάποιες γυναίκες, που είχαν «ταχθεί»… να κάνουν αυτήν τη δουλειά… τον στόλιζαν με τα ωραιότερα λουλούδια που υπήρχαν στις αυλές των σπιτιών και στους αγρούς…  Και εμείς τα κορίτσια με μεγάλη λαχτάρα… τρέχαμε στις εξοχές να μαζέψουμε αγριολούλουδα, ίτσια (αγριομενεξέδες), παπαρούνες, μαργαρίτες, σκυλάκια και άλλα άνθη για να πάμε να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο. 

Αυτήν τη μέρα δεν τρώγαμε τίποτα… Ήταν απόλυτη νηστεία!… Τα λουλούδια αυτά τα πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στην εκκλησία, δεν έπρεπε να μπουν στο σπίτι. Είχαμε ήδη λουστεί, είχαμε βάλει το καλύτερο φουστανάκι μας και πηγαίναμε να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο και να προσφέρουμε στον Χριστούλη τα λουλούδια του τόπου μας.

Αφού προσκυνούσαμε την εικόνα, μετά τελούνταν ένα μοναδικό τελετικό… Περνούσαμε κάτω απ’ το  τραπέζι του Επιταφίου, μπουσουλώντας… πρώτα κάθετα και στη συνέχεια βγαίναμε απ’ την δεξιά μεριά πρώτα και μετά απ’ την αριστερή, ούτως ώστε να σχηματιστεί το σύμβολο του σταυρού.

Και το απόβραδο που τελούνταν η μεγάλη Ακολουθία του Επιτάφιου, σαν μαθητές πια στο δημοτικό σχολείο, στις τελευταίες τάξεις  πηγαίναμε και ψέλναμε τον Επιτάφιο Θρήνο. Στο δεξιό ψαλτήρι τα αγόρια και στο αριστερό τα κορίτσια… Και ακούγονταν ο Θρήνος… σ’ όλο το χωριό… Τότε δεν υπήρχε ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό μας…

Και κατόπιν γίνονταν η περιφορά του Επιταφίου σε κεντρικά σημεία του χωριού. Πρώτα πήγαιναν προς την γειτονιά μας… προς τη Ράχη, μια αλάνα, όπου παίζαμε τα παιδιά του μαχαλά μας. Και στη συνέχεια επέστρεφαν προς την εκκλησία και έκαναν ένα γύρω από τις γειτονιές που την  περικύκλωναν. Ήτοι  περνούσε απ’ ταΑγγελακέικα τα σπίτια, τα Καραδημάτικα, τα Μπορέικα και έμπαινε στο κέντρο του χωριού όπου υπήρχαν τα μπακάλικα του Καταραχιά και του Τσαγκαρίδη και τα καφενεία τουΜάρκου και της Μαρκατίνας και επέστρεφε στην εκκλησία.

Και όλα αυτά τα σπίτια έκαιγαν θυμίαμα στο δρόμο σε θραύσματα κεραμιδιού για να καθαριστεί ο χώρος από κάθε κακό για να περάσει ο Επιτάφιος. Και σε κάθε γειτονιά, γίνονταν και μια μικρή στάση,  μια σύντομη τελετή  η οποία έκλεινε με το τρανταχτό τρις Κύριε Ελέησον. που το έλεγαν όλοι οι πιστοί που μετείχαν στην πομπή. 

Αυτή η διαδρομή του Επιταφίου είχε καθιερωθεί από παλιά… τότε που το κοιμητήριο, ήταν στον περίβολο της εκκλησίας, αλλά συνεχίζεται να γίνεται έτσι ακόμα, παρά του ότι το νεκροταφείο έχει μεταφερθεί έξω απ’ το χωριό. 

Αυτός ο κύκλος του Επιταφίου γύρω από το κοιμητήριο, συμβολίζει την νίκη της Ζωής πάνω στον Θάνατο. Ο Ιησούς Χριστός με τον θάνατό του και την Ανάσταση του, κατήργησε τον θάνατο… αφού μνημεία ανεώχθησανκαι νεκροί αναστήθηκαν εκείνη τη μέρα, όπως λένε τα ιερά μας Βιβλία…

Και όλα αυτά τα σπίτια, έκαιγαν θυμίαμα, σε θραύσματα κεραμίδας, στο δρόμο για να καθαριστεί ο χώρος από κάθε κακό, προκειμένου  να περάσει ο Επιτάφιος. Και σε κάθε γειτονιά, γίνονταν και μια μικρή στάση,  μια σύντομη τελετή  η οποία έκλεινε με το τρανταχτό, τρις Κύριε Ελέησον. που το βροντοφώναζαν όλοι μαζί, οι πιστοί που μετείχαν στην πομπή. 

Και η περιφορά του Επιταφίου τελείωνε με την επιστροφή του στην εκκλησία, όπου τον κρατούσαν στην είσοδο του ναού, οι νέοι, που τον μετέφεραν και περνούσαμε πάλι όλο το εκκλησίασμα από κάτω του, για να μπούμε στην εκκλησιά. Και εκεί διαβάζονταν η Απόλυσης  και σχολούσε, η πιο συγκινητική… η πιο θλιβερή  αλλά και η πιο κατανυκτική… λειτουργεία της Μεγαλοβδομάδας.

Και ύστερα έρχονταν το Μεγάλο Σάββατο, όπου γίνονταν οι ετοιμασίες για τον οβελία, και για την μαγειρίτσα, την καθιερωμένη σούπα που γίνεται με τα εντόσθια του αρνιού που θα ψηθεί στη σούβλα, την πρώτη μέρα της Πασχαλιάς. 

Η μάννα γυρνούσε τα έντερα και τα έπλυνε πολύ καλά, καθώς και την συκωταριά και  έπειτα τα ψιλοέβραζε και τα έκοβε σε μικρά κομματάκια. Καθάριζε και πέντε-έξι  φρέσκα κρεμυδάκια και τα έκοβε ψιλά-ψιλά καθώς και κάνα δύο χεριές σπανάκι και τα ψιλοτσιγάριζε, μετά έριχνε μέσα και τα εντόσθια να τσιγαριστούν και αυτά, πρόσθετε το ανάλογο νερό  και μια κούπα ρύζι και όταν έβραζε και το ρύζι , την αυγόκοβε και γίνονταν μια καταπληκτική μαγειρίτσα.

Στα παιδικά μας χρόνια δεν συνηθίζονταν στα μέρη μας να φτιάχνουμε αυτήν την κλασική μαγειρίτσα το βράδυ της Ανάστασης.  Τα εντόσθια του πασχαλιάτικου αρνιού, τα μαγειρεύαμε την Τρίτη μέρα του Πάσχα και  τα φτιάχναμε με χόρτα, σπανάκι και κρεμυδάκια για να φάμε και λίγο χορταρικό μετά το παχύ τ’ αρνί…

Κοκορέτσι το Πάσχα έφτιαχνε ο γαμπρός μας ο Γιώργος, που κατάγεται από την Βερδικούσια, ένα χωριό στα Χάσια, πιο ορεινό απ’ το δικό μας, σε υψόμετρο 700μ. Το χωριό αυτό φημίζεται για το κοκορέτσι και το σπληνάντερο και ο Γιώργος  έχει μεγάλη επιτηδειότητα στο κοκορέτσι. 

Σαν παιδιά περιμέναμε πως και πως να μας αγοράσουν πασχαλιάτικη περίτεχνη λαμπάδα, με τούλια και  λουλούδια, αλλά ήμασταν φτωχοί… Και σπάνια… μας έπαιρναν λαμπάδες, τυλιγμένες με χρωματιστά χάρτινα στολίδια… κόκκινα μπλε και άλλα χρώματα. 

Και το βράδυ της ανάστασης κοιμόμασταν νωρίς… για να ξυπνήσουμε τα μεσάνυχτα που χτυπούσε η καμπάνα για την Λαμπρή, την μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης και  το Χριστός Ανέστη. Βάζαμε τα καλά μας ρούχα, παίρναμε την λαμπάδα μας και ένα κόκκινο αυγό και πηγαίναμε στην εκκλησία, που υπήρχε το αδιαχώρητο… Όλο το χωριό ήταν εκεί για το Χριστός-Ανέστη… Μόνο αν ήσουνα βαριά άρρωστος επιτρέπονταν να λείψεις…  Η Ανάσταση γίνονταν στο προαύλιο  της εκκλησίαςκαι ήταν η πιο κατανυκτική τελετή του χρόνου και συνοδεύονταν και με βαρελότα που έκαναν εκκωφαντικό θόρυβο. Μετά το εκκλησίασμα έμπαινε στο ναό για τα επίλοιπα τελετικά και εμείς τα παιδιά καθόμασταν στον νάρθηκα και κάναμε τα δικά μας… τσουγκρίζαμε τα αυγά μας και περιεργαζόμαστε τις στολισμένες λαμπάδες των παιδιών, που είχαν εύπορους μπαμπάδες και τους παίρνανε λαμπάδες με στολίδια. 

Εκείνο δε που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα το Πάσχα στον τόπο μας, και άλλα χωριά της Θεσσαλίας, είναι οι μεγάλοι παραδοσιακοί  χοροί, τα Πασχαλιόγιορτα, όπως λέγονται, που τελούνται στο μεϊντάνι… στην πλατεία θα λέγαμε σήμερα, μετά την λειτουργεία. Την πρώτη μέρα, μετά την απογευματινή λειτουργεία και τις άλλες δυο μέρες μετά τις πρωινές. 

Παλιότερα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, αυτοί οι χοροί ήταν πολύ εντυπωσιακοί. Τότε οι νιόνυφες, χόρευαν μπροστά, φορώντας τα νυφικά τους που τα είχαν κοντύνει ως τη μέση της γάμπας και άσπρα μεταξωτά μαντήλια, με όμορφες δαντέλες και ακολουθούσαν οι πιο ηλικιωμένες, με τις τοπικές ενδυμασίες και τα επίσης περίτεχνα δαντελωτά μαντήλια. Και τραγουδούσαν  παλιά παραδοσιακά τραγούδια που αναφέρονταν κυρίως σε γεγονότα που είχαν συμβεί στην περιοχή επί τουρκοκρατίας και άλλα που αναφέρονταν σε ιστορικά γεγονότα άλλων εποχών, ακόμη παλιότερων.

Τα πιο δημοφιλή τραγούδια ήταν τα «Μια μαρουδιά π’ τα Γιάννενα» «Πατήσαν το Ξηρόμερο και το κανανβιριάνι» «Σήμερα Δέσπω μ’ Πασχαλιά» «Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο» «Χριστός Ανέστη Σίτσα μου ριζαρούλα μου»

Την δεύτερη μέρα του Πάσχα πηγαίναμε στο μοναστήρι του προφ. Ηλία, όπου τελούνταν εκεί η λειτουργεία της μέρας  για να λειτουργηθεί και αυτός ο ιερός χώρος, που δεν έχει εδώ και χρόνια μοναχούς, και γίνονταν και εκεί οι τελετικοί πασχαλιάτικοι χοροί, στα πράσινα λιβάδια, πέρα απ’ τη Λεύκα, το ρέμα που περνάει μπροστά απ’ το μοναστήρι. 

Εκεί γίνονταν και οι χοροί των γυναικών, το καλοκαίρι, που γιόρταζε το μοναστήρι,  στις 20 Ιουλίου και ξεκινούσε ο χορός με το τραγούδι «Στον Αη-λιά ανέβαινα, να περισυριανίσω»

Και την Τρίτη μέρα, έκλεινε το εορταστικό τριήμερο του Πάσχα, με λειτουργεία στον Άγιο Νικόλαο, προστάτη του χωριού μας και με χορούς παραδοσιακούς στην πλατεία, που τελείωναν με το τραγούδι, που σηματοδοτούσε το τέλος των εορτασμών του Πάσχα, το «χορεύει η Σύρμω κι η Οβριά, ξεπροβοδούν την Πασχαλιά» Και του χρόνου με υγεία.

Και σε λίγο έρχονταν η Πρωτομαγιά με τα δικά της έθιμα και παραδόσεις, που τηρούνταν  πιστά ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Το πιο δημοφιλές  και σημαντικό έθιμο αυτής της μέρας, ιδιαίτερα τα παλιότερα χρόνια, ήταν αυτό του «Κλύδωνα».Τα παλιότερα…  χρόνια, τα κορίτσια έπαιρναν μια μπρούτσινημπακράτσα, που την στόλιζαν γύρω-γύρω με λουλούδια, κυρίως τριαντάφυλλα, η ένα γκάζι τσίγκινο, μέσα στο οποίο τοποθετούσαν, μια χεριά από κλωνάρια δέντρων και λουλούδια, κυρίως τριαντάφυλλα. Για τον πατέρα έβαζαν ένα κλωνάρι βαλανιδιάς, για την μάνα κορομπλιάς, για τα αγόρια από ένα κλωνάρι αχλαδιάς και για κάθε κορίτσι ένα τριαντάφυλλο.Και κατά το απόγευμα της Πρωτομαγιάς  όλα τα κορίτσια, έπαιρναν το αγγείο και εν πομπή και τραγουδώντας τοπικά παραδοσιακά τραγούδια για τον Μάη, πήγαιναν  στο πηγάδι, που είναι κάτω στο λάκκο του Κυρίτση, για να το γεμίσουν νερό. Μετά το σκέπαζαν με κόκκινο πανί. Το κόκκινο χρώμα συμβολίζει την γρηγοράδα…  να έρθει γρήγορα ο γαμπρός και ο γάμος…

Το πρώτο τραγούδι που έλεγαν ήταν το «Να βάλουμε τον κλύδωνα, του Μάη, τ’ Αθανασίου», καθώς στις 2 Μαίου η εκκλησία γιορτάζει την ανακομιδή των λειψάνων, του Αγ. Αθανασίου του Μεγάλου, πατριάρχη Αλεξανδρείας. 

  Άλλα τραγούδια που έλεγαν ήταν  το « Ήρθες Μάη μ’ ήρθες, ήρθες καλώς ήρθες

Μάριμ’ στρώστου ψάθα, ψάθα δεν τη θέλει

Μας γυρεύει δρεπάνι, να πα να θερίσει

Να πα να θερίσει και να τ’ αλωνίσει

Στην κορφή απ ΄του δέντρου  και απ’ του κυπαρίσσι» 

Άλλο λέει. «ΤωράΜαιάτωρά δροσιά, τα ίτσια, τα ίτσια… Τωρά και ο νιος εκκίνησε να πάει σε πανηγύρι»κλπκλπ κλπ.Ίτσια είναι τα λουλούδια της εξοχής. 

Και οι νέοι του χωριού πήγαιναν ξοπίσω τους, έχοντας πάρει μαζί τους  ένα κλούβιο αυγό…   απ’ το κοτέτσι τους η αυγά από πουλιά, σπουργίτια η χελιδόνια,  για να το ρίξει στην κοπέλα που αγαπούσε.Κλούβιο ήταν σίγουρα, το λεγόμενο «φόλι», το αυγό που αφήναμε στη φωλιά, για να πάνε εκεί οι κότες να κάνουν τα αυγά τους. Με αυτόν τον τρόπο  ο κάθε νέος,γνωστοποιούσε… στην ίδια αλλά και στους συγχωριανούς του,  ότι αγαπάει την συγκεκριμένη κοπέλα. Βέβαια πολλές φορές το αυγό δεν πετύχαινε τον στόχο του… και έπεφτε σε καμιά πιο ηλικιωμένη γυναίκα, που μπορεί να παρευρίσκονταν… τυχαία στον θίασο των νεανίδων… και τότε έπεφτε πολύ γέλιο!…  Αυτήν την ημέρα,  παλιότερα… μου έλεγαν οι θείες μου, ότι δεν φορούσαν το καλύτερό τους φουστάνι, γιατί έπεφταν τόσα αυγά, που γίνονταν χάλια τα ρούχα τους…

Τέτοιο χουνέρι έπαθε ο πατερούλης μου, ο γλυκός, όταν ως  νεολαίος  μετείχε στο δρώμενο του «κλύδωνα».  Σκοπός του ήταν να ρίξει το αυγό στην μάνα μου αλλά καθώς ο θίασος των νεανίδων  ήταν σε κίνηση…  το αυγό πέτυχε την Γιαννέλινα, που ήταν ήδη παντρεμένη…  Έπαθε μεγάλη χασκαρίκα ο καημένος.  Και μετά ο θίασος της νεολαίας του χωριού, αγόρια και κορίτσια, κατευθύνονταν προς το Μερκέζι όπου  χόρευαν όλοι μαζί,  τοπικούς χορούς, με κλαρίνα και βιολιά, ως αργά το απόγευμα.

Ο «κλήδονας»  είναι πανάρχαιο έθιμο, με αναφορές σ’ αυτόν, από την ομηρική εποχή ακόμα. Η λέξη «κλήδων» σημαίνει προφητεία… Αλλά στην περίπτωση του δικού μας χωριού, το έθιμο δεν έδινε προφητεία… για το ποιον θα πάρει η κοπέλα, αλλά έδινε την ευκαιρία στους νέους να εκφράσουν τα ερωτικά τους αισθήματα προς την  κοπέλα της αρεσκείας τους, έστω και με αυτόν τον όχι και  τόσο ευγενικό… η ιδανικό τρόπο. Πρωτόγονο θα τον έλεγα!… αλλά είχε κι αυτός την χάρη του!…

Είναι κατ’ εξοχήν γυναικεία υπόθεση, καθώς οι γυναίκες ανέκαθεν, είχαν ως  κύριο σκοπό της ζωής τους, να παντρευτούν και να νοικοκυρευτούν, ιδιαίτερα τα παλιότερα χρόνια…  Και το έθιμο αυτό, έδινε την ευκαιρία στους νέους, αγόρια και κορίτσια να έρθουν πιο κοντά… και να εκφράσουν τα αισθήματά τους για το άλλο φύλο, να τραγουδήσουν, να χορέψουν και να χαρούν τα νιάτα τους.

Και όταν τελείωνε το γλέντι, άνοιγαν το αγγειό, έπαιρνε η κάθε μια το ματσάκι της με τα κλαδιά και τα λουλούδια, που είχε βάλλει  μέσα και λίγο νερό και γυρνούσαν στα σπίτια τους. Το ματσάκι το κρεμούσαν στην κεντρική πόρτα του σπιτιού και με το νερό ράντιζαν το σπίτι… Ήταν λέει «γούρικο»… έφερνε τα «τυχερά» στο σπίτι τους… δηλαδή τους γαμπρούς…

 Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει!..

Στα δικά μου παιδικά χρόνια τελούνταν ο «κλήδονας» και τρέχαμε από κοντά, να δούμε τα δρώμενα. Θυμάμαι τον θίασο των κοριτσιών με το αγγειό στα χέρια, να περιφέρονται στους κεντρικούς δρόμους του χωριού, και στις αλάνες,  στην Ράχη, στην Πατρινή, στο γήπεδο και στο Μερκέζι και τα αγόρια από πίσω να πετούν αυγά… Που και που μας πετύχαινε και  κάνα αυγό ξώφαλτσο… που προορίζονταν για αλλού!…Και στο τέλος να καταλήγουν στην πλατεία του χωριού όπου γίνονταν το γλέντι.

Επίσης την Πρωτομαγιά, το πρωί πηγαίναμε στις εξοχές τριγύρω, κυρίως στα αμπέλια  αλλά και αλλού και μαζεύαμε αγριολούλουδα και φτιάχναμε ένα στεφάνι, που το κρεμούσαμε στην πόρτα του σπιτιού. Το έθιμο  του «κλήδονα»τηρούνταν περίπου ως την δεκαετία του 70. Έκτοτε έπαψε να τελείται και τα τελευταία χρόνια, ο Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού, προσπαθεί να το αναβιώσει… χωρίς μεγάλη επιτυχία, δυστυχώς…

Και στα εφηβικά μας χρόνια, που άρχισε να ατονεί ο «Κλήδονας», πηγαίναμε στα αμπέλια για πικ-νικ… Παίρναμε φαγητά, στρώναμε καταγής ένα στρωσίδι, τρώγαμε και χορεύαμε με τα φορητά κασετόφωνα ως το μεσημέρι.

Και μετά περιμέναμε την Πεντηκοστή, του Αγίου Πνεύματος, την μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Την ημέρα αυτή, στο χωριό μας, γίνονταν ένα παράξενο τελετικό, από ανθρώπους που είχαν χάσει πρόσφατα κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο.  Πήγαιναν σ’ ένα απ’ τα πηγάδια του χωριού, έχοντας μαζί τους ένα καθρεφτάκι.

Κρατώντας το καθρεφτάκι στα χέρια τους, ακουμπούσαν  τους αγκώνες τους στο τσιμεντένιο χείλος του πηγαδιού ούτως ώστε να βλέπουν στην επιφάνεια του νερού, το είδωλο του καθρέφτη. Και έπειτα  φώναζαν τρεις φορές το όνομα του αγαπημένου τους, που είχε φύγει απ’ τη ζωή, να έλθει να τον ιδούν…  Και  προσπαθούσαν να ιδούν την μορφή του,  μέσα στην αντανάκλαση του καθρέπτη,  στην επιφάνεια του νερού.  Και όλοι ισχυρίζονταν ότι τους έβλεπαν…

Πήγαμε και εμείς σαν παιδιά, στην Γκουγκούση, ένα απ’ τα πηγάδια του χωριού, όπου πηγαίναμε τα Σάββατα όταν είχε καλό καιρό  και λουζόμασταν τα γυναικόπαιδα  και κάναμε το τελετικό. Έπαιρνε το κάθε παιδί το καθρεφτάκι  και βλέποντας την αντανάκλασή του στο νερό επικαλούνταν τρεις φορές το όνομα της Ματούλας… Κάποια παιδιά ισχυρίζονταν ότι είδαν την μορφή της μέσα στον καθρέφτη και άλλα όχι…  Είχε πεθάνει τότε κοντά, η συμμαθήτριά  μας η Ματούλα τ’ Αντωνούλη, από καρδιά και μας είχε συγκλονίσει ο θάνατός της, και θέλαμε να την δούμε… έστω και σαν σε φωτογραφία.

Και όταν μεγάλωσα και έμαθα πράγματα για τους κόσμους, Πευματικός Κόσμος, Αιθερικός  και Υλικός και τις αντιστοιχίες μεταξύ των και τους συμβολισμούς… με εξέπληξε το γεγονός ότι απλοί…  άνθρωποι, πίστευαν πως οι Κόσμοι αυτοί επικοινωνούν και εύρισκαν τρόπους επικοινωνίας. Ο Αιθερικός Κόσμος είναι ο κόσμος των ψυχών, που στον υλικό Κόσμο συμβολίζεται με το νερό, άρα μπορούμε να  δούμε  την ψυχή του αγαπημένου μας,  σαν εικόνα, μέσα στο είδωλο του καθρέφτη.

Πως συμβαίνει στον ύπνο μας να βλέπουμε τους  νεκρούς μας στα όνειρά μας και να συνομιλούμε και να κάνουμε παρέα…,  σαν να είναι ζωντανοί και όταν ξυπνάμε, λυπόμαστε… που τέλειωσε το όνειρό και τους χάσαμε… πάλι.  Όταν κοιμόμαστε, οι ψυχές μας βγαίνουν και αυτές στο κατώτερο αιθερικό και εκεί συναντιούνται με τις ψυχές των συγγενών  και φίλων, που «έφυγαν» απ’ τη ζωή και «τα λέμε». Και είναι κάποια τέτοια όνειρα που δεν θέλεις να τελειώσουν ποτέ!… όπως όταν βλέπεις στα όνειρά σου πολυαγαπημένα πρόσωπα!… 

Και έπειτα περιμέναμε με λαχτάρα τον Ιούλιο, τον Αλωνάρη, έτσι τον έλεγαν οι γονείς μας, καθώς η κύρια ασχολία τους αυτόν τον μήνα ήταν το αλώνισμα και η αποθήκευση του σταριού, για το ψωμί της χρονιάς. 

Αυτόν τον μήνα γίνονταν και το δεύτερο σε αίγλη και μεγαλοπρέπεια πανηγύρι του χωριού, αυτό του Προφήτη-Ηλία.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

Το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία βρίσκεται σε κοντινή σχετικά απόσταση απ’ το χωριό μας, περί τα είκοσι λεπτά με τα πόδια. Είναι κτισμένη σε ειδυλλιακή περιοχή σε μια «αγκαλιά»… που σχηματίζεται, καθώς η ρεματιά της Λεύκας ελίσσεται εντυπωσιακά… στη ρίζα από κάθετα βράχια, που οριοθετούν τον παρακείμενο, όμορφο λόφο, που στην κορφή του έχει ένα μοναδικό δέντρο, μια βαλανιδιά και απ’ όπου πήρε και το όνομά του «Δεντρούλι» και ανάμεσα από παρακείμενους λόφους που περιστοιχίζουν το μοναστήρι.

Είναι φρουριακού τύπου, περιτειχισμένο με  ψηλό  και παχύ, πέτρινο τείχος, που φέρει  στην βόρεια και στην νότια γωνία του, υψηλούς αμυντικούς πύργους, που έχουν πολεμίστρες… για την άμυνα του μοναστηριού σε χαλεπούς καιρούς.  Η είσοδός του είναι και αυτή φρουριακού τύπου με καταχύστρα, και  στο υπέρθυρο έχει ένα ανάγλυφο μαρμάρινο, δικέφαλο φίδι. 

Ήταν αντρική Μονή και στις απαρχές της πρέπει να είχε πολλούς μοναχούς, πράγμα που το μαρτυράει  η ύπαρξη δυο πτερύγων από κελιά στην δυτική πλευρά,η μια δεξιά και η άλλη αριστεράτης κυρίας εισόδου αυτής.

Στην νότια πλευρά υπάρχει και μια πυλίδα  καμπυλωτή, η οποία προφανώς χρησίμευε ως έξοδος κινδύνου στους χαλεπούς καιρούς και  σε μικρή απόσταση απ΄ αυτήν υπάρχει πηγή πόσιμου νερού για τις ανάγκες των μοναχών. Η ξύλινη θωρακισμένη με αναρίθμητα  πλατυκέφαλα καρφιά,  πόρτα της κεντρικής εισόδου έχει καταστραφεί και αντικαταστάθηκε με μια απλή σιδερένια στις μέρες μας.

Το καθολικό της Μονής, σταυροειδής μετά τρούλου, ήταν κτισμένο στο κέντρο  και ήταν καταπληκτικής κατασκευής, με απλό  ξύλινο  τέμπλο, χωρίς στολίδια., δυο ξύλινα αναλόγια και εξαιρετικές εικόνες, ιδιαίτερα του Προφ. Ηλία, που θυμίζει τον Φαέθοντα πάνω στο άρμα…

Και επειδή το έδαφος στην περιοχή που είναι κτισμένη η Μονή, είναι κατηφορικό,  οι μοναχοί , έσκαψαν για να ισιώσουν τον τόπο και  έκτισαν αναλλειματικό  τείχος, με σκάλα που οδηγεί στον σχετικά μικρό ναό, με την μικρή πλακοστρωμένη αυλίτσα. Στην αυλή της Μονής υπάρχουν κάμποσα δέντρα, κυρίως αμυγδαλιές.  Στο κέντρο του πέτρινου δαπέδου του ναίσκου, ξεχώριζε από το μέγεθος,  μια πλάκα λευκή και έλεγαν… οι παλιότεροι… πως από κάτω υπήρχε πηγάδι. Και δεν αποκλείεται… καθώς σε χαλεπούς καιρούς… δεν θα μπορούσαν να βγαίνουν απ’ το  κάστρο να φέρνουν νερό απ’ την πλησιέστερη πηγή. Δίπλα στο μοναστήρι κτίστηκε και ο νερόμυλος του χωριού, καθώς  αυτό είναι κτισμένο σε μικρή απόσταση από την  ρεματιά  της Λεύκας και το μυλαύλακό του, περνούσε  σε απόσταση αναπνοής… από την κεντρική είσοδο  του. Γι’ αυτό όταν λειτουργούσε ο μύλος και πηγαίναμε στο μοναστήρι, μικρά που ήμασταν, με το ζόρι πηδούσαμε το μυλαύλακο… και καμιά φορά γινόμασταν και μούσκεμα.

Η σωζόμενη πτέρυγα των κελιών, μέχρι την δεκαετία του 70, ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση. Σαν παιδιά πηγαίναμε πολύ τακτικά στο Μοναστήρι για να ανάψουμε και να επισκεφτούμε και  τον  νερόμυλο που ήταν ακόμα εν ενεργεία… Η καλύτερή μας βόλτα ήταν αυτήν στον Προφ. Ηλία.!… Πηγαίναμε τις Κυριακές στην εκκλησία και αμέσως μετά οργανώναμε μια εκδρομή εκεί. Συνήθως είμασταν έξι με εφτά φιλενάδες, οι δυο Λεμονιές, η Κατινούλα η Βάγια, η Φρόσω, η Κούλα τ’ Λαγουβάϊου, η Ρινούλα της Μαρίτσας και η αδελφή μου η Ευδοκία.

Πηγαίναμε πρώτα στο μοναστήρι και ανάβαμε τα καντήλια και σταυροκοπιόμασταν…  και μετά αρχίζαμε τις εξερευνήσεις μας…  στα πέριξ. Η σωζόμενη πτέρυγα ήταν διώροφη, με πέτρινη σκάλα που οδηγούσε επάνω και πρέπει να ήταν το αρχονταρίκι της Μονής. Επάνω είχε μια μεγάλη αίθουσα με τζάκι παράθυρα και ξύλινο χαγιάτι και ο  κάτω χώρος ήταν σκοτεινός, προφανώς ήταν η αποθήκη τους. 

Μετά κάναμε ένα γύρω στην αυλή και καμιά φορά πεταγόμασταν και μια βόλτα στην πηγή, περνώντας σκυφτά απ΄ την πυλίδα. Και στη συνέχεια πηγαίναμε στο μύλο, που ήταν η ατραξιόν… της εξόρμησης,  Πρώτα-πρώτα πηγαίναμε στο «Ζοριό», στην τεράστια  τσίγκινη χοάνη, όπου έπεφτε το νερό απ’ το μυλαύλακο. Μετά πηγαίναμε απ’ την κάτω μεριά να ιδούμε τα νερά που βγαίνουν από εκεί. Και όταν ο μύλος έπαψε να λειτουργεί και αφέθηκε στην μοίρα του!… να λεηλατηθεί… όπως συμβαίνει συνήθως… μπαίναμε μέσα και περιεργαζόμασταν τις μυλόπετρες και γενικά όλο τον μηχανισμό του, καθώς και το δωμάτιο του μυλωνά, που είχε μέσα ένα ξύλινο ντιβάνι που κοιμόνταν. Τελευταίος μυλωνάς ήταν ο παππούς ο Τσιάχας, που είχε μια μεγάλη γαμπσή  μύτη, που είχε  μια τρύπα… που μας εντυπωσίαζε!…Τρύπα στη μύτη…

Άλλη φορά είχαμε μια πιο φαεινή ιδέα…  Δεν πάμε βρε παιδιά εκεί στα βράχια κάτω απ’ το «Δεντρούλι» να σκαρφαλώσουμε; Ε!… και δεν πάμε!… συμφωνήσαμε όλες. Και μια και δυο… πήγαμε και σκαρφαλώσαμε όσο μας έπαιρνε… Που να ήξεραν οι μανάδες μας τι κάναμε!… Από κάτω μας κυλούσε η Λεύκα, που εκείνα τα χρόνια είχε πολύ νερό… αν έπεφτε κανένα μας μέσα, τι θα κάναμε; Ούτε που μας περνούσε απ’ το μυαλό το κακό!..

Κάποια άλλη φορά είχαμε ακόμα πιο τολμηρή ιδέα…  Περπατούσαμε κατά μήκος της ρεματιάς, πιο πέρα απ’ το Μοναστήρι, εκεί που η ρεματιά ελίσσεται  και το  κυκλώνει  και είδαμε μια ωραία βάθρα. Ήταν  καλοκαίρι και  έκανε ζέστη…  Κοιταχτήκαμε… και κάποια πετάγεται και λέει… Εγώ λέω να κολυμπήσουμε… κάνει ζέστη!… Και  δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη… Βγάζουμε όλα μας τα ρούχα και τσιτσίδια… μπήκαμε στη βάθρα και πλατσουρίζαμε… Σάμπως είχαμε ιδέα και από κολύμπι!… Δεν είχαμε δει ακόμα θάλασσα και ανθρώπους να κολυμπάνε. Και η βάθρα ήταν ρηχή… ούτε μέχρι τη μέση  δεν μας έπαιρνε. 

Την είχαμε καταβρεί μέσα στη βάθρα, όταν είδαμε έναν καβαλάρη… τον Θωμά του Σάμου, που είχε τα πρόβατά του, λίγο πιο κάτω απ’ το Μοναστήρι,να πλησιάζει. Ντραπήκαμε και προσπαθούσαμε  να κρυφτούμε στο νερό να μην ιδεί ότι είμαστε ολόγυμνα… Αυτός όμως δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί μας… και συνέχισε τον δρόμο του… και εμείς τη δουλειά μας…  Και όταν αποκάμαμε… απ’ το πολύ πλάτσα-πλούτσα…  ντυθήκαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Ήταν το πρώτο κολύμπι της ζωής μας…

Και καθώς μας ενθουσίασε… αυτή η πρώτη επαφή με τις βάθρες και το πλάτσα -πλούτσα, το επαναλάβαμε κάμποσες φορές ακόμα σε άλλα ρέματα… 

Ήταν Ιούνης μήνας και  οι κάτοικοι του χωριού σκαλίζανε τα καπνά. Και εμείς η γνωστή… κομπανία, εξερευνούσαμε… το ρέμα που κατεβαίνει απ’ την Καρδαλά, περνάει απ’ τα  τέσσερα πηγάδια, την Χατζή, τηνΝτίμ, την Αβρανά και την Γκουγκούση  και συνεχίζει την πορεία του για να σμίξει παρακάτω με την Λεύκα.

Ανηφορίζαμε από την Χατζή, προς την Καρδαλά, περπατώντας στις όχθες του, πότε από δω πότε από εκεί κατά πως μας βόλευε… ψάχνοντας για  την καλύτερη βάθρα για να πλατσουρίσουμε. Τριγύρω στους λόφους υπήρχαν χωράφια σπαρμένα με καπνό και χωρικοί που σκάλιζαν. Κάποια στιγμή βρήκαμε μια που μας άρεσε εκ πρώτης όψεως  και γδυθήκαμε  στο πι και φι και πέσαμε στο νερό και αρχίσαμε τάχα να κολυμπούμε… Μέσα σε λίγα λεπτά το νερό είχε θολώσει… απ’ τη λούνη που ανακατεύαμε με τα πόδια μας.

Δεν μας άρεσε… αυτή η κατάσταση και αποφασίσαμε να ψάξουμε για άλλη καλύτερη βάθρα. Τα ρούχα μας τα κρατούσε η αδελφή μου η Ευδοκία, η οποία φοβόταν να μπει στο νερό ακόμα, ήταν και πιο μικρή και κάθονταν  και μας χάζευε…  Πήγαμε λίγο παραπάνω και πέσαμε σε μια παραδιπλανή… Και η Ευδοκία μας ακολούθησε με τα ρούχα στα χέρια της. Ως φαίνεται όμως καθ’ οδόν, της έπεσε το βρακάκι  και δεν το κατάλαβε.  Και όταν τελειώσαμε το «κολύμπι», ντυθήκαμε αλλά εγώ ήμουν ξεβράκωτη… και μάλωνα την αδελφή μου που δεν πρόσεξε… και τώρα τί θα κάνουμε; Τι θα πούμε στη μάνα; «Μαϊμού, τι έκανες; Που είχες το νου σου;  Όταν μαλώναμε όλο μαϊμού την έλεγα…

Μετά αρχίσαμε να ψάχνουμε μήπως το βρούμε αλλά τζίφος… πουθενά δεν υπήρχε. Τότε μας ήρθε μια ιδέα!.. Την ώρα που εμείς κολυμπούσαμε στην δεύτερη βάθρα, πέρασε από την περιοχή η Πιλπίνενα που πήγαινε να σκαλίσει το χωράφι της που ήταν εκεί κοντά. Και σκεφτήκαμε ότι πιθανόν να το βρήκε εκείνη και να το περιμάζεψε, όπως και έγινε. Μια και δυο πάω στο χωράφι και της λέω «θεια μήπως βρήκες ένα βρακί, καθώς ερχόσουνα στο χωράφι;» Αυτή χαμογέλασε… και μου λέει. «Ναι ιγώ του βρήκα και του μάζεψα. Κατάλαβα ότι είνιδκόσας.»

Αλλά το πιο ωραίο μπάνιο το κάναμε στη μεγάλη βάθρα, που βρίσκονταν κάτω απ’ τη μεγάλη γέφυρα, που γεφύρωνε τη Λεύκα, όταν κατασκευάστηκε ο αμαξιτός δρόμος.  Εκεί τα νερά ήταν πιο καθαρά και είχαμε και κάτι σανίδες πλατιές, που τις κρατούσαμε και πλατσουρίζαμε πιο άνετα, τις χρησιμοποιούσαμε σαν σωσίβια…

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ-ΗΛΙΑ

Δυο  μεγάλα πανηγύρια γίνονταν στο χωριό μας και τα δυο το καλοκαίρι. Στις 20 Ιουλίου του Προφήτη-Ηλία και το δεκαπενταύγουστο της Παναγίας της Τσιούμας, που ήταν το πιο αγαπημένο μας και το πιο εντυπωσιακό. 

Του Αηλιά ανήμερα, πολύς κόσμος πήγαινε στο μοναστήρι για να γιορτάσει τον Άγιο και γίνονταν μια κατανυκτική λειτουργεία. 

Εκείνο που θυμάμαι σαν παιδάκι, είναι οι μικροπωλητές, που πωλούσαν διάφορα καλούδια για τα παιδιά, έχοντας αραδιάσει τις φτωχικές… πραμάτειες τους απάνω στα βραχάκια, στο χώρο δεξιά και αριστερά από την κεντρική είσοδο του μοναστηριού. Πωλούσαν καραμελένια κόκκινα κοκοράκια, τυλιγμένα με διάφανη ζελατίνα που ήταν γλειφιτζούρια και κάτι μικρά μηλαράκια καραμελωμένα και αυτά τυλιγμένα με χρωματιστή ζελατίνα.Καθώς και κάτι τρεμπέτες και σφυρίχτρες για τα αγοράκια και μπάλες μικρές  έγχρωμες λαστιχένιες και πλαστικές. 

Το βράδυ της γιορτής του Προφ-Ηλία, γίνονταν στο χωριό μεγάλο πανηγύρι, με κλαρίνα και πολύ χορό που κρατούσε ως το πρωϊ.  Παλιότερα γίνονταν μπροστά απ’ το καφενείο του Μαρκατά και αργότερα στου Μπατζάρα.Ένα επεισοδιακό πανηγύρι των παιδικών μου χρόνων, που θυμάμαι έντονα στις απαρχές της δεκαετίας του 60 ήταν στου Μαρκατά.  Μαρκάτι στο χωριό λέμε το γιαούρτι, προφανώς… ο Νάσιος Γρεβενίτης είχε αδυναμία… σ’ αυτό και του κότσαραν αυτό το παρατσούκλι.

Είχαν απλώσει τα τραπέζια και τις καρέκλες στο χώρο μπροστά απ΄ το καφενείο  του και το μπακάλικο του  Καταραχιά.Είχαν κλείσει παραδοσιακή ορχήστρα που είχε και μια ντιζέζα, έτσι τη λέγαμε, μια τραγουδίστρια που  έπαιζε και ντέφι και είχαν ψήσει και κάμποσα ζυγούρια η προβατίνες. Από ποτά μεγάλη πέραση είχαν οι μπύρες και τα αναψυκτικά, οι λεμονάδες και πορτοκαλάδες «Κλιάφα» Τρικάλων.

Και μόλις άρχιζε να πέφτει ο ήλιος, άρχιζαν οι οργανοπαίχτες να κουρντίζουν τα όργανα και να δοκιμάζουν τις μικροφωνικές εγκαταστάσεις… ένα  ένα-δυο ένα κλπ. κλπ.   Και σιγά-σιγά έρχονταν και ο κόσμος κατά οικογένειες  και κατά παρέες για να γλεντήσουν, να φάνε και να πιούνε και να χορέψουνε. Και καθώς έρχονταν,  έπαιρναν και σειρά προτεραιότητας για το χορό.  Έλα όμως που ο κόσμος ήταν πολύς…  και δεν προλάβαιναν όλοι να χορέψουν και  εκεί κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες, που  το αλκοόλ θόλωνε τα μυαλά των πανηγυριστών… άρχιζαν σχεδόν πάντα οι αψιμαχίες και οι συμπλοκές,  μπουκάλια και καρέκλες  να εκσφεντονίζονται , να ανοίγουν κεφάλια, να τρέχουν αίματα  και να γίνεται ένας χαμός…

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΣΙΟΥΜΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΑΥΤΗΣ

Το μοναστήρι της Παναγιάς στην Τσιούμα είναι φρουριακού τύπου με μνημειακή είσοδο που έφερε καταχύστρα, όπως και του Προφήτη-Ηλία. Πιθανόν να είναι και περίπου της ίδιας εποχής.

Το πανηγύρι της Τσιούμας ήταν το κατανυκτικότερο και το πλέον μαγευτικό των παιδικών μου χρόνων. 

Την παραμονή της εορτής έφευγε η εικόνα της Παναγιάς απ’ το  χωριό, που φιλοξενείται στον άγιο Νικόλαο για να μην κλαπεί εκεί στην ερημιά που είναι το μοναστήρι της. Και σύσσωμο το χωριό την ξεπροβοδάει μέχρι το Σιόλωμα, που αρχίζει να κατηφορίζει ο δρόμος που οδηγεί εκεί. Παλιά την πήγαιναν με άλογο. Σήμερα που υπάρχει καλός χωματόδρομος  την πάνε με το αυτοκίνητο.  Όλοι βγαίνουν και να την υποδεχτούν στον χωριό. Είναι η προστάτισσά μας, το καμάρι του χωριού.

Και την επόμενοι μέρα το απόγευμα, ξεκινούσε ένα ατέλειωτο καραβάνι από άλογα και γαϊδούρια, στολισμένα με όμορφες μπατανίες η χριάμια και άλλοι καβαλαρία και άλλοι πεζοί κινούσαν για το πανηγύρι.Είχαν μαζί τους και φαγητά, νηστίσιμα, χαλβά ελιές, ψωμί, πεπόνι η καρπούζι, καθώς πολλοί θα κοινωνούσαν  και κάποια στρωσίδια, καθώς θα διανυκτέρευαν στην ύπαιθρο.  Και καθ’ οδόν τραγουδούσαν και ωραία τραγούδια τοπικά. Και όσοι δεν μπορούσαν να πάνε, καθώς ακόμα κάποιοι  αρμάτιαζαν καπνό, αγανακτούσαν… που δεν μπορούσαν να πάνε και αυτοί.

Και οι νεολαίοι της εποχής, του 60, που έζησα, όσοι είχαν άλογα, τα στόλιζαν σφόδρα με ότι καλύτερο είχαν και κάναν και αγώνες για το ποιος θα πάει γρηγορότερα. Και όταν έφταναν οι προσκυνητές  εκεί, γίνονταν ο πανηγυρικός Εσπερινός και μετά έστρωναν τα στρωσίδια τους, όπου εύρισκε ο καθένας, στο ναό, στο προαύλιο, στον νάρθηκα και στην αυλή για να κοιμηθούνε. Αυτή η διανυκτέρευση στην ύπαιθρο… σ’ αυτόν τον ειδυλλιακό τόπο,  κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό… ήταν που μας μάγευε περισσότερο από όλα τ’ άλλα… βλέπαμε την Πούλια, με τα εφτά αστεράκια και τον Αυγερινό, που είναι το πιο φωτεινό άστρο.

Και ο Εσπερινός και η πρωινή λειτουργεία… που τελούνταν πολύ νωρίς… για να μην τους πιάσει η  πολλή… ζέστη στο γυρισμό, ήταν κατανυκτικές… και μυστηριακές… Ίσως και ο τόπος που είναι κτισμένο το Μοναστήρι όπως κι όλοι οι ιεροί τόποι έχουν μια αύρα διαφορετική…  μαγική… θα έλεγα και δεν επιλέγονται τυχαία!…

Εκεί πάλι στο προαύλιο του ναού άπλωναν, τις πραμάτειες τους οι μικροπωλητές. Εδώ έρχονταν και ένας μικροπωλητής  ονόματι Γρηγόρης, απ’ το Δαμάσι, που είχε ένα μικρό ελάττωμα στο ένα ματάκι του και τον λέγαμε Γκαβογληγόρι, που πουλούσε καταϊφάκια. Για  πρώτη φορά στη ζωή μου δοκίμασα αυτό το γλύκισμα και μου άρεσε πολύ. Αν και ήταν πολύ αραιό το σιρόπι του, εμένα μου φάνηκετέλειο…  και μη φανταστείτε κανένα καταϊφι σαν αυτά που βλέπουμε σήμερα στα ζαχαροπλαστεία, δυο μπουκιές ήταν όλο-όλο και κόστιζε μια δραχμή. Ήταν και άλλοι που πουλούσαν καραμελένια λαγουδάκια, κοκκοράκια, καραμέλες, κουκλάκια ζαχαρένια τυλιγμένα σε έγχρωμα διαφανή χαρτάκια, μπισκοτάκια και διάφορα άλλα ψιλικά.  Κάποιος είχε αραδιασμένα σε χαμηλό παγκάκι,  όμορφα βραχιολάκια και δαχτυλιδάκια για τα κοριτσάκια  με έγχρωμες πέτρες, κόκκινες μπλε, πράσινες. Και χαλούσαν τον κόσμο… καθώς διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, φωνάζοντας «λαγούλια-λαγούλια-λαγούλια, για τα μικρά πιδούλια».

Και καημός μας μεγάλος… ήταν να έχουμε λεφτά μαζί μας, να αγοράσουμε βραχιολάκι και δαχτυλίδι με έγχρωμες πέτρες,  καθώς και κάτι γλυκό, μια κουκλίτσα, ένα γλυφιντζούρι κοκοράκι η μπισκοτάκια. Γι’ αυτό κάναμε το κουμάντο μας…  ξενοδουλεύαμε για να βγάλουμε λεφτά. Αρμαθιάζαμε το δικό μας καπνό και μετά πηγαίναμε σε άλλους χωριανούς, που δεν είχαν πολλά χέρια… για αυτή τη δουλειά και παίρναμε μια δραχμή την αρμάθα. Έτσι μαζεύαμε  αρκετά λεφτά για να έχουμε στα πανηγύρια,  για να αγοράσουμε  ότι ποθούσε η ψυχούλα μας… χαλβά, ζαχαρωτά καραμέλες. 

Εκείνα τα χρόνια, έρχονταν στο χωριό, στα πανηγύρια ένας παγωτατζής, με μηχανάκι και πίσω είχε ένα ψυγειάκι και πουλούσε χωνάκι παγωτό… κρέμα. Γυρνούσε στα σοκάκια και φώναζε, «χωνάκι παγωτό, κρέμα παγωτό»  Μάλιστα ένα καλοκαίρι  αρμαθιάζαμε στον Θύμιο της Φλιάς, που είχε πολλά στρέμματα καπνό και  βγάλαμε αρκετά λεφτά… Τόσα που έφτασαν να αγοράσω κι ένα όμορφο καπελάκι  καλοκαιρινό, με κερασάκια στο γείσο, που το είχα πολύ καημό…  Είχαμε αγοράσει καπελάκια και οι δυο οι Λεμονιές οι ξαδελφούλες και τα φορέσαμε  στο πανηγύρι Τ’ Αηλιά και καμαρώναμε σαν γύφτικα σκεπάρνια… Πολύ τα χαρήκαμε τα καπελάκια μας. Από τότε είχα μια αδυναμία στα καπέλα και την έχω και τώρα που γέρασα… 

Στο πανηγύρι της Τσιούμας έρχονταν και πολλοί δαμασιώτες, καθώς το μοναστήρι είναι πιο κοντά στο Δαμάσι, απ’ ότι στο χωριό μας. Εμείς τότε με τα ζώα κάναμε περί τις δυο ώρες για να πάμε. Και γίνονταν και γλέντι κυρίως από  τους δαμασιώτες  που είναι πιο μερακλήδες… και χορευταράδες από εμάς.

Εδώ στην Τσιούμα στο πανηγύρι γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν, η δασκάλα Δωροθέα Βαλιάκου με τον επίσης δαμασιώτη, δάσκαλο Μανώλη. 

Εκείνη την χρονιά θυμάται η αδελφή μου η Κούλα, που ήταν στο πανηγύρι, έγινε μεγάλος σαματάς… μεταξύ δαμασιωτών  και ελευθεροχωριτών, και η αιτία ήταν που ο ξάδερφός μας Ηλίας Μπόρας παλικάρι της παντρειάς… τότε. Του άρεσε κάποια δαμασιώτισσα και την «πείραξε»… Το «πείραγμα εκείνα τα χρόνια μπορεί να ήταν μια φράση θαυμασμού του τύπου «Τι όμορφη που είσαι;» η «ζαχαροπλάστης είναι ο πατέρας σου;» η να την έχει πάρει το κοντό… και να  μην την αφήνει ήσυχη… 

Σίγουρα και η κοπέλα δεν θα ήταν μόνη της στο πανηγύρι, θα συνοδεύονταν από γονείς, αδελφό, ξάδελφο η θείο. Και «έπεσε» πολύ ξύλο… κατά τα λεγόμενά της… Ευτυχώς δεν έγινε και κάνα φονικό!… Εκεί στην ερημιά της Τσιούμας δεν υπήρχαν  αλκοολούχα ποτά, παρά μόνο νερό απ’ το πηγάδι της Μονής. Μπορεί βέβαια κάποιος δαμασιώτης να είχε φέρει καμιά δαμιτζάνα τσίπουρο η κρασί, καθώς το χωριό αυτό έχει χιλιάδες στρέμματα  αμπέλια και οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν απ’ αυτά και παράγουν εξαιρετικά κρασιά και τσίπουρο.

Και φυσικά μετά τον ξυλοδρμό… «σχόλασε» και το πανηγύρι.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Και πέρασαν  τα χρόνια… και ήρθε η ώρα να πάω στο δημοτικό σχολείο. Είχα την εντύπωση πως θα πήγαινα στην ίδια τάξη με την ξαδέλφη μου την φροσίνα του Κουτσουλή… Και όταν ήλθε η ώρα πήγα και εγώ  μαζί της να γραφτώ και είχα μια χαρά!… αλλά δυστυχώς… μου είπαν, ότι του χρόνου  είναι εμένα η σειρά μου να πάω. Στενοχωρήθηκα…  που το άκουσα αυτό, αλλά γρήγορα το ξέχασα… καθώς μόλις βγήκαμε στην αυλή του, είδαμε δυο κοριτσάκια που ασκούνταν στο «Κουτσό» στα σκαλιά της εισόδου του σχολείου.  Και δεν χάσαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε και εμείς αυτήν την καινούργια δραστηριότητα… Ανέβηκα δυο φορές και ξανακατέβηκα με επιτυχία… αλλά την τρίτη φορά ατύχησα…  έπεσα στα σκαλιά με τα μούτρα και χτύπησα λίγο στα χείλη και μάτωσαν…

Εγώ βέβαια σωστά πήγα να γραφτώ στο σχολείο και στα γυμνασιακά μου χρόνια κατάλαβα τι είχε συμβεί και έχασα μια χρονιά. Ο πατέρας μου που ήταν και ζωέμπορος, έλλειπε αρκετό καιρό από το σπίτι, οπότε δεν μπορούσε να είναι συνεπής και στα οικογενειακά του καθήκοντα… Ποιος ξέρει που θα ήταν όταν γεννήθηκα… σε ποια πόλη της Μακεδονίας, εκεί αγόραζε γελάδια  και τα έφερνε με ανθρώπους που συνεργάζονταν,  σε κάμποσες μέρες… περπατώντας στην Λάρισα, όπου τα πούλαγε. Που να πρωτοέχει τον νου του ο καημένος. Είχε και δυο αδελφές ανύπαντρες, που έπρεπε να τις παντρέψει και τρία παιδιά με μένα να μεγαλώσει… Έτρεχε και δεν έφτανε που λέει και ο λόγος!… Μόνο  την πρώτη μου αδελφή την Κούλα(Βασιλική) το όνομα της αγαπημένης του μανούλας, που γεννήθηκε στον Τύρναβο, όπου ήταν πρόσφυγες, λόγω του εμφυλίου πολέμου, την έγραψαν κανονικά… δηλαδή την ημερομηνία που γεννήθηκε.

Εμένα και τον αδελφό του τον Βάϊο, μας έγραψε την ημερομηνία που μας βάφτισαν, δηλαδή έξι με εφτά μήνες αργότερα, την δε τελευταία κόρη την Ευδοκία, που του μοιάζει πολύ και στη φάτσα και σαν χαρακτήρας, δεν την έγραψε καθόλου.  Και όταν ήλθε η ώρα να πάει σχολείο,  δεν υπήρχε ληξιαρχική πράξη γέννησης… Πήγε στον γραμματέα της κοινότητας και ρώτησε και του είπε ο συγχωρεμένος ο Ζήκας, ότι εδώ φαίνεται να έχεις τρία παιδιά… και αυτός να επιμένει ότι έχει τέσσερα… Ναι του λέει, εσύ μπορεί να έχεις τέσσερα, αλλά το τέταρτο δεν το έγραψες… Και τώρα τι γίνεται; Ρώτησε.  Τώρα του λέει, πρέπει να γίνει ένα τυπικό δικαστήριο, με δυο μάρτυρες που θα μαρτυρήσουν ενόρκως ότι έχεις και ένα τέταρτο  παιδί, που είναι κορίτσι και το λένε Ευδοκία και τελείωσε η ιστορία…  Και έτσι δηλώθηκε και η παρουσία της Ευδοκίας στα κατάστιχα του κράτους.

Επεισοδιακή ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στο σχολείο,  και καθώς ο χρόνος κυλάει σαν νερό… δεν κατάλαβα πως πέρασε ένας χρόνος και  να μαι πρώτη τάξη, κανονικά στο σχολείο. Εκείνα τα χρόνια πηγαίναμε σχολείο με τα ρούχα που είχαμε, δεν χρειάζονταν κάτι ιδιαίτερο ρούχο και χρώμα… Ότι διέθετε το κάθε σπιτικό. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού κτηνοτρόφοι και γεωργοί ήταν, φτωχοί άνθρωποι, ίσα που τα «έφερναν»  βόλτα.

Η μάνα, μου έφτιαξε ένα φουστανάκι και  ένα σακούλι από ένα μπλε σκούρο φουστάνι, που βρήκαμε σε δέμα, ένα μπόγο με ρούχα, που μοίραζε η Ούντρα στα χωριά μας εκείνον τον καιρό.  Μόλις το ανοίξαμε και το περιεργαστήκαμε λαχταρήσαμε!… Είδαμε κάτι πολύχρωμα, όλο φρου-φρου, θεόρατα κλοσάτα φουστάνια και απορούσαμε… και λέγαμε πόσο ψηλές να ήταν αυτές οι γυναίκες, που τα φορούσαν στην Αμερική!…  

Είχα και ένα ζευγάρι πάνινα γοβάκια, κόκκινα με άσπρες πεταλουδίτες επάνω και άσπρα καλτσάκια. Και τα μαλάκια μας, τα κορίτσια, μας κούρευε η μάνα, κοντό καρεδάκι, με φραντσούλα… Και ήμουνα πολύ χαρούμενη… ευτυχισμένη θα έλεγα!… με το καινούριο μου μοντελάκι που είχε και άσπρο γιακαδάκι. 

Ήταν  χρυσοχέρα η μάνα μας, «έπιανε» το χέρι της  απ’ όλα και είχε και γούστο. Μεταποίησε όλο το μπόγο και μας έντυσε μια χαρά!… χωρίς να ξοδέψει τίποτα, πέρα από το καρούλι για το γάζωμα. Έφτιαξε από κάνα δυο φουστανάκια  την κάθε μια κόρη και στον αδελφό μας  δυο παντελονάκια με τιράντες να συναλλάζει και βολευτήκαμε για κάποια χρόνια.

Ο πρώτος δάσκαλος μας, ήταν ο Κώστας ο Τσιούλας, που κατάγονταν απ΄ την Δεσκάτη  Γρεβενών και έμενε στην θειά-Κυρίτσινα, στο διπλανό μας  σπίτι, ένας τείχος μας χώριζε. Αυτοί είχαν δίπατο σπίτι και νοίκιαζε το ένα επάνω δωμάτιο στο δάσκαλο. Και επειδή η θεια-Σταυρούλα, που ήταν ανύπαντρη και έμενε μαζί μας, όταν είχαμε κανένα καλό φαί, του πήγαινε κανένα πιάτο,  που και που…  αυτός ένοιωθε την υποχρέωση… και που και πού ανταπέδιδε… και μου έδινε κάθε τόσο μια δραχμή… και πολύ χαρά!… Και πήγαινα στον Καταραχιά και αγόραζα μια  δραχμή χαλβά, που ήταν το αγαπημένο μου φαί… Ψωμί με χαλβά…

Αυτός μας έμαθε τα γράμματα και να διαβάζουμε, μέχρι τα Χριστούγεννα και μετά πήρε μετάθεση και έφυγε και δεν είχαμε δάσκαλο.  Πηγαίναμε βέβαια στο σχολείο αλλά  καθόμασταν στο προαύλιο, όταν είχε καλό καιρό και παίζαμε… Και στο διάλειμμα, ο Παππα-δάσκαλος, έβαζε τα παιδιά της έκτης τάξης, να διαβάζουν  εμάς τα πρωτάκια.Πάντως το αναγνωστικό της πρώτης το ξέραμε απ’ έξω και ανακατωτά… όλο… και είχαμε χορτάσει και παιγνίδια!…

Το τί εστί σχολείο το καταλάβαμε όλοι στη Δευτέρα τάξη, που είχαμε δασκάλα την Αντωνία Μολαγιάννη, που κατάγονταν  από ένα χωριό, του νομού Ηλείας.  Ήταν πολύ όμορφη… μελαχρινή, μαυρομάτα, με πολύ ωραία μαύρα κατσαρά μαλλιά, λεπτή και κοκέτα…  Ντύνονταν πολύ ωραία!… Και την θαυμάζαμε!… «Τι όμορφη που είναι η δασκάλα μας!…» λέγαμε και καμαρώναμε… Και ήταν και πολύ καλή δασκάλα!… Με χαρτονάκια από   πακέτα τσιγάρων, όπου πάνω τους ζωγράφιζε  διάφορα αντικείμενα, όπως ένα σπιτάκι, δυο ανεμόμυλους,  τρία πορτοκάλια, τέσσερα λουλουδάκια και ούτω καθεξής ως το δέκα, που τα  κόλλησε πάνω στο πίνακα να τα βλέπουμε κάθε μέρα…  μάθαμε  στο πι και φι να μετράμε ως το δέκα. 

Τα αντικείμενα που ζωγράφισε τα ξέραμε όλα εκτός από ένα… τον ανεμόμυλο.  Και ένα κοριτσάκι σήκωσε το χεράκι και είπε «Δεσποινίς, έτσι τη λέγαμε, τί είναι αυτά τα δυο σπιτάκια, στη δεύτερη σειρά; Και εκείνη απάντησε «Είναι ανεμόμυλοι» και μας εξήγησε, ότι αυτοί δουλεύουν με τον αέρα, που κινεί την φτερωτή του και αλέθει το σιτάρι. ‘Ηταν ανεμόμυλοι με αχυρένια σκεπή, φτερωτή, μια πορτίτσα και ένα παραθυράκι από πάνω, όπως είναι οι μύλοι, στα νησιά μας, στο Αιγαίο Πέλαγος.

Εμείς ξέραμε τον νερόμυλο, με το μυλαύλακο, το «ζοριό» και τις μυλόπετρες που αλέθαν το στάρι.

Εκείνη τη χρονιά μάθαμε και τι δεν μάθαμε!… Εξαιρετική δασκάλα!…  Μόνο ένα αρνητικό μπορώ να της καταλογίσω!… το ότι έδερνε με μια βίτσα, τα παιδιά που έκαναν φασαρία και ενοχλούσαν και την ξαδέλφη μου την Ειρήνη, κόρη της θειας-Μαρίτσας, που δεν μπορούσε να προχωρήσει… είχε δυσκολίες… Και την έδερνε κάθε μέρα, με την βίτσα στα χεράκια της, που πονούσαν… και τα  τίναζε και τα έχωνε κάτω απ’ τις μασχάλες της για να περάσουν.  Και όλο έκλαιγε  και στεναχωριόνταν το καημένο!… Και απ’ την πολύ στενοχώρια, άρχισε να πονάει το στομαχάκι της και να κάνει εμετό… Από τότε η ξαδέλφη μου υπέφερε απ’ το στομάχι της,  είχε έλκος στομάχου, μέχρι που ενηλικιώθηκε και βρήκε γιατρειά!… Ο μπάρμπα-Χρήστος ο πατέρας της Ρηνούλας, έτσι τη φωνάζαμε στο χωριό, κατάλαβε ότι  κάτι δεν πήγαινε καλά στο σχολείο με το κορίτσι του, γι’ αυτό ήταν όλο άρρωστο και πήγε στο σχολείο στην δασκάλα και έκανε μεγάλη φασαρία… Και την απείλησε πως αν ξαναδείρει την Ρινούλα του, θα έχει να κάνει μαζί του!…  Έτσι τελείωσε και το «μαρτύριο»… της Ρηνούλας.   Βέβαια έμεινε στην ίδια τάξη αλλά την επόμενη χρονιά το κορίτσι τα πήγε εξαιρετικά καλά… κανένα πρόβλημα… Ήθελε το χρόνο του το κορίτσι!… με το ξύλο… δεν μαθαίνεις!…αρρωσταίνεις!…

Ως φαίνεται η Ειρήνη είχε κερδίσει χρονιά…  και ως εκ τούτου ήταν  μικρότερη σε ηλικία απ’ τα άλλα παιδιά, γι’ αυτό δεν μπορούσε να μάθει… Και μόλις ήλθε στην κατάλληλη ηλικία, όλα πήγαν κατ’ ευχήν… Και όταν μεγάλωσε γνώρισε ένα παλικάρι  από ένα χωριό της Ηλείας και μετανάστευσαν στην Αυστραλία. Εκεί παντρεύτηκαν έκαναν δυο παιδάκια τον Τάσο και την Νίκη και έκαναν περιουσία. Δυστυχώς όμως χώρισαν, εκείνος ερωτεύτηκε ξανά και διέλυσε  την οικογένειά του και έκανε άλλα δυο παιδιά. Η Ειρήνη γύρισε από την Αυστραλία και επισκέφτηκε την αδελφή της Μίνα που είχε μια φιλενάδα στο Αργοστόλι στην Κεφαλονιά.  Εκεί την εντυπωσίασε μια μεγάλη παραλία, ο Πλατύς Γιαλός και αμέσως πήρε στροφές  το μυαλό της και λέει… Αυτός ο τόπος «έχει ψωμί»… εννοώντας ότι  αν είχε εκεί μια καντίνα θα έβγαζε πολλά λεφτά…  Αυτή τη δουλειά έκανε και στην Αυστραλία. Αυτό έκανε και  στην Κεφαλονιά και θυσαύρισε. Και τώρα είναι όλα τα αδέλφια της εκεί και έχουν δυο σουπερμάρκετ και εστιατόριο και  βγάζουν πολλά λεφτά. Και πέρα απ’ αυτό κάνει εισαγωγές ρούχων από την Κίνα και τροφοδοτεί τη μισή Ελλάδα… Μεγάλο εμπορικό μυαλό η κυρία Ειρήνη…

Εκείνα τα χρόνια, κάθε πρωί κάναμε  όλο το σχολείο, πρωϊνή προσευχή. Έβγαινε ένα απ’ τα μεγάλα παιδιά, πάνω στη σκάλα, που ήταν οι δάσκαλοι και έλεγε τρεις φορές το Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, Ελέησον ημάς, μετά έλεγε  το «Πάτερ ημών» και τελείωνε με το Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και σώσον ημάς, ως Αγαθός και φιλάνθρωπος και Ελεήμων θεός. Αμήν.

Θυμάμαι που μας έμαθε την προπαίδεια και μας έβαλε εργασία, να την γράψουμε στο τετράδιο και γω κουράστηκα κάποια στιγμή, πόνεσε το χέρι μου… Οπότε ζήτησα βοήθεια απ΄ την μανούλα μου, η οποία  μια και δυο… παίρνει το μολύβι και την έγραψε μια χαρά!… 

Αλλά ήταν ολοφάνερο ότι τα μισά τα είχε γράψει άλλο χέρι και όχι το δικό μου… Και η δασκάλα, μου έκανε παρατήρηση και μου είπε «Ποιός τα έγραψε  αυτά κοριτσάκι μου;»  «η μάνα μου της είπα, κουράστηκε το χεράκι μου και μου τα τελείωσε εκείνη». Δεν με μάλωσε… αλλά μου είπε να μην ξαναγίνει αυτό!…

Ήταν πολύ προκομένη δασκάλα!… πέρα απ’ τα μαθήματα, μας έμαθε και χειροτεχνία, να κεντούμε. Στην αρχή μας έδωσε μικρά τετράγωναχαρτονάκια, από πακέτα τσιγάρων, όπου είχε ζωγραφίσει ένα μήλο με δυο φυλλαράκια και μας έδειξε πως να  κάνουμε πισωβελονιά, το περίγραμμα.  Μετά μας έδωσε χαρτονάκι με μια μαργαρίτα, και αυτό πισωβελονιά.

Αργότερα μας έμαθε την σταυροβελονιά και μας είπε να πούμε στους γονείς μας να μας αγοράσουν από το παζάρι, μισό μέτρο καμβά, να τον κεντήσουμε και να κάνουμε ένα διακοσμητικό μαξιλαράκι. Μάλιστα μας είπε και τι χρώμα νήματα να πάρουμε… Για το σκελετό συνέστησε μαύρο και για τα τετράγωνα η τους ρόμβους, διάφορα χρώματα ο καθένας αλλά ταιριαστά… Δηλαδή πράσινο λαδί με κίτρινο, μπλε σκούρο με σιελάκι, κόκκινο με ροζάκι, καφέ ανοιχτό με κίτρινο, μπορντώ με εκρού και πάει λέγοντας…

Και αγοράσαμε τον καμβά και τον κεντήσαμε… άλλα κοριτσάκια σε τετράγωνα κουτάκια και άλλα σε ρόμβο και  τελειώσαμε  το κέντημα. Και τότε οι μανάδες μας βρήκαν ένα  ταιριαστό για την περίσταση πανί  το έραψαν με τον κεντημένο καμβά και έφτιαξαν  ένα μαξιλαράκι. Έπειτα το γέμισαν με βαμπάκι και το έραψαν.  Και η δεσποινίς Αντωνία έφτιαξε και το τελείωμα σ’ ένα απ’ τα  μαξιλαράκια που κεντήσαμε, και αυτήν την τέχνη ακολούθησαν και οι μανάδες μας και  έτσι τελείωσε το μαξιλαράκι και στολίσαμε με αυτό μια γωνιά του σπιτιού μας.

Το τελείωμα αυτό στο δικό μου μαξιλαράκι ήταν ένα στριφτό κορδόνι από καμιά δεκαριά κλωστές λαδί και κίτρινες μαζί, τις οποίες έραψε η μάνα μου γύρω-γύρω στο μαξιλάρι, στο σημείο της ραφής του κεντήματος με το αποκάτω πανί και σε κάθε γωνία, έφτιαξε τρία φυλλαράκια με το κορδόνι, για περισσότερη ομορφιά…  Όλα τα μαξιλαράκια έγιναν πολύ όμορφα!… Το έχω ακόμα στο πατρικό μου σπίτι στο χωριό και όποτε το βλέπω συγκινούμαι!… θυμάμαι τη αγαπημένη μου δασκάλα Αντωνία, που έχει «συγχωρεθεί» εδώ και χρόνια… που κι αυτή μας αγαπούσε όλα τα παιδιά και μας έμαθε πολλά πράγματα!… και την ευχαριστούμε γι’ αυτό…

Εκείνη την εποχή το σχολείο μας είχε πολλά παιδιά, η κάθε τάξη είχε τριάντα πέντε με σαράντα παιδιά  και υπήρχαν τρείς δάσκαλοι. Ο Παππά-Πασχάλης, που ήταν και παππάς είχε την Πέμπτη και την έκτη τάξη. Ο Νικόλαος Βαζούρας που κατάγονταν απ’ τον Αλμυρό Βόλου, είχε την Τρίτη και την Τετάρτη και η Αντωνία  είχε την  πρώτη και την δευτέρα. Τόσα παιδιά η κάθε τάξη που να τα κάνουν ζάφτι!…

Μάθαμε και ένα πρώτο ποιηματάκι το «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σκολειό, να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάματα, του Θεού τα  πράματα».  Και κάθε τόσο, στα διαλείμματα, που έκαναν παρέα η δασκάλα μας  με τον κ. Βαζούρα, φώναζε ένα κοριτσάκι να τους πει το ποίημα.  Και εκείνο πήγαινε μπροστά τους, έκανε μια υπόκλιση, πιάνοντας τις άκρες του φουστανιού του με τα χεράκια του και πηγαίνοντας το αριστερό τους πόδι πίσω,  κατά πως κάνουν οι θεατρίνες στο θέατρο, όταν τελειώνει το έργο, έλεγε το ποιηματάκι.  Όταν τελείωνε… έκανε άλλη μια υπόκλιση και πήγαινε στο προαύλιο για να παίξει. Τους διασκέδαζε πολύ η υπόκλιση…  Έτσι είδαμε να κάνουν τα μεγαλύτερα παιδιά, όταν έλεγαν τα ποιήματα στις εθνικές γιορτές και στο τέλος της χρονιάς, και το αντιγράψαμε… 

Όταν είχαμε γυμναστική εκτός από ασκήσεις, μας μάθαινε και χορό.  Δεν υπήρχαν τότε κασετόφωνα και τραγουδούσαμε τα τραγούδια με το στόμα… Μάθαμε τον συρτό και το τραγούδι «Λαλούδι της Μονεμβασιάς και κάστρο της Λαμίας» το τσάμικο και το τραγούδι. «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά», την «Καραγκούνα», που ήταν  της περιοχής μας χορός και τραγούδι, το «περά στους πέρα κάμπους», που μας άρεσε ιδιαίτερα, όπως και την «Γερακίνα» που ήταν πολύ θεατρικός χορός…Χτυπώντας παλαμάκια λέγαμε το  ντρούμ ντρούμ ντρούμ ντρούμ  ντρούμ ντρούμ τα βραχιόλια της βροντούν και κάναμε και μια στροφή… Ήταν αποθέωση!… Στα διαλείμματα τις περισσότερες φορές παίζαμε «Κουμπανιά» κυνηγητό,  «τα μήλα», τα «σκλαβάκια» σχοινάκι, το «κουτσό»   «τον Φούρναρη» και άλλα. 

Τα αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο με πλαστικές η λαστιχένιες μικρές μπάλες, «τσιλίκα» «Μπίτσκα» κυνηγητό και έκαναν και άλματα… πηδούσαν «τς τρείς». Δεν υπήρχε σκάμμα αλλά έκαναν μια γραμμή στο χώμα, έπαιρναν φόρα από πιο μακριά, πατούσαν στην γραμμή, έκαναν τρία άλματα και πηδούσαν όσο μακρύτερα μπορούσαν, Και με τον καιρό εκεί που προσγειώνονταν…  έγινε μια λακκούβα…

Μεγάλη μας χαρά ήταν οι εθνικές γιορτές, που λέγαμε τα ποιήματα και τα σκέτς και έρχονταν οι γονείς μας να μας καμαρώσουν!…Ο κ. Βαζούρας στόλιζε πολύ ωραία την είσοδο του σχολείου, με φωτογραφίες ηρώων της επανάστασης του 1821 και έβαζε από πάνω και μια κλάρα από κυπαρίσσι για ομορφιά…  Είχε πολύ γούστο!… Το μπαλκονάκι, της εισόδου, ήταν η σκηνή… όπου λέγαμε τα ποιήματα και τα σκετς.  Με μια σιδερένια ράβδο που είχε κρίκους, έβαζαν ένα λευκό σεντόνι  για να ανοιγοκλείνει η σκηνή κάθε φορά που βγαίνει ένα παιδί να πει το ποίημα.  Βγάζαμε έξω και τα θρανία όπου κάθονταν ο κόσμος που έρχονταν να δουν  και να καμαρώσουν τα παιδιά τους.  Στο τέλος της γιορτής το σχολείο κερνούσε και λουκουμάκι στους θεατές. 

Ήμουνα Δευτέρα δημοτικού και ο αδερφός μου ο Βάϊοςτετάρτη τάξη. Και του Ευαγγελισμού, θα έπαιζαν  ένα σκετς τα μεγαλύτερα παιδιά, που είχε σχέση με τους αγώνες των σουλιωτών με τον Αλή-πασιά.  Αλή- πασιάς ήταν ο αδελφός μου και έπρεπε να έχει και το χαρέμι του, φυσικά!… Τότε η δασκάλα  Αντωνία σκέφτηκε να κάνει το χαρέμι με τα κοριτσάκια της δικής της τάξης. Και μια μέρα μας λέει να βρούμε από τις μανάδες μας και θείες, φούστες πολύχρωμες  και φαρδιές για να τις κάνει βράκες με μια παραμάνα στη μέση.  Μας έβαλε και μαντηλάκια πολύχρωμα στο κεφάλι και μας έμαθε και το τσιφτετέλι, για να χορέψουμε μπροστά στον Αλή- Πασιά.

Ο Αλή-πασιάς με το ιδιαίτερο εκείνο στρογγυλό, περίτεχνο φέσι,  ήταν ξαπλωμένος σε παχύ χαλί, με το χέρι ακουμπισμένο στο δεξί μάγουλό του  και φώναξε «ΩοοοΩοοομεμέτια!… Και βγήκαμε εμείς καμιά δεκαριά κοριτσάκια, ντυμένα χανούμισες, περικυκλώσαμε τον πασιά και τραγουδώντας χορέψαμε  τσιφτετέλι. Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν τα κουνήματα των γοφών  και των χεριών… αλλά με τις πολλές πρόβες που κάναμε, τα καταφέραμε πολύ καλά… Το κοινό  ενθουσιάστηκε και μας καταχειροκρότησε!… Έγινε ένας χαμός!… Χορέψαμε τραγουδώντας το τραγούδι του Καζαντζίδη  «Σήκω χόρεψε κουκλί μου, τσιφτετέλι τούρκικο, κούνησέ μου το κορμί σου  συνανάει γιάβρουμ συνανάειναει. Ώπα συνανάεινάει, συνννάεινάει, συνανάει γιάβρουμ, συνανάεινάει» Τότε ήταν της μόδας οι  κλαρωτές φούστες  με λουλούδια σε έντονα χρώματα και γίναμε πολύ πετυχημένα χανουμάκια. Και από τότε ο αγαπημένος μου χορός είναι το «τσιφτετέλι»

Την ημέρα του Ευαγγελισμού, ντυμένα όλα τα παιδάκια με τα καλύτερά μας ρούχα, πηγαίναμε στο σχολείο και από εκεί συντεταγμένα σε τριάδες, και με την σημαία μπροστά, που την κρατούσε ένα αγόρι και άλλα δυο παραστάτες, πηγαίναμε στην εκκλησία τραγουδώντας εθνικά, ειδικά για την περίσταση τραγούδια, όπως «η Ελληνική σημαία έχει χρώμα γαλανό και στη μέση ένα σταυρό» και ένα για την Πόλη «Της ΑγιάςΣοφιάς οι πόρτες, δεν ανοίγουν με κλειδιά, μόνο ανοίγουν με λεβέντες και με ελληνικά σπαθιά. Και λίγο πριν πει ο ιερέας το «Δι’ ευχών», ο κ Βαζούρας έβγαζε τον πανηγυρικό λόγο της 25ης Μαρτίου

Τα έξι χρόνια που ήμασταν στο δημοτικό, πηγαίναμε αδιαλείπτως στην εκκλησία όχι μόνο να εκκλησιαστούμε αλλά και για να πούμε το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω» ‘Ηταν μέσα στα καθήκοντά μας!…  Και μετά ακολουθούσε απαγγελία ποιημάτων και διαλόγων στο σχολείο και η γιορτή τελείωνε με παραδοσιακούς χορούς που χορεύαμε μόνο τα κορίτσια. Τα δημοφιλέστερα τραγούδια που χορεύαμε ήταν «Λαλούδι της Μονεμβασιάς και Κάστρο της Λαμίας» «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά» την «Καραγκούνα» «Παιδιά της Σαμαρίνας» κ.α

Μέσα στη  πρώτη σχολική χρονιά,   χάσαμε… και μια συμμαθήτριά μας, την Ματούλα του Αντωνούλη, από συγκοπή καρδιάς.  Πιθανόν να μην το ήξεραν οι γονείς της, ότι είχε κάποιο πρόβλημα στην καρδιά το κορίτσι τους και το έστειλαν να βοσκήσει, χειμώνα καιρό τα πρόβατα, σε ένα σπαρμένο οικόπεδο, μέσα στο χωριό και εκεί πέθανε.  Και πήγαμε στο σπίτι της μετά το σχολείο, που ήταν εκεί πολύς κόσμος και κλαίγανε και μοιρολογούσαν…  Και μόλις μας είδε η μάνα της ξέσπασε σε αναφιλητά… λέγοντας «Σήκω Ματούλα μ’ χρυσή,  ήλθαν οι φιλενάδες σου!..»  Σταθήκαμε εκεί για λίγο, κοιτάζοντας το ωχρό λείψανο, τα χεράκια της τα είχανε δεμένα με μια κορδελίτσα, φορούσε ένα καρουδάκι φουστανάκι απ΄ αυτά τα ζαρκνά… και παπουτσάκια από καουτσούκ και  το κεφαλάκι της στόλιζαν πολλά λουλούδια, όπως συνηθίζεται… Στον τόπο μας, τους νεκρούς μας, τους θρηνούμε με τραγούδια λυπητερά, τα μοιρολόγια, όσο είναι στο σπίτι και καθ’ οδόν προς το κοιμητήριο. Και μετά την ταφή, γυρνούν στο σπίτι, όπου όλοι πριν μπουν στο σπίτι, πλένουν «τελετουργικά» τα χέρια τους, στην αυλή, κοντά στη βρύση.  Εκεί   στέκεται μια γυναίκα συγγενής, που κρατάει κανάτα και πετσέτα και βοηθάει τον κόσμο να «καθαρθεί» να πλυθεί… καθώς, όλοι έχουν ρίξει μια χούφτα χώμα πάνω στο φέρετρο.  Και στη συνέχεια τρώνε όλοι μαζί τα καθιερωμένανηστίσιμα φαγητά, φασόλια και ρύζι με συνοδεία κρασιού.

Την ίδια εκείνη χρονιά, είχαμε τέσσερεις θανάτους, νέων ανθρώπων, της Ματούλας  8 χρονών, του Καραγούλη  18 χρόνων που σκοτώθηκε  σε  τροχαίο δυστύχημα, στη Λάρισα, της Ρήνως της Μπιμπσοβάινας,  είκοσι  χρονών και ένα παιδάκι τριών χρονών,  ο Νικολάκης,  που κάηκαν. 

Η Ρήνω ήταν με τις αδερφές της και με πολλούς ακόμα συγχωριανούς μας παρέα, στον κάμπο, όπου μάζευαν βαμπάκια σε χωριό της Λάρισας.Και το βράδυ, όταν γυρνούσαν,άναβανφωτιά, για να ζεσταίνονται, καθώς το κλίμα στον κάμπο είναι ηπειρωτικό… Τη μέρα κάνει πολύ ζέστη αλλά το βράδυ κάνει κρύο. Κάποια στιγμή η φωτιά έπνεε τα λοίσθια…  και η Ρήνω πήρε ένα μπουκάλι βενζίνη, που είχαν αγοράσει για να  την ανάβουν και καθώς την  έριχνε  στη φωτιά, έπεσε και πάνω της  και πήραν φωτιά τα ρούχα της  και κάηκε… Οι δικοί της, της έριχναν νερό για να σβήσει η φωτιά, η οποία δεν σβήνει με αυτόν τον τρόπο… Έπρεπε να την σκεπάσουν με ένα στρωσίδι η ένα  χοντρό ρούχο… Δεν την πρόλαβαν… και πάει το κορίτσι πάνω στον ανθό… της ηλικίας του.

Τον Νικολάκη τον άφησε η μανούλα του, στον οντά, κοντά στο τζάκι, όπου έκαιγε ένα γκαζοκάντηλο με πετρέλαιο.  Και εκείνη πήγε στον στάβλο, που ήταν στην αυλή να ταϊσει τα πρόβατα. Το αγοράκι άρχισε να περιεργάζεται το καντήλι… με αποτέλεσμα να πάρουν φωτιά τα ρουχαλάκια του και να καεί… 

Όταν γύρισε η μάνα του  και είδε την συμφορά που τους βρήκε… άρχισε να σκούζει… να χτυπιέται… αλλά το παιδάκι δεν επέζησε… πήγε στους ουρανούς… Αργότερα το ζευγάρι  αυτό, έκαναν και άλλα παιδιά, ένα κορίτσι και δυο αγόρια, εκ των οποίων το ένα πήρε το όνομα του Νικολάκη, που είχε πεθάνει.

Αλλά η μοίρα η  φθονερή…  και τα «γραμμένα» κατά πως λέει ο λαός… και αυτός ο Νικολάκης δεν έμελλε να ζήσει… Όταν έγινε εφτά χρονών, πήγαιναν παρέα μαζί με άλλους συνομήλικους σε μια μπάρα… σε μια τεχνητή λίμνη, λίγο έξω απ’ το χωριό, προς τα αμπέλια… και  κολυμπούσαν όλοι εκτός απ’ τον Νικολάκη ο οποίος κάθονταν απ’ έξω και τους κοιτούσε. Αυτό  έγινε πολλές φορές… 

Αλλά μία φορά… που ήταν μοιραία… ο Νικολάκης βρέθηκε στη λίμνη μ’ έναν συνομήλικό του και κάθονταν στην όχθη της λίμνης και την απολάμβαναν…  Και ξαφνικά… του ήρθε το Νικολάκη  να πάει να κολυμπήσει… Βρε του λέει ο φίλος του, εσύ ποτέ δεν κολύμπησες;  Φοβόσουν!..Τι σου ήρθε τώρα;  Ξεφοβήθηκες; 

Αλλά εκείνος απτόητος… βγάζει τα ρούχα του  και ορμάει στο νερό, λέγοντας… « Τώρα θα δεις πως θα κολυμπήσω και θα πάω απέναντι, στην άλλη μεριά!…» Και μπαίνει  ο Νικολάκης και περπατάει… και περπατάει… και βουλιάζει στην λάσπη του βυθού…  και  χάνεται… και δεν φτάνει στην άλλη μεριά της λίμνης αλλά στο επέκεινα… στους ουρανούς… 

Και σε λίγο… δεν τον έβλεπε πια ο φίλος του… που έντρομος… άρχισε να τρέχει προς το χωριό να ειδοποιήσει, ότι ο Νικολάκης  χάθηκε στη λίμνη… Έτρεξαν οι δικοί του και άλλοι χωριανοί, μπήκαν στη λίμνη στο  σημείο που τους υπέδειξε ο φίλος του και έβγαλαν  τον Νικολάκη πνιγμένον… «Όποιον του μέλλει να πνιγεί… ποτέ του δεν πεθαίνει»  Έτσι λέει μια παροιμία και είναι πέρα για πέρα αληθινή!…

Έτσι ήταν «γραμμένο»… Το ριζικό του δεν μπορεί κανείς μας να το αλλάξει… Άλλη μια συμφορά έπληξε την δυστυχισμένη αυτή οικογένεια!… η οποία στη συνέχεια πήρε των ομαθιών της… και μετοίκισε στη Λάρισα για να ξεχάσει τις συμφορές της!… Δεν φταίει βέβαια ο τόπος… για τις συμφορές μας, αλλά όσονα ναι δεν είναι ότι καλύτερο να ζεις στο τόπο, όπου έχασες αγαπημένα σου πρόσωπα. 

Το ίδιο συνέβη και με μια ακόμα οικογένεια στο χωριό, αυτή του Ζησοράφτη, που έχασε   μια κοπέλα την Αλεξάνδρα, δεκαεπτά χρόνων από καρδιά, κάπου εκεί, κάνα  δυο χρόνια πριν τελειώσει η δεκαετία του ’50.

Η μάνα  της, μετά το θάνατό της, ήταν αδύνατον να ζήσει στο χωριό, καθώς όλα της θύμιζαν την κόρη της και αναγκάστηκαν… να μετοικίσουν στον Αμπελώνα(Καζακλάρι) τούρκικη ονομασία. Και έτσι ερήμωσε το σπιτικό τους που δέσποζε πάνω σε ψιλή ραχούλα, δίπατο, καλοφτιαγμένο, με άπλετη θέα τριγύρω.

Τον τόπο που σου θυμίζει οικεία κακά… δεν τον αγαπάς… τον μισείς… και ξενιτεύεσαι… Είναι σαν να σε διώχνει ο τόπος!… Μόνο ο ένας γιος, ο Βάϊος από τους τρείς γιούς και τις τέσσερεις θυγατέρες της οικογένειας, που ζούσε στην Αθήνα, παντρεύτηκε μια κοπέλα απ’  το χωριό και όταν πήρε σύνταξη επέστρεψε στο χωριό κι έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στα πάτρια εδάφη.

Και δεν επέστρεψε βέβαια στο πατρικό του σπίτι, αλλά αγόρασε ένα άλλο, σε μια άλλη ράχη… στο μαχαλά της Πατρινής, απ’ όπου δεν έβλεπε το πατρικό του.

Εκείνα τα χρόνια οι τσιφλικάδες του κάμπου, έβλεπαν τους εργάτες τους σαν  δούλους… Το έζησα αυτοπροσώπως… έχω πάει πολλές φορές εκεί για δουλειά. Και μας έβαζαν να κοιμόμαστε σε κάτι αχούρια, μέσα στο κρύο, χωρίς να έχουμε κάπου να πλυθούμε, κάπου να μαγειρέψουμε και  να φάμε. Το πολύ να μας έδιναν καμιά γκαζιέρα,  μαγειρεύαμε στην αυλή και τρώγαμε στον χώρο που κοιμόμασταν. Και η υποτυπώδης… τουαλέτα  χωρίς χαρτί, στο πυρ το εξώτερον… και χωρίς φως… 

Επίσης μέσα στα καθήκοντα της σχολικής μας ζωής, ήταν η περιποίηση του σχολικού κήπου, η καθαριότητα του προαυλίου από τα χαρτιά  και ότι άλλο πετούσαμε από δω και από εκεί, η καθαριότητα στις υποτυπώδεις… τουαλέτες του σχολείου και η καθαριότητα των αιθουσών αυτού. Δεν είχε λεφτά το σχολείο για τέτοιες πολυτέλειες!… 

Εκτός απ’ αυτά, κατά την διάρκεια του χειμώνα, κάθε πρωί έπρεπε να φέρνουμε όλοι οι μαθητές, στο σχολείο ένα πουρναρόξυλο… για την ξυλόσομπα της αίθουσας. 

Και επειδή αυτά πολλές φορές ήταν μεγάλα και δεν χωρούσαν στη σόμπα, κάποιοι μαθητές ανέλαβαν να τα κόβουν… με το «παλιαρκόπι», ένα ειδικό μεταλλικό κοπτικό εργαλείο, που χρησιμοποιούσαν οι πατεράδες μας για να κόβουν πουρνάρια.

Και πάνω σ’ αυτή τη δουλειά που την έκαναν τρία αγοράκια, κάποια φορά… παραλίγο να γίνει φονικό… Οι δυο κρατούσαν το ξύλο, ο ένας απ’ τη μια μεριά και ο άλλος απ’ την άλλη,  πάνω σ’ ένα  χοντρό κούτσουρο και ο τρίτος  χτυπούσε το ξύλο στη μέση.

Έλα όμως που του ξέφυγε το παλιαρκόπι και αντί να πέσει στο ξύλο, έπεσε στο κεφάλι του  μικρού  γιού της Νατσιούλινας, τον Τσίλη(Βασίλη) που ευτυχώς τον τραυμάτισε ελαφρά!..

Και του έλεγε ο δάσκαλος «Βρε Τσίλη, γιατί πήγες βρε βόμπιρα!.. εκεί που έκοβαν τα ξύλα;  Παρά λίγο να σου κόψουν  το κεφάλι αυτοί οι πεχλιβάνηδες!…»

Μια φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο, τότε είχαμε μάθημα και τα Σάββατα, έξι κοριτσάκια, απ’ τις μεγαλύτερες τάξεις, τρίτη και πάνω,  μετά τα μαθήματα, κάθονταν  και σκούπιζαν τις αίθουσες και τους διαδρόμους του σχολείου. 

Επίσης μια φορά την εβδομάδα, συνήθως στο μάθημα της γυμναστικής, μας έβαζαν να μαζέψουμε ότι χαρτάκι είχαμε πετάξει στο προαύλιο. 

Και κάνα  δυο φορές το χρόνο έπρεπε… να καθαρίσουμε τις τουαλέτες, που ήταν παμπάλαιες… και υποτυπώδεις… από τότε που κτίστηκε το σχολείο, το 1932… Πηγαίναμε στο σπίτι να πάρουμε ένα αγγειό, ένα κουβά και απ’ το  πιο κοντινό, στο σχολείο, πηγάδι κουβαλούσαμε τους κουβάδες και ρίχναμε  νερό στις τουαλέτες για να απομακρυνθούν οι ακαθαρσίες, στην κατηφοριά, σε μικρή απόσταση απ’ τον περίβολο του σχολείου.

Δεν υπήρχε  χαρτί τουαλέτας… βόθρος,  λεκάνη,  καζανάκι…  παρά μόνο μια τρύπα στο δάπεδο και ένας  λάκκος, περί το ένα μέτρο βάθος, που έβγαζε στην εξοχή. Γι’ αυτό ρίχναμε  νερό για να αδειάσει ο λάκκος. Αυτήν ήταν η πιο άχαρη δουλειά!…  Όλες τις άλλες τις κάναμε με μεγάλη ευχαρίστηση!…

Ιδιαίτερα όταν καθαρίζαμε τις τρεις μεγάλες αίθουσες  και τον διάδρομο, το φχαριστιόμασταν… κιόλας. Το σχολείο είχε ξύλινο πάτωμα, όχι βέβαια παρκέ… αλλά φαρδιές σανίδες χωρίς λούστρο.

Καταβρέχαμε το πάτωμα  για να  μην σηκώσουμε σκόνη και  σκουπίζαμε…  και τα λέγαμε και μεταξύ μας… 

Και καμιά φορά τσακωνόμασταν… όχι για τις δουλειές, αλλά για άλλα θέματα… όπως για το πια έχει τις ωραιότερες γάμπες παρακαλώ!… Τα κορίτσια έχουμε το κοκέτικο… από γεννησιμιού μας… τα άτιμα!..

Η ξαδέλφη μου η Λεμονιά, που ήταν αδύνατη… και είχε λεπτές γάμπες, ζήλευε την Βάγια του Παπακώστα, που ήταν αφρατούλα… χοντρούλα… και είχε γάμπες χοντρές. Και όλο ταβαζε μαζί της και την έλεγε διάφορα σουσούμια… «Τσιρλοβάϊα… Τσιρλοβάϊα… που έχεις τα’ γάμπες σαν στάμνες!…»

Καμιά φορά τσακωνόμασταν και για τα κόμματα… αν ήταν προεκλογική περίοδος. Τότε στην πολιτική σκηνή της χώρας υπήρχαν δυο σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο παππούς του σημερινού συνονόματου, Γιωργάκη.

Εγώ και η Κατινούλα, κόρη της ξαδέλφης μου Ουρανίας, ήμασταν με τον Καραμανλή, ενώ η ξαδέλφη μου η Λεμονιά ήταν με τον Παπανδρέου και αρπαζόμασταν… αλλά μετά από λίγο… πάλι μαζί ήμασταν!…  Όπως  ακριβώς γίνονταν,  και με τους γονείς μας…

Στα μέρη μας έχουμε και μια κακιά συνήθεια… σχετική με τις βουλευτικές εκλογές. Οι οπαδοί του κόμματος, που έχει κερδίσει τις εκλογές, πηγαίνουν  στα σπίτια συγγενών των και γειτόνων τους, που το κόμμα τους έχει χάσει και τους χτυπάνε γκαζοτενεκέδια… για σκάσιμο!…

Άλλη μια δουλειά που κάναμε στο σχολείο, πολύ δύσκολη για την ηλικία μας, ήταν  όταν χρειάστηκε να ασβεστώσουμε κάτι τσιμεντένιες επιφάνειες, καθώς χρειάστηκε να υποστυλώσουν τους τοίχους, μιας από τις αίθουσες του σχολείου, που παρουσίασε πρόβλημα σταθερότητας…

Και ήταν πολύ αντιαισθητικό να φαίνεται το γκρι  του τσιμέντου, πάνω στην όμορφη πέτρα με την οποία ήταν κτισμένο το σχολείο. Οι μανάδες μας ήταν τόσο απασχολημένες … που καμία δεν άδειαζε… να έλθει  να ασβεστώσει το σχολείο. Έτσι το κάναμε εμείς και χαιρόμασταν που τα καταφέραμε!… Ήμασταν προκομένα… παιδιά!..  Εξ’ άλλου και στα σπίτια μας βοηθούσαμε το κατά δύναμη… από μικρά παιδιά… Και σαν έφηβοι δουλεύαμε κανονικά… στα καπνά, όταν τελείωναν τα σχολεία.

Αλλά η περιποίηση του κήπου ήταν η πιο ευχάριστη δουλειά… Ο κήπος πριν έλθει  στο σχολείο ο κ. Νικόλαος Βαζούρας, ήταν αφημένος στη μοίρα του… είχε κάποια «τσιτσέκια»  ένα είδους γλαδιόλας, αλλά τα χορτάρια τα είχαν σκεπάσει. 

Ο δάσκαλος έπιασε τσάπα και έκοψε τα χορτάρια και έσκαψε το χώμα. Κατόπιν αγόρασε κόκκινα τουβλάκια και έκανε παρτέρια.Και καθώς ο κήπος ήταν τετράγωνος, έκανε στο μέση ένα στρογγυλό παρτέρι και στις τέσσερεις γωνίες από άλλο ένα, αφήνοντας μια μικρή είσοδο στο κέντρο της κάθε πλευράς  και ένα κυκλικό διάδρομο ανάμεσά τους. Έφερε κοπριά από κάποιο μαντρί και φύτεψε λουλούδια. Η δική μας η δουλειά ήταν να τα ποτίζουμε… και έγινε ένας πανέμορφος κήπος. Γειά στα χεράκια του!… Πολύ μερακλής άνθρωπος!… ομορφάντρας!… και άριστος δάσκαλος!.. «Έπιαναν» πολύ τα  χέρια του…

Και προς το τέλος της χρονιάς, οι γυμναστικές επιδείξεις και τα αγωνίσματα, ήταν η ωραιότερη γιορτή του σχολείου και η πιο διασκεδαστική. Βγάζαμε  πάλι έξω στο προαύλιο τα θρανία για τον κόσμο που θα έρχονταν να μας δουν. Και εδώ πάλι εργάζονταν ιδιαίτερα οι δάσκαλοι, καθώς έπρεπε να κάνουν ένα σχεδιάγραμμα στην αυλή  και για να είναι διακριτό έπρεπε να το  κάνουν με ασβέστη για να ξέρουμε σε ποιο σημείο θα πρέπει να στεκόμαστε, όταν κάνουμε το πρόγραμμα των ασκήσεων. Τότε δεν υπήρχαν κασετόφωνα για να κάνουμε το πρόγραμμα με μουσική.  Και παρ’ όλα αυτά γίνονταν πολύ ωραίες εκδηλώσεις και χαίρονταν ο κόσμος τα παιδιά τους και τα καμάρωναν…

Πρώτα κάναμε το πρόγραμμα των ασκήσεων με παραγγέλματα των δασκάλων, απ’ όλες τις θέσεις, όρθιοι, ανάσκελα, μπρούμυτα, στα πλάγια καιοκλαδόν. Ακολουθούσαν τα αγωνίσματα, αγώνας δρόμου 100μ. αγόρια και κορίτσια.  Στα κορίτσια εκείνες που αρίστευαν… στο κατοστάρι, ήταν οι δυο Κατινούλες, της Ουρανίας και του Κασκαντριά, που ήταν άπιαστες… Πολύ δυνατά κορίτσια και πολύ δουλευταρούδες… 

Αυτές δεν σπούδασαν και παντρεύτηκαν πολύ γρήγορα και δούλεψαν σκληρά στις αγροτικές δουλειές τουχωριού μας που ήταν τα καπνά και τα βαμπάκια.

Και στη συνέχεια γίνονταν κάτι αγώνες διασκεδαστικοί, καθώς μια ομάδα αγοριών, αφού είχαν μπει μέσα σ’ ένα τσουβάλι, έπρεπε να διασχίσουν μια απόσταση καμιά τριανταριά μέτρα, πηδώντας… και όχι περπατώντας και  στην διαδρομή αυτήν έπρεπε να φάνε και κάποια πραγματάκια… που ήταν τοποθετημένα σε τακτά διαστήματα, μια σοκολατίτσα, ένα γιουρτάκι, ένα μπισκοτάκι…  Και νικητής ήταν ο πιο γρήγορος!..  Τα δυο, σοκολάτα και μπισκοτάκι τα κατάφερναν… το γιαουρτάκι όμως τους δυσκόλευε!… Απ’ την βιασύνη τους… πασαλείβονταν στα μούτρα… και έπεφτε πολύ γέλιο!… Και το πρόγραμμα τελείωνε με χορούς και τραγούδια από τα κοριτσάκια. Στο τέλος κερνούσαμε πάλι λουκουμάκι.

Και στο τέλος της χρονιάς είχαμε πάλι γιορτή με απαγγελίες ποιημάτων και χορούς. Η γιορτή αυτή γίνονταν μέσα στα πεύκα, όπου είχε διαμορφώσει το έδαφος ο κ, Βαζούρας, σε κλίμακες γιατί ήταν κατηφορικό, βγάζαμε πάλι τα θρανία για καθίσματα και έφτιαχνε και μια εξέδρα, όπου λέγαμε τα ποιήματα η παίζαμε τα σκέτς. Και η γιορτή τελείωνε με χορούς και πανηγύρια… και το καθιερωμένο λουκουμάκι… Αλλά εκείνο που χαιρόμασταν πιο πολύ στα μαθητικά μας χρόνια ήταν οι περίπατοι… στα αμπέλια και η ημερήσιες εκδρομές, μια φορά το χρόνο. 

Το μέρος στα αμπέλια ήταν πολύ όμορφο ειδυλλιακό θα έλεγα!.. Ήταν λοφώδες και καταπράσινο, είχε και δυο τεράστιους βράχους, σαν να έπεσαν από τον ουρανό… που μας έκαναν μεγάλη εντύπωση.Εκεί ξεθεωνόμασταν στα παιγνίδια  και αν ήταν Άνοιξη μαζεύαμε λουλούδια και φτιάχναμε στεφάνια, η πηγαίναμε πιο πέρα που υπήρχε μια ρηχή λιμνούλα και παίζαμε με τα βατραχάκια και τα άλλα ζωύφια της φύσης.  

Αλλά μια φορά το χρόνο κατά τα τέλη Μαϊου, κάναμε μια ημερήσια εκδρομή, που ήταν ότι καλύτερο… Μια φορά πήγαμε στο Καρατεπέ, που ήταν πολύ μακριά!.. Θα ήταν παραπάνω από μια ώρα πεζοπορία και όχι ίσιωμα αλλά με πολύ ανηφόρα. 

Στα δυτικά του χωριού μας υπάρχει  μια οροσειρά κορυφών, που οριοθετούσαν τα σύνορα της χώρας μας με την οθωμανική αυτοκρατορία ως του 1912.  Και στις κορφές αυτές υπάρχουν δυο οροθετικοί στρατώνες  από εκείνη την εποχή. Σ’ αυτά τα κάστρα πηγαίναμε καθώς από εκεί βλέπαμε τον μισό θεσσαλικό κάμπο, προς τα Τρίκαλα και όλα τα γύρω βουνά.

Μόλις μαθαίναμε πως θα πάμε ημερήσια εκδρομή, τρέχαμε με χαρά στα σπίτια μας να ετοιμαστούμε… Να πάρουμε ψωμάκι, χαλβά η ελιές, από τα μπακάλικα η αν είχε φτιάξει η μάνα μας καμιά πίτα, ένα κομμάτι πίτα, που τα βάζαμε σ’ ένα δίχτυ σχοινένιο. Νερό δεν παίρναμε, καθώς εκεί που πηγαίναμε, είχε βρύση και ποτίστρα για τα ζώα, σε σχετικά μικρή απόσταση απ’ την κορφή και βολευόμασταν.

Και με μεγάλη χαρά, παίρναμε το δρόμο προς τα αμπέλια, που ήταν ισιάδα… μέχρι την βάση της πρώτης κορφής. Από εκεί και πέρα άρχιζε η ανηφόρα… άρχιζαν οι λεγόμενες «κύκλες), ένα ελικοειδές  ζικ-ζακωτό μονοπάτι, που μας έβγαλε στην κορυφογραμμή, της οροσειράς, απ’ όπου είχαμε άπλετη θέα προς τα γύρω βουνά. Και στη συνέχεια, περπατώντας στην κορυφογραμμή, με μικρές υψομετρικές διακυμάνσεις, φτάσαμε στον Καρατεπέ, που στα τούρκικα σημαίνει Μαύρος Λόφος. Τώρα γιατί  μαύρος, δεν άκουσα καμιά εξήγηση από γεροντότερους… Μια δική μου εξήγηση που μπορεί να είναι και λάθος… Πιθανόν ονομάστηκε έτσι επειδή, όταν χαλάει ο καιρός στα μέρη μας,  μαύρα σύννεφα εμφανίζονται στα δυτικά, στα Αντιχάσια, όπου και ο Καρατεπές… 

Όταν φτάσαμε στην κορφή, περιεργαστήκαμε τον μισοκατεστραμμένο μεθοριακό σταθμό και αφού πήραμε μια ανάσα, ο πάππα-δάσκαλος που ήταν συγχωριανός μας και ήξερε καλά τα γύρω μέρη, μας ξενάγησε. Τον Όλυμπο, τα Χάσια, τον Κίσσαβο και το Πήλιο βέβαια, τα ξέραμε γιατί είναι πολύ κοντά μας και είναι ορατά απ’ το χωριό μας, Αλλά από εδώ είδαμε και άλλα βουνά, όπως τον Κόζιακα και την μεγάλη οροσειρά των Αγράφων, μέχρι το Βελούχι και ένα μέρος της θεσσαλικής πεδιάδας, με τον Πηνειό να φιδοσέρνεται… νωθρός… με τους εντυπωσιακούς  του ασημένιους μαιάνδρους, καταμεσίς στο κάμπο. Επίσης είδαμε και το διπλανό μας χωριό το Διάσελο, κτισμένο και αυτό σε οροπέδιο, ανάμεσα σε λόφους.

Οι δάσκαλοι έστρωσαν ένα στρωσίδι στη σκιά, στη βάση του σταθμού και διάβαζαν άλλος βιβλίο και άλλος εφημερίδα και εμείς σκορπίσαμε στα πέριξ και χορτάσαμε παιγνίδια. Και συνεχώς διψούσαμε… και κατηφορίζανε προς την ποτίστρα!… καθώς τα φαγιά μας… και ο χαλβάς και οι ελιές φέρνουν δίψα…

Μια άλλη χρονιά μας πήγαν στον Γκαλιά, έναν ακόμα μεθοριακό σταθμό, που βρίσκεται στην ίδια κορυφογραμμή, λίγο νοτιότερα, την άλλη στη Λεύκα στα πλατάνια και την μεθεπόμενη στο Μοναστήρι του Προφ. Ηλία, όπου ξεναγηθήκαμε στο νερόμυλο και όλη μέρα παίζαμε με τα νερά, τα βατράχια και τις βδέλες… Εκείνη την ημέρα εξασκηθήκαμα  σφόδρα… στο πήδημα… του μυλαύλακου. Βέβαια κάμποσες φορές δεν τα καταφέρναμε και  μουσκεύαμε τα παπούτσια μας

Αλλά η πιο ωραία απ’ όλες, ήταν αυτή στην Αγία Παρασκευή, του Γριζανίου, του διπλανού μας χωριού, προς τον νομό Τρικάλων. Αυτό το εξωκκλήσι βρίσκεται σε πολύ όμορφη τοποθεσία, κοντά σε ρεματιά με πλούσια παρόχθια βλάστηση και κάμποσα μεγάλα  δέντρα, θαρρώ ήταν  πουρναρόδεντρα. Στον ίσκιο τους  άπλωσαν ένα κιλίμι οι δάσκαλοι και κάθισαν και εμείς, παίζαμε τριγύρω , πότε στη ρεματιάκαι πότε στην γύρω απ’  το εκκλησάκι περιοχή.  Εκείνη την εποχή ήταν στο χωριό μας και η μαμά της δασκάλας μας, της Αντωνίας, που ήρθε και αυτή μαζί μας. Ήταν λίγο χοντρούλα… αλλά τα κατάφερε να περπατήσει τόση απόσταση. Είχε θαρρώ μαζί της και ένα εργόχειρο… κάτι έπλεκε.  Κάποια στιγμή ο κ. Βαζούρας έφτιαξε, με τριχιά, μια κούνια στο μεγάλο  αυτό δέντρο, που είχαν καθίσει οι δάσκαλοι. Και μπήκε η Αντωνία να κάνει κούνια και την  κούναγε εκείνος και πήγαινε πολύ ψηλά… Αλλά όταν βαρέθηκε… και  θέλησε να κατέβει, δεν τα κατάφερε να προσγειωθεί ομαλά και έπεσε απ’ την κούνια, στο έδαφος μπρούμυτα, με αποτέλεσμα να σηκωθεί η φούστα της και να φανεί το βρακί της!… Η μάνα της έτρεξε αμέσως να την σκεπάσει η καημένη, αλλά τι τα θες,  η ζημιά… είχε γίνει. 

Εκείνη τη χρονιά, εκεί κατά τον Μάη μήνα, που φυτεύουν τα καπνά, ήρθε ο επιθεωρητής στο σχολείο μας για να κάνει τη δουλειά του, να ιδεί πως πάει το εκπαιδευτικό έργο στο χωριό μας. Και επειδή στο χωριό δεν υπήρχε τίποτα για να πάει να φάει, έπρεπε να τον φιλέψει  κάποιος και προφανώς…  οι δάσκαλοι είχαν αυτήν την υποχρέωση καθώς ιεραρχικά ήταν ο προϊστάμενός τους. Η κ. Αντωνία, σαν οικοδέσποινα, ανέλαβε να φιλέψει τον επιθεωρητή… αλλά τι να μαγειρέψει;  Εκείνα τα χρόνια τα μπακάλικα στο χωριό είχαν βασικά πράγματα διατροφής αλλά από κρεατικά δεν είχαν απολύτως τίποτα. Μόνο καμιά ρέγγα παστή αν έβρισκες!… Που και που κάποιος κτηνοτρόφος έσφαζε καμιά προβατίνα, κανένα κατσίκι εκεί, στου Καταραχιά το αίθριο… και όποιος προλάβαινε και είχε λεφτά αγόραζε. Οι υπόλοιποι περίμεναν την επόμενη φορά… και αν είχαν πάλι χρήματα. Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι πορεύονταν… όσον αφορά την διατροφή τους σε κρέας, από τα κοτόπουλα και το γουρούνι που έτρεφαν οι ίδιοι.  «όλοι είχαν κοτόπουλα και  ελάχιστοι δεν είχαν γουρούνι.»  Το κρέας του γουρουνιού, το συντηρούσαν μέσα στο λίπος του, σε πιθάρια, στο υπόγειο και πόρευαν… με αυτό περίπου ένα εξάμηνο. 

Η κ. Αντωνία  για να λύσει το πρόβλημά της… σκέφτηκε και βρήκε μια καλή λύση. Ήταν φιλενάδα της θείας μου της Σταυρούλας… και που και που τα «λέγανε»… Έπιναν και κάνα καφέ παρεούλα… Πήγαινα και γω μαζί της καμιά φορά… Είχε μια φιλενάδα να την εξυπηρετήσει σε μια έκτακτη περίσταση, σαν αυτήν.

Με φώναξε λοιπόν και μου είπε. «Λεμονίτσα, σε παρακαλώ πολύ, πάρε και μια μεγαλύτερη κοπέλα μαζί σου,  πρότεινε τη Μαρία της Σκόμπας, που ήταν  δυο χρόνια μεγαλύτερή μου, και πάτε στο σπίτι σας  να μου φέρετε μια κότα, που τη χρειάζομαι. Ήρθε ο επιθεωρητής και  δεν έχω τίποτα να μαγειρέψω» Εντάξει!… Εντάξει δεσποινίς!.. Φύγαμε τρέχοντας με τη Μαρία για το σπίτι, πιάσαμε μια κότα και την πήγαμε πεσκέσι στην κ. Αντωνία. Εκείνη την έσφαξε, την μαγείρεψε και έκανε το τραπέζι στον κ. Επιθεωρητή. Μας κέρασε  κάτι μπισκοτάκια που είχε, για την εξυπηρέτηση και βάλθηκε να ετοιμάσει το φαγητό.

Εμείς όμως δεν φύγαμε αμέσως… παρά μείναμε στο ισόγειο του διόροφου σπιτιού και περιεργαζόμασταν… σαν παιδιά… το πολύ περιποιημένο σπίτ,ι της σπιτονοικοκυράς της, της Μπακλαβίνας, που τα είχε όλα στην εντέλεια… 

Ήταν πολύ νοικοκυρά… Όλα τα ρούχα τα είχε σιδερωμένα και τα είχε σε μια βαλίτσα, δεν είχαμε τότε ντουλάπες στα σπίτια. Ακόμα και τα μαντηλάκια τα είχε σιδερωμένα και διπλωμένα σε τριγωνάκια. Δεν αφήσαμε τίποτα που δεν το ανοίξαμε… αλλά δεν πειράξαμε τίποτα απολύτως… Κάναμε και κούνια στα σίδερα της εξώπορτάς της. Η δασκάλα μαγείρευε και εμείς από κάτω «κουσκουτεύαμε»… 

Η Μπακλαβίνα ήταν κόρη του παππού Πώλ(Απόστολος Αθάνατος) στο επίθετο, που είχε πάει στην Αμερική  στις απαρχές του 20ου αιώνα, με όλη την οικογένειά του, είχε πολλά κορίτσια, εκτός από την Όλγα που την είχε παντρέψει με έναν χωροφύλακα, από το Γριζάνο, που τον έλεγαν Θεόδωρο Μπακλαβά. Γι’ αυτό αυτή η οικογένεια ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο, απ’ τους άλλους χωριανούς, που ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι. Είχαν μισθό, σταθερό… μηνιαίο εισόδημα. 

Μια μέρα ο πάπα-δάσκαλος, μας επεφύλαξε μια έκπληξη!.. Θα ήμασταν Πέμπτη τάξη και μας έκανε μάθημα στην αυλή του σχολείου, κάτω από μια κυδωνιά, που υπήρχε στο μπροστινό προαύλιο, καθισμένοι όλοι οι μαθητές καταγής, γύρω απ΄ τον δάσκαλοΑυτό μας άρεσε πολύ!… μας εξέπληξε και μας ενθουσίασε!… Δεν θυμάμαι το περιεχόμενο του μαθήματος… θυμάμαι όμως έντονα… το ωραίο συναίσθημα που ένοιωθα κατά την διάρκεια  αυτού!… Και έπειτα του ζητούσαμε επίμονα να το επαναλάβει… αλλά εις μάτην… δεν μας έκανε τη χάρη…

Δεν είναι τυχαίο που οι μεγάλοι σοφοί της αρχαιότητας, όπως ο Σωκράτης και ο Αριστοτέλης  δίδασκαν στην ύπαιθρο, στη Φύση!… Και μάλιστα σε  μέρη ιδιαιτέρου κάλλους αυτής… Εξ ου και η Περιπατητική Σχολή του δεύτερου, όπου φοίτησε και ο Μέγας Αλέξανδρος και οι φίλοι του. 

ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Ο Σκάϊας η Γρούνας… ήταν  ένας συμπαθής… άνθρωπος, καλός οικογενειάρχης, με τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, την Ελενίτσα  και την Ελπίδα που ήταν συμμαθήτρια της αδελφής μου της Ευδοκίας. Η Ελενίτσα ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη από μένα, αλλά επειδή ήμασταν ανά  δυο τάξεις «πακέτο»  στην ίδια  αίθουσα στο δημοτικό, τη θεωρώ συμμαθήτριά μου. Ήταν πολύ καλό κορίτσι… αλλά είχε ένα πρόβλημα υγείας, πάθαινε που και που κρίσεις επιληψίας. Δεν έπεφτε κάτω, ούτε έβγαζε αφρούς… αλλά «χάνονταν» για μικρό χρονικό διάστημα, σαν να ήταν σε άλλο κόσμο… και μετά επανέρχονταν.

Αλλά και ο πατέρας της είχε κάποια νευρολογική η ψυχική νόσο  και φορούσε πάντα φαρδιά παντελόνια δικής του επινόησης, μόνο  το ένα μανίκι απ’  το σακάκι του και γρουνοτσάρουχα, που προφανώς έφτιαχνε ο ίδιος. Αγόραζε παντελόνια από το παζάρι, τα  μεταποιούσε μόνος του και τα έφτιαχνε φαρδιά, κατά πως τον βόλευε…  Η δουλειά του πέρα από γεωργός, ήταν να βόσκει, τρείς με τέσσερις σκρόφες… γουρούνες δηλαδή και να πουλάει τα γουρουνόπουλα.

Και  σαν παιδιά, όταν τον συναντούσαμε καμμιά φορά, εκεί στα πέριξ του  χωριού με τις σκρόφες, μας παραξένευε… αυτή η περίεργη  φορεσιά του και στεκόμασταν και τον ρωτούσαμε «Θείο, γιατί φοράς τόσο φαρδιά παντελόνια;…» Και εκείνος χαμογελαστός απαντούσε «Για να βάζω μέσα χορτάρι». Δεν μας ικανοποιούσε η απάντηση αυτή βέβαια… αλλά δεν επιμέναμε κιόλας να μας εξηγήσει και τον σοβαρό λόγο που προφανώς είχε και δεν άντεχε τα φυσιολογικά… ρούχα, που φορούσε όλος ο άλλος κόσμος, στο χωριό.

Μια άλλη γραφική φιγούρα στο χωριό, ήταν ο Λίας ο Κερμελής,  στο παρατσούκλι,  γιός του Τέγου.Αυτόςήταν «κουλός»,έχασε το ένα  χέρι, σε μεταπολεμικό ατύχημα. Βρήκε μια νάρκη, κατάλοιπο των τελευταίων στη χώρα μας,  πολεμικών αναμετρήσεων, άρχισε να την περιεργάζεται, έχοντας πλήρη άγνοια… περί τίνος επρόκειτο και έγινε το κακό…

Καλός άνθρωπος… ασχολήθηκε με τα ζώα του, τσομπάνος μια ζωή… Τον βλέπαμε κάθε μέρα να πηγαινοέρχεται  στο κοπάδι του, καβάλα στο όμορφο μαύρο άλογο, τον «Άχαρο» όπως τον είχε ονοματίσει.. Δεν ευτύχησε να κάνει οικογένεια, παρ’ ότι ήταν ανοιχτόκαρδος…  νοικοκύρης και  λογάς… Μάλιστα μιλούσε με μια ιδιαίτερη ποιητική φρασεολογία, που όλοι τον θυμόμαστε γι’ αυτό.

Στο καφενείο, όταν τον ρωτούσαν για την οικογένειά του, απαντούσε με την παρακάτω ιδιότυπη… πολύ χαρακτηριστική φρασεολογία, συστήνοντας τα αδέλφια του. «Πέτρος ηλεκτρολόγος, Κώστας γερμανός, ήταν μετανάστης στην Γερμανία, Κούλα περδικούλα και γω με τον Άχαρο!..  

Ο  παππούς ο Βερβέρας, τον θυμάμαι στα γεράματά του να περνάει απ΄ την Ράχη, μια αλάνα που παίζαμε τα παιδιά της γειτονιάς, με τα μάλλινα σκουτιά που φορούσε και  την γκλίτσα περασμένη στους ώμους. 

Εμείς πηγαίναμε ξωπίσω του και φωνάζαμε ομοθυμαδόν… «Μούτσο Βερβέρα, καρτέρα τον πατέρα» «Μούτσο Βερβέρα καρτέρα τον πατέρα»… Εκείνος νευρίαζε… για την κοροιδία, κατέβαζε την γκλίτσα του,  γυρνούσε απότομα προς τα πίσω, την σήκωνε  ψηλά και αγριεμένος…  χτυπούσε το χώμα, με ορμή… Και εμείς όπου φύγει-φύγει. Αυτό επαναλαμβάνονταν δυο-τρείς φορές, έως ότου να διασχίσει την αλάνα και να κατηφορίσει… πηγαίνοντας στο σπίτι του, που ήταν χαμηλά, στα  βορειοανατολικά του χωριού. 

Μια άλλη φιγούρα, που έμεινε ανεξίτηλη… στη μνήμη μου, απ’ τα παιδικά  χρόνια, είναι αυτή του Πώλ του αμερικάνου, πατέρα, της μπακλαβίνας.  Αυτός είχε μεταναστεύσει στην Αμερική στις απαρχές του 20ου αιώνα. Τότε που εκατομμύρια ευρωπαίοι… μετανάστευσαν στην  αχανή και μακρινή, αυτή Ήπειρο, προσδοκώντας καλύτερες μέρες.

Πήγε πρώτα μόνος του και μετά κάμποσα χρόνια πήρε και την υπόλοιπη οικογένεια εκεί, εκτός από την κόρη του, την Όλγα, που ήταν ήδη παντρεμένη με τον Θόδωρο Μπακλαβά, απ’ το Γριζάνο.Αυτοί απέκτησαν τρία πανέμορφα παιδιά, δυο κόρες την Φωτίκα και Καλλιόπη και έναν γιο, τον Αποστόλη Οι κόρες παντρεύτηκαν στο διπλανό χωριό το Βλαχογιάνι, ο δε γιός μένει με την οικογένειά του, στο χωριό. 

Ο παππούς Πωλ, εδέησε… να έρθει στην πατρίδα του, στα μέσα της δεκαετίας του 60’,  με μια του κόρη, που ήταν παντρεμένη με σαμιώτη, για να παρευρεθούν, στο γάμο της πρώτης κόρης της ‘Ολγας, της Φωτίκας. 

Αυτή παντρεύτηκε τον Βαγγέλη απ’ το Βλαχογιάνι, ένα όμορφο παλικάρι απ’ το διπλανό χωριό, που είχε τρακτέρ και όργωνε τα  χωράφια και  του δικού μας χωριού.

Ο συγκεκριμένος  γάμος δεν ήταν μια συνηθισμένη… υπόθεση, όπως όλοι οι γάμοι, στο χωριό. Ήρθε ο παππούς απ’ την Αμερική με τα δώρα  και τα δολάρια… και είχε μια άλλη λαμπρότητα, που δεν την είχαμε ξαναδεί. Ο παππούς ο Πώλδε, ήταν ο πιο παράξενος… στα φερσίματα και στην ενδυμασία και ήταν το πρόσωπο με το οποίο, ασχολούνταν όλο το χωριό… 

Ήταν ένας γνήσιος αμερικάνος… στην συμπεριφορά,  στο ντύσιμο και σε όλα του…  Φορούσε κάτι φαρδιά παντελόνια με τιράντες,καπαρντίνα εκρού, κασκέτο, κρατούσε μπαστούνι και ένα πούρο μόνιμα στο χέρι του και όλη την ώρα του έλεγε «that΄sall…that’ sall… Ήταν σαν κλόουν!.. Όλοι γελούσαν  μικροί και μεγάλοι…

Όταν δε χόρευε… έκανε κάτι τρελές φιγούρες, που μας ξένιζαν και ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια. Ιδιαίτερα δε στον  τοπικό χορό «έντεκα» με τα τραγούδια «Της Λαρίσης το ποτάμι» μεγάλο σουξέ της εποχής με τον  Στέλιο Καζαντσίδη και το παραδοσιακό… «Τιθελα κι σ’ αγαπούσα κι δεν κάθουμαν καλά» ο Πώλ έδωσε ρέστα… Ήταν η αποθέωση!..

Μια άλλη επίσης χαρακτηριστική φιγούρα της τοπικής κοινωνίας, ήταν η Διαμάντω. Είχε μια κόρη όμορφη και ήταν χήρα.  Είχε σκοτωθεί ο άντρας της στον πόλεμο και ζούσε με την κόρη της και την σύνταξη του συγχωρεμένου!.. Είχε ένα αστραφτερό… κουκλίστικο σπιτάκι σε λόφο, στην απάνω γειτονιά. Και δεν έλαμπε μόνο το σοκάκι της.. αλλά και ο μακρύς… δρόμος που περνούσε μπροστά απ’ το σπίτι της. 

Βαρέθηκε να σκουπίζει  η κακομοίρα… πάντρεψε και την κόρη της, με καλό ντόπιο παληκάρι… και ήταν πολύ νέα να καλογερέψει… για την υπόλοιπη ζωή της!..Και είχε το δίκιο με το μέρος της!.. Δεν  περνιέται έτσι η ζωή!… νέα γυναίκα χωρίς άντρα… Και το γύρισε στο καλαματιανό!..  

Και έτσι σιγά-σιγά έγινε το σπιτάκι της κέντρο διερχομένων… Όλοι οι πλανόδιοι μανάβηδες, ψιλικαντζήδες, εργαζόμενοι στον δημόσιο δρόμο που φτιάχνονταν εκείνη την εποχή, ξεπέζευαν στο κουκλόσπιτο στη ραχούλα. Αλλά και συντοπίτες θερμόαιμοι που τους άρεσαν τα ξινά… επισκέπτονταν συχνά-πυκνά τον λόφο. Ακούονταν κατά καιρούς φαιδρά… επεισόδια για αναπάντεχα συναπαντήματα σύγγραμβρων… γνωστών και φίλων στο κονάκι της!.. Τι να κάνουμε !… Τάχει αυτά η ζωή.   

Στο Έβρο άκουσα μια σοφή παροιμία που λέει «Δεν υπάρχει χωριό χωρίς καμπάνα και χωρίς πουτάνα»… Έχει απ’ όλα ο μπαχτσές. Δεν υπάρχει  κοινωνία ιδανική… χωρίς ψεγάδ,ι στον κόσμο αυτόν που ζούμε!.. Στον άλλον τον Απάνω, δεν ξέρω… δεν απαντώ!.. Ίδωμεν… όταν θα έλθει εκείνη η ώρα.

Αλλά απ’ αυτά που μάθαμε και ακούμε… και εκεί λέει γίνεται μια κρίση… μια επιλογή… και κατατάσσεσαι αναλόγως… των πράξεών σου, στην Κόλαση η στον Παράδεισο. Είθε όλοι μας να βρεθούμε στον Παράδεισο… μετά την λήξη της εδώ θητείας μας!.. Έτσι δεν προσευχόμεθα για τους αποθαμένους μας… «Καλό Παράδεισο» 

Μια ακόμα χαρακτηριστική φιγούρα της τότε,  μικρής κοινωνίας του χωριού μας, ήταν η θρυλική… Μάρω. Αυτήν κατάγονταν από γειτονικό μας χωριό, είχε παντρευτεί έναν αχαίρευτο… συντοπίτη μας. Που να ξερε η γυναίκα, τι κελεπούρι έπαιρνε… και αράδιασαν μια ντουζίνα παιδάκια, τα περισσότερα αγόρια, που περιφέρονταν στα σοκάκια βρώμικα και νηστικά… Ο άνδρας της τεμπέλης και ανεπρόκοπος, κοπροσκύλιαζε όλη μέρα στα καφενεία και «αγρόν αγόραζε» για τα παιδιά του… Αλλά κι εκείνη δεν ήταν καλύτερη!.. Τάλλε κουάλε…

Διάλεξε την ευκολότερη δουλειά στον κόσμο, την πορνεία… και κατά δεύτερον την κλεψιά…  Εκδίδονταν επί χρήμασι, σε οποιονδήποτε τύχαινε μπροστά της… και σε όποιο κατάστημα έμπαινε στις παρακείμενες πολίχνες της περιοχής μας, έκλεβε ασύστολα. Είχε φοβηθεί το μάτι όλων των καταστηματαρχών, με είδη ένδυσης κυρίως… Έμπαινε στο κατάστημα, διάλεγε διάφορα μοντελάκια, έμπαινε στο δοκιμαστήριο, τα φορούσε το ένα πάνω στ’ άλλο και από πάνω το δικό της… και έφευγε σαν κυρία τρομάρα της!.. 

Η Δέσπω(Δέσποινα) ήταν μια ακόμα ιδιαίτερη φυσιογνωμία στον τόπο μας… Ζούσε με την πολυμελή… οικογένεια του αδελφού της, που ήταν  κτηνοτρόφος και η μόνη οικογένεια με αυτό το επίθετο στο χωριό. Πώς βρέθηκαν κι αυτοί στο χωριό μας… ένας θεός μόνο το ξέρει!…

Ήταν άτομο με νοητική υστέρηση, που έχριζε βοηθείας… αλλά ήταν και μια γυναίκα ευθιάθετη… γλυκομίλητη και συμπαθητική! Κακό σε άνθρωπο δεν έκανε, ούτε κακό λόγο για κάποιον, είπε ποτέ… Ήταν αγαθή ψυχή!..

Όταν συναντούσε στο δρόμο  γυναίκα,  εστιάζονταν μόνο στην εμφάνισή της και άρχιζε να αραδιάζει ένα σωρό κοσμητικά επίθετα για τα  ρούχα της… και τα αξεσουάρ της…

«Αχ! τι όμορφο εμπριμεδάκι είναι το φουστάνι σου,  τι ωραίο το  μαλλί σου , το  μενταγιόν, το βραχιόλι,η ζώνη, το ρολόϊ, κλπ. κλπ. Και τα έπιανε με τα χέρια της και τα χάιδευε… και έβλεπες μια επιθυμία και μια θλίψη στο βλέμμα της… που η ίδια… δεν μπορούσε να τα έχει.. Είχε πολλά ελλείματα η κακομοίρα αλλά η γυναικεία φιλαρέσκεια… δεν την είχε εγκαταλείψει…  Ήταν πολύ φτωχή η οικογένεια του αδερφού της!.. Ένα κοπάδι κατσίκια είχε ο κακομοίρης… για να ζήσει την πολυμελή   οικογένειά του!.. Δεν περίσσευαν για μοντελάκια… και στολίδια!..

Αθανάσιος Σιακαβέλλας και Εμμανουήλ Ντούμας

Ο Αθανάσιος Σακαβέλας, κατάγονταν απ’ τα μέρη της Λαμίας,  από το χωριό Λευκάδα και υπηρετούσε ως  δάσκαλος στο χωριό μας.

Εδώ παντρεύτηκε  μια πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου τη θεία-Βαγγελή και κάνανε ένα αγοράκι τον Ηλία, που δεν γνώρισε τον πατέρα του… Ήταν μερικών μηνών, όταν αυτός δολοφονήθηκε. Δημιουργικός άνθρωπος και καλός δάσκαλος  και ομορφάντρας στην όψη και στη φτιαξιά… Ψηλός και γεροδεμένος… αλλά δεν ευτύχησε να ζήσει…  Αυτός είχε πρωτοστατήσει… στην μεταφορά του κοιμητηρίου του χωριού, στην σημερινή του θέση, δυτικά και στα όρια του οικισμού και είχε φυτέψει  τα κυπαρίσσια σ ΄αυτό. Θεός σχωρέστον!… Ο ίδιος φύτεψε  πεύκα, κυπαρίσσια, και άλλα δέντρα στο προαύλιο του σχολείου…

Έχασε την ζωή του,  με φριχτό τρόπο, στις 30 Ιανουαρίου, ανήμερα των Τριών Ιεραρχών, το  1942.

Ήταν ημέρα Σάββατο και στο γειτονικό μας κεφαλοχώρι Φαρκαδόνα γίνονταν παζάρι. Μια λαϊκή αγορά, όπου κατέβαιναν  οι κάτοικοι του δικού μας χωριού, αλλά και όλων των γειτονικών μας χωριών, για να προμηθευτούν κυρίως τρόφιμα, αλλά και ότι άλλο χρειάζονταν για τον εαυτό τους… ρούχα, παπούτσια,  για το σπίτι και για τις δουλειές  τους.

Έζεψε και αυτός πρωί-πρωί το άλογό του και πήγε στο παζάρι αλλά δεν ευτύχισε να  γυρίσει… ζωντανός… Η θεία-Βαγγελή, θυμόνταν,  πως πριν φύγει για το παζάρι, πήγε στην κούνια του μωρού και το αποχαιρέτησε… χαϊδεύοντας του το κεφαλάκι… σαν να είχε κάποιο κακό προαίσθημα!… 

Του στήσανε  «καρτέρι», στην τοποθεσία «Εικόνισμα»,  όπου υπήρχε και ένα δέντρο… μια γκορτσιά, στα σύνορα του χωριού μας, με το γειτονικό μας Γριζάνο. 

Εκεί κάθονταν τρεις αντάρτες και μόλις  άρχισαν να φτάνουν εδώ οι παζαριώτες, επιστρέφοντας στο χωριό μας, τους ρωτούσαν, που είναι ο δάσκαλος!… κι εκείνοι απαντούσαν «Πίσω είναι ο δάσκαλος… έρχεται»… Και δεν πονηρεύτηκε κανένας να πει, τι τον θέλουν αυτοί τον δάσκαλο; Ο δάσκαλος δεν είναι με το μέρος τους… Και να έκανε τον κόπο να γυρίσει πίσω, χωρίς να τον δούνε και να τον γλυτώσει!… Δυστυχώς το χωριό δεν προστάτεψε τον δάσκαλό του, παρά τα όσα είχε κάνει αυτός, για χάρη του!…

Και κάποια στιγμή που τον είδανε να πλησιάζει στο εικόνισμα, τον συνέλαβαν και άρχισαν να τον ανακρίνουν για την δράση του… Είχαν ακούσει ότι ο δάσκαλος ήταν δεξιός… και τους κατηγορούσε για την δράση τους και τους αποκαλούσε «Τα ψυριάρικα»… Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι υπέφεραν πολύ από  την ψύρα… Δεν είχε βγει το ντι τι ντι ακόμα…

Κάποια στιγμή, χρησιμοποιώντας την σωματική του ρώμη, καθότι άντρακλας… τους επιτέθηκε με κλωτσιές και μπουνιές… και   τους ξέφυγε…  κατηφορίζοντας μια πλαγιά προς την Αγ. Παρασκευή, ένα ξωκκλήσι  του Γριζανίου. Αυτοί αφού  συνήλθαν από την απρόσμενη αυτή επίθεση,  τον γάζωσαν με οπλοπολυβόλο… στα πόδια και τον ακινητοποίησαν…

Και  τότε πήγαν κοντά του και του έκαναν τόσα μαρτύρια, που ούτε στον χειρότερο εχθρό του δεν θα μπορούσε να κάνει άνθρωπος… Του έσπασαν το κεφάλι και έβαλλαν μέσα μια πέτρα… Αυτό τους ενοχλούσε ιδιαίτερα… το μυαλό του… Ο δάσκαλος ήταν ευφυής άνθρωπος και επηρέαζε  τους κατοίκους του χωριού… σε πολλά θέματα. Του έκοψαν τα αυτιά… την μύτη, το δάχτυλο για να πάρουν τη βέρα, άρπαξαν το χρυσό ρολόϊ τσέπης  και ότι χρήματα είχε επάνω  του και έφυγαν κατευχαριστημένοι… για τα κατορθώματά τους!…

Θεέ μου τόσο βάρβαρα αισθήματα μπορεί να εκφράσει το ανθρώπινο ον και τόσο αποτρόπαιες πράξεις μπορεί να κάνει, εν ονόματι οποιασδήποτε ιδεολογίας, που κατά την γνώμη του θα κάνει την ζωή του καλύτερη!…

Και βέβαια πίσω από κάθε φονικό… κρύβεται και ένας καταδότης… ένας προδότης… που δεν ήταν άλλος από τον γείτονά μας,όνομα και μη χωριό…  που τον πρόλαβα ζωντανό… Τον θυμάμαι να κάθεται σε ένα μεγάλο κοτρόνι, που βρίσκονταν στο σοκάκι μας.

Τα σπίτια του παππού μου Βάιου και του αδελφού του Μανώλη, ήταν πολύ κοντά… το ένα με το άλλο και σε μικρή απόσταση απ’ το δικό του.

Αυτός ενημέρωσε τους αντάρτες, ότι αυτό το Σάββατο ο δάσκαλος θα πήγαινε στο Τσιότι, έτσι  λέγανε την Φαρκαδόνα, στις μέρες μας. Φαρκαδόνα είναι το ομηρικό της όνομα…

Πριν απ’ αυτό το φονικό, έλαβε χώρα και άλλο φονικό στο σπίτι του παππού Μανώλη, με θύμα αυτή τη φορά τον ίδιο.

Ο παππούς Μανώλης ήταν ευκατάστατος… Είχε πολλά γελάδια και ήταν και αντιπρόσωπος του Παπαστράτου, του μεγάλου αγρινιώτη καπνέμπορα, που αγόραζε και τα δικά μας καπνά, καθώς στο χωριό μας καλλιεργούνταν και καπνά πέρα απ’ τα σιτηρά, στάρι, κριθάρι, βρίζα και σίκαλη. Και ευνόητο είναι να είχε και «παρά»… παράδες έλεγαν εκείνα τα χρόνια τα χρήματα και μάλιστα τα είχε και σε χρυσό… σε λίρες. Και συνήθως το πουγγί με τους παράδες, το καταχωνιάζανε στο πιο απίθανο σημείο του σπιτιού, για να μην τους το κλέψουν. 

Τον πατέρα μου, τον αγαπούσε πολύ ο θείος του ο Μανώλης και τον είχε σαν παιδί του, καθώς ο θεός δεν του είχε δώσει αγόρι… Και τον έπαιρνε μαζί του, όταν πήγαινε στα χωριά της Ελασσόνας,  σαν αντιπρόσωπος του Παπαστράτου για να αγοράσουν τα καπνά της περιοχής. Και έτσι ο πατέρας μου μυήθηκε απ’ τα μικρά του χρόνια στο εμπόριο του καπνού και συνέχισε να κάνει και εκείνος, για πολλά χρόνια,  αυτήν τη δουλειά, μετά τον θάνατο του μπάρμπα-Μανώλη.

Και μου διηγούνταν ο πατέρας μου μια ιστορία απ’ εκείνα τα χρόνια της θητείας του κοντά του. Είχαν πάει σε χωριό της περιοχής με το όνομα Ραντοσίβια, σλάβικη ονομασία, σήμερα το λένε Γαλανόβρυση, για να αγοράσουν καπνά για τον Παπαστράτο.

Και πήγαιναν στα σπίτια του χωριού, ένα-ένα για να ιδούν τα καπνά, τι ποιότητα είναι. Αν ήταν καλά, πρώτης η δεύτερης  ποιότητας, έδιναν την ανάλογη τιμή και αν ήταν τρίτης… δεν τα έπαιρναν καθόλου, τα έβγαζαν    «σκάρτα»… άχρηστα δηλαδή και έπρεπε  οι ιδιοκτήτες τους, να τα κάψουν.

Στο συγκεκριμένο χωριό κάποια φορά, είχαν βγάλει πολλά σκάρτα, σε πολλούς καπνοπαραγωγούς, οι οποίοι, φτωχοί άνθρωποι καθώς ήταν, όλη η απαντοχή τους για να ζήσουν… ήταν τα λεφτά που θα έπαιρναν απ’ τον καπνό… Και όταν έβλεπαν ότι τα εισοδήματα θα μειώνονταν κατά πολύ… άρχισαν να εκνευρίζονται και να τα βάζουν με τους ελεγκτές, που εν προκειμένω ήταν συνεργάτες του μπάρμπα-Μανώλη και υπό την προστασία του… σαν φιλοξενούμενοι.

Στο χωριό αυτό κατοικούσαν πολλοί Πόντιοι που ήλθαν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και εγκαταστάθηκαν εδώ. Άνθρωποι ξεριζωμένοι… ταλαιπωρημένοι, ένοιωθαν ότι αδικούνταν… ότι τους έπαιρναν την μπουκιά απ’ το στόμα και άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα και να βρίζουν τους ελεγκτές. Βέβαια δεν τολμούσαν να χειροδικήσουν επάνω τους καθώς ο μπάρμπα-Μανώλης οπλοφορούσε… Έτσι αρκούνταν… σε βρισιές… και σε κατάρες… 

Θυμόνταν ο πατέρας μου και την ανάφερνε συχνά, μια απ’ αυτές τις κατάρες… που έμελλε να πραγματοποιηθεί… σε κάμποσα χρονάκια μετά… «Α ρε παππού μουστάκια… που θα σε σφάξουν μέσα στο σπίτι σου και θα σκιάξ και τα ποντίκια…»

Και πράγματι, όταν άρχισαν να οργανώνονται οι αντάρτικες ομάδες και η χώρα ήταν  σε αναμπουμπούλα… και έρμαιο σε αντάρτικες και ληστρικές ομάδες, συνέβη το πρώτο φονικό στο σπίτι του μπαρμπα-Μανώλη, τον Μάιο, στις 15 του μηνός, τα μεσάνυχτα… πριν ξημερώσει  του Αγ. Αχιλλείου, προστάτη της Λάρισας, το 1940.

Ο μπάρμπα-Μανώλης ήταν πλούσιος, όπως είπαμε, είχε πολλές λίρες, που κανείς δεν ήξερε που τις είχε κρυμμένες και πολύ περιουσία… ένα κοπάδι γελάδια και πολλά στρέμματα χωράφια και βέβαια δεν φημίζονταν… για την απλωχεριά του… Και προκαλούσε την ζήλεια και τον φθόνο… των συγχωριανών του και όχι μόνο… καθώς η φήμη του, όπως και του αδερφού του Βάιου, ξεπερνούσε τα τοπικά όρια… Είχαν πολλούς φίλους στα γύρω χωριά, Βλαχογιάννη, Βερδικούσια, Δαμάσι, ΓριζάνοΤσιότι κλπ. Μάλιστα στο Δαμάσι είχαν πολλές κουμπαριές, είχαν βαφτιστήρια στις μεγάλες βλάχικες οικογένειες των  Βλιωραίων και των Δημάκηδων.

Έτσι μέσα στην αναμπουμπούλα της περίεργης εκείνης κατάστασης, μετά την εισβολή των Γερμανών στη χώρα, δημιουργήθηκε μια ληστρική ομάδα, από ανθρώπους των γύρω χωριών, κυρίως βλάχων, που οργάνωσαν μια επίθεση στο σπίτι του, με σκοπό να τον σκοτώσουν και να τον ληστέψουν. Και τα κατάφεραν…

Η ομάδα αυτή, από περιπολίες που έκανε στο σπίτι του μπάρμπα-Μανώλη είχε διαπιστώσει ότι στο σπίτι υπήρχε μια σκύλα, φύλακας και αποφάσισαν να την φαρμακώσουν, για να μπορέσουν να επιτύχουν τον σκοπό τους… πράγμα που το πέτυχαν την τελευταία μέρα, πριν το φονικό…

Αυτοί ήταν, δυο αδέλφια από την βλάχικη οικογένεια Σκούπρα, ο Σντάνης, γνωστός λήσταρχος από την Βερδικούσια, ο Μούμος,  και δυο άτομα κουμπάροι του, απ’ το Δαμάσι,  που φθονούσαν, τον μπάρμπα-Μανώλη για το έχειν του… την περιουσία του…

Έτσι ένα βράδυ  πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση… με επιτυχία!… δυστυχώς. Η πολυμελής οικογένεια του παππού-Μανώλη είχε δειπνήσει και είχαν πέσει να κοιμηθούν, όλοι στρωματσάδα… στο πάτωμα. 

Ο παππούς-Μανώλης είχε τέσσερα κορίτσια απ’ την  δεύτερη γυναίκα του την Ελένη και δυο κορίτσια απ’ την πρώτη του γυναίκα που πέθανε πολύ νωρίς. Είχε ήδη παντρέψει την Κωνστάντω με τον Θόδωρο τον Γραμμένο.

Και κατά τα μεσάνυχτα… ξύπνησε ο μπαρμπα-Μανώλης, από φασαρία που γίνονταν στην αυλή του… Η ληστρική ομάδα που αποτελούνταν από 6 άνδρες είχαν πάει νωρίτερα σε συγχωριανό μας, άρχοντας και αυτός…  με μεγάλη περιουσία και του ζήτησαν να τους βοηθήσει στο έργο τους… Να τους δώσει μια σκάλα για να ανεβούν στο δίπατο σπίτι του μπάρμπα-Μανώλη και τους την έδωσε… Και έτσι αυτοί ανέβηκαν μια χαρά στο μπαλκόνι και άνοιξαν πανεύκολα την πόρτα, παρ’ όλο που είχε και σίδερο από πίσω και μπήκαν στη σάλα.

Ο μπάρμπα-Μανώλης δεν βγήκε ο ίδιος… αλλά έστειλε την γυναίκα του την Ελένη να ιδεί τι γίνεται… και  όσο να γυρίσει η γυναίκα του στο δωμάτιο, εκείνοι ήταν ήδη στη σάλα και τον περίμεναν με τα μαχαίρι στα χέρια… Και όταν εκείνος βγήκε στη σάλα, βρέθηκε περικυκλωμένος από τρεις ληστές, οι οποίοι με τα μαχαίρια τους τον «σκίντζεβαν»  και του ζητούσαν το πουγγί του. Τα λεφτά… τα λεφτά… που τα έχεις… τα λεφτά… Αυτός έλεγε ότι δεν είχε λεφτά… Και τους έλεγε… Έχω ένα κοπάδι γελάδια, πάτε να τα πάρετε… έχω και πρόβατα… πάρτε τα και αυτά…  λεφτά δεν έχω… Κάποια στιγμή  αναγνώρισε και τον κουμπάρο του τον Θανάση και γύρισε και του λέει… «Και συ κουμπάρε με κιντάς!..Και  έπειτα άρχισε να φωνάζει τον αδερφό του τον Βάϊο, που έμενε στο παραδίπλα σπίτι, να έλθει να τον σώσει… Βάϊοοοο… Βάϊοοοο…Βάϊοοο… όσο ακόμα ανάπνεε… 

Εν τω μεταξύ, βγήκε και η γυναίκα του η Λένω  στη σάλα και άρχισε να παρακαλάει τους ληστές  να μην τον σκοτώσουν… «σας παρακαλώ πολύ πιδιά μ’  μην τον σκουτώντι… έχουιφτάκουρίτσια… λυπηθείτι μι!… Τι να κάνω χωρίς άντρα η έρμη!… Αλλά αυτοί απτόητοι… από τα σκιντζέματα… προχώρησαν σε μαχαιριές σ όλο του το σώμα… κυρίως στον θώρακα και τον άφησαν να ξεψυχήσει… μέσα σε λίμνη από αίματα, στη μέση της σάλας κι εξαφανίστηκαν τρέχοντας…

Προφανώς άρπαξαν και το πουγγί του μπάρμπα-Μανώλη, που τις νύχτες το έβαζε κάτω απ’ το μαξιλάρι του και την ημέρα το έκρυβε σε κρυψώνα στον μπροστινό τον στάβλο, που κανένας άλλος απ’ την οικογένεια δεν την ήξερε, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του.  Έτσι έμεινε απροστάτευτη η οικογένεια του  και χωρίς δραχμή… Δεν βρήκαν ποτέ και πουθενά… λεφτά. Αλλά είχαν το βιός… τα ζωντανά… γελάδια και πρόβατα. Τις λίρες της καρπώθηκαν οι ληστές…

Οι δυο απ’ τους ληστές δεν μετείχαν στο φονικό αλλά φύλαγαν τσίλιες  έξω στην αυλή και ένας άλλος μπήκε στο δωμάτιο που κοιμόνταν τα κορίτσια, με την μάνα τους και τις φοβέριζε με το μαχαίρι, μην τολμήσουν  και σκούξουν και ακούσει το χωριό… μέχρι να τελειώσουν το αποτρόπαιο φονικό… Μόνο η Βαγγελή πρόλαβε και έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή «πατέρα μουουουου» 

Και άκουσε ο παππούς μου ο Βάιος, αδερφός του Μανώλη και κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί… και λέει στα παιδιά του…. «πάει ο αδερφός μου ο Μανώλης… τον έσφαξαν τα σκυλιά».

Και όταν έφτασε στο σπίτι του, με την κόρη του Μαρίτσα, τον βρήκαν να βγάζει αίμα απ’ το στόμα και σε λίγο ξεψύχησε…

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ

Το χωριό που βλέπουμε σήμερα… πρέπει να μετακόμισε στη θέση αυτή, περί τον 17ο αιώνα, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι στην εκκλησία του χωριού, τον Αη-Νικόλα…  οι εικόνες του τέμπλου αγιογραφήθηκαν περί το 1776, από τους αδελφούς…. Νικόλαο και Ιωάννηεκ Καλάρι. 

Τρείς γενιές αγιογράφων  έβγαλαν οι Καλαρρύτες, που εργάστηκαν σε εκκλησίες της περιοχής μας αλλά και στα βλαχοχώρια των Γρεβενών… στην Αιτωλοακαρνανία και αλλού.Οι εικόνες του τέμπλου του Αη-Νικόλα είναι πανομοιότυπες… με τις αντίστοιχες της Μεγάλης Παναγιάς στην  Σαμαρίνα Γρεβενών. 

Το παλιό χωριό, πρέπει να  βρίσκονταν στη θέση «Παλιοχώρι»…εκεί όπου βρίσκονται σήμερα οι κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις  του Θωμά Ντούμα, σ’ έναν αυχένα που ενώνει την Κούτρα με μια άλλη χαμηλότερη κορυφή της περιοχής. 

Έχω ακούσει απ’ την  μάνα μου…ότι πιθανόν το χωριό μετακόμισε… γιατί έπεσε μια κακιά αρρώστια…στο χωριό και πέθαιναν τα παιδιάτους…Πάθαιναν κάτι σαν παράλυση και πέθαιναν. 

Στο χωριό αυτό ήταν κοντά και το Μοναστήρι της Παναγίας της Τσιούμας καθώς και ο παλιός Αη-Λιάς, κτισμένος σε κοντινή… κωνική κορφούλα, ανακαινισμένος σήμερα… απ’ όπου βλέπεις κάτω τον κάμπο… του Ζάρκου και άλλα παραποτάμια χωριά.

Το φρουριακού τύπου μοναστήρι του Αη-Λια που βρίσκεται κοντά στο σημερινό χωριό… ήταν σύμφωνα με τα λεγόμενα του παππού μου του Μπόρα, αφιερωμένο στον Άγ. Χαράλαμπο και έγινε Αη-Λιας… επειδή ο άλλος Αη-Λιας… ήταν πολύ μακριά…απ’ τον νεότερο οικισμό.

 Το χωριό μας είναι κτισμένο, σε λοφώδες υψίπεδο της οροσειράς των Αντιχασίων και έχει μεγάλη έκταση καλλιεργήσιμης γης και απέραντα λιβάδια  και πολύ πουρνάρι, όπου βοσκούσαν χιλιάδες πρόβατα, γελάδια και κατσίκια, μέχρι και  την δεκαετία του 70’.

Απ’ τους ψηλότερους λόφους του χωριού, όπου εδράζεται ο μαχαλάς των Πατρινών… ξεκινούν τρία ρυάκια, που κατηφορίζοντας… συγκλίνουν στο χαμηλότερο σημείο του χωριού, όπου υπάρχει μια αλάνα… ένα ίσιωμα,  και σχηματίζεται μια ρεματιά… ένας λάκκος… ο Λάκκος του Κυρίτση, 

Αυτός ο λάκκος, ακολουθώντας την μορφολογία του εδάφους… κυκλώνει περιμετρικά το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού, με εντυπωσιακούς μαιάνδρους, που στις όχθες τους οι κάτοικοι του χωριού είχαν τα παλιά τα χρόνια, τους μπαξέδες τους με τα ζαρζαβατικά. 

Και βγαίνοντας απ’ το χωριό ενώνεται και με άλλο ρέμα, που κατηφορίζει απ’ την βόρεια πλευρά του και εν συνεχεία πάει και συναντάει την Λεύκα… το άλλο μεγάλο ρέμα που έρχεται απ’ τα αμπέλια και τελικά όλα τα νερά καταλήγουν στον Τιταρήσιο ποταμό, που είναι παραπόταμος του Πηνειού.

Στη γη μας οι κάτοικοι έσπερναν σιτάρια, κριθάρια, καλαμπόκια, βρίζα, ζαρζαβατικά στα μποστάνια, στο λάκκο του Κυρίτση και στην «Νικ’ την βρύση» και καπνά…πολλά καπνά, που ήταν το κύριο εισόδημα των κατοίκων, μαζί με το εισόδημα από  τα αρνιά, τα κατσίκια και τα μοσχάρι που πωλούσαν κάθε χρόνο. 

Επίσης είχαμε και πολλά αμπέλια, καμιά πεντακοσαριά στρέμματα όλο το χωριό και τα σταφύλια και τα κρασιά μας ήταν εξαιρετικής ποιότητας.  

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

 ενοριακός ναός του χωριού μας

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ 

ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΑΓΙΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΓΡΙΖΑΝΙΟΥ.

                                                    Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ

Ο πατέρας μου γεννήθηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1920, των τριών Ιεραρχών και ήταν το πρώτο αγόρι της οικογένειας του παππού Βάϊου και της γιαγιάς Βασίλως, μετά από τρεις κόρες, την Λένω, την Ουρανία και την  Παρασκευή(Τσιβούλα).

 Και ήταν τόση η χαρά της και η ευγνωμοσύνη, που της έδωσε ο Θεός αγόρι, που κάθε χρόνο, όσο ζούσε, αυτήν τη μέρα έκανε Θεία Λειτουργεία για να ευχαριστήσει τον Πανάγαθο που την αξίωσε να κάνει αγόρι. Και της έμοιαζε πολύ…  και στην φάτσα και στο χαρακτήρα, και τον ονομάτισε Νικολάκη, στο όνομα του δικού της πατέρα. Και τον αγαπούσε τόσο… όσο τίποτα άλλο στον κόσμο… «πέθαινε» για τον πατέρα μου… και αυτός το ίδιο… για εκείνη.

Ο πατέρας μας ανάφερνε συχνά  μια πρώτη ανάμνηση των παιδικών του χρόνων στο πατρικό του σπίτι του πατέρα του. Θα ήταν έξι χρονών και τον κράταγε στην αγκαλιά του ένα αστυνόμος απ’ το Βλαχογιάννη, φίλος του πατέρα του και τον κανάκευε… και του έλεγε… Άντε Νικολάκη να μεγαλώσεις, να γίνεις άνδρας και να πάρουμε νύφη τη Ζωϊο Μπόρα, που έχει ο πατέρας της πολλά πρόβατα και κατσίκια… και είναι και καλός άνθρωπος… Και παρ’ όλο που ο πατέρας μου ερωτεύτηκε στα νιάτα του μια πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου, τελικά… παντρεύτηκε την μάνα μου που την ήθελε πάρα πολύ… και η μάνα του… Τι σου είναι η ζωή!… 

Ο παππούς μου ο Βάιος ήταν μπακάλης και είχε μαγαζί στο κέντρο του χωριού, λίγο παρακάτω απόείναι  ένα οίκημα του Τασιούλη του Κουμπούρα,  που ήταν και κοινοτικό κατάστημα κάποτε… κοντά στην εκκλησία. Ο πατέρας μου όταν έγινε οχτώ χρονών, τον άφηνε ο πατέρας του να κρατάει το μαγαζί, όταν εκείνος είχε άλλες δουλειές να κάνει, να πάει για ξύλα η να πάει στη Λάρισα να ψωνίσει. Κι άφηνε στο πόδι του τον παππού του πατέρα μου, τον Θωμά. Ο παππούς του δεν έβλεπε, λόγω ηλικίας, αλλά ήξερε ότι το μαγαζί κάθε μέρα είχε μια συγκεκριμένη είσπραξη… περί τις 8 δεκάρες… 

Ο πατέρας μου βέβαια σαν παιδάκι… κράτησε από τον τζίρο δυο δεκάρες για τον εαυτό του, αλλά ο παππούς το κατάλαβε αμέσως και του ρίχνει δυο  χαστούκια στα μάγουλα, λέγοντας… «Αχ βρε μπιζιαβέγκη… κράτησες δυο δεκάρεςε… Άμα το ξανακάντς θα φας περισσότερες…

Ο πατέρας μου  στο σχολείο ήταν απ’ τους καλούς μαθητές και οι γονείς του θέλανε να τον στείλουν στο γυμνάσιο αλλά εκείνος δεν ήθελε… Προτίμησε να κάτσει  στο χωριό και να ασχοληθεί με την γεωργία και την κτηνοτροφία, παραδοσιακά επαγγέλματα του τόπου μας… όπως ο πατέρας του και όλοι στο χωριό.

Ο πατέρας μου, θυμόνταν, ότι το σχολείο του χωριού κτίστηκε, όταν εκείνος ήταν μαθητής ακόμα. Και έλεγε πως υπήρχε μια μεγάλη  τούρκικη στρατώνα στο Μερκέζι, τούρκικη λέξη που σημαίνει κεντρικός σταθμός, σ ένα λόφο, που είναι σε μικρή απόσταση απ’ το σχολείο. 

Το χωριό μας, ελευθερώθηκε απ’ τους τούρκους το 1912, οπότε όλοι οι οροθετικοί σταθμοί, που υπήρχαν κατά μήκος των τότε συνόρων, πάνω σε κορφές… Γκαλιάς και Καρατεπές δεν χρειάζονταν πια και εγκαταλείφθηκαν στην μοίρα τους… Σήμερα στο Μερκέζι υπάρχει μια μισογκρεμισμένη σκοπιά.

 Έτσι γκρέμισαν την στρατώνα και έκτισαν ένα ωραίο πέτρινο σχολείο,  σε νεοκλασικό στυλ… πάνω σε λόφο, ευάερο, ευήλιο…με τρεις μεγάλες αίθουσες, ξύλινα πατώματα και υπόγειο από κάτω  με γκλαβανή,  που στέγαζαν δυο τάξεις η κάθε μία,  γραφείο διευθυντού και ένα τεράστιο προαύλιο γύρω-γύρω μεπετρόχτιστο τείχος ολόγυρα.Τότε δάσκαλος στο χωριό ήταν ο Αθανάσιος Βαλιάκος. Θυμάμαι τον παπά-Πασχάλη, που μας φοβέριζε… συχνά ότι θα μας έκλεινε στο μπουντρούμι… για τιμωρία, αν δεν καθόμασταν φρόνιμα!… 

 Εκείνα τα χρόνια στο χωριό δύο νέοι είχαν σπουδάσει και έγιναν δάσκαλοι, δυο Βαλιακαίοι, ο Θανάσης Βαλιάκος και ο Πασχάλης Βαλιάκος, που ήταν πρώτα ξαδέλφια. Ο Πασχάλης έγινε και παπάς στο χωριό και εκεί υπηρέτησε όλα του τα χρόνια και τον είχαμε και εμείς όλα τα αδέλφια δάσκαλο. 

 Οι γονείς μας είχαν δάσκαλο τον Θανάση Βαλιάκο και εμείς τον Πασχάλη Βαλιάκο. Το μισό χωριό είναι Βαλιακαίοι… ίσως το μεγαλύτερο σοι  στο χωριό και κατά την γνώμη μου πρέπει να ακολουθούν οι Γραμεναίοι, η οι Ταψαίοι… μεγάλα σόια και αυτά. Άλλες φάρες στον τόπο μας είναι οι Παπάδες, οι Μουλοτσαίοι, Ντουμαίοι, Παπαγγελαίοι, Ευαγγέλλου, Μποραίοι, Γρεβενιταίοι, Αθαναταίοι, Χατζήδες, Ξεφτεραίοι, Χανήδες και Παπακωνσταντιναίοι… 

 Και έδωσε… ο Θεός και μεγάλωσε ο πατέρας μου και έγινε παλικαράκι… κάπου εκεί στα δεκαεφτά του χρόνια. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε συνήθεια στα μέρη μας, οι νέοι να πάνε τα καλοκαίρια  στις εξοχές του χωριού, κατά παρέες, με τα άλογά τους, για να τα βοσκήσουν και διανυκτέρευαν εκεί… κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό, με στρωσίδια που έπαιρναν απ’ τα σπίτι τους. Ως φαίνεται… σε μια απ’ αυτές τις διανυκτερεύσεις, ο πατερούλης μου άρπαξε μια διπλή πνευμονία, έτσι άκουσα να τη λένε, που παρά λίγο να τον στείλει στον άλλο  κόσμο…

 Ευτυχώς που στο γειτονικό μας χωριό, τηΒερδικούσια, ένα χωριό ψηλά στα Χάσια, ήταν εκείνα τα χρόνια ένας καλός γιατρός,  ο Μάντζαρης. Αυτός είχε μετακομίσει πιο χαμηλά στο χωριό Αμούρι της Ελασσόνας και εξυπηρετούσε ως γιατρός, όλα τα χωριά της Ποταμιάς και το δικό μας. Είχε  ένα καφετί ριβανίτικο άλογο, για τις μετακινήσεις του στα χωριά. Πήγε ο παππούς μου και τον έφερε να δει τον πατέρα μου και του έγραψε συνταγή να πάρει φάρμακο, είχε βγει η πενικιλίνη και την γλύτωσε ο πατερούλης μου… ο γλυκός… Με μια αναπάντεχη… φαρμακευτική παρενέργεια μόνο… Του έπεσαν όλα τα μαλάκια του και έμεινε γουλί… Αλλά ευτυχώς… ξαναβγήκαν και μάλιστα πολύ ομορφότερα… στιλπνά και κατσαρά… απ’ αυτά που είχε πρωτύτερα.

Ο πατέρας μου υπηρέτησε την μαμά… πατρίδα, επί τέσσερα συναπτά έτη, κατά την διάρκεια των οποίων ξέσπασε και ο τριετής εμφύλιος πόλεμος, στον οποίο έλαβε μέρος, μέχρι την λήξη του. Στη χειρότερη περίοδο που έζησε  αυτή, μετά την σκλαβιά της για τετρακόσια χρόνια  στους τούρκους… Μας εξιστορούσε ιστορίες από εκείνα τα χρόνια και για το μεγάλο «μακελειό», που έγινε ιδιαίτερα στην κορφή Κάμενικ και στον λεγόμενο Πύργο της Στράτσιανης, ένα σύμπλεγμα απόκρημνων  και ψηλών βράχων, όπου είχαν οχυρωθεί οι αντάρτες και χύθηκε πολύ αδελφικό αίμα… μέχρι να καταληφθούν απ’ το στρατό. Η πιο μαύρη σελίδα στην ελληνική ιστορία είναι ο εμφύλιος πόλεμος. 

Βέβαια εκείνα τα χρόνια του εμφυλίου αλλά και  κάμποσα χρονάκια πριν ξεκινήσει, υπήρχε μια αναταραχή στη χώρα, δεν ήξερες τι θα σου ξημερώσει… και τι θα σου συμβεί… από την μια στιγμή στην άλλη οπότε και ο άμαχος πληθυσμός, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, μετακινούνταν συνεχώς, προς τόπους πιο ασφαλείς… όπου υπήρχε στρατός η αστυνομία.

 Έτσι και η οικογένεια του πατέρα μου, ο πατέρας του, τα αδέλφια του, μαζί και η μάνα μου, που ήταν ήδη αρραβωνιασμένη  τότε, έφυγαν απ’ το χωριό και επί έξι συναπτά έτη… περιφέρονταν ως πρόσφυγες σε παραδιπλανά χωριά και πόλεις, που ήταν πιο ασφαλείς τόποι. 

Τον πρώτο χρόνο έμειναν στο γειτονικό μας Γριζάνο, τον επόμενο, στο παραδιπλανό Τσιοτούλι η Παναγίτσα, ένα χωριό με ελάχιστα σπίτια… Τον άλλο χρόνο στο Τσιότι η Φαρκαδόνα, μια κωμόπολη, κεφαλοχώρι της περιοχής μας,  έναν στους Γιωργανάδες και δυο στη Λάρσα, ένα σε σκηνές και ένα σε παράγκες. 

Η παραμονή στις παράγκες ήταν κατά πολύ καλύτερη απ’ ότι στις σκηνές… Τουλάχιστον στην περίπτωση αυτή είχε κάθε οικογένεια το δικό της ξύλινο σπιτάκι, όσο μικρό κι αν ήταν… και πορεύονταν καλύτερα…

Οι σκηνές αυτές, της Ύπατης   Αρμοστείας για τους πρόσφυγες, ήταν πολύ μεγάλες, χωρούσαν 70 ανθρώπους να κοιμηθούν, δηλαδή περίπου 10 οικογένειες, αν υποθέσουμε ότι οι οικογένειες  τότε ήταν πολυμελείς… από εφτά άτομα και πάνω… η καθεμιά.  Για φανταστείτε τώρα 70 ανθρώπους να κοιμούνται δίπλα-δίπλα στη σκηνή, ο ένας πάνω στον άλλο, που να βάλλουν τα ρούχα τους, τα παπούτσια τους, άλλος να ροχαλίζει… άλλος να παραμιλάει… άλλος να ονειρεύετε… άλλος να έχει συχνουρία και να σηκώνεται συνέχεια για τουαλέτα!… Πια  τουαλέτα;… δεν υπήρχαν τουαλέτες, πήγαιναν παραδίπλα, όπου βολεύονταν ο καθένας, γεμάτος ο τόπος τριγύρω με ακαθαρσίες…  Και να είναι  χειμώνας και να κάνει ψοφόκρυο… Ένας χαμός γίνονταν στις σκηνές… δεν εύρισκες πουθενά ησυχία!…

 Έλεγε η μάνα μου ότι πήγαιναν  και μάζευαν ξυλαράκια  στην γύρω περιοχή,  στις όχθες του Πηνειού, καθώς τις σκηνές τις είχαν στήσει εκεί που γίνονταν το παζάρι της πόλης,  στην δυτική όχθη του ποταμού. Και άναβαν φωτιές στο ύπαιθρο για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν… Τι να μαγειρέψουν… οι άμοιροι…  μακαρόνια και τραχανάς ήταν τα πιο γρήγορα… και εύκολα… φαγητά και σε καρδάμωναν και λιγάκι… Μαύρη ζωή!… αλλά τι να κάνεις;

Δεν είχαν άλλη επιλογή!.. Αν κάθονταν στο χωριό, υπήρχε περίπτωση να στρατολογηθούν τα κορίτσια  και η νύφη του,  απ’  τους αντάρτες και αυτό  ο παππούς, δεν θα το άντεχε με τίποτα… στον κόσμο. Τα παιδιά του να  βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα και να αλληλοσκοτώνονται… χωρίς την θέλησή τους… Έτσι προτίμησαν την προσφυγιά!… 

Ένα τέτοιο περιστατικό είχε ήδη συμβεί στο χωριό, στην οικογένεια της μανιάς  Νουγαλίνας.   Ο γιός της Γιωργάκης(τυροφάης και αγκάρας στο παρατσούκλι) ήταν στρατιώτης και την  αδελφή του Ρήνω την είχαν στρατολογήσει οι αντάρτες, σε μια έφοδό τους στο χωριό μας. Αυτήν ήταν μια νταρντανογυναίκα… ψηλή και γεροδεμένη και της δώσανε ένα οπλοπολυβόλο στον ώμο και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες, χωρίς την θέλησή της… Και η μάνα τους έκλαιγε γοερά… και έλεγε «Αχ η μαύρη εγώ…«το να το χω στο στρατό, τ’ άλλο στο ανταρτικό, και θ’ ανταμωθούν τα δυο και θα σκοτωθούν τα δυο»… ‘Εδωσε… όμως ο Θεός και δεν σκοτώθηκαν τα παιδιά της και γύρισαν πίσω στο χωριό, αλλά η κοπέλα είχε πάθει φυματίωση… απ’ τις κακουχίες και ήταν πάντα φιλάσθενη… 

Βέβαια παντρεύτηκε τον Λίτο, έναν συγχωριανό μας, που και αυτός είχε χάσει το ένα του χέρι, απ’ τον ώμο, στον πόλεμο του 1940, όταν οι Ιταλοί είχαν εισβάλει  στη χώρα, από την Ελληνοαλβανική μεθόριο και  έκαναν δυο παιδιά, την Ελένη, συμμαθήτρια της αδελφής μου Ευδοκίας και  τον «Γκουντάρα» τον αδελφό της, λίγο μικρότερος.

Ευτυχώς ο παππούς  Βάιος είχε προνοήσει… είχε πουλήσει τα γελάδια και είχε φτιάξει λίρες χρυσές, που τις φύλαγε σε πάνινη σακούλα του, μέσα στον κόρφο του, σαν  φυλαχτό… το πολυτιμότερο πράγμα στον Κόσμο, καθώς απ’ εκεί κρέμονταν η ζωή τους… 

 Άλλοι κάνουν τους πολέμους για να κερδοσκοπούν… και οι φτωχοί λαοί πληρώνουν τη νύφη!…Οι Μεγάλες Δυνάμεις κάνουν τους πολέμους για να πλουτίσουν… και διώχνουν τους λαούς απ’ τα σπίτια τους… και έπειτα οι ίδιοι… ως Φαρισαίοι υποκριτές, τους στέλνουν σκηνές μέσω του οργάνου τους, της Ύπατης Αρμοστίας για τους πρόσφυγες, για να απαλύνουν τον πόνο και την δυστυχία τους… «Να σι κάψω Γιάνν… να σ’ αλείψου λάδι να γιάντς» Τι υποκρισία  Θεέ μου!… Πως τους αντέχεις ακόμα!… Πως δεν ρίχνεις φωτιά να τους κάψεις; 

Τα ίδια κάνουν και στις μέρες μας… εν έτει 2018. Επενέβησαν στην Συρία γιατί δεν τους άρεσε… ο Άσαντ  που αντιτείθονταν  στα δικά τους συμφέροντα στην χώρα του και έστειλαν στρατεύματα στην περιοχή και άρχισε ένας εμφύλιος, με θύματα χιλιάδες άμαχους, οι οποίοι φεύγουν απ’ την χώρα τους για να γλυτώσουν. Και θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο, στιβαγμένοι υπεράριθμοι… σε βάρκες για να φτάσουν σε ευρωπαϊκό  έδαφος, στη χώρα μας και αφού έχουν πληρώσει στους διακινητές τους, ένα σωρό λεφτά… 

Τα ίδια έγιναν και στην βόρειο Αφρική, στην Λιβύη, με την εξόντωση του Καντάφι, που δεν τους «βόλευε»… και σε άλλες όμμορες χώρες… Και κάθε μέρα, ακούμε και βλέπουμε στις ειδήσεις να θαλασσοπνίγονται στη Μεσόγειο, χιλιάδες πρόσφυγες που προσπαθούν να γλυτώσουν την ζωή τους καταφεύγοντας στα ασφαλή εδάφη, της ανάλγητης… Ευρώπης, η οποία και αυτή είναι μια υπερδύναμη… που κοιτάει μόνο τα συμφέροντά της… και τίποτα άλλο παραπέρα.  Δεν αλλάζει αυτός ο Κόσμος… Πάντα έτσι πορεύεται!… δυστυχώς, κατά πως λέει και το τραγούδι «Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ»….

Εκείνη την περίοδο που η οικογένεια του πατέρα μου ήταν  πρόσφυγες στη Λάρσα,  λόγω του αντάρτικου κινήματος, ήρθε και ο πατέρας με άδεια απ’ το στρατό να τους δει.  Και εδώ, περπατώντας σε κεντρικό δρόμο της πόλης, στρατιωτικό όχημα, τον  τραυμάτισε  σοβαρά… Τον χτύπησε με δύναμη και τον πέταξε μακριά με αποτέλεσμα να χτυπήσει το κεφάλι του, στην κόψη του πεζοδρομίου και να πάθει κρανιοεγκεφαλική κάκωση.  Και τον μετέφεραν στο 404  στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης, σε κώμα… Δεν είχε καμιά επαφή με το περιβάλλον, παραμιλούσε… έλεγε άλλα- αντ΄ άλλων και οι γιατροί  ήταν επιφυλακτικοί… και φειδωλοί, όσον αφορούσε τους οικείους, που κρέμονταν απ’ τα χείλη τους για μια κουβέντα παρηγοριάς και ελπίδας για επιβίωση, του αγαπημένου προσώπου. Δεν μπορούσαν οι άνθρωποι… να προβλέψουν την εξέλιξη αυτού του περιστατικού, με τα μέσα εκείνης της εποχής. Δεν υπήρχαν τότε οι αξονικές και μαγνητικές τομογραφίες του σήμερα, που δίνουν την δυνατότητα στους γιατρούς για μια πιο ασφαλή διάγνωση και του χρόνου θεραπείας του πάσχοντος. «Μπάρμπα-Βάϊο δεν μπορούμε να σι πούμε τίποτα σίγουρο… ο χρόνος… και ο Θεός θα μας δείξει τι μέλλει γενέσθαι με το γιό σου. Κάνε υπομονή και προσευχές στον Κύριο να γίνει καλά το παιδί σου»   Ο παππούς μου έδινε χρήματα στους γιατρούς για να κάνουν ότι καλύτερο μπορούσαν, να κάνουν τα αδύνατα… δυνατά… Επίσης κινητοποίησε όσους γνωστούς είχε στη Λάρισα, κουμπαριές και φίλους… βλάχους και γκρέκους… να του επιτρέψουν να μένει στο νοσοκομείο, μέρα-νύχτα, δίπλα στο γιο του, όπως και έγινε.  Του έβαλαν ένα ράντσο δίπλα του και κοιμόνταν εκεί. 

Πέρα απ’ αυτό έδωσε εντολή στα άλλα του παιδιά, να κάνουν τρεις λειτουργίες στον Άγιο Νικόλαο και να προσευχηθεί όλο το σοϊ… να γίνει ο Νικολάκης τους καλά. Οι γιατροί όμως ήταν πολύ εξηγημένοι… και σταράτοι. Του είπαν… ‘Ακσει μπάρμπα-Βάϊο, αν σε οχτώ μέρες, ο γιός σου, δώσει σημεία ζωής,  θα είναι δικός σου… θα ζήσει. Αν όχι, τότε θα είναι του θεού… Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα!…

 Πόσο μαρτυρικές ήταν αυτές οι οχτώ μέρες για όλη την οικογένεια δεν λέγεται!… Ένας αιώνας τους φάνηκε!…  Αλλά ως φαίνεται… εισακούστηκαν  οι θερμές προσευχές και έδωσε… ο Θεός την λύτρωση!…

Και ω! του θαύματος την  όγδοη μέρα ο πατερούλης μου, έδωσε ένα πρώτο δείγμα επαφής με το περιβάλλον.  Ξύπνησε απ’ το κώμα, άνοιξε τα μάτια του και άρχισε  να κοιτάζει τριγύρω με περιέργεια… Αναγνώρισε τον πατέρα του και του είπε… «Πατέρα που είμαστε». Ο παππούς-Βάϊος,  συγκλονισμένος… σταυροκοπήθηκε, υμνολογώντας τον Πανάγαθο «Δόξα σοι ο θεός!… Δόξα σοι ο θεός!.. Δόξα σοι ο Θεός!.. Και κρουνοί δακρύων ξεχύνονταν απ’ τα μάτια του, αγκαλιάζοντας τον αγαπημένο του Νικολάκη, που για δεύτερη φορά του τον χάριζε… ο  Πανάγαθος. «Νικολάκη μ’, πιδί μ’ αγαπημένο, μη φοβάσι… είμαστι στο στρατιωτικό  νοσοκομείο τσ’ Λάρσας. Σι πήρι σβάρνα   ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και χτύπσις στου κεφαλάκι’ ς… Οι γιατροί όμως συ πρόσιξαν πολύ… κι μ’ είπαν πως θα γίντς πάλι καλά… όπως ήσαν… Η Παναγιά τς’ Τσιούμας συ φύλαξει πιδάκι  μ’ καλό!..»

  Και σιγά-σιγά, με τον καιρό… έγινε καλά και δεν του άφησε κανένα «κουσούρι» αυτό το ατύχημα.

Τα δυο αδέλφια ο Βάϊος και ο Μανώλης ήταν πολύ αγαπημένα και τα παιδιά τους επίσης το ίδιο… Ο Μανώλης είχε όλο κορίτσια, έξι κόρες από δυο γυναίκες, τέσσερα απ’ την Λένω και δυο απ’ την πρώτη του, την Μαρία, που πέθανε πολύ γρήγορα.

 Και επειδή και αυτός σκοτώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 40, έμεινε όλο αυτό το γυναικομάνι… απροστάτευτο, χωρίς κάποιον άντρα να φροντίζει για τις ανάγκες της οικογένειας και για το βιός της, τα γελάδια και τα χωράφια που είχαν.

Έτσι μετά τον θάνατό του, τα παιδιά του Βάϊου, ο Νίκος και ο Ηλίας, ανέλαβαν να βοηθούν όσο μπορούσαν την συγγενική τους οικογένεια σε ότι ανάγκη και πρόβλημα είχαν. Όργωναν τα χωράφια τους, έσπερναν σιτηρά για το ψωμί της χρονιάς και βοηθούσαν και στα γελάδια και γενικότερα σε  όλες τις λεγόμενες αντρικές δουλειές.

Ήταν Φλεβάρης μήνας στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν η Λόλα(Όλγα) η μικρότερη κόρη της γιαγιάς Μανώλινας αρρώστησε  και έπρεπε να πάει στο γιατρό. Και ο πατέρας μου ανέλαβε σαν πρώτος ξάδερφος και αγαπημένος… να την συνοδέψει μαζί με την αδελφή της την Κωνστάντω να πάνε στη Λάρσα, στο γιατρό.

Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν αμαξιτοί δρόμοι στα χωριά… και ιδιαίτερα τα ορεινά σαν το δικό μας… Έτσι θα πήγαιναν με τα πόδια ως το Μεσοχώρι, απ’ όπουθα έπαιρναν το λεωφορείο, που εκτελούσε τα δρομολόγια Ελασσόνας-Λάρισας.

Την θεία-Λόλα την αγαπούσε ένας νέος του χωριού,  ο Αποστόλης(Τόλιος), γιός του Δημήτρη Τάψα η «Τσούλια» στο παρατσούκλι, αλλά εκείνη δεν τον ήθελε… Αυτός πληροφορήθηκε το προηγούμενο βράδυ, από συζητήσεις στα μαγαζιά του χωριού, όπου μαζεύονταν οι άνδρες και συζητούσαν, ότι την ερχόμενη μέρα θα κατέβαιναν στην Λάρισα η Λόλα με τον ξάδελφό της  Νίκο και την  αδελφή της Κωνστάντω.  Το ανακοίνωσε… ο Κώτσιος ο Κουκουράβας, που είχε παντρευτεί την αδελφή του πατέρα μου, την θειά-Τσιβούλα και είχε ακούσει για το επικείμενο αυτό  ταξίδι του σογιού. 

Ο Τόλιος μόλις το άκουσε αυτό, του «καρφώθηκε» στο μυαλό η ιδέα ότι αυτήν ήταν μια καλή ευκαιρία, να πραγματοποιήσει την απαγωγή της θείας… αφού είχε αντιληφθεί ότι εκείνη δεν τον ήθελε και δεν θα τον έπαιρνε ποτέ για άντρα της. 

Πήρε μαζί του για συνεργό… τον Γιαννακούλη τον Βαλιάκο, έβαλε και ένα μαχαίρι  στη ζώνη του και κατέβηκαν ως στη θέση «Καλντριμούλι», στο μονοπάτι, που οδηγούσε απ’ το χωριό μας, στο διπλανό χωριό Βλαχογιάννη, απ’  όπου θα περνούσε η τριάδα. Κρύφτηκαν πίσω από κάτι ψηλά πουρνάρια και περίμεναν εναγωνίως… πότε θα περάσει η συντροφιά… από το συγκεκριμένο σημείο.

 Κάποτε… έφτασε  η παρέα στο σημείο της ενέδρας, οπότε ορμάει ο Τόλιος και μαχαιρώνει πισώπλατα τον πατέρα μου στα πλευρά. Άρχισε ο πατέρας μου να σκούζει και να βρίζει… 
«Λέλε μανούλα μ’   μ’ έφαγε… το σκυλί… ο άτιμος… ο έτσι… ο αλλιώς… Αυτός αρπάζει τη θεία και την πήγε λίγο παρακάτω…  για να κουβεντιάσουνε…  μπας και  τα «βρούνε… Αλλά η θεία ήταν ανένδοτη… Του είπε δεν σε θέλω και δεν θα σε πάρω ποτέ!… να το ξέρεις. Αυτός όμως απτόητος… δεν το βαζε κάτω… καισυνέχισε να την «πιλατεύει», πηγαίνοντάς την αυτή τη φορά παραπάνω… προς τη ράχη του Βερβέρα… Και εδώ συνέχισε τις πιέσεις του και τα παρακάλια… να τον παντρευτεί και ότι θα περάσουν καλά μαζί!… Αλλά όλα πήγαν στο «βρόντο»… Δεν ήταν «αμοιβαία» τα αισθήματα, δυστυχώς… για κείνον   Ευτυχώς που δεν προχώρησε σε περαιτέρω βιαιότητες… καθώς θα μπορούσε  να την σκοτώσει…  από το «κακό» του… αφού δεν θα την αποκτούσε ποτέ… η να σκοτωθεί ο ίδιος… Δεν ξέρεις ως που μπορεί να φτάσει  ένας απογοητευμένος… και ερωτευμένος…  νέος!…

 Εν τω μεταξύ η θεία-Κωνστάντω, έβγαλε το κροσιάρικο… καλό της μαντήλι που φορούσε και έδεσε την πληγή του πατέρα μου για να σταματήσει την αιμορραγία. Ευτυχώς ο πατέρας μου δεν έχασε τις αισθήσεις του… Ως φαίνεται ήταν ελαφρύ το τραύμαΚαι αφού συνήλθαν από το σοκ της επίθεσης, αποφάσισαν να συνεχίσουν την πορεία τους προς το Βλαχογιάννη. 

Εν τω μεταξύ είχαν τελειώσει… και οι διαπραγματεύσεις του ζεύγους, που ευτυχώς δεν είχαν παρατράγουδα!… Οπότε η τριάδα… συνέχισε τον δρόμο της προς το Βλαχογιάννη, όπου εκεί υπήρχαν πολλοί γνωστοί μας άνθρωποι και συγγενείς μας, καθώς η μάνα του πατέρα μου, κατάγονταν απ’ αυτό το χωριό. Εδώ του έφτιαξαν ένα πρόχειρο αυτοσχέδιο… φορείο, με δυο καδρόνια και μια τριχιά και τον μετέφεραν νέοι άντρες, στους ώμους ως το Μεσοχώρι. Και από εκεί με το λεωφορείο της γραμμής, έφτασαν στη Λάρισα και πήγαν στην κλινική του Κατσίγρα, ενός διάσημου χειρουργού γιατρού, εκείνα τα χρόνια, που έσωσε χιλιάδες συμπατριώτες μας. «Ο άνθρωπος με τα χρυσά χέρια» Έτσι έλεγαν για αυτόν το γιατρό.  Αυτός τον περιποιήθηκε και του είπε, «Νικολάκη… ευτυχώς που δεν τρύπησε τον σάκο που είναι μέσα τα πνευμόνια… αλλιώς… θα ήσουν τώρα στα «θυμαράκια»… Η κλινική του σήμερα στεγάζει την Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου της Λάρισας και όταν κτίστηκε και λειτούργησε θεωρούνταν η καλύτερη κλινική στα Βαλκάνια.

Ο πατέρας μου, όταν έγινε καλά και γύρισε στο χωριό, δεν είχε καθόλου αρνητικά συναισθήματα απέναντί του, ούτε την καλημέρα του έκοψε, ούτε τον μισούσε.  Ούτε μήνυση του έκανε…Του φέρνονταν σαν να μην είχε λάβει χώρα αυτό το γεγονός!… Ούτε ποτέ το ανάφερνε στις κουβέντες μας… για τα περασμένα. Τον είχε συγχωρήσει… απολύτως. Ήταν μεγαλόκαρδος και ψυχοπονιάρης άνθρωπος ο πατέρας μου… Και να λάβετε υπ’ όψιν σας, ότι ο αδελφός του ο Λίας ήταν  ήδη παντρεμένος με την Τσιβούλα, αδελφή του Τόλιου, που το παρατσούκλι του ήταν «Σκαντζόχοιρος».

Σκοτωμένοι στον εμφύλιο στο χωριό

Λίγο πιο πάνω απ΄ του Χαρίση τη βρύση,  στο χωράφι του Καταραχιά, σκότωσαν οι αντάρτες εκείνα τα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου τρία άτομα, την Σοφία, που ήταν αρραβωνιασμέμη με ιταλό, την Μαρία, που ο αρραβωνιαστικός της ήταν στο Ζέρβα και κατάγονταν απ’ το χωριό Δέντρα του Τυρνάβου και  τον Σταύρο. Τους τουφέκισαν και η Μαρία πρόλαβε και φώναξε «Ζήτω ο Ζέρβας» πριν πέσει νεκρή. Άνοιξαν  ένα λάκκο και τους έριξαν μέσα και τους τρεις και το βράδυ τους ξέθαψαν τα σκυλιά και τους έφαγαν.  Μετά από χρόνια ήρθε η μάννα της Μαρίας να ξεθάψει την κόρη της… τώρα τι βρήκε ένας θεός ξέρει!… 

Σαν παιδιά, όταν πηγαίναμε στου Χαρίση τη βρύση, ιδιαίτερα όταν  άρχιζε να σκοτεινιάζει φοβόμασταν να περνάμε απ’ το σημείο εκείνο, μήπως βγει το φάντασμα της Σοφίας… Μια φορά ο ξάδελφός ο Ηλίας βοσκούσε τα αρνιά εκεί κοντά και πήγε και κάθισε στο λάκκο, που τους είχαν θάψει και τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε και είδε που κοιμόνταν… τρόμαξε τόσο πολύ που άρχισε να τρέμει απ ΄το φόβο του….

Στα «Πολλά τα δέντρα» οι αντάρτες σκότωσαν τέσσερεις ζαρκνούς, τον δάσκαλο του χωριού, τον πρόεδρο, τον γραμματέα και έναν ακόμα.

Στον Αη-Λια, που είναι κοντά στο Ζάρκο, σκότωσαν δυο βλάχους απ΄ το Δαμάσι, τον Λεωνίδα Βλιώρα  και τον Θανάση Δημάκη.

Στη βρύση που είναι κοντά στον Προφ. Ηλία, σκοτώθηκε από αντάρτες ένα παιδί  εισαγγελέα, που ήταν μαυριδερό στο πρόσωπο και βάφτισαν… από τότε την περιοχή, «Στον Γύφτο»

Ο άντρας της Γιάννενας τ’ Καλοιάννη, 42 χρονών, πέθανε από συγκοπή όταν είδε σκοτωμένες, από αντάρτες και παραμορφωμένες, δυο βλαχούλες. 

Ένα βράδυ,  σύμφωνα με τα λεγόμενα της θεια-Μαρίτσας, ήλθε στο σπίτι του παππού Βάϊου, ο Νυφαντής(Ηλίας Μαχαίρας) που ήταν αντάρτης στην ομάδα του Βασιλείου  Οικονόμου, στα μέρη μας και του είπε: «Μπάρμπα-Βάϊο δεν μπουρώ να του κάνω καλά… του βρωμόσκλου… θέλει να σκοτώσει 20 χωριανούς, ειδοποίησε, τους Κατσιαντώνη, ΤσούλιαΓιανακακαίους και  άλλους δεξιούς που ξέρς, να πάρουν τα μέτρα τους»… Και δεν έγινε κανένα φονικό στο χωριό μας χάρη στον Νυφαντή, που λυπήθηκε τους συμπατριώτες του… Στη συνέχεια η ίδια αντάρτικη ομάδα πήγε στο παραδιπλανό χωριό, στο Νιχώρι, όπου σκότωσαν, 30 πολίτες και όλο τον 2ο λόχο που στρατοπέδευε  εκεί. 

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ

H μάνα μου γεννήθηκε το 1923, τον Απρίλιο, στις 23 του  μηνός και ήταν το στερνοπούλι της γιαγιάς  Ευδοκίας και το πιο τσαχπίνικο… Θα ήταν περί τα πέντε-εξι  χρονών και θυμάται που έλεγε στη μάνα της«τι κουρίτσιέχςισύμαρ’ μάνα μ’ κι να μην καμαρώνς!..» Είχε μεγάλη ιδέα… για τον εαυτό της από τα νηπιακά της χρόνια, την οποία διατηρεί ακόμα, μέχρι τα βαθιά γεράματά της… Τώρα είναι στα ενενήντα έξι της χρόνια και είναι μια χαρά… Δεν έχει καμιά αρρώστια, ούτε ζάχαρο, ούτε πίεση ούτε χοληστερίνη, βλέπει, ακούει, τρώει καλά, τραγουδάει συχνά, λίγο δυσκολεύεται στο περπάτημα αλλά με το πι  κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι.  Σαν παιδάκι ήταν ζωηρή, ασιγούρευτη… όπως την έλεγε η μάνα της.  Έπαιζε με τον  συνομήλικο ανεψιό της τον Λία,  γιο του μεγάλου της αδερφού, του Χρήστου και έκαναν ταρζανιές… 

 Στον καλόν οντά του σπιτιού τους, υπήρχε ο «γιούκος» όπου στοίβαζαν τα κλινοσκεπάσματα. Και τι έκαναν τα ζωηρά αυτά παιδάκια… Έβαζαν μια καρέκλα και ανέβαιναν στον γιούκο και από εκεί έφταναν στο ταβάνι. Άνοιγαν την γκλαβανή που υπήρχε  πάνω απ’ το γιούκο, τρύπωναν μέσα και  περιφέρονταν, ψαχουλεύοντας… στα σκοτεινά.  Μόλις τους έπαιρνε χαμπάρι η μεγαλύτερη αδελφή της μάνας μου, η Λεμονιά, έτρεχε, τους μάλωνε και τους  ανάγκαζε να κατεβούν… Και όταν κατέβαιναν τους έριχνε και  καναδυό στον ποπό… για να μην το ξανακάνουν.Αλλά που να ακούσουν αυτά τα διαβολάκια!… 

Η γιαγιά Ευδοκία αν έπαιρνε χαμπάρι ότι τα χτυπάει, τα λυπόνταν και τη μάλωνε…  « Άστα μαρή μην τα χτυπάς… είναι μικρά ακόμα, θε να παίξουν». Εκείνη ήταν μεγαλύτερη και προφανώς είχε αναλάβει  να φτιάχνει τον γιούκο και εκείνα  τις τον χαλνούσαν, πέρα του ότι λερώνονταν… μπουσουλώντας στο ταβάνι και υπήρχε η πιθανότητα να τα τσιμπήσει και κανένας σκορπιός… που αφθονούσαν στα πέτρινα σπίτια.  Δεν υπήρχε περίπτωση να σκουπίσω το  πατρικό σπίτι στο χωριό, όσο ζούσα  εκεί και να μην βρω σκορπιό…  Αλλά δυστυχώς η μάνα μου έχασε γρήγορα τον ανεψιό της και φιλαράκι της… το Λία.

Το σπίτι του παππού-Μήτρου ήταν διώροφο, με κεραμοσκεπή  και στον επάνω όροφο υπήρχε η σάλα και δυο δωμάτια με τζάκι. Ο καλός ο οντάς, όπου δέχονταν τους επισκέπτες στις γιορτές και κοίμιζαν τους φιλοξενούμενους συγγενείς και φίλους, από άλλα χωριά, που έτυχε να βρεθούν στο χωριό, για διάφορους λόγους,σ’ ένα διπλό, σιδερένιο κρεββάτι. Επίσης εδώ υπήρχε και ένα τραπέζι με κάμποσες καρέκλες, ένα σεντούκι, που επάνω του στοίβαζαν τα κλινοσκεπάσματα, φλοκάτες, δόγες, κιλίμια και σεντόνια με μαλλί και βαμπάκι, υφασμένα  στον αργαλειό, το λεγόμενο «γιούκο», που τον σκέπαζαν επιμελώς… με λευκό  σεντόνι. Επίσης στο δωμάτιο αυτό υπήρχε και ένα εντοιχισμένο ντουλάπι, όπου έβαζαν τα  γυαλικά…  Τα καλά τους ποτήρια, κρασοπότηρα, τσιπροπότηρα, την λουκουμιέρα, μια κανάτα για νερό και μια μεγάλη εντοιχισμένη κρεμάστρα, όπου κρεμούσαν τα πανωφόρια οι καλεσμένοι και οι νοικοκυραίοι τα ρούχα τους… Δεν είχαμε ντουλάπες στα σπίτια μας στο χωριό, παλιά, αλλά και τα ρούχα μας ήταν λιγοστά… Τα εντελώς απαραίτητα… Δυο αλλαξιές καθημερινά…  ένα καλό φουστάνι η ταγιέρ, για τις γιορτές και ένα παλτό  για τον χειμώνα. Το ίδιο και οι άνδρες,  δυο παντελόνια να συναλλάσσονται  καθημερινά, και ένα κουστούμι, συνήθως το γαμπριάτικο… που ήταν το καλό τους για πολλά χρόνια… μπορεί και δεκαετίες, μέχρι να φθαρεί…

Η μάνα μου στο δημοτικό σχολείο, ήταν πολύ καλή μαθήτρια… Τα «έπαιρνε τα γράμματα».  Είχε δάσκαλο τον ΒελιανίτηΓεώργιο, που έτυχε να είναι και γειτόνοι…  Την άκουγε, που έκλαιγε συχνά-πυκνά   «Τι έγινε Ζωή και έκλαιγες πάλι;»  «Δεν μ’ άρεσε το φαί δάσκαλε».

Ο δάσκαλος είχε παντρευτεί  την κόρη μιας χήρας, πόντιας, απ’ την Μακεδονία και είχε αποκτήσει  μια κόρη, την Θεοδώρα. Και κάθε λίγο και λιγάκι… φώναζε την μάνα μου, να κάνει βόλτα το παιδάκι, με το καροτσάκι.

Σ’  αυτήν την οικογένεια, συνέβησαν φοβερά και τρομερά πράγματα… απ΄ αυτά, που αφήνουν ανεπούλωτα τραύματα, στους συμμετέχοντες. Έβαλε ο διάβολος την ουρά του… και τα «φτιάχνει» η πεθερά, η οποία ήταν χήρα, με τον γαμπρό της και γίνεται ένα μπέρδεμα με απρόβλεπτες και τραγικές συνέπειες… Στην πραγματικότητα έγινε ένα αμαρτωλό τρίο, που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό στην μικρή κοινωνία του χωριού. Αποτέλεσμα αυτής της αμαρτωλής σχέσης ήταν να αρρωστήσει η κόρη από φυματίωση και να χάσει την ζωή της και να αφήσει ένα μωρό παιδί ορφανό. Η δε πεθερά συνέχισε την συμβίωση με τον γαμπρό της, ως τον θάνατό της… αλλά μακριά απ’ το χωριό μας, προς  Μακεδονία μεριά, όπου η οικογένειά της, είχαν έλθει,πρόσφυγες απ’ τη Μικρασία. Η παράνομη αυτή σχέση έγινε γνωστή στο χωριό, από μια χήρα γυναίκα, ονόματι Δήμητρα, που την είχε προσλάβει ο δάσκαλος για να βοηθάει την πεθερά στο μεγάλωμα της μικρής του κόρης. Αυτή έμπαινε κάθε μέρα στο σπίτι τους και  έστρωνε το κρεββάτι όπου κοιμόνταν το παράνομο ζευγάρι. Και το έκανε βούκινο σ΄ όλο το χωριό.

 Η κόρη με τα χρόνια μεγάλωσε, σπούδασε και αυτή δασκάλα, και την είχε η αδελφή μου  η Κούλα, δασκάλα στο δημοτικό. Γνώρισε στο πανηγύρι της Τσιούμας έναν όμορφο νέο και καλό, δάσκαλος στο επάγγελμα και αυτός, από διπλανό χωριό και έκαναν μια όμορφη οικογένεια. 

Τον θυμάμαι αυτόν τον δάσκαλο, όντας ηλικιωμένος πια, να έρχεται να ξεκαλοκαιριάζει στο χωριό, στην αδερφή του την Γιώργαινα.

Ο Γιώργος ο δάσκαλος είχε έναν μικρότερο αδερφό τον Νικολάκη, όμορφο παλικάρι στην εφηβεία και πολύ έξυπνο. Τα έπαιρνε τα γράμματα και οι γονείς του τον έστειλαν στο γυμνάσιο στην Φαρκαδόνα, παρέα με’ έναν ξαδελφό του.

 Εκείνα τα χρόνια η φυματίωση έκανε θραύση… Δεν υπήρχε φάρμακο για την καταραμένη αυτήν αρρώστια, το «χτικιό» όπως την έλεγε ο απλός κόσμος, που έστειλε στο άλλον κόσμο, εκατομμύρια ανθρώπους, έως ότου το 1932, ο γερμανός βιολόγος Κώχ ανακάλυψε το ομώνυμο βακτηρίδιο. Και σώθηκε η ανθρωπότητα.

 Ο εν λόγω νέος, αρρώστησε από την καταραμένη αυτήν αρρώστια, μετά από κάτι ξενύχτια και διασκεδάσεις σε νυκτερινά κέντρα της εποχής,  στα Τρίκαλα και ήταν καταδικασμένος να πεθάνει.

Ήταν ερωτευμένος με την μάνα μου, πριν αρρωστήσει και είχε εκδηλώσει τα αισθήματά του γράφοντας ραβασάκια, που τ’ άφηνε στον φράχτη,  από γκορτσιές, του οικοπέδου, του πατρικού  σπιτιού  της μάνας μου. Εκεί τα εύρισκε η νύφη της η Τόλινα και της τα δινε και τα διάβαζαν μαζί.

 Και που και που πήγαινε κάτω απ΄ το παράθυρο της σάλας, του διόροφου σπιτιού τους και τα έλεγαν από εκεί. Όταν όμως αρρώστησε, ο ξαδερφός του, μαρτύρησε στους καθηγητές τους, ότι ο Νικολάκης είχε αρρωστήσει από «χτικιό», να λάβουν τα μέτρα τους… να μην κολλήσουν  κι άλλοι.

 Αυτό ήταν το τελειωτικό κτύπημα… Απεβλήθη απ’ το γυμνάσιο και ήλθε στο χωριό, στην οικογένειά του, να τον περιθάλψουν… για όσο καιρό του απέμεινε ακόμα να ζήσει.

 Και στην τελευταία τους συνομιλία, στο παράθυρο της σάλας, καταβεβλημένος από την αρρώστια και βαλαντωμένος έως θανάτου για το κακό ριζικό του… της έκανε μια εξομολόγηση εκ βαθέων για την κακιά αρρώστια που τον έπληξε… Ότι ελάχιστη ζωή του απομένει ακόμα και της ζήτησε μια τελευταία  χάρη!.. 

«Να πάρεις όποιο άλλο παιδί θέλεις και σ΄ αρέσει απ’ το χωριό μας, εκτός από τον ξάδελφό μου τον Μιχάλη… τον συγκάτοικό μου, που μου έκανε πολύ μεγάλο κακό… Δεν θα τον συγχωρήσω ποτέ!.. Της έστειλε ένα νοερό φιλί… και απομακρύνθηκε περίλυπος έως θανάτου!..

Οι συναντήσεις από κοντά, εκείνη την εποχή και σε τόσο στενό περιβάλλον, ήταν αδιανόητες… και κατακριτέες σφόδρα από το περιβάλλον.

Πριν αρρωστήσει, πολλές φορές τον άκουγε η μάνα μου, να της τραγουδάει το τραγούδι «αυτάτα μάτια τα γλυκά, για πες μου που τα βρήκες, τα έκλεψες τ’ αγόρασες, η δανεικά το πήρες. Τ’ αγάπησα τόσο πολύ, που όχι άλλος τόσο, και την καρδιά σε σενανε, μονάχα θα τη δώσω».

Και πράγματι η μάνα έχει καταπληκτικά μάτια… παρδαλά… και μια γλύκα στο βλέμμα της.Η κόρη έχει πολλά χρώματα, γκρι, καφέ, πράσινο και διαβαθμίσεις αυτών.

Δεν πέρασε πολύς καιρός απ’ την τελευταία τους αυτή συνομιλία, όταν έλαβε χώρα μια άλλη, απονενοημένη… ενέργεια του δυστυχισμένου… Νικολάκη. Ο πόνος και η θλίψη κάνουν τον άνθρωπο να χάνει τα λογικά του και να κάνει πράγματα, παράλογα… και επικίνδυνα για τον εαυτόν του και τους γύρω του. 

Βρήκε μια καραμπίνα κυνηγετική και φυσίγγια και οργάνωσε μια απόπειρα δολοφονίας της μάνας μου… η εκβοβισμού… Που να ξέρεις τι στοχάζεται το μυαλό του μελλοθάνατου και ερωτευμένου ανθρώπου; Σου λέει, θα τη σκοτώσω… και θα παντρευτούμε εκεί στον Απάνω Κόσμο.

Τα πατρικά σπίτια τους, ήταν στην ίδια γειτονιά, τα χώριζε ρυάκι, που κατέβαινε απ’ την απάνω γειτονιά, την λεγόμενη Πατρινή. Από την αυλή του σπιτιού του μπορούσε άνετα να βλέπει τι κάνουν οι απέναντι γειτόνοι, αν πάνε στα χωράφια, στο αμπέλι, στη βρύση η για πλύση στη ρεματιά. 

Κάποια μέρα είδε ότι η μάνα μου με την νύφη της την Τόλινα, πήγαιναν για πλύση, στις Ψηλές Πέτρες, τοποθεσία με βάθρες και βράχια, ιδανική για πλύσιμο ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. 

 Παίρνει λοιπόν την καραμπίνα και τις στήνει καρτέρι, στο έμπα του χωριού, εκεί που είναι το σχολείο και τις περιμένει να φανούν…  Και όταν τις είδε να ροβολούν… τις πυροβολεί… Ως φαίνεται ήταν τόσο ταραγμένος και σε σύγχυση, που οι σφαίρα, δεν βρήκε το στόχο της… αλλά τρύπησε το καζάνι με τα πλυμένα ρούχα, που είχε στο κεφάλι της η θειά-Τόλινα, που ήταν μπροστά απ’ την μάννα μου. Ως φαίνεται η θειά-Τόλινα, τον είχε αντιληφθεί, νωρίτερα και έκανε τα αδύνατα-δυνατά και μπήκε μπροστά απ’ την μάνα μου, για να την προστατεύσει… Σου λέει… αυτός την Ζόϊοέχει γινάτι, εμένα δεν θα με πειράξει… Η μάνα μου ήταν πιο πίσω, με την μπακράτσα στο κεφάλι. 

 Έντρομες κατεβάζουν τα αγγεία απ’ το κεφάλι και άλαλες… προσπαθούν να καταλάβουν τι έγινε και γιατί;  Το τι έγινε το έβλεπαν…  ήταν ζωντανές… αλλά πάει το καζάνι…  που   ήταν μπακιρένιο και ακριβό… Το γιατί το έκανε, ήταν πολύ εύκολο να το κατανοήσουν… Όταν είσαι νέος και ερωτευμένος και ξαφνικά αρρωσταίνεις… από ανίατη αρρώστια και οδεύεις προς αιωνίους Μονάς, όλα είναι πιθανά να συμβούν. Όχι  μόνο τέτοια και ακόμα χειρότερα!… ο Μη γένοιτο…   Και ο Νικολάκης, μην τον είδατε τον Παναγή… Έγινες Λούις…

Η είδηση μαθεύτηκε αμέσως, στην μικρή κοινωνία του χωριού, ότι ο Νικολάκης τ’ Μπαλιάκ, πυροβόλτσειτ΄Ζοίου τ’ Μπόρα. Φυσικά το έμαθε και η γιαγιά η Βασίλω, η μάνα του πατέρα μου και θορυβήθηκε πολύ… Φωνάζει αμέσως τον άνδρα της, τον Βάϊο και του λέει… «ΤρέξιΒάϊου γρήγορα, στουν Μήτρου τ’ Μπόρα να ζητήεις τη Ζόϊου… πάει θα του σκουτώσι αυτός του κουρίτσι». 

Αμέσως ο παππούς Βάϊος τρέχει στον Μήτρο-Μπόρα και ζητάει την Ζόϊου, για νύφη, στον γιό του τον Νίκο. Ο  παπούς- Μήτρος συμφώνησε αμέσως και έδωσαν τα χέρια και έγινε η δουλειά. Ο πατέρας μου  ήταν στα ρουμάνια και έκοβε πουρναρόξυλα για τις ανάγκες του σπιτιού τους, όταν ο πατέρας του τον αρραβώνιαζε εν αγνοία του!..  Μόλις πέρασε την εξώπορτα, η μανούλα του έτρεξε να τον προϋπαντήσει χαρούμενη στην αυλή και να τον ενημερώσει… ότι τον αρραβώνιασαν… «’Ελαπιδί μ Νικολάκη, σιαραβουνιασάμε!… Που  μ’ αραβουνιασέτε; ΤςΖωίου τ’ Μπόρα…  Α! καλά εκανέτι…» 

Και λίγο αργότερααγόρασαν τις βέρες και τα δώρα που ανταλλάσσουν στους αρραβώνες, φόρεμα μεταξωτό πράσινο για τη νύφη, ήταν το αγαπημένο της χρώμα, πουκάμισα για τους συμπέθερους,  μαντήλια κροσιάρικα για τις συμπεθέρες και κάλτσες για τα κουνιάδια.

Και μόλις αρραβωνιάστηκε η μάνα μου στον πατέρα μου, Νικολάκη… ο πρώτος της έρωτας,  Νικολάκης κι αυτός… απεδήμησε εις Κύριον. Κρίμα στα νιάτα… και στην εξυπνάδα… του άτυχου παλικαριού.

Τι σου είναι η Ζωή!..  Ο πατέρας μου, όταν  εργάζονταν στο μπακάλικο του πατέρα του, που ήταν κοντά στον Αη-Νικόλα, αγαπούσε μια  πρώτη ξαδέλφη της μάνας μου, την Γιαννίτσα. Συχνά-πυκνά πήγαινε η Γιανίτσα στο μαγαζί για ψώνια και είχε αναπτυχθεί ένα τρυφερό αίσθημα μεταξύ τους… Την κερνούσε  λουκούμια και στραγάλια… τα κεράσματα της εποχής και σιγά-σιγά η σχέσης  εξελίχθηκε… και προχώρησε.  Κάποια στιγμή ο πατέρας μου, της έκανε πρόταση να συναντηθούν κάπου αλλού… και όχι στο μαγαζί, όπου μπαινόβγαινε κόσμος και δεν μπορούσαν να  μιλήσουν και να αγκαλιαστούν… Της είπε να συναντηθούν όταν θα κλείσει το μαγαζί, στο Μετόχι, που ήταν στο κέντρο του χωριού και είχε κάτι παλιά τούρκικα σπίτια παρατημένα και δεν περνούσε από εκεί κόσμος. Εκείνη όμως δεν κατάλαβε σε ποιο μέρος ήταν το ραντεβού… και πήγε και περίμενε στον Κάναλο… μια βρυσούλα που ήταν στον κάτω μαχαλά, δίπλα στο ρέμα του Κυρίτση και μπροστά απ’ το σπίτι του Χρήστου Μπόρα. Και έτσι το ραντεβού… είχε άδοξο τέλος όπως και η σχέσητους!..

Κάποια πράγματα, ασήμαντα φαινομενικά… για κάποιο λόγο, που δεν γνωρίζουμε… είναι μοιραία στις ζωές των ανθρώπων. Όπως αυτό το μικρό λαθάκι… του τόπου συνάντησης, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο, στις ζωές,  του πατέρα, της μάνας μου και της Γιαννίτσας. 

Πολλές φορές, στη ζωή του, ο πατέρας, αναφέρονταν σ’ αυτό το ατυχές… γεγονός και υποστήριζε ότι αν δεν έκανε το λάθος… και  έρχονταν στο σωστό μέρος, θα την παντρεύονταν οπωσδήποτε, γιατί την ήθελε… την αγαπούσε, όπως και εκείνη το ίδιο. Όμως το πεπρωμένο, η μοίρα και των δυο, άλλα είχε γραμμένα… στα κιτάπια της. 

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, στο αποτέλεσμα αυτό πρέπει να συνέβαλε και το ότι η μάνα της Γιαννίτσας, η Γάνα, που είχε παντρευτεί τον Βασίλη Γρεβενίτη, αδελφό της γιαγιάς μου Ευδοκίας, ήταν χαλόστομη… και ανοικοκύρευτη… Πράγματα που τα γνώριζε από πρώτο χέρι η Γιαγιά μου η Βασίλω, επειδή έτυχε… να είναι γειτόνισσες… Και σίγουρα… δεν θα επικροτούσε, με τίποτα.. να παντρευτεί ο αγαπημένος της Νικολάκης, την κόρη της γυναίκας που την λοιδορούσε… σ’ όλο το χωριό.

Έτσι η γιαγιά-Βασίλω, για να προλάβει τα ανεπιθύμητα πράγματα, μόλις άκουσε για τον πυροβολισμό της μάνας μου… άδραξε την ευκαιρία και τον αραβώνιασε, εν αγνοία του… στη  Ζώϊου τ’ Μπόρα. Ο δε πατέρας, αν και βρέθηκε προ τετελεσμένου γεγονότος… δεν έφερε καμιά αντίρρηση… πράγμα που δείχνει πως η νύφη που επέλεξε η μάνα του, ήταν μέσα στις επιλογές του… 

Η δε Γιαννίτσα ατύχησε στον γάμο της… Παντρεύτηκε τον «Σακοράφα» στο παρατσούκλι, γιο της Μερτζιοβασίλαινας και αράδιασαν 6 παιδιά αγόρια και κορίτσια, τα οποία ξενιτεύτηκαν, άλλα Γερμανία και άλλα στη Λάρισα. Ο άνδρας της καλός άνθρωπος αλλά δεν στέριωνε σε μια δουλειά… ανεπρόκοπος και χαρτοπαίχτης.

Μια απ’ τις πολλές δουλειές που έκανε ήταν και αυτήν του κυνηγού, όπου είχε και πολλές επιτυχίες!.. Δεν του ξέφευγε λαγός!.. Όλοι του έβγαζαν το καπέλο γι’ αυτό!.. και κέρδιζε κάμποσαχρήματα απ’ αυτό.  Αλλά και εδώ η αμέλειά του να μην κρύβει το όπλο του σε θέση, που να μην έχουν πρόσβαση τα ανήλικα παιδιά του, του στοίχησε πολύ ακριβά!.. 

Μια μέρα, ο μεγάλος του γιός Ηλίας, βρήκε το όπλο του και άρχισε να το περιεργάζεται!.. σαν παιδί που ήταν… Η αδελφή του  Ζαφειρούλα, πέντε χρονών τότε, καθισμένη στο πάτωμα, έπαιζε με κάτι κουρελάκια, κουνιόταν ρυθμικά μπρός-πίσω και ψέλλιζε  ένα τραγουδάκι… που να φανταστεί το καημένο… τι το περίμενε !..

 Ο Ηλίας παίρνει το όπλο, σημαδεύει την Ζαφειρούλα και πατάει την σκανδάλη!.. Και έγινε το ανείπωτο!… Πάει καλιά του το κοριτσάκι.. η όμορφη Ζαφειρούλα!..΄Ηταν ένα όμορφο, ξανθό κοριτσάκι, που είχε την ατυχία να βρει  φρικτό θάνατο, από αδελφικό χέρι.. Το θυμάμαι αυτό το γεγονός, που είχε συγκλονίσει όλο το χωριό.

Από τα παραπάνω, βγαίνει το συμπέρασμα για το πόσο μεγάλη σημασία έχει το ποιόν της οικογένειας, στην οποία τυχαίνει να γεννηθεί ο κάθε άνθρωπος!..

Οι γονείς μου ήταν πολύ εργατικοί άνθρωποι. Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων του χωριού ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Είχαμε αρκετά χωράφια και καλλιεργούσαμε  σιτηρά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 60’ και καπνά μέχρι  το 1980. Έκτοτε το χωριό μας δεν παράγει τίποτα.

Επίσης είχαμε και πολύ κτηνοτροφία, χιλιάδες πρόβατα, κατσίκια και γελάδια,  βοσκούσαν τριγύρω, στα ρουμάνια του χωριού. Σήμερα έχουν μείνει ελάχιστες μονάδες με γελάδια και γαλοπούλες… Ας όψεται η Ευρωπαϊκή  Ένωση, που κατάφερε… μέσα σε σαράντα χρόνια να μας τα  καταστρέψει και τα δυο.

Η μάνα μου στα νιάτα της,  ήταν όμορφη και καλοφτιαγμένη γυναίκα, κοντή στο ανάστημα αλλά πολύ τσαχπίνα!.. και πολύ νοικοκυρά… έλαμπε το φτωχικό σπιτικό μας!.. Εξαιρετική μαγείρισσα, ότι έφτιαχνε ήταν νόστιμο. Το φαγητό δε για το οποίο φημίζονταν… ήταν οι κεφτέδες με κρεμμύδια σε κυβάκιαμε σάλτσα, στη γάστρα… ήταν το αγαπημένο φαγητό του συγχωρεμένου Κίμωνα, άνδρας της θείας- Κατσαρίνας.  Μόλις κανόνιζαν να έρθουν στο χωριό, έδινε παραγγελία για τη σπελιαλιτέ της Ζώϊους. 

Oι δε πίτες της ήταν το κάτι άλλο… Δεν είχαν ταίρι… τυρόπιτεςς, σπανακόπιτες, μελιτζανόπιτες, τραχανόπιτες, πασπάλες με καλαμποκάλευρο και χόρτα, πρασόπιτες, και άλλες… Με κορυφαίες, την γαλατόπιτα και την γλυκιά πίτα, με καρύδια και σουσάμι. Τα φύλλα δε που άνοιγε ήταν σαν τσιγαρόχαρτο!.. Είχε μεγάλη επιτηδειότητα!.. 

Επίσης ήταν πολύ δουλευταρού!.. Μόλις τελείωσε το δημοτικό σχολείο, ο πατέρας της, της έδωσε το δρεπάνι και της έμαθε πως να θερίζει…  Βέβαια με την πρώτη δοκιμή έκοψε το χέρι της αλλά όλα έχουν ένα τίμημα σ’ αυτήν τη ζωή…

Δούλεψαν με τον πατέρα όλη τη ζωή τους, στα χωράφια καλλιεργώντας σιτηρά και καπνά. Πέρα απ’ αυτό είχαμε και στάβλο με 20 μοσχάρια που έπρεπε να ταταίζουν, να τα ποτίζουν και να καθαρίζουν το στάβλο κάθε μέρα, μέχρι να τα πουλήσουν στους εμπόρους…

Είχαμε και ένα αμπελάκι μικρό… που είχε και δυο συκιές μια άσπρη και μια μαύρη, το οποίο το περιποιόνταν αποκλειστικά η μάνα. Το έσκαβε με την τσάπα, το ξελάκωνε, το θειάφιζε και έκανε ότι χρειάζονταν… Ο πατέρας δεν ασχολούνταν με αυτό.

Επίσης από πολύ μικρή έμαθε να ζυμώνει, να πλέκει, να υφαίνει και να κεντάει, όπως όλες οι κοπέλες του χωριού. Έπρεπε οι γυναίκες, να έχουν αυτές τις δεξιότητες για να μπορούν να ζήσουν αξιοπρεπώς τις οικογένειές του.

Στην προίκα της, είχε μια μεγάλη φλοκάτη, με την οποία σκεπαζόμασταν όλη η οικογένεια, τότε που κοιμόμασταν, χάμω στο πάτωμα, μαξιλαροθήκες, υφασμένες,  με  όμορφα γεωμετρικά, σχήματα, με θηλές  σε κόκκινο χρώμα, δυο δόγες μάλλινες, σε σκούρα χρώματα, που τις έστρωναν στο πάτωμα το χειμώνα, για τον ύπνο και για ζέστη.

 Επίσης είχε και τρία τζιακόπανα… η μπουχαρομάντηλα,  κεντημένα με τα χεράκια της, με τα οποία στόλιζε το τζάκι όταν δε το ανάβαμε. Δηλαδή από το Πάσχα ως τον Οκτώβριο μήνα

Αυτά ήταν τρία, ένα ωραίο, τετράγωνο λευκό πανί, με ωραία μπορντούρα σε καφέ χρώμα, όπου πάνω του είχε κεντήσει ένα ωραίο βάζο, με πανέμορφα λουλούδια, για το μπουχαρή… το επάνω μέρος του τζακιού.

Πιο κάτω, το γείσο του τζακιού, όπου τοποθετούσαν διάφορα πραγματάκια, τα σπίρτα, τη λάμπα πετρελαίου, το στόλιζαν με πανί κεντημένο και αυτό με λουλούδια και στο τελείωμά του έφερε δαντέλα, λευκή,πλεχτή, συνήθως με μύτες.

Και το κάτω μέρος του τζακιού, μέχρι το άνοιγμά του, το κάλυπταν με λευκό πανί κεντημένο με λουλούδια και στο κάτω του άκρο,είχε δαντέλα με μύτες, όπως το προηγούμενο.

Ζύμωνε μια φορά την εβδομάδα, στο σκαφίδι, περί τα δέκα καρβέλια, τατοποθετούσε σε ξύλινες πινακοτές και τα τύλιγε με τα μεσάλια, βαμβακερά και μάλλινα πανιά για να «γίνουν», να φουσκώσουν. Και κατόπιν τα πηγαίναμε εν πομπή… η μάνα, εγώ και η Ευδοκία, στο φούρνο της Γιανούλινας, που ήταν κοντά στο σπίτι μας, για ψήσιμο.

 Μαζί με το ψωμί, τις περισσότερες φορές έψηνε και ένα ταψί,  πατάτες με διάφορα λαχανικά η  κοτόπουλο η κρέας… 

Έπεισε τον πατέρα μου να αγοράσει τριάντα πρόβατα για κάμποσα χρόνια για να φτιάξει κλινοσκεπάσμτα, φλοκάτες δόγες, κιλίμια, μαξιλάρια, πάντες και άλλα είδη για το σπίτι. Έπλυνε τα μαλλιά, τα έγρανε… τα έγνεσε, τα έβαψε και τα ύφαινε στον αργαλειό της νύφης της,Στέφινας. 

Δεν τη θυμάμαι ποτέ να κάθεται!.. ποτέ δεν άδειαζε!.. Αν δεν ύφαινε, θα έπλεκε… κάλτσες,  και φανέλες  για όλους, πουλόβερ για τους άνδρες, ζακετάκια  για τα κορίτσια, όλα μάλλινα. Το χειμώνα, έκανε πολύ κρύο στα μέρη μας.  Πως τα προλάβαινε όλα απορώ!..

Η μάνα, συνήθιζε να με παίρνει μαζί της, όταν πήγαινε να μαζέψει φουκαλιές και σβουνιές από αγελάδες, ξεραμένες, τις οποίες χρησιμοποιούσε για καύσιμη ύλη,  να ζεσταίνει νερό για τις μπουγάδες.

Μια φορά το χρόνο πηγαίναμε με το γαϊδούρι, σε συγκεκριμένη περιοχή, στο Δερβένι κατά τον μήνα Ιούνιο, για να μαζέψουμε φουκαλίτσες. Από αυτό το φυτό φτιάχνονται οι κλασικές σκούπες του εμπορίου, αυτές οι κίτρινες, με τις οποίες σκουπίζαμε τα  σπίτια, στα παιδικά μου χρόνια.

Μαζεύαμε μια ποσότητα απ’ αυτό το φυτό, τόση, όσο να φτάσει για να φτιάξει καμιά δεκαριά φουκάλια… που θα έφταναν για όλη τη χρονιά.  Όταν  τα φέρναμε στο σπίτι, κάθονταν με την ησυχία της… τα χέριαζε ένα-ένα, όσα έπαιρνε η χούφτα της  και έδενε αυτήν τη  χεριά, με ένα δυνατό σχοινί, δυο-τρείς φορές γύρω-γύρω, για να κρατήσει αρκετό καιρό.  Με αυτά τα φουκάλια, σκουπίζαμε την αυλή, το σοκάκι, τους σταύλους και τους αχυρώνες.

Και κατά τον Αύγουστο πηγαίναμε, προς την Κούτρα, το ψηλότερο βουνό της περιοχής μας, όπου στις υπώρειές του, βοσκούσαν πολλά κοπάδια γελάδια.  Πηγαίναμε στα «γρέκια»… εκεί που κοιμόντουσαν τα ζώα το βράδυ. Τα μέρη αυτά ήταν γεμάτα γκαβαλίνες στεγνές, το καλοκαίρι και τις μαζεύαμε, για καύσιμη ύλη,  στη γάστρα, για τα φαγιά και τις πίτες.

Και όταν πια  μεγαλώσαμε όλα τα παιδιά, σπουδάσαμε και φύγαμε για Αθήνα,όπου βρήκαμε δουλειές, τότε πια  σταμάτησαν και οι γονείς μας να βάζουν καπνό,  πούλησαν τα γελάδια και ξεκουράστηκαν και αυτοί… 

Η μάνα μου τότε το έριξε στο πλέξιμο… και στο κέντημα… Έφτιαξε με το βελονάκι, ένα σωρό πλεχτά και κεντημένα καρεδάκια, σεμεδάκια, κουρτινάκια, κουβέρτες με μαλλί και βαμπάκι, προικιά για τις τρείς κόρες της.

Και όταν ήρθαν και τα πρώτα εγγόνια.. έφτιαξε ωραία σκουφάκια και καλτσάκια για τα μωρά…

Ήταν χρυσοχέρα η μάνα μας!.. Έπιανε από όλα το χέρι της!.. 

Της άρεσαν πολύ οι χοροί και τα τραγούδια και χόρευε πολύ ωραία, καθ’ ομολογία όλων των συνομηλίκων της… Ήταν πολύ «μερακλίνα» γυναίκα… Σε αντίθεση με τον πατέρα μου, που όχι μόνο δεν χόρευε, αλλά έκανε τα αδύνατα δυνατά… να «χαλάσει»  τον χορό, που έστηναν τα  κορίτσια, της παντρειάς… της ηλικίας του..

 Μόλις άρχιζαν οι χοροί, αυτός έπαιρνε  τους φίλους του και έφευγαν από το χοροστάσι… Δεν τον «χώνευαν» όλες οι φιλενάδες της μάνας μου και τον έβριζαν… «Κοίτα πάλι του στιγνιάικου…  μας τουνχάλασι του χουρό»… Πόσες φορές την έχω ακούσει να λέει «Αχ! από τότε που σιπαντρεύκα, δεν είδα χουρό στα ματάκια μου!.. Μεγάλος καημός!…

 Θυμάμαι ένα Πάσχα, ήμασταν μαζεμένο όλο το σόι, γονείς, αδέλφια, και εγγόνια και ψήναμε το αρνί την αυλή, με το ραδιόφωνοφωνο τέρμα… να παίζει παραδοσιακή μουσική. Σημειωτέον ότι τα εγγόνια του, πήραν από τηνμάνα τους και τη γιαγιά και διαπρέπουν στους χορούς.

 Και η πιο χορευταρού… που της είχε και μεγάλη αδυναμία… τον κατάφερε και τον έβαλε και χόρεψε στα ογδόντα οχτώ του χρόνια!… Και όχι μόνο χόρεψε αλλά είπε και ένα τραγούδι, που λέει και ο λόγος… Και του άρεσε τόσο πολύ…Και αμέσως μετά, κατενθουσιασμένος και κατευχαριστημένος… ενώπιον όλων, χωρίς να ντρέπεται… ομολόγησε  «τι ωραία που είναι να χορεύεις!.. και εγώ ο βλάκας δεν χόρευα τόσα χρόνια…»  Η δε μάνα μου, κατευχαριστημένη… που επιτέλους ο άντρας της άλλαξε γνώμη… περί χορού… του είπε « Εγώ στα λεγα, αλλά εσύ «Αγρόν αγόραζες» Άιντε σχωρεμένοςνάσαι… Κάλιο αργά παρά ποτέ.

 Η μάνα μου, είναι στα ενενήντα  εφτά της χρόνια και είναι πολύ καλά στην υγεία της!.. Δεν έχει τίποτα… Ούτε χοληστερίνη, ζάχαρο, πίεση, ούτε καμιά κακιά.. χρόνια αρρώστια!.. Παίρνει το βράδυ για να κοιμηθεί ένα seropramκαι έναlexotanil,  είχε απ’ τα νιάτα της, αϋπνίες και ένα θυρορμόν το πρωί. 

 Στο σοϊ μας έχουμε μια κακιά κληρονομικότητα… που σχετίζεται με την λειτουργία του θυροειδούς αδένος. Φλεγμαίνει ο εν λόγω αδένας και σταματάει να λειτουργεί και να παράγει την απαιτούμενη ορμόνη για την φυσιολογική λειτουργεία του οργανισμού. Όμως με τη λήψη του συγκεκριμένου χαπιού, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.

Η μάνα μου έχει εκπληκτική μνήμη… και τώρα που πλησιάζει τα εκατό… Θυμάται τα τραγούδια που έμαθε στο σχολείο και τα τραγουδάει και τώρα. Ακόμα και τα ποιήματα και κάποια σκέτς της εποχής, που απήγγειλαν  στις εθνικές εορτές και στις εξετάσεις. Επίσης και τα τροπάρια όλων των μεγαλογιορτάδων, Πάσχα και Χριστουγέννων.  Τα έψελναν με τον πατέρα της, που ήταν  πολύ θρήσκος άνθρωπος και δεξιός ψάλτης, όσο ζούσε, στον Αη-Νικόλα του χωριού. 

Είχε πρώτο εξάδελφο τον μπαρμπα-Ζήση τον γραμματέα του χωριού, για πολλά χρόνια. Άνθρωπο μορφωμένο και καλλιεργημένο, είχε πάει στο γυμνάσιο, ο οποίος ήταν πολύ γλεντζές…  και χωρατατζής.. Έλεγε εκπληκτικά ανέκδοτα… που επινοούσε ο ίδιος…Ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος, που σκορπούσε χαρά σε όποια παρέα και αν βρίσκονταν

Θυμάται τα φαγοπότια και τα γλέντια που έκαναν τις Απόκριες, στο πατρικό της σπίτι, όπου μαζεύονταν οι στενοί συγγενείς και ο Μπαρμπα-Ζήσης, οπωσδήποτε, που ήταν γιός, της αγαπημένης και μοναδικής… αδελφής του παππού-Μήτρου, της Μαρίας.

Την έχω ακούσει πολλές φορές, να αναπολεί την ζωή της, πριν το γάμο και να λέει…  « Αχ! Τι κακό τυχερό… είχα ιγώ!.. Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι, όπου ακούγονταν, μόνο, ψαλμωδίες,  τραγούδια και χοροί και ήρθα σ’ αυτό το τουρκόσπιτο… που ακούς  όλο φωνές… και βρισίδια…

Και είναι αλήθεια, ότι ο πατέρας μου, ήταν πολύ νευρικός, ιδιαίτερα στα νιάτα του… και οξύθυμος… Άμα νευρίαζε… δεν μπορούσε να κυριαρχήσει στον εαυτόν του και παραφέρονταν… Άρχιζε τα βρισίδια, στα θεία… και πολλές φορές την ξυλοφόρτωνε την κακομοίρα τη μάνα, στα πρώτα χρόνια του γάμου τους. Βέβαια, μετάνιωνε… γρήγορα αλλά τι το θες… το κακό είχε γίνει, δεν ξεγίνονταν…

Και τώρα τελευταία, «ήρθε» στην ζωή της… ο πρώτος της έρωτας, ο  Νικολάκης ο πρώτος… που πέθανε από φυματίωση, όταν εκείνη αρραβωνιάστηκε στον Νικολάκη τον Β’ τον  πατέρας μας.

Γύρισε πίσω το κοντέρ της μνήμης, στα νεανικά της χρόνια, τότε που την ερωτεύτηκε ο Νικολάκης τ’ Μπαλιάκ και ζει τον έρωτα εκείνον, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε..

 Μου λέει μια μέρα «Τί να μαγειρέψουμε σήμερα, να φτιάξουμε ένα καλό φαϊ… να ρθει να φάει και αυτό το πιδάκι…Δεν έχι κανέναν ιδώ!..Τριουνάει στα σουκάκια νησκός!»

 Τι λες βρε μάνα… ξέχασες που αυτός πέθανε, όταν αρραβωνιάστηκες τον πατέρα;

Αει καλά!.. Δεν πέθανι τίποτα… ιδώ είντος κι κουβεντιασάμι κιόλας…Θέλει να μι παντρευτεί..

Μια μέρα, ήρθαμε σε προστριβή για κάποιο ασήμαντο θέμα και αρπαχτήκαμε.. Και της είπα ότι αν δεν ακούει τι της λέω και κάνει τα δικά της… θα την πάω στο γηροκομείο… Γυρνάει τότε και μου ξεφουρνίζει τα παρακάτω… «Αμ πως που θα πάου ιγω στου γηροκομείου… Ιγω θα παντρευτω, αυτό του πιδάκι, Που μι θέλει. Δεν θα κάτσου ιδώ να μι μαλώνς εισί… Άϊντε με το καλό μάνα… η ώρα η καλή!.. να ησυχάσω και γω…

 Αυτό θα κράτησε καμμιά βδομάδα… περίπου. Μια απ΄ αυτές τις μέρες δεν  αισθάνονταν πολύ καλά!… Με το ζόρι περπατούσε με το πι… για να πάει στην τουαλέτα… Και γυρνάει και μου λέει… «Τι παντρειά μι χρειάζιτι ιμένα… ιδω δεν μπουρώ να πάρου τα ποδάρια μ΄…

 Τι να κάνουμε βρε μάννα…  έχουμε και γεράματα… όπου «άλλα λέει η ψυχή… κι’ άλλα λέει το κορμί!..» Μια φορά είναι τα νιάτα… και δεν ξαναγυρνούν… 

Και της λέω… πρόσεξε μάνα, όταν έρθει η ώρα  να πας στους ουρανούς… μην κάνεις κανα αστείο και πας να βρείς τον Νικολάκη τ’ Μπαλιάκ και στενοχωρέσεις τον πατερούλη μας… Είναι μεγάλη αμαρτία!..

Α μπα!.. τι δουλειά έχουιγω μ’ αυτόν… που μι τφέξι!.. Ιγω με τουν Νίκο μ’ έκανα τέσσερα κούτσκια… Πως να τουνξιχάσου!.. Δεν παουιγω με άλλουν άνδρα!..

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ (ΜΗΤΡΟΣ)

Ο παππούς μου  Δημήτρης γεννήθηκε το 1875. Τον πατέρα του τον έλεγαν Χρήστο και την μάνα του Βαγγελή.  Ήταν κοντός  αλλά πολύ έξυπνος και μελετηρός… τα «έπαιρνε» τα γράμματα που λένε. Είχε πάει και Σχολαρχείο στη Σιάτιστα. 

Είχε ένα θείο μοναχό, στην Μονή  Ζάβορδας, στον Αλιάκμονα, που τον πήρε υπό την προστασία του και τον έστειλε στο οικοτροφείο  της Σιάτιστας, όπου πήρε μεγάλη μόρφωση. Αλλά δυστυχώς… δεν πρόλαβε να τελειώσει το γυμνάσιο, πήγε μέχρι τη δευτέρα τάξη  και έφυγε, λόγω του ότι ο θείος του πέθανε.  Αλλά έμαθε τόσα πολλά και τα θυμότανε όλα  μέχρι τα βαθιά του γεράματα και μας τα έλεγε χαρτί και καλαμάρι σε όλα τα εγγόνια του. Είχε απίστευτη μνήμη…

 Όταν πηγαίναμε στο δημοτικό, μας φώναζε να  πάμε κοντά του και μας μάθαινε Γεωγραφία, τις Ηπείρους και τους Ωκεανούς της γης.Και θυμόνταν και την έκταση   αυτών και τα βάθη των Ωκεανών.  Στο δε Κώστα τον εγγονό του, όταν πήγαινε γυμνάσιο του έβαζε δύσκολα προβλήματα στα Μαθηματικά που δεν μπορούσε να τα λύσει… «Τσοπάνης ερωτηθείς, πόσα πρόβατα  έχει, απάντησε:  Αν είχα όσα έχω, άλλα τόσα, τα μισά απ΄ αυτά, το τέταρτο απ΄ αυτά  και το κριάρι, θα είχα εκατό… Παππού πολύ δύσκολα προβλήματα μου βάζεις… δεν τα μάθαμε εμείς ακόμα αυτά!…

Ο παππούς Μήτρος πέρα από την μόρφωση που είχε πάρει και την πείρα ζωής που είχε… ήταν και εκπληκτικός παραμυθάς…  Ήξερε πολλά όμορφα παραμύθια και διδακτικά… και ήταν εξαιρετικός αφηγητής.Μας συγκινούσε βαθύτατα…  κρεμόμασταν απ’ τα χείλη του και δεν ακούγονταν ούτε κιχ… ούτε οι αναπνοές μας… μας μάγευε!… Τα αφηγούνταν και τα «ζούσε».  Και όταν το παραμύθι έλεγε για ορφανές βασιλοπούλες που τις κακοποιούσε η μητριά τους, ο παππούς έκλαιγε και κλαίγαμε κι εμείς μαζί του… κι όταν  μας  έλεγε για γιαγιές που ξεψύριαζαν  τις αγαπημένες τους εγγονούλες, τότε ο παππούς, ψαχούλευε στα μαλλάκια μας να βρει τις ψιρούλες και τις κόνιδες, τις  κόντες, όπως τις έλεγε. Μας έλεγε και ένα σατυρικό… για μια «Τρελοσοφιά», που την έδερνε ο άντρας της γιατί ήταν κακομαθημένη αλλά στο τέλος έγινε «αρνάκι» η Τρελοσοφιά και έλεγε « ότι θα λες εισί άντρα μ’ θα λέω κι γω».

Τον αγαπούσα πολύ τον παππού μου και ήμουνα σχεδόν κάθε μέρα εκεί στα παιδικά μου καθώς ήμουν κολλητή με την ξαδέλφη μου Λεμονιά και τον μικρότερο αδελφό της τον Μητρούλια, παιδιά του μπαρμπα-Τόλιου και της Κωσταντινιάς., που έμεναν στο  σπίτι του παππού. Εκεί κοιμόμουνα σχεδόν… τον μισό χρόνο. Ο παππούς είχε την συνήθεια… να ξαπλώνει κάτω απ΄ την  σκάλα που διώροφου σπιτιού του και εμείς παίζαμε στην αυλή, πότε τα«μήλα», πότε το σκινάκι  και πότε πηδούσαμε απ’ τη βεράντα στον άμμο από κάτω. Επισκεύαζαν το σπίτι και είχαν φέρει άμμο και εμείς τον χρησιμοποιούσαμε σαν σκάμμα. Και όταν κουραζόμασταν πηγαίναμε για παραμύθια!…Τι ωραία που περνούσαμε. Ο Μητρούλιας στα «Μηλαρόνια» ήταν ατσίδας… δεν έχανε μπαλιά και η αδελφή του θύμωνε… και τον έλεγε «γρούνι»…  Ητανφαγανούλης ο καημένος… Συνήθως ήμασταν μόνοι μας με τον παππού. Οι άλλοι ήταν στις δουλειές… καπνά, θέρος-αλώνια, πρόβατα αμπέλια. Και όταν πεινούσε ο καημένος, άρχιζε να φωνάζει «ω κυρά ω κυρά»… και αφού  δεν έπαιρνε απάντηση…  η κυρά έλειπε… μονολογούσε και έλεγε «Της αφαγίας είναι σήμερα!…»

Ο παππούς μου επειδή ήταν μορφωμένος, επί οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν φοροεισπάκτορας, μέχρι που ελευθερώθηκε η Θεσσαλία το 1912.

 Ήταν ήρεμος άνθρωπος, αργός… στις δουλειές του, αργοκίνητο καράβι που λέει ο λόγος, αλλά ότι έκανε το έκανε καλά… και στέρεα… Δεν ήξερε να κοροϊδεύει… Ήταν τίμιος, εργατικός, πολύ θρήσκος, του άρεσε πολύ η εκκλησία και η ψαλτική…  Τον θυμάμαι όσο περπατούσε πήγαινε   ανελλιπώς στην εκκλησία και πήγαινε πίσω απ’ το δεξιό ψαλτήρι, όπου ψάλτης καλλίφωνος και βροντερός, ήταν ο μπαρπα-Ζήσης ο ανεψιός του, γιός της αδελφής του Μαρίας.

Παντρεύτηκε την γιαγιά μου την Ευδοκία, κάπου στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησαν εννέα παιδιά, τα δυο πέθαναν και τους έμειναν τα εφτά.  Τον Χρήστο, τον Στέφο, Βασιλάκη την Βαγγελή,) που είχε ένα πρόβλημα στο ποδαράκι  της και κούτσαινε,  τον Αποστόλη(Τόλιο), τη Λεμονιά και την Ζωή(Ζώϊο. Ξενιτεύτηκε στην Αμερική για κάμποσα χρονάκια, έβγαλε χρήματα και γυρνώντας έκτισε ένα πέτρινο δίπατο σπίτι και έβαλε μέσα την πολυμελή οικογένειά του. Είχε πρόβατα και πολλά χωράφια, όπου καλλιεργούσε σιτηρά, κριθάρια, βρίζα και καλαμπόκια για τα ζώα.

 Μεγάλη του αγάπη ήταν το κτήμα στην Παναγία-Τσιούμα, τριάντα στρέμματα, που το αγόρασε, όταν ο τελευταίος μοναχός  της, που ήταν απ’ τη Σάμο, η τη Χίο, το πούλησε,  «τσέπωσε» τα αργύρια… και μην τον είδατε τον Παναγή… που λέει ο λόγος. Από τότε ο παππούς μου, όλη του τη ζωή σχεδόν… την πέρασε σ’ αυτόν τον ευλογημένο τόπο της Παναγιάς. 

Αυτό το κτήμα ήταν το αμπέλι του Μοναστηριού, τις εποχές που είχε πολλούς μοναχούς και μεγάλες κτηριακές εγκαταστάσεις, διώροφες, επάνω κελιά και κάτω αποθήκες, στην δυτική και βόρεια πλευρά του και ένα διώροφο ηγουμενείο στη μέση.  Σ΄ αυτά έμενε η οικογένεια του παππού μου, πριν το εμφύλιο πόλεμο, κατά την διάρκεια του οποίου καταστράφηκαν τα κελιά  και η μνημειακή… με καταχύστρα κεντρική είσοδος του μοναστηριού. Επίσης καταστράφηκε  και ο νάρθηκας του ναού, που  περιέβαλλε τον ναό και στις τρείς πλευρές του, πράγμα σπάνιο… Συνήθως, νάρθηκας υπάρχει στην  πρόσοψη του ναού και το πολύ και σε ακόμη μια πλευρά του. Η μοναδικότητα αυτού του μοναστηριακού ναού είναι ότι ο νάρθηκας του είναι αγιογραφημένος πανταχόθεν… Στην νότια και δυτική πλευρά, είναι ζωγραφισμένες σκηνές και γεγονότα της παλιάς Διαθήκης  και στη βόρεια, όλα τα  θαύματα που έκανε ο Χριστός όταν ζούσε στη Γη. Και ήταν τόσο ωραίες οι τοιχογραφίες με τα λαμπρά  καφεπορτοκαλοκόκκινα χρώματα και τις γαλήνιες μορφές, που κάθε που βρίσκομαν εκεί έκανα ένα γύρω να τις απολαύσω… αλλά δυστυχώς την τελευταία φορά που πήγα, αντίκρυσα ένα απαίσιο θέαμα…

Ο νυν ιερέας, χωρίς να ενημερώσει την αρχαιολογική υπηρεσία να έρθουν οι ειδικοί, μήπως μπορέσουν και  σώσουν αυτές τις υπέροχες τοιχογραφίες, έβαλε και «ξήλωσε» τα «φουσκώματα» και τα σοβάτισε και τώρα είναι να μην τα βλέπεις… Που και που φαίνεται κανένα κεφάλι αγίου κανένα κομμάτι τοιχογραφίας και το υπόλοιπο είναι σοβατισμένο… Να βλέπεις και να κλαις!… αυτός ο νάρθηκας ήταν ένα αριστούργημα…  Αντί να φτιάξουν τον νάρθηκα για να προστατευθούν απ’ τις βροχές οι τοιχογραφίες και να φωνάξουν τους ειδικούς να τις συντηρήσουν…  κατέστρεψαν ότι καλλίτερο είχε αυτό το μοναστήρι. Και εσωτερικά βέβαια το μοναστήρι είχε αγιογραφίες  και τις περισσότερες απ’ αυτές τις ασβέστωσαν οι νοικοκυρές που πάνε για να περιποιηθούν το μοναστήρι, πριν την γιορτή του, τον δεκαπενταύγουστο. 

 Σ’ αυτόν τον τόπο τίποτα  καλό δεν γίνεται… μόνο καταστρέφουμε…  ότι καλό, μας άφησαν οι πρόγονοί μας, οι οποίοι παρ’ όλο που έζησαν σε παλιότερους χρόνους, πιο ζοφερούς από εμάς, έκαναν έργα αξιόλογα, που εμείς είμαστε ανίκανοι… να τα συντηρήσουμε…   

Στην αυλή της Μονής υπήρχε βαθύ πηγάδι, με γείσο, για τις ανάγκες των μοναχών, που τώρα δεν υπάρχει. Και στον ανατολικό περίβολο αυτής υπάρχει μικρή, τοξωτή πυλίδα, απ’ όπου ξεκινάει κατηφορικό δρομάκι,που οδηγεί σε παρακείμενη ρεματιά,  με κάτι θεόρατα καραγάτσια… όπου υπάρχει πηγάδι.

Το μοναστήρι αυτό πρέπει να κτίστηκε πάνω σε ερειπωμένο αρχαίο ναό… μέσα σε όμορφη κοιλάδα, στις υπώρειες, του ψηλότερου βουνού του χωριού μας, του όρους Κούτρα (500μ υψ.), με σημαντική καλλιεργήσιμη γη, στην δυτική όχθη της. Θυμάμαι που παίζαμε σαν παιδιά στην αυλή του και πολλές φορές,  βλέπαμε μαρμάρινα κομμάτια, με περίτεχνα σχέδια. Που δεν ήταν σίγουρα… απ’ το χριστιανικό μοναστήρι.

Αυτό το κτήμα ο παππούς, ο Μήτρος, το έδωσε μισό-μισό στην μάνα μου και στον μπαρμπα-Τόλιο, τον αδελφό της.

Ο παππούς,  στο κτήμα αυτό, που ήταν περιτειχισμένο, φύτεψε αμυγδαλιές αλλά στην κάτω μεριά και κάμποσες συκιές, αχλαδιές και ροδιές. Και  στα ενδιάμεσα  μέρη του, καλλιεργούσαν οι γονείς μας πότε στάρι και πότε καπνό. Έτσι τον περισσότερο καιρό ζούσαν εκεί οι οικογένειές μας. Εκεί ζήσαμε αρκετά απ’ τα νηπιακά και παιδικά μας χρόνια… Ίσως γι’ αυτό ο τόπος αυτός ασκεί επάνω μου  μια απίστευτη γοητεία…  και νοσταλγία… Παρ’ όλο που στις τελευταίες  πέντε δεκαετίες,  δεν καλλιεργείται τίποτα απ’ τα πολλά κτήματα που υπάρχουν  στο λεκανοπέδιο, όπου είναι κτισμένη η Μονή.

Στον τόπο αυτόν, ο παππούς-Μήτρος με την οικογένεια του μπάρμπα-Τόλιου, έζησε πολλά χρόνια. Στη δεκαετία του ‘40  ο παππούς μου είχε πολλά γίδια και είχε φτιάξει στο κτήμα κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, πόστα για τα ζώα, στρούγκα, μονόχωρο σπιτάκι να κοιμούνται καθώς ζούσαν εκεί σχεδόν όλο το χρόνο.Εκεί τυροκομούσαν  και έφτιαχναν τυρί και φρέσκο βούτυρο, που τα πήγαιναν με τα ζώα στη Λάρσα και τα πωλούσαν.

 Ο  όμορφος αυτός τόπος,  ήταν γεμάτος με φίδια, οχιές,  δεντρογαλιές αλλά και λύκους και κάποια ζώα φαγώνονταν κάθε χρόνο απ’ αυτούς.  Αλλά και άνθρωποι δαγκώθηκαν από οχιές κυρίως, που έχουν δηλητήριο και μπορεί να πεθάνεις κιόλας  αν δεν το αφαιρέσεις γρήγορα,  με αφαίμαξη. 

Τον μπάρμπα-Τόλιο τσίμπησε εκείνα  τα χρόνια μια οχιά, στο δείχτη και έσκουζε λέει η μάνα μου από τον πόνο και έβλεπαν και την οχιά να είναι κρεμασμένη για αρκετή ώρα απ’ το δάχτυλο… του. Ευτυχώς εκείνον τον καιρό, έμεναν στα κελιά  Εβραίοι, της Λάρισας, που κρύβονταν σ’ αυτόν  τον αθέατο… τόπο, από τους  γερμανούς κατακτητές και ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν και είχαν μαζί τους και  φαρμακείο.  Κάποιος απ΄ αυτούς τον περιποιήθηκε, όπως έπρεπε, του έκανε σταυρωτή τομή στο δάχτυλο, του ρούφηξε το μολυσμένο αίμα, καυτηρίασε την πληγή με αναπτήρα που είχε μαζί του  και του το έδεσε…Και αυτό ήταν!… Σε λίγες μέρες ήταν καλά.

Οι Εβραίοι έκατσαν πολύ καιρό στα κελιά της Παναγίας και γιόρτασαν και το Πάσχα τους κάποια χρονιά εκεί. Και θυμάται η μάνα μου που «σκίντζεβαν» με  μαχαιράκια το αρνί να βγει λίγο αίμα, το εξιλαστήριο αίμα για τις αμαρτίες τους… Και του παππού μου δεν του άρεσε καθόλου αυτό που έκαναν στο αρνί…    

Η μάνα, μου διηγήθηκε και μια άλλη ιστορία με μια φοράδα τους, που την είχε δαγκώσει λύκος  στα καπούλια αλλά δεν την κατάφερε να την ξεκοιλιάσει και να την αποτελειώσει… Πρέπει να είναι δυο-τρείς μαζί για να τα καταφέρουν… μ’ ένα μεγάλο ζώο. Και η γιαγιά-Ευδοκία, που αγαπούσε πολύ τους συνανθρώπους της αλλά και τα ζώα τους, αγκάλιαζε την φοράδα τους και έκλαιγε λέγοντας «Αχ φουραδίτσα μ’ καλή τι έπαθες!… αχ φουραδίτσα μ’»… Τώρα ιγώ θα φτιάξω  ένα γιατρικό κι θα γίντς καλά φουραδίτσα μ’.  Έκαψε λάδι σε κατσαρολάκι,  καυτηρίασε την πληγή της και σε κάμποσο καιρό έγιανε η φοραδίτσα τους…

 Πριν τον εμφύλιο πόλεμο, ήταν κατοικήσιμα τα κελιά και έμεναν εκεί, και  αποθήκευαν και τα τσιόκαλα(αμύγδαλα)…  Και θυμόνταν ο πατέρας μου, που πήγαιναν  με τον Σάμο, που τον είχαν τσομπάνο στα γίδια και  έκλεβαν αμύγδαλα, από τις σχισμές που είχε το ξύλινο πάτωμα. Τα έριχναν κάτω με ξυλαράκια… οι μπαγαπόντηδες… Μετά που καταστράφηκαν στον εμφύλιο, έμεναν πια στο σπιτάκι τους.

 Ο πατέρας,  μας διηγούνταν συχνά μια ιστορία με τα κλεμμένα αυτά αμύγδαλα. Είχαν κλέψει κάνα δυο  τρία κιλά αμύγδαλα με τον Σάμο  και τα πήγαν στο μπακάλικο του παππού μου να τα πουλήσουν. Εκείνο τον χρόνο ο μπάρμπα-Τόλιος είχε αποκτήσει την πρώτη του κόρη και αποφάσισε να την βαφτίσει. Και πήγε στο μοναδικό  μπακάλικο του χωριού να αγοράσει αμύγδαλα για να τα  μοιράσει στα παιδάκια, που θα έρχονταν να του αναγγείλουν το  όνομα, στο σπίτι και μετά στην εκκλησία σ’ όλα τα παιδάκια που παρευρίσκονταν στα «Βαφτίσια». Μπαίνει στο μαγαζί και βλέπει μέσα σ’ ένα  καλάθι τα αμύγδαλα… και λέει «Α!… τι  καλά αμύγδαλα… σαν ταδκά μας τα αφράτα είναι!… Τα αγοράζει, πληρώνει και φεύγει!… Και ο πατέρας μου γελούσε… με το «πάθημα» του μπάρμπα-Τόλιου και  ταυτόχρονα ένοιωθε και μέσα του κάπως άβολα… για την μπαγαποντιά… που σκάρωσαν μαζί με τον  κολλητό του φίλο Σάμο, εις βάρος του μετέπειτα κουνιάδου του.

Αυτό το οροπεδιάκι  της Τσιούμας,  καλλιεργούνταν κυρίως με σιτηρά και μέχρι το 1963περίπου, που έκανε την εμφάνισή της  στα μέρη μας, η πρώτη  αλωνιστική μηχανή που θέριζε κιόλας ταυτόχρονα.Και  κατά το Θέρο και τον Αλωνάρη, τους μήνες που ο κόσμος θέριζε και αλώνιζε τα στάρια, στην Τσιούμα γίνονταν ένα πανηγύρι!.. καθώς  το μισό χωριό ήταν εκεί για πολλές μέρες… αφού εκείνα τα χρόνια,   όλα γίνονταν με τα χέρια. 

Τι όμορφα χρόνια!… Τα έζησα και προσωπικά αυτά, στις απαρχές αυτής της δεκαετίας. Ήμασταν εκεί για καμιά δεκαριά μέρες για τα αλώνια. Στον θερισμό δεν με πήραν μαζί τους.  Κοιμόμασταν στο χώμα μέσα στο κτήμα μ’ ένα στρωσίδι από κάτω και ένα πιο ελαφρύ από πάνω… ήταν Ιούλιος μήνας. Είχε πάρει η μάνα και τρία καρβέλια ψωμί και μια μικρή κατσαρόλα και μαγείρευε, διάφορα  φαγητά… όπως φακές, μακαρόνια, ρύζι, τραχανά.  Είχαμε πάρει μαζί μας  δυο  άλογα, τον Ντορή τον δικό μας ένα κανελί όμορφο άλογο, όπου φόρτωσε ο πατέρας την αλωκάνη, μια μακρόστενη ξύλινη τάβλα, με κοφτερά μεταλλικά δοντάκια στην αποκάτω της επιφάνεια   και  έναν Καραμάνη, μαύρο άλογο, νομίζω του Γιάγκου ήταν. Όλη μέρα ο πατέρας αλώνιζε. Έλυνε τα δεμάτια και  άπλωνε ένα παχύ στρώμα από στάχυα, κυκλικά πάνω στο αλώνι και μετά έζευε τα άλογα και τα έβαζε να κάνουν επί αρκετή ώρα κύκλους πάνω στα στάχυα, και να τα ποδοπατούν με τα πόδια τους. Μετά έβαζε και την αλωκάνη να την σέρνουν τα άλογα πάλι κυκλικά, πάνω στα στάχυα, μέχρι να βγει όλος ο καρπός απ’ αυτά. Εν συνεχεία λίχνιζε το αλώνισμα για να ξεχωρίσει το στάρι απ’ τα άχερα. Μάζευαν το στάρι σε τσουβάλια, υφασμένα με τα χεράκια της μάνας μου η οποία στο τέλος σκούπιζε και το αλώνι για να είναι έτοιμο για την επόμενη μέρα.

Και όταν αλωνίστηκε όλη η σοδειά, γύρισε ο πατέρας μου στο χωριό και μάζεψε πολλά ζώα γαϊδούρια και άλογα απ΄ όλο το σοϊ και τα έφερε για να μεταφέρουμε το στάρι στο χωριό, σε μια αποθήκη. Και κατά την μεταφορά είχαμε και ένα μικρό ατύχημα. Ένα σακί που ήταν φορτωμένο στο γαϊδούρι του Θανασό, κάπου στο δρόμο σχίστηκε από κάποιο αιχμηρό ξύλο η πέτρα  και χάθηκε το περισσότερο στάρι… Τι να κάνουμε αυτά είχε η παλιά αγροτική ζωή… Πολύ κούραση και πολλές ζημιές… είτε από ακραίες καιρικές συνθήκες η από ζημιές που έκαναν τα ζώα, τα χιλιάδες πρόβατα και γελάδια που βοσκούσαν εκείνα τα χρόνια στα λιβάδια του χωριού μας.

Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΗΕΥΔΟΚΙΑ

Η γιαγιά μου η Ευδοκία ήταν το γένος Γρεβενίτη και παντρεύτηκε τον παππού μου Δημήτρη Μπόρα. Ο παππούς μου, είχε μια μόνο αδελφή, την Μαρία που ήταν  παπαδιά, είχε παντρευτεί τον πατέρα του Ζήση Παπακωνσταντίνου, που ήταν  παππάς. Τώρα από που κατάγονταν και πως βρέθηκαν στο χωριό μας, μόνο ο θεός το ξέρει… Δεν έχω μάθει πολλά γι’ αυτό το σοϊ… 

Ο παππούς μου ο Μήτρος, όπως όλοι οι νέοι άντρες της εποχής, ξενιτεύτηκε στην Αμερική, όπου εργάστηκε για μερικά χρονάκια και γύρισε γρήγορα, για να κάνει την οικογένειά του. ’Εφτιαξε και αυτός ένα δίπατο σπίτι, τυπικό της περιοχής, τρία δωμάτια πάνω και άλλα τόσα, κατώϊα, για να στεγάσει την οικογένειά του. 

Έκαναν εννιά παιδιά, τέσσερα αγόρια, τον Χρήστο, Στέφο,  Βασιλάκη και Τόλιο (Απόστολο)  και τρία κορίτσια, την Βαγγελή, Λεμονιά και Ζωή(Ζωϊο) Είχε νομίζω και δυο απώλειες… κορίτσια ήταν θαρρώ. Μια Ρινούλα και το άλλο δεν ξέρω. Η γιαγιά Ευδοκία ήταν μετρίου αναστήματος, πολύ γλυκιά… φυσιογνωμία, πολύ δοτική… έδινε όχι μόνο υλικά αγαθά αλλά χάριζε άμετρα.. τα  αισθήματά της και την ψυχή της ακόμα… 

Έδωσε ο θεός και πάντρεψε τον πρώτο της γιο, τον λεβεντόκορμο και καλοκάγαθο Χρήστο, με την ΦροσίναΞεφτέρη, αδελφή του Ηλία Ξεφτέρη, από το Καλογαναίϊκο το σοϊ. Και δεν πρόλαβαν να χαρούν σαν νιόπαντροι, όταν ξέσπασε ο Μικρασιατικός πόλεμος και ο Χρήστος επιστρατεύτηκε και πήγε στην μικρά-Ασία όπου υπηρέτησε ως μάγειρας την πατρίδα για τρία η και περισσότερα χρόνια. Εκεί τα είδε όλα ο καημένος. 

Εν τω μεταξύ η φροσίνα ζούσε στο σπίτι των πεθερικών της και των ανύπαντρων κουνιάδων της Εκείνα τα χρόνια ο κόσμος στο χωριό, συνήθιζαν τα καλοκαίρια,  με την πολύ ζέστη να κοιμούνται στις βεράντες για να δροσίζονται. Έτσι λοιπόν και  η νιόνυφη Φροσίνα κοιμόταν στο μπαλκόνι, όπου φυσιολογικά… κοιμόνταν  και ο τρίτος γιος της γιαγιάς, ο Βασιλάκης, που δεν είχε παντρευτεί ακόμα. Και επειδή ο όξω από  δω, έχει πολλά ποδάρια και πολλά χεράκια, δεν ξέρω τι έβαλλε απ’ τα δυο… και έγινε ένα μπέρδεμα μεγάλο, με φοβερές συνέπειες για όλο τος σπιτικό και ιδιαίτερα για την νιόνυφη… «Μπερδεύονται»… λοιπόν νύφη και κουνιάδος, σε μια ανόσια… σχέση, που είχε ως αποτέλεσμα η νύφη να γκαστρωθεί από τον κουνιάδο και η πεθερά να μην ξέρει τι να κάνει!… Περνούσαν απ’ το μυαλό της χίλιες δυο ιδέες και δεν μπορούσε να βρει μια λύση  στο μεγάλο κακό που τους βρήκε… Σκέφτηκε να την στείλει  πίσω στη μάνα της, μήπως βρει αυτή κάποια λύση, να της κάνουν κάτι να «πέσει» το παιδί και να μην το μαρτυρήσουν ποτέ στο Χρήστο αυτό το γεγονός, η αν το γεννήσει να το δώσουν κάπου ψυχοπαίδι και να μην το μάθει ποτέ ο άντρας της, πράγματα αδύνατα… για τις κλειστές κοινωνίες των χωριών, όπου τα πάντα μαθαίνονται, προτού ακόμα γίνουν, που λέει κι ο λόγος.

 Όμως η νύφη δεν άκουγε τίποτα, ούτε έκανε καμιά ενέργεια για να αποσοβήσει το γεγονός. Αντίθετα κυκλοφορούσε χωρίς να ντρέπεται καθόλου στο χωριό με την κοιλιά φουσκωμένη… και να ξέρουν όλοι το χωριό ότι είναι γκαστρωμένη απ’ τον κουνιάδο της. Κάποια στιγμή,  μαθαίνει  το γεγονός ο Χρήστος, κάποιος καλοθελητής συγχωριανός τον ενημέρωσε σχετικά  και γράφει ένα λυπητερό γράμμα στους γονείς του, που η γιαγιά μου  κόντεψε να μείνει… Τι δεν έγραφε αυτό το γράμμα… Δεν είναι άξια αυτήν για το σπιτικό μας,  να φύγει… μας ντρόπιασε… πέρα για πέρα. 

Τελικά την πήραν πίσω στο πατρικό της όπου το γέννησε και το έδωσαν ψυχοπαίδι σε μια οικογένεια… στην Μπλόγουστα(Μεσοχώρι). Αλλά και αυτό δεν είχε καλό τυχερό… και τι έφταιξε αυτό το καημένο!…

 Και  αργότερα παντρεύτηκε τον Γιανακάκο, τον γείτονα του παππού Βάϊου, που ήταν χήρος… Είχε πεθάνει η γυναίκα του Καλυψώ, αδελφή της γιαγιάς μου Ευδοκίας και είχε αφήσει δυο ορφανά, τον Κώτσιο και την Λενάκω.

 Ο Γιανακάκος ήταν επιληπτικός  και είχε πολλά κουσούρια… Είχε και μια κακιά συνήθεια να πυροβολεί έτσι άσκοπα… Και από «φρίξη»…  σοκ… δηλαδή, εξ αιτίας των άσκοπων πυροβολισμών πέθανε η πρώτη γυναίκα του, η Καλυψώ.

Εκτός αυτού,ήταν βίαιος…  την χτυπούσε και την κακομεταχειρίζονταν και είχε να περιποιείται και τα προγόνια της… Και πέρασε μια ζωή μαύρη και άραχλη… και ούτε άλλο  παιδί  έκανε.

Και όταν πέθανε… την είδε κάποιος  στο όνειρο και του είπε… «Απ’ όλες τις πόρτες του χωριού πέρασα… μόνο μια δεν μπόρεσα να περάσω… αυτή του Μπόρα… Πράγμα που το ερμήνευσαν όλοι, ότι δεν  συγχωρέθηκε απ΄ τους μποραίους, γι΄ αυτό που έκανε στην οικογένειά τους.  Έτσι είναι σ’ αυτή τη Ζωή… Τα λάθη πληρώνονται ακριβά!… Και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό!…

Ο θείος μου ο Χρήστος, έδωσε… ο Θεός  και δεν σκοτώθηκε στον πόλεμο και επέστρεψε στο χωριό, σώος και αβλαβής… Και  σαν μάγειρας στο στρατό, έμαθε καλά αυτήν την τέχνη εκεί τόσα χρόνια και ανέλαβε αμέσως υπηρεσία… Να φτιάχνει τα φαγητά στους γάμους και στα πανηγύρια του χωριού, καθώς είχε εκπαιδευτεί… στην μαζική εστίαση… Και όπως λέγανε όλοι στο χωριό ήταν εξαιρετικός… μάγειρας, και καλοφαγάς ο ίδιος. Επίσης  ήταν και δεινός κυνηγός… και απ’ αυτήν του την ιδιότητα, του έμεινε το παρατσούκλι Πασαμέρας… επειδή έλεγε συχνά τη φράση «πάσα μέρα στο κυνήγι»… 

Παντρεύτηκε την χρήστινα, που ήταν  χήρα και είχε μια κόρη, την Όλγα, απ’ το διπλανό μας χωριό το Βλαχογιάννη και έκαναν πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δυο κορίτσια. Τον Ηλία, τον Γιώργο, τον Ηλία, την Πολυξένη και την Γιωργίτσα.

 Αλλά το πρώτο τους παιδί ο Λίας, κάπου εκεί στα έξι του χρόνια αρρώστησε  από σπλήνα του καλαζάρ και πέθανε.  Εκείνα τα χρόνια υπήρχε ένα γιατρός στο Ζάρκοπου είναι κοντά στο χωριό μας, και ένας στην κωμόπολη  Φαρκαδόνα, ο «Μόκαρας» στο παρατσούκλι και Δημητρακόπουλος Δημήτριος στο όνομα…

 Ήταν πολύ καλός γιατρός στην εποχή του και έσωσε πολύ κόσμο.  Σ’ αυτόν πήγε και το Λιάκο του ο μπάρμπα- Χρήστος και του έκανε μια σειρά από ενέσεις. Και όταν τελείωσε η θεραπεία, «τέλειωσε» και η ζωή του παιδιού…  Το καταλάβαινε  το παιδί, ότι θα πεθάνει και έλεγε στη γιαγιά του… «Μανιά θα πεθάνω…  θα με πιθάνει η  «Μόκαρας» μανιά, με τςινέσεις που μι κάνει».

Και δεν τους πέθανε μόνο το παιδί αλλά ψόφησε και το άλογό τους και γενικά εκείνη τη χρονιά η κακοτυχία τους ακολουθούσε… Τα χτυπήματα ήταν απανωτά. «Ενός κακού, μύρια έπονται» είχαν αποφανθεί οι αρχαίοι ημών πρόγονοι… και δεν είχαν άδικο. 

 Επίσης ο ένας του γιός, ο Γιώργιος, ήταν ψυχασθενής. Παντρεύτηκε την Ασπασία της Κρόκως και έκαναν τρία παιδιά, τον Χρήστο που ήμασταν συμμαθητές στο σχολείο, που και αυτός έχει προβλήματα… υγείας. Ως φαίνεται υπάρχει μια κληρονομικότητα σε κάποια ψυχική νόσο. Τον Μητσιακούλα, που είναι καλά στην υγεία του και έχει μεταναστεύσει στην Σουηδία, όπου έχει παντρευτεί και έχει οικογένεια και ζει πολύ καλά. Και μια κόρη που έχει παντρευτεί στο Βλαχογιάννη και είναι καλά.

Και κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 70, πάνω σε μια έξαρση της νόσου του, σκότωσε την γυναίκα του την Ασπασία, με ένα παλιαρκόπο, εργαλείο που κόβουν πουρναρίσια ξύλα, στα μέρη μας. Την καημενούλα!.. τι θάνατο έδωσε…

 Και βέβαια μετά απ’ αυτό, τον πήγαν στο «Δαφνί», ψυχιατρείο  στην Αθήνα, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του, μέσα σε κάτι τεράστιους θαλάμους, με σαράντα κρεβάτια  ο καθένας, όπου και τελείωσε η ζωή του, μετά από τρείς δεκαετίες περίπου.

Η Γιωργίτσα παντρεύτηκε τον Νίκο του Νόγαλου και έκανε  τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια κι ένα αγόρι τον Θανασάκη. Αλλά έχασε και αυτή ένα κοριτσάκι την Ζαφειρούλα, θα ήταν τεσσάρων χρόνων περίπου… Εκείνα τα χρόνια υπήρχε μεγάλη παιδική θνησιμότητα… και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, στα χωριά, όπου δεν υπήρχαν αμαξιτοί δρόμοι για να έχουν οι άνθρωποι πρόσβαση στις υγειονομικές δομές των πόλεων και των κωμοπόλεων.  Τότε οι άνθρωποι ζούσαν  στο Έλεος του Θεού.

Την Πολυξένη την ερωτεύτηκε ο Κώτσιος του Χασάναγα. Αλλά ο πατέρας του ήταν πολύ αντίθετος με αυτόν τον γάμο και παντρεύτηκαν μόνοι τους… χωρίς να κάνουν γάμο όπως όλοι οι άνθρωποι με συγγενείς και φίλους.Και έμεναν σ’ ένα  πλίθινο μονόχωρο σπιτάκι, στον μαχαλά τηΜπακλαβίνας, με ελάχιστα πράγματα… Στο πάτωμα,στην ψάθα κοιμόντουσαν. Αλλά όταν είσαι ερωτευμένος… όλα τα βλέπεις θαυμάσια!… Εκεί γέννησε και το πρώτο της παιδί τον Θανασάκη. 

Σ αυτό το σπιτάκι την επισκεφτήκαμε, λεχώνα, με την μάνα μου, όπως ήταν συνήθειο τότε, να πάνε στις λεχώνες, κουλούρα με στολίδια και λαγγίτες… τηγανίτες με μέλι. Ο ερχομός δε του εγγονού του, ήταν η αιτία να «καταλαγιάσει»…  ο θυμός του και να πάει να τους δει και να τους πάρει στο πατρικό σπίτι. Και μετά καμάρωνε… σαν γύφτικο σκεπάρνι για τον εγγονό του που είχε πάρει και το όνομά του.

Και ό δεύτερος Ηλίας παντρεύτηκε την Βαγγελή του Περικλή  και κάναμε δυο αγόρια τον Τζίμη(Δημήτριο) και τονΜπίλη(Βασιλάκη).  Αυτός στα τέλη της δεκαετίας του ΄60, μετανάστευσε οικογενειακώς στην Αυστραλία, όπου εργάστηκαν και απέκτησαν πολλά χρήματα και ζούνε καλά. Μόνο που το δεύτερο παιδί τους έμεινε ανάπηρο, από τροχαίο ατύχημα και είναι σε αναπηρικό αμαξίδιο. Είναι τετραπληγικός… Τι να κάνουμε, όπως είναι το τυχερό του καθενός. Αλλά εκεί, υπάρχει ιατρική περίθαλψη τέλεια… και το παιδί έχει ότι καλύτερο υπάρχει για την περίπτωσή του… 

Ο δεύτερος γιος της γιαγιάς-Ευδοκίας, ήταν ο Στέφος, που παντρεύτηκε την Στέφινα, αδελφή του ΚώτσιουΚουκουράβα και έκαναν έξι παιδιά, την Ρινούλα, τον Κώτσιο, την Κωνστάντω,  την Κατίνα, τον Λία και την Τασιά.

 Και αυτοί είχαν την ατυχία να χάσουν το πρώτο τους κοριτσάκι την Ρινούλα. Είχαν φυτέψει καπνό στο κτήμα της Τσιούμας και η οικογένεια του παππού μου του Μήτρου Μπόρα ζούσε μετά των νυφάδων και τέκνων τους, στα κελιά του Μοναστηριού, το μισό σχεδόν χρόνο. Ήταν εκεί και η θεια-Βαγγελή με τα δυο πρώτα της παιδιά την Αννούλα και τον Μήτσιο και ο Στέφος με την γυναίκα του, που ήταν έγκυος στον Κώτσιο και την μικρή Ρινούλα, που  ήταν δυοχρονών περίπου.

 Καλοκαίρι καιρός και όλοι κοιμόντουσαν στις βεράντες των κελιών που είχαν ξύλινα κάγκελα, που δεν ήταν πυκνά τοποθετημένα και είχαν άνοιγμα μεταξύ τους αρκετό… που θα μπορούσε να περάσει το σώμα ενός μικρού παιδιού, όπως ήταν τότε η Ρινούλα. Όλη αυτή η φαμελιά, 12 άτομα κοιμόντουσαν αράδα την αράδα, πάνω στα ξύλινα χαγιάτια με τα κεφάλια προς τα κάγκελα. Και κανένας δεν σκέφτηκε ότι είχαν και μικρά παιδιά μαζί τους και θα μπορούσε να τους βρει  καμμιά συμφορά μεγάλη… Να τους φύγει κανένα παιδί απ’ τα κάγκελα και να πέσει και να σκοτωθεί… 

Πράγμα το οποίο δυστυχώς και έγινε.Τους έπεσε η μικρή, χαριτωμένη ξανθομαλούσα και γαλανομάτα Ρινούλα και σκοτώθηκε.Ένας επίγειος άγγελος, που πήγε στον ουρανό!… Κίχ δεν έβγαλε το καημένο!.. Η γιαγιά μου και όλοι οι άλλοι ξύπνησαν από τον γδούπο, που έκανε το σωματάκι πέφτοντας. Ανοίγει τα μάτια της, δεν βλέπει το κοριτσάκι  και βγάζει μια φωνή «Μαρή πάει του κουρτσούλι’ μ»… Κατεβαίνουν κάτω, το παίρνει στην αγκαλιά της αλλά ήταν ήδη νεκρό… Πολύς πόνος και θλίψη έπεσε στην οικογένεια του παππού μου!… Ήταν απαρηγόρητοι!…  Τους μώρανε ο όξω από δω… να μην προνοήσουν  να βάλουν ένα γαγκελάκι και χάθηκε άδικα το αγγελούδι τους!… Δεν το χωρούσε ο νους τους!… Και μετά απ’ αυτό… διαλύθηκε κι η οικογένεια… Ο Στέφος με την γυναίκα του, έφυγαν από την Τσιούμα και δεν ξαναπάτησαν πια εκεί…  Θεώρησαν ότι η Παναγία δεν τους ήθελε κοντά της!… αφού επέτρεψε να τους γίνει τέτοιο μεγάλο κακό…

Η θεια-Βαγγελή είχε ένα μικρό πρόβλημα στο περπάτημα, κούτσαινε λιγάκι… Εκείνα τα χρόνια τα παιδιά τα ξεγεννούσαν οι πρακτικές μαμές, αγράμματες γυναίκες που μαθήτευαν για κάμποσο καιρό κοντά σε μια μεγαλύτερη μαμή και μάθαιναν την τέχνη. Και συνήθως την αντικαθιστούσαν   στο έργο της όταν εκείνη γερνούσε… και δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει τα καθήκοντά της.

Τώρα  αν η ζημιά, δηλαδή η εξάρθρωση του ισχίου έγινε κατά την διάρκεια του τοκετού, πράγμα πολύ πιθανό η υπήρχε κάποια άλλη αιτία, που προκάλεσε αυτήν την αναπηρία στη θειά, δεν το ξέρω. Τότε οι γιατροί ήταν λίγοι και ήταν στις πόλεις και οι κάτοικοι της υπαίθρου, ζούσαν στο Έλεος του θεού!… Αν αρρώσταινε κάποιος σοβαρά… έφτιαχναν ένα υποτυπώδες φορείο και τον κουβαλούσαν τέσσερεις άνδρες, μέχρι το πλησιέστερο κεφαλοχώρι, απ’ όπου περνούσε λεωφορείο για την πόλη.Αυτό το πρόβλημα στις μέρες μας δεν υπάρχει, καθώς τα μωρά γεννιούνται στα μαιευτήρια, όπου ότι και να παρουσιαστεί, θα βρει την καλύτερη λύση. 

Η θεια-Βαγγελή, όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, παντρεύτηκε τον Λία τον Μαχαίρα, Νυφαντή στο παρατσούκλι. Του έδωσε ο παππούς μου και είκοσι πρόβατα προίκα για να μπορέσουν να ζήσουν… αφού και ο άνδρας της ήταν από πτωχή   και πολυμελή οικογένεια, όπως ήταν τότε οι περισσότερες στο χωριό. Και αράδιασαν και αυτοί πέντε παιδιά, τέσσερα κορίτσια την Αννούλα, Ουρανία, Ευδοξία, Ασημίνα  και ένα αγόρι τον Μήτσιο(Δημήτρη),στο όνομα του πατέρα της.

 Ο άντρας της ήταν «ροϊασμένος» βοσκός σε κάποιον συγχωριανό μας, που είχε πολύ μεγάλο κοπάδι με γελάδια και έπαιρνε «ρόγα». Ρόγα λέγονταν η αμοιβή του γελαδάρη και λογαριάζονταν ανά εξάμηνο. Είχαν και τα προβατάκια της προίκας, καλλιεργούσαν και τα χωράφια απ’ το μερίδιό του, της πατρικής περιουσίας και τα κουτσοβόλευαν… 

Ήταν καλός άνθρωπος ο μπαρμπα-Νυφαντής… έτσι τον περιγράφουν όσοι τον έζησαν από κοντά… τόσο καλός που κάποιοι επιτήδειοι… συγχωριανοί του τον εκμεταλλεύτηκαν…Πήγαινε ένας γνωστός του, όνομα και μη χωριό, εκεί που βοσκούσε τα γελάδια και του έπαιρνε τα πιο γερά και θροφαντά… και του άφηνε τα πιο ισχνά και κακοζωϊσμένα… με αποτέλεσμα να το πάρει χαμπάρι το αφεντικό του και να χάσει την δουλειά του!… Ήταν καλοκάγαθος μέχρι βλακείας… που λέει ο λόγος.

Και όταν προέκυψε στη χώρα μας το Αντάρτικο κίνημα, ο Νυφαντής ήταν ένθερμος οπαδός της Αριστεράς και βγήκε αντάρτης στο κλαρί… και σκοτώθηκε σε συμπλοκή ανταρτών και στρατιωτικού αποσπάσματος στην περιοχή Λύφαγα, κοντά στον Πηνειό ποταμό, σε μικρή απόσταση  απ’ το χωριό Ζάρκο. Και το λείψανό του, το πέταξαν στον Πηνειό ποταμό… 

 Αλλά αντάρτισσα στο βουνό βγήκε και η πρώτη του κόρη η Αννούλα και ήταν  στο ίδιο σώμα με τον Λάμπρο τον Χανή, με τον οποίον συνδέονταν ερωτικά. Αυτοί επέζησαν και οι δυο απ’ το μεγάλο «μακελειό» του εμφυλίου πολέμου, αλλά έληξε άδοξα… το ειδύλλιό τους… όπως και αυτός. 

Ο Λάμπρος παντρεύτηκε την Μαρία  μια καλή γυναίκα και αράδιασαν πολλά παιδιά, τρία κορίτσια και τρία αγόρια τα οποία υπέφεραν τα πάνδεινα απ’ τον πατέρα τους, ο οποίος ήταν μέθυσος και δεν ήξερε τι έκανε πάνω στα μεθύσια του… Την γυναίκα του την είχε σακατέψει… δεν της είχε αφήσει ούτε δόντια και την μύτη της την είχε ισοπεδώσει… Πέρασε  μαρτυρική ζωή η οικογένειά του όσο ζούσε… Τριγυρνούσε τα σπίτια στο χωριό και ζητούσε τσίπουρο…  και γίνονταν «φέσι» και μετά δεν ήξερε τι έκανε!… 

Έρχονταν και στο σπίτι μας και έλεγε στην μάνα μου «Ζώϊο ένα ποτηράκι τσίπρο, μι πονάει του δουντάκι μου» και έδειχνε με το δάχτυλό του το δοντάκι που πονούσε!… και όλοι του δίνανε, με βαριά… καρδιά βέβαια γιατί ήξεραν το τι τραβάει η οικογένειά του, αλλά τον φοβόντουσαν…  κιόλας, μην θυμώσει… και αρχίσει τις βιαιότητες!… Δεν λέει μια παροιμία «Ο τρελός είδε τον μεθυσμένο και φοβήθηκε». 

Κάποτε ακούσαμε πως ήθελε να βάλει την γυναίκα του στον καμένο φούρνο να την κάψει… και πως τα παιδιά του τα είχε κρεμάσει ανάποδα με τριχιά και τα έδερνε… Μνήσθιτι μου Κύριε!… Και μη χειρότερα!… Τι κάνουν τα πάθη στον άνθρωπο!… Τον αλλοιώνουν… τον κάνουν απάνθρωπο!… έναν διάβολο!…

 Γι’ αυτό και τα παιδιά του μόλις τελείωσαν το δημοτικό σχολείο, πήραν των ομαθιών τους… που λέει ο λόγος και πήγαν στην Αθήνα, βρήκαν δουλειές, παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες.  Μόνο η Παναγιώτα παντρεύτηκε τον Νικολάρα του Λαγογιάννη και μένει στο χωριό. Η Κωνσταντία παντρεύτηκε σε χωριό της Λάρισας και η  Ολυμπία στην Αθήνα. 

Ο Χανής όταν ήταν ξεμέθυστος… έκανε  και τον οδοντίατρο του χωριού, κατ’ οίκον. Είχε μια δοντάγρια, πήγαινε στο σπίτι του πονεμένου,  έπινε το τσίπρο που τον κερνούσαν… έδινε ένα ποτηράκι και στον πονεμένο… πελάτη του και του έβγαζε το δόντι στο πι και φι. Μετά  έβαζε στην περιοχή που αιμορραγούσε μια χούφτα αλάτι  για αντισηψία!…  Και είχε πολύ δουλειά σαν ερασιτέχνης οδοντίατρος… καθώς ο κόσμος τότε δεν περιποιόντουσαν τα δόντια τους, δεν ήξεραν ότι πρέπει να πλένουν τα δόντια τους και ότι υπάρχουν  βούρτσες και οδοντόκρεμες γι’ αυτήν τη δουλειά… 

 Η μάνα μου αλλά και πολλοί συγχωριανοί μας, άντρες και γυναίκες, ιδιαίτερα και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 60, φώναζαν τον Λάμπρο για να τους βγάλει τα δόντια… Αργότερα που έγινε ο δρόμος, έστω χωματόδρομος και είχαμε συγκοινωνία, στην αρχή ένα φορτηγό και μετά ένα απ’ τα παλιά λεωφορεία, που είχαν και μούρη μπροστά, ο κόσμος κατέβαινε στην Λάρισα η στον Τύρναβο και  έκαναν την δουλειά τους…

Ο μπαρμπα-Τόλιος, ο μικρότερος γιος της γιαγιάς μου Ευδοκίας, ήταν ένας ψηλός, καλοφτιαγμένος και γεροδεμένος άντρας, πολύ όμορφος… και καλός χαρακτήρας… Παντρεύτηκε την θεια-Κωσταντινιά, που ήταν κοντούλα αλλά πολύ νοστιμούλα!… και πολύ νοικοκυρά…  Ήταν ερωτευμένος και το έδειχνε… ο καημένος και η μάνα μου που ήταν «πειραχτήρι»… το καταλάβαινε και τον «πείραζε» λέγοντας  «Κωτινιά… Κωτινιά…» και αυτός θύμωνε μαζί της, που τον «σκεσκέπαζε»… και φανέρωνε τον έρωτά του. Αρραβωνιάστηκαν μαζί με την αδελφή του την Λεμονιά, που πήρε τον Θωμά Τάψα, που ήταν ομορφάντρας… ψηλός με ωραία κορμοστασιά, ξανθός με γαλανά μάτια. Έβγαλαν και μια αναμνηστική φωτογραφία, τα ζεύγη και η μάνα μου, αδέσμευτη ακόμη,  που μου αρέσει πολύ, την έχω περιποιηθεί και την έχω στο σπίτι μου.

 Παντρεύτηκαν πριν τον πόλεμο και αράδιασαν και αυτοί πολλά κουτσούβελα… Πέντε ο Τόλιος, την Νίκη, Σωτηρία, τον Κώστα, την Λεμονιά και τον Μητρούλια(Δημήτρη) το όνομα του παππού μας. 

 Ο μπαρμπα-Τόλιος, όταν ξέσπασε το δεύτερο αντάρτικο, μπήκε στον αγώνα, καθότι ήταν ένθερμος οπαδός του κομουνισμού.  Ήταν Αύγουστος μήνας και ο μπαρμπα-Τόλιος καθάριζε αμύγδαλα,  όταν έφτασε ένα στρατιωτικό απόσπασμα στο χωριό.  Μπροστά στον κίνδυνο να συλληφθεί και να σκοτωθεί, πείστηκε…  από συγγενείς και φίλους να παραδοθεί… Και εμπιστεύτηκε ένα πρώτο ξάδελφό του, δεξιό… να μεσολαβήσει για να παραδοθεί στο στρατό. Αλλά εκείνος τον πρόδωσε… και όταν ήλθε ο λόχος για να παραδοθεί, εκείνος παριστάνοντας τον ήρωα… είπε στον υπεύθυνο του λόχου «Ελάτε παιδιά πάρτε τους, τους πιάσαμε!…» Και τον πήρανε μαζί με τον Μουλότσιο τον Χρήστο και τους πήγανε στο Τσιοτούλι(Παναγίτσα) και τους έκλεισαν στην φυλακή, μαζί με άλλους πέντε αντάρτες από τα γύρω χωριά. Και έδωσε εντολή ο διοικητής να ξυλοκοπηθούν μέχρι θανάτου…

Εκείνον τον καιρό ο πατέρας μου υπηρετούσε σε στρατιωτική μονάδα της περιοχής και ήταν ενήμερος ο διοικητής του ότι ο κρατούμενος Μπόρας Απόστολος ήταν κουνιάδος του. Και έκανε μια εξαίρεση… και είπε «παρακαλώ τον Μπόρα Απόστολο να τον χτυπήσετε… αλλά όχι μέχρι θανάτου… έχουμε τον κουνιάδο του εδώ… είναι κρίμα!… πως θα τον πληγώσουμε τόσο… όχι αυτόν αφήστε τον να ζήσει, δεν το αντέχω… θα ντρέπομαι να τον κοιτάζω στα μάτια…

 Και έτσι ο μπάρμπα-Τόλιος έφαγε πολύ ξύλο, έγινε όλος μαύρος απ’ τα χτυπήματα και μετά τον πήγανε στο αναρρωτήριο, όπου τον περιποιούνταν ένας στρατιωτικός γιατρός. Αυτός, καθώς του έβαζε αλοιφές στα τραύματα, έτρεχαν ποτάμια… τα δάκρυά του, για τα δεινά του κόσμου… και της χώρας… όπως τα διηγούνταν αργότερα ο ίδιος.

Εν συνεχεία τον έστειλαν στα Τρίκαλα στο νοσοκομείο για θεραπεία… και οι δικοί του του πήγαν ένα μαξιλάρι και   ένα  μαλακό… στρώμα  που το έφτιαξαν με τα χεράκια τους, οι γυναίκες του σογιού, για να αναπαύεται το σακατεμένο… κορμί του.  

Ο μπαρμπα-Τόλιος δικάστηκε τρεις εις θάνατον, αλλά η θεια-Τόλινα, που ήταν παρούσα στη δίκη, πήρε το λόγο και υπερασπίστηκε τον άντρα της και ζήτησε και έλεος…  από τους δικαστές, λέγοντας «έχω τρία παιδιά  μικρά, πως θα τα μεγαλώσω, μια γυναίκα μόνη κι έρημη!… Και η ποινή έγινε εφτά χρόνια εξορία στην Γυάρο για καταναγκαστικά έργα. 

 Και με τον καιρό έγιαναν οι πληγές  και σε λίγο καιρό, η κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει όλους τους αντιφρονούντες, τους αριστερούς δηλαδή, σε δυο ξερονήσια, στη Γυάρο και στην Μακρόνησο. Τέσσερεις άντρες από το χωριό μας, πήγαν στην Γυάρο, ο μπαρμπα-Τόλιος, ο Μπόγλουρας, ο Γκόγκος και ένας ακόμα που δεν ξέρω τ’ όνομά του.

 Η Μακρόνησος είναι απέναντι  από το Λαύριο και η Γυάρος στις Κυκλάδες. Η Γυάρος ήταν και είναι ακατοίκητο νησί, καθώς θεωρούνταν αφιλόξενο, αλίμενο και επικίνδυνο, λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών.  Έχει μια όμορφη αμμουδερή παραλία και στην μια άκρη της, ένα εντυπωσιακό τετράγωνο βράχο, σαν θώρακα οπλισμού, απ΄ όπου πήρε και το όνομά της. «Γύαλον», σημαίνει τετράγωνος λίθος και έγινε Γυάροςκαι πάνω  του κτίστηκαν κτίσματα, απ’ τους κρατούμενους, για τις ανάγκες τους.

Στην αρχαιότητα λειτούργησε ως αυτόνομη πόλις-κράτος, όπου λατρεύονταν η Αφροδίτη και είχε και δικό της νόμισμα. Οι ρωμαίοι την χρησιμοποίησαν ως τόπο εξορίας, ένα  στίγμα που το μικρό νησί κουβάλησε ανά τους αιώνες.

Από την Γυάρο πέρασαν  περί τις 22χιλ. χιλιάδες κρατούμενοι που βασανίστηκαν, υπέφεραν, γιατί παρέμειναν πιστοί στις αρχές και στα φρονήματά τους. Αρχικά μένανε σε σκηνές. Είχανε φτιάξει ισιώματα και στήσανε τις σκηνές και σιγά-σιγά με τον καιρό βγάζανε πέτρες και έκτισαν φυλακές,   μαγειρείο, ιατρείο και διάφορα άλλα βοηθητικά κτήρια. Εκεί ζούσαν σε κελιά  και υποχρεώνονταν σε καταναγκαστικά έργα. Κανείς δεν έφευγε απ’  τη Γυάρο, αν δεν υπόγραφε δήλωση φρονημάτων… Τις φυλακές της Γυάρου χρησιμοποίησε και η χούντα και έκλεισαν το 1974.

Σήμερα λειτουργεί ως πάρκο προστασίας της φώκιας, καθώς στις παραλίες και στις θαλασσοσπηλιές της, ζουν και αναπαράγονται οι φώκιες.

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΜΟΥ Ο ΒΑΙΟΣ

Ο παππούς μου ο Βάϊοςγεννήθηκε  το 1870 και πέθανε στις 8 Ιανουαρίου, ημέρα Δευτέρα,  το 1951 από καρκίνο. στο στομάχι-εισοφάγο. Γονείς του ήταν ο Θωμάς Ντούμας και μάνα του η Παρασκευή Παππά, που ήταν αδελφή του παππού του Νόγαλου. Είχε έναν αδελφό τον Μανώλη Ντούμα και δυο αδερφές, την Βασίλω την Γκούμινα και την Μανουλιά. 

Ο πατέρας του ο Θωμάς Ντούμας, ήταν πολύ ψηλός… κοντά στα δυο μέτρα και  κατά πάσα πιθανότητα κατάγονταν από την Ήπειρο. Απ’ ότι έχω παρατηρήσει, τα αντρικά κεφάλια όλου του σογιού  είναι ηπειρώτικα, δηλαδή, επίπεδα και πάνω και πίσω και με την χαρακτηριστική καράφλα στα επίπεδα αυτά μέρη. Μαλλιά  υπάρχουν μόνο περιφερειακά!… 

Πρέπει να ήταν τσομπάνος σε βλάχικα Καλαρρύτικα κοπάδια, που ανεβοκατέβαιναν Μάϊο και Σεπτέμβριο, στα βλαχοχώρια της Πίνδου, Σαμαρίνα-Σμίξη- Αβδέλα, που περνούσαν  κατά την πορεία τους και  μέσα από το χωριό μας. Και κάπου εκεί, σε κάποιο πέρασμα απ’ το χωριό μας να του προξένησαν την Παρασκευή, την οποία παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Μεγάλο Ελευθεροχώρι Ελασσόνας,όπου έκανε την οικογένειά του και σταμάτησε  πια τα σούρτα-φέρτα στην Πίνδο. Αλλά και η προγιαγιά μου η Παρασκευή ήταν ψηλή, γι’ αυτό και πολλές ξαδέλφες του πατέρα μου ήταννταρντάνες… όπως η θεία-Παρασκευή, η Ρήνω κ. α 

Ο προπάππος Θωμάς, φορούσε άσπρη φουστανέλα και πέθανε το 1936 και στα τελευταία του δεν έβλεπε…  

Η Βασίλω παντρεύτηκε τον Θωμά τον Μουλότσιο και έκανε τον Γιώργο, τον Μέλτη(Μιλτιάδης) την Σταυρούλα και την Γλυκερία. Αυτοί είχαν μεγάλο αμπέλι και έφτιαχναν κρασιά, πετιμέζι και μουσταλευριά… Θυμάμαι στα παιδικά μου, όσο ζούσε η θεια-Βασίλω, έτσι τη λέγαμε, πάντα μας έφερνε μουσταλευριά… Και όταν πήγαινα του Λάζαρη μου έδινε και αυγό και δραχμή… ‘Ηταν η αγαπημένη θειά του πατέρα μου… Και εκείνη τον αγαπούσε πολύ τον πατέρα μου. 

Θυμάμαι κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του1960, είχε ανοίξει η Γερμανία και έφευγαν οι άντρες  κυρίως… αλλά και γυναίκες, να πάνε να δουλέψουν εκεί. Είχε κάνει τα χαρτιά να πάει και ο πατέρας μου, αλλά δεν πήγε τελικά… Δεν μπορούσε να αποχωριστεί την οικογένειά του!… Που να άφηνε μόνη την μάνα μου με τέσσερα μικρά παιδιά!… 

Εκείνη την εποχή είχε πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο  η θεια- Βασίλω  και κούτσαινε και δεν μιλούσε και καλά. Και όταν έμαθε πως ο πατέρας μου θα πήγαινε στην Γερμανία, έκλαιγε και έλεγε ψευδίζοντας… και με νοήματα, κουνώντας το κεφάλι της  «Ουκ Νουκου Γερμανία… Ουκ Νουκου Γερμανία»

 Και όταν πέθανε η θεια-Βασίλω, ο πατέρας μου έκλαιγε σαν μικρό παιδί… Αλλά όχι μόνο ο πατέρας μου αλλά όλα τα αδέλφια του και τα ξαδέλφια του. Ήταν πολύ «δεμένα» τότε τα σόγια… πολύ αγαπημένα και «στήριζε» το ένα τ’ άλλο. Έτρεχαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον σε δύσκολες ώρες, σε δυστυχήματα… στην αρρώστια… αλλά και στις χαρές, όλοι ήταν παρόντες…

Η άλλη αδελφή η Μανωλιά, παντρεύτηκε τον Αποστόλη Γραμμένο και έκανε τέσσερα αγόρια, τον Στέργιο, Βάιο, Ανδρέα, Νίκο και Κώτσιο και δυο κορίτσια, την Καφετζίνα και την Λενάκου, που παντρεύτηκε τον Τασιούλη τ’ Κουμπούρα.

Ο παππούς Βάιος, όπως και ο αδελφός του Μανώλης, είχε μεγάλη περιουσία, προπολεμικά… Είχε 100 κεφάλια γελάδια, κοπάδια με τραγιά και πρόβατα,  δυο άλογα, δυο γομάρια και το σπίτι γεμάτο με  όλο το «ιντίκοι»,   όλα τα απαραίτητα σκεύη, καζάνια, μπακράτσες, τμπέκια, γάστρα  και στο κατώϊ  γεμάτο πιθάρια για το λάδι, τα τουρσιά, την μυτζήθρα το τυρί κ. α. Στην αυλή υπήρχε ένα καλύβι, όπου υπήρχε φούρνος και γάστρα, όπου έψηναν τα ψωμιά και τις πίτες και χρησιμοποιούνταν και σαν πλυσταριό, για να λούζονται και να πλένουν τα ρούχα τους.  Και απ’ την άλλη μεριά του σπιτιού υπήρχε μεγάλος στάβλος για τα γελάδια και τα σανά.

Αλλά με το τέλος του εμφυλίου πολέμου, όταν επέστρεψαν, από την εξάχρονη προσφυγιά  σε διάφορες πόλεις και χωριά του νομού Λάρισας και Τρικάλων, δεν βρήκαν στο σπίτι τίποτα απολύτως… ούτε κολυμπηθρόξυλο… που λέει ο λόγος. Μονάχα τοίχους κατάγραφους, με συνθήματα κουμουνιστικά,με κόκκινη μπογιά. Ούτε την πυροστιά στο τζάκι δεν βρήκαν!…

 Το πετρόχτιστο σπίτι είναι κτισμένο σε κατηφοριά… και έχει στον επάνω όροφο τρία δωμάτια και κάτω έχει ένα κατώϊ, που ήταν η κουζίνα .Έχει και πεζουλάκι πλίθινο, όπου μας έπαιρνε ο ύπνος σαν νήπια και το δάπεδο ήταν χωμάτινο, όπως και το δάπεδο της σάλας επάνω. Και κάθε μήνα περίπου το πασάλειβαν με κοκκινόχωμα, που έβγαζαν με τα σκεπάρνια σε μια τοποθεσία στο Στικάμι, όπου αφθονούσε το σιμόχωμα,  έτσι το έλεγαν, για να ομορφύνει, όπως έλεγαν, καθώς ξεθώριαζε με τον καιρό και την χρήση.

Είχε και δυο βοσκούς, τον Σάμο και τον Πιλπίνη, που αγαπούσαν πολύ τον πατέρα μου.  Αλλά στα δύσκολα χρόνια… ιταλογερμανική κατοχή και εμφύλιος πόλεμος, τα πούλησε όλα και το χρήμα που πήρε, σε χρυσές λίρες, το έβαλε στο «κομπόδεμα» και αντιμετώπισαν τις δυσκολίες και δυστυχίες που τους βρήκαν, σε αυτήν την περίοδο, που δεν ήταν και λίγες…

Ο πατέρας,  μας έλεγε, πως όταν αυτός έγινε παλικαράκι, ο Σάμος του διάλεξε… νύφη και του έλεγε «Νικολάκη, εσύ να πάρεις αυτό το μικρό του Μπόρα, τη Ζώϊο. Είναι πολύ όμορφη… και τσαχπίνα και από καλό σοϊ… Νοικοκύρης ο Μήτρος Μπόρας κι η μάνα της ξακουστή στο χωριό για τις καλοσύνες  και την εργατικότητά της. 

Ήταν για τέσσερα χρόνια, αντιπρόσωπος του Ματσάγγου, που έπαιρνε τα καπνά της περιφέρειάς μας, της Ελασσόνας. Αλλά επειδή δεν ανέχονταν την αδικία… που έβλεπε να γίνεται εις βάρος των φτωχών αγροτών, απ’ τους εμπόρους… την άφησε αυτήν  δουλειά να την κάνει ο αδελφός του ο Μανώλης. «Καλύτερα φτωχός και τίμιος, παρά πλούσιος και άτιμος» είπε και τα βρόντηξε…

 Και όταν τελείωνε αυτή τη δουλειά και γύριζε στο χωριό, έδινε τρία κατοστάρικα στον αδελφό του τον Μανώλη… δεν τα έδινε ο ίδιος… να τα δώσει σε τρείς  φτωχές οικογένειες του χωριού, που λιμοκτονούσαν… Αυτοί οι παλιοί… άνθρωποι αν και δεν ήξεραν πολλά γράμματα, είχαν μια σοφία… έμφυτη και μια άδολη… καλοσύνη που δεν την συναντούμε στις μέρες μας… Με τον τρόπο αυτόν και έκανε ελεημοσύνη αφανώς… αλλά ταυτόχρονα, έδινε και ένα παράδειγμα-μάθημα, στον αδελφό του, που ήταν λιγάκι «σφιχτός» στον παρά. 

Ο παππούς ο Βάιος ήταν πολύ μυαλωμένος, κοινωνικός, οξυδερκής έβλεπε μακριά… που λένε, εργατικός, καλός νοικοκύρης και αγαπούσε πολύ τα παιδιά του. Ασχολήθηκε και με το ζωεμπόριο και έβγαζε αρκετά χρήματα. Το 1918, είχε αλισβερίσι με την Ρωσία… Φόρτωνε ένα τραίνο βόδια, κάθε εξάμηνο και τα πήγαινε εκεί και τα πουλούσε. Και για να συνεννοείται είχε μάθει και αρκετά ρώσικα καθώς και βλάχικα και αγγλικά.Είχε πολλούς φίλους και κουμπάρους βλάχους, όπως την μεγάλη οικογένεια του Δημοσθένη, Λύτρα από την Αβδέλα Γρεβενών, που έφερνε τα κοπάδια του, τον χειμώνα στα μέρη μας, στη Θεσσαλία.

Βέβαια είχε και πολλά ελαττώματα… ήταν πότης… του άρεσε πολύ το τσίπουρο, γυναικάς… μέχρι και με παπαδιά είχε πάει ο αθεόφοβος!… και χαρτοπαίχτης…

 Αλλά ήταν και μερακλής άνθρωπος… Είχε δυο άλογα για πάρτυ του… Ένα για τις δουλειές, για το όργωμα, για τα ξύλα και γενικά για μεταφορές  και ένα για τις βόλτες του στα παζάρια της Θεσσαλίας, όπου αγόραζε και πουλούσε ζώα. Και τα είχε πολύ περιποιημένα…  καικαλοταϊσμένα. Ιδιαίτερα αυτό για τα παζάρια το περιποιούνταν ιδιαίτερα, είχε μια πολύ ωραία σέλα και χαλινάρια και πήγαινε στη Λάρισα με μια βιτσιά… σε μια ώρα… όσο έκανε και το πρώτο λεωφορείο που έκανε την συγκοινωνία στο χωριό στη δεκαετία του 1960.

Το 1946, που είχε προκηρυχτεί δημοψήφισμα για τον βασιλιά, εκείνος τάχτηκε υπέρ της βασιλείας και μάλιστα έκανε και προεκλογική εκστρατεία υπέρ αυτής.  Έγραψε σ’ ένα χαρτόνι «Όσοι πιστοί προσέλθετε, εγώ πάω να ψηφίσω το βασιλιά» Και έλεγε στους συγχωριανούς του ότι οι καιροί δεν είναι  καλοί… υπάρχει μεγάλη αναμπουμπούλα στη χώρα… Είχαν μοιραστεί οι κάτοικοι σε δεξιούς και αριστερούς και άρχισαν να αλληλοσφάζονται… Αυτήν τη στιγμή συγχωριανοί μου, έλεγε, χρειάζεται «Να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να πιει η γης το αίμα». Τώρα η χώρα χρειάζεται τον βασιλιά, δεν θέλουμε δημοκρατία. Εν τω μεταξύ ο αδελφός του ο Μανώλης και ο Νταλανίκας ήταν δημοκρατικοί.

 Οι Σαπουνάδες απ’ το Βλαχογιάννη που ήταν συγγενείς μας απ’ την γιαγιά μου, και συγκεκριμένα ο Γιώργος σαπουνάς ήλθε στο χωριό να κάνει προεκλογικό αγώνα για τους δημοκρατικούς. Μόλις τον άκουσε ο παππούς μου, τον πήρε παραπέρα και του είπε «Γιώργη λάθος κουβέντες πας να πεις, άλλαξι του λόγου σ’ και πες’ τουν κόσμο να ψηφίσει τον βασιλιά. Η χώρα τώρα χρειάζεται τον βασιλιά»

Το δημοψήφισμα έγινε την 1η Σεπτεμβρίου  του 1946 και το αποτέλεσμα ήταν υπέρ της επιστροφής του βασιλιά Γεωργίου του Β’ με μεγάλο ποσοστό. 

 Η ψηφοφορία στο χωριό είχε το παρακάτω αποτέλεσμα, από 420 ψηφοφόρους, έλαβαν οι αριστεροί 80 ψήφους, οι δημοκρατικοί 30 και  310 οι βασιλικοί.

 Ο παππούς μου είναι η αλήθεια, ότι είχε μεγάλη επιρροή  στους συγχωριανούς  του, σε πολλά θέματα, όπως το εμπόριο,  τις αρρώστιες αλλά και την πολιτική. 

Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΒΑΣΙΛΩ

Η γιαγιά μου η Βασίλω, πρέπει να γεννήθηκε περί το 1898 και ήταν κόρη του Νικόλαου  και της Ελένης Γκανή. Ο πατέρας της  ήταν πολύ όμορφος άντρας και η μάνα της κατάγονταν από το Βλαχογιάννη. Είχε δυο αδελφές την Νεραντζιά και την Μαρία και έναν αδελφό τον Θωμά, που σκοτώθηκε στην Μικρά Ασία στον πόλεμο.  Η Νεραντζιά παντρεύτηκε στο βλαχογιάννη και η Μαρία στο Τσιότι. 

Ο πατέρας της χήρεψε  σχετικά νωρίς… και ξαναπαντρεύτηκε την γιαγιά την Γκανίνα, που και αυτήν ήταν χήρα και είχε και αυτήν παιδιά από τον πρώτο της άντρα, που τον έλεγαν Στέργιο Μούμα. Είχε την Βαγγελή, την Ευγενία(Αυγενιά) που παντρεύτηκε τον Λιάροαπ΄ την Μπλόγουστα(Μεσοχώρι)και έκανε δυο παιδιά, τη  Λένω, την αγροφυλακίνα και τον Θανάση τον Μούμα.

 Η γιαγιά η Γκανίνα ήταν πολύ μελαψή, όπως και η κόρη της Βαγγελή, που ήταν ψηλή, χοντρούλα με αράπικα μεγάλα μάτια, ο Θανάσης Μούμας  και ο Κυρίτσης. Γι’ αυτό… τους έλεγαν «αραπάδες» στο χωριό.

Και έκαναν μαζί έναν γιό, τον Κυρίτση Γκανή, μηλαδελφό της γιαγιάς μου, της Βασίλως, που τα σπίτια μας στο χωριό, είναι δίπλα-δίπλα. Ο Θανάσης ο Μούμας, ήταν αυτός που προφήτεψε από πολύ νωρίς… ότι αυτά τα «μαύρα»… τα εγγόνια της Γκανίνας από τον Κυρίτση, θα ξενιτευτούν πολύ μακριά…και θα γίνουν μια μέρα πολύ πλούσιοι… Και βγήκε σωστός προφήτης!… 

Όλα τα παιδιά του Κυρίτση, πέντε τον αριθμό, Θωμάς, Νίκος, Γιάννης και Κούλα, που ήταν συμμαθήτριά μου στο δημοτικό, ξενιτεύτηκαν πολύ μακριά,  στην Αυστραλία και πήραν αργότερα μαζί και τους γονείς τους, που πέθαναν εκεί στην ξενιτειά… Ο Διονύσης παντρεύτηκε την Μίνα μια καλή και όμορφη βλαχούλα απ’ το Συκούριο της Λάρισας, που μάθαινε στις κοπέλες του χωριού μας μοδιστρική, στα μέσα της δεκαετίας του’60 και μόλις «άνοιξε» η Γερμανία, μετανάστευσαν εκεί, όπου εργάστηκαν όλη τους ζωή. Έκαναν δυο αγόρια, που σπούδασαν και ζουν στην Γερμανία ο ένας και ο άλλος στην Ελλάδα.  Μόνο ο Θωμάς με την θεία-Λόλα και την οικογένειά τους, γύρισαν στην Ελλάδα και μένουν στη Λάρισα.

Ο πατέρας μου μας έλεγε συχνά μια ιστορία που σχετίζεται με την τύχη αυτής της οικογένειας του Κυρίτση Γκανή.   Είχε περάσει λέει τα παλιά… τα χρόνια,   απ’ το χωριό μας, όταν εκείνος ήταν πολύ νέος, κάποιος πλανόδιος πωλητής και πέρασε και απ’ την γειτονιά μας, όπου βρήκε παρέα και κάθισε να δείξει την πραμάτεια του και να ξαποστάσει. Εκεί ήταν ο Κυρίτσης με την γυναίκα του την Τασιά, η γιαγιά Μανώλινα και ο πατέρας μου. Και έπιασαν την κουβέντα και είπαν πολλά και διάφορα… Στο τέλος γυρίζει ο πλανόδιος και λέει στον συγχωρεμένο εδώ και χρόνια τώρα Κυρίτση, που πέθανε και θάφτηκε στην μακρινή αυτήν χώρα.  «Εσύ του λέει,  Κυρίτση, θα αφήσεις τα κόκκαλά σου σε ξένη χώρα». Τότε κανείς δεν τον πήρε στα σοβαρά… ούτε καν το συζήτησαν… ούτε είπαν τί σαχλαμάρες λέει αυτός ο άνθρωπος… Το πέρασαν στο «ντούκο». Αλλά όταν στις αρχές της δεκαετίας του ’70  η  εδώ οικογένεια Γκανήαποφάσισε, κατόπιν προτροπής των εκεί παιδιών τους, να πάνε στην Αυστραλία,  τότε του ήρθε αμέσως στον νου, η προφητεία… εκείνη του περαστικού εκείνου πλανόδιου, που εν τέλει βγήκε αληθινή… Πως τα φέρνει η ζωή… εν τέλει!… Και πως κάποιοι άνθρωποι, έχουν το χάρισμα της προφητείας!…

Η γιαγιά ήταν κοντούλα, αδύνατη, γλυκομίλητη και συμπαθέστατη…  και από καλό σοϊ… και την ήθελαν πολλοί νέοι  στο χωριό.

Η γιαγιά της, ήταν «μαίστρα»…  δεν «έκανε «μάγια» αλλά «χαλούσε» Δηλαδή αν κάποιος είχε την αίσθηση ότι κάποιος η κάποια του είχαν κάνει μάγια, εκείνη ήξερε τον τρόπο να τα «χαλάει»… Να απομακρύνει δηλαδή την κακιά ενέργεια που τον βασάνιζε  και να ζει φυσιολογικά όπως όλος ο κόσμος.  Την επισκέπτονταν πολύς κόσμος που είχε διάφορα τέτοιου είδους προβλήματα και γίνονταν καλά… 

Η θεια-Μαρίτσα είχε ακούσει μια τέτοια ιστορία απ’ την μάνα της και μου την διηγήθηκε. Αυτό το περιστατικό συνέβη στο Βλαχογιάννη απ’ όπου κατάγονταν η γιαγιά μου η Βασίλω. «Είχαν πάει λέει, στη  γιαγιά της τη Λένω, μια γυναίκα πολύ βαριά άρρωστη, «σανίδα»… σε φορείο. Δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου…  Εν τω μεταξύ είχε πάει σε όλους τους γιατρούς που υπήρχαν εκείνα τα χρόνια στα μέρη μας, στη Λάρσα και σε άλλες πόλεις και δεν μπόρεσε κανένας αν την κάνει καλά. Η γιαγιά της κατάλαβε ότι  το πρόβλημα της είναι  από «μάγια»  και κάνοντας τα «δικά» της  αυτά που ήξερε για αυτήν την περίπτωση…  η γυναίκα έγινε καλά σε τρείς μέρες, όπως είχε πει στον άντρα της… Ήταν Παρασκευή που την πήγανε εκεί και την ανέλαβε και είπε στον άντρα της… «Την Δευτέρα θα δεις την γυναίκα σου να σκουπίζει την αυλή»…  Και πραγματικά την Δευτέρα, εκείνη σηκώθηκε και πήρε να σκουπίσει την αυλή… Και βλέποντάς της ο άντρας της, έπαθε συγκοπή και πέθανε.

Η γυναίκα αυτή, θεράπευε ασθενείς, αλλά μόνο αυτούς που τους είχαν κάνει «μάγια» και αρρώστησαν… Στις μέρες μας δεν άκουσα να υπάρχει καμιά γυναίκα που να θεραπεύει ανθρώπους που αρρώστησαν από «μάγια», που τους έκανε μια «μάγισσα» 

Τώρα τι είναι τα «μάγια» ποιοι τα κάνουν και ποιοι τα «χαλάνε» δεν ξέρω… Και πως καταλάβαινε η γιαγιά της ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι μαγεμένος…  απορώ και γω και θα ήθελα να μάθω…

Πάντως και για την γιαγιά μου την Βασίλω, στο χωριό, έλεγαν πολλοί ότι είναι «μαίστρα».  Η γιαγιά μου όμως ούτε  «χαλούσε» ούτε «έκανε» μάγια, αλλά είχε ένα προτέρημα… ένα «χάρισμα»… Ήταν πολύ συμπαθητική… καλωσυνάτη, δοτική, γλυκομίλητη, γενναιόδωρη σε αισθήματα αλλά και σε προσφορές υλικές, και την αγαπούσε  όλος ο κόσμος. Και επειδή είχε καλοπαντρέψει τις πρώτες της κόρες με τους καλύτερους άντρες στο χωριό, πίστευαν πολύς κόσμος ότι τους «μάγεψε»… τους γαμπρούς της. Μάλλον τους μάγεψε με τον καλό της  χαρακτήρα, τα προτερήματά, και την καλοσύνη της. Δυστυχώς δεν έζησε πολύ να καλοπαντρέψει και τα άλλα της παιδιά  η καημένη!…  Ευτυχώς πρόλαβε και καλοπάντρεψε τον πατέρα μου, που ήταν ο λατρεμένος της…

Πολύ μικρή ακόμα την αρραβώνιασαν  με τον παππού τον Τζιατζιαρούτα. Και του έκανε δώρο στον αρραβώνα, ένα μαντήλι κεντημένο, που παρίστανε μια οχιά… Αχ βρε γιαγιά μου, δεν βρήκες τίποτα καλύτερο να κεντήσεις… Κανένα πουλάκι η τριανταφυλλάκι για τον δόλιο τον γαμπρό… Του χάρισες το φίδι και μαύρο… φίδι τον τσίμπησε τον φουκαρά τον Τζιατζιαρούτα, που ήταν γλυκύτατος…Τον θυμάμαι παππού, στα παιδικά μου. Ο Αποστόλης ο Τάψας  διέδιδε στο χωριό ότι θα την έπαιρναν νύφη στον ξαδελφό του τον Μήτη(Δημήτρη) Τάψα. Αλλά ούτε αυτό ευδοκίμησε…  

Θα ήταν η γιαγιά- Βασίλω στην εφηβεία…  όταν ο παππούς μου ο Βάϊος, γύρισε απ’ την Αμερική, κάπου στο 1910, μεστός άντρας της παντρειάς, με  χρυσές λίρες στο «κομπόδεμα»… Τότε δεν υπήρχαν πορτοφόλια και τα χρήματα, λίρες η χαρτονομίσματα, τα έβαζαν σε υφασμάτινες σακούλες, που τις έδεναν με χοντρό κορδόνι, τις κρεμούσαν στο λαιμό τους και ασφάλιζαν την σακούλα, χωνοντάς την βαθιά  στον κόρφο τους… Κάτω απ’ τα ρούχα, ώστε να μην είναι ορατή απ’ έξω. 

 Μόλις γύρισε και έμαθε ότι τη Βασίλω την είχαν ήδη αρραβωνιάσει… και ότι ήταν πολύφερνη νύφη… και την ήθελαν κι άλλοι, τρέχει γρήγορα στον πατέρα της, ήταν κατά τύχη… και τα σπίτια τους κοντά… ήταν δηλαδή και γειτονάκια με την Βασίλω, και  αραδιάζει… χύμα τις λίρες στα πόδια τους και τους λέει «Εγώ θέλω να παντρευτώ τη Βασίλω»

Εκείνοι έμειναν κατάπληκτοι… από αυτήν την ενέργεια του Βάϊου και απ’ το πολύ χρυσάφι… που είχε φέρει και καθώς τον γνώριζαν καλά σαν άνθρωπο, δέχτηκαν μετά χαράς… να τον κάμουν γαμπρό τους…

Έτσι παντρεύτηκαν γρήγορα, εκείνος σαράντα χρονών, η Βασίλω δεκαπέντε και  άρχισαν να αραδιάζουν κουτσούβελα… ανά τρία  χρόνια, το ένα μετά το άλλο. Έκανανεννιά παιδιά, έξι κορίτσια και τρία  αγόρια. Το 1912 γεννήθηκε η Λένω και ακολούθησαν η Ουρανία, η Τσιβούλα, ο Νικολάκης, Λίας, Μαρίτσα (η Αράπσα) καθότι ήταν πολύ μελαχρινή, η Σταυρούλα, γαλανομάτα και ξανθιά, η Γλυκερία, που πέρασε και αυτήν στην ζωή της τα μύρια όσα βάσανα και ο Διονύσης, το στερνοπούλι της.  Είχε όμως και μια απώλεια!… Έχασε το μικρότερό της παιδί, τον Διονύση, πέντε χρόνων  και ήταν απαρηγόρητη… Αυτό  δεν πέθανε από αρρώστια αλλά από κάτι άλλο που δεν μπορεί να το φανταστεί κανένας…  Είχε πάει στο μαγαζί του πατέρα του, που όταν έλλειπε εκείνος το κρατούσε  ο πατέρας μου, υπό την επίβλεψη του παππού του Θωμά. Ο Διονυσάκος καθώς περιφέρονταν στο μαγαζί ανενόχλητος… βρήκε τις σταφίδες και άρχισε να τρώει… Του άρεσαν και έφαγε ως φαίνεται τόσες… που δεν μπόρεσε να τις χωνέψει και πήγε «σκασίμι» που λένε…  Η γιαγιά μου έσκασε απ’ το  κακό της!… Να της πεθάνει το στερνοπούλι της τόσο άδικα  και απροσδόκητα…. Δεν το χωρούσε ο νους της!…  Εκείνα τα χρόνια το κοιμητήριο ήταν στο προαύλιο της εκκλησίας, που ήταν κοντά στο σπίτι της και ξημεροβραδιάστονταν εκεί να κλαίει και να μοιρολογάει τον πανέμορφο Διονυσάκο της!…Πήγαινε ο παππούς Βάϊος και την έπαιρνε μόλις βράδιαζε λέγοντας… «Βασίλω, αϊντεφτάν’  πια, απόκαμες!… πάμε σπίτ τώρα… έχεις κι άλλα πιδιά!… 

Ο Πατέρας μου, όταν ήταν στα «τελευταία» του και άρχισε να «συναναστρέφεται» και να «συνομιλεί» με πεθαμένους… το πρώτο όνομα που ακούσαμε να φωνάζει, ήταν του μικρού Διονύση. Ήταν κοντά του αυτήν τη μέρα η Γιούλα,  μια ανιψιά μας,  η οποία δεν ήξερε τίποτα για τον Διονύση και παραξενεύτηκε… Και μας το είπε. «σήμερα λέει ο πατέρας σας φώναξε κάποιον Διονύση και του έλεγε «Διονύσ’ καρτέραμε και μένα». Είχατε τέτοιο όνομα στην οικογένεια; Ναι της είπαμε, ήταν ο μικρότερος αδελφός του ο Διονύσης, που πέθανε τεσσάρων χρονών, στις 5 Μαρτίου  το 1936.Και η γιαγιά μου  η Βασίλω, πέθανε στις 5 Μαρτίου το 1942, από πνευμονία, σε μια βδομάδα.

Επίσης στις 5 Μαρτίου πέθανε και η θεια-Λένω, η «Βρυσού».  Δηλαδή τέσσερα άτομα της ίδιας οικογένειας, μάνα και τρία παιδιά, πέθαναν την ίδια ημερομηνία, στις 5 Μαρτίου. Θεέ μου τι συμπτώσεις είναι αυτές!…

 Ο πατέρας μου και η θεια-Λένω  έμοιαζαν πολύ φυσιογνωμικά… Ήταν ίδιοιφατσικά και έμοιαζαν πολύ στην μάνα τους. Αλλά και στο χαρακτήρα έμοιαζαν, ήταν ανοιχτόκαρδοι, συμπονετικοί… και κλαψιάρηδες. Αγαπούσαν πολύ τους συνανθρώπους τους και συμπαραστέκονταν στους φτωχούς και τους ανήμπορους…  Επιπλέον η Βρυσού ήταν  πολύ λογού…  και  κοινωνική… είχε πολλές φιλενάδες.

Βρυσάς ήταν το παρατσούκλι του άντρα της Βασίλη, που έκανε  και σαμάρια, αλλά έφτιαχνε και βρύσες και του έμεινε  το όνομα… Όλοι Βρυσά τον λέγανε, ενώ  κατά την γνώμη μου πιο πολλά σαμάρια έφτιαξε στη ζωή του παρά βρύσες… 

Άγιος… άνθρωπος ο  μπάρμπα- Βασίλης, ψηλός, καλοφτιαγμένο, νοικοκύρης, έπιανε το χέρι του απ’ όλα, μια κουβέντα κακιά δεν άκουσε απ’ το στόμα του η θεια-Λένω. Την είχε στα όπα-όπα. Αλλά και η θεια-Λένω ήταν εξαιρετική γυναίκα, καλή νοικοκυρά, εργατική και πολύ καλαμπουρζού…  Της άρεσε να πειράζει…ιδιαίτερα τις νέες κοπέλες, που είχαν αρραβωνιαστεί η ήταν νιόπαντρες με σεξουαλικά υπονοούμενα… Είχε κάνει έξι θυγατέρες και ένα γιό τον Γιώργο, που του είχε πολύ μεγάλη αγάπη.  «πέθαινε γι’ αυτόν»… 

Είχε και μια πολύ καλή φιλενάδα, συνομήλική της, την Τραντάφλου του Τάκη τ’ Παπαγιάννη,  που ταίριαζαν πολύ στα χουϊα… Ήταν και οι δυο αθυρόστομες και χωρατατζούδες και κάνανε πολύ παρέα… Και όταν δεν μπορούσαν να τα πούνε από κοντά, τα λέγανε όταν έπλυναν τα πιάτα στην αυλή. Τα σπίτια τους δεν ήταν πολύ κοντά… Τα χώριζε μια ρεματιά, ο λάκκος του Κυρίτση, αλλά αυτό δε τις εμπόδιζε να τα λένε και από απόσταση… «Καλημέρα Τραντάφλου, τι κάντς…  «τουν’ έφαγιςαπόψι;Τουνέφαγις; Πως τουνείχι; Καλό… Τσιλίκα!…» Α ρε θεια-Λένω λεβέντισσα…  Με το χωρατό στο στόμα και με το «πείραγμα»… ήσουνα η χαρά της παρέας… Όλοι αποζητούσαν την παρέα σου, νέοι και μεγαλύτεροι.

 Και όταν πήγαιναν στο σπίτι της ο καπνέμπορας με την συντροφιά του, μέσα στην οποία ήταν και ο συγχωρεμένος ο Μπλούς, που ήταν και αυτός τάλε-κουάλε με τη θεια, γίνονταν το έλα να δεις…   Αρχιζαν τα πειράγματα του τύπου, «πως του εκανέτιχθέςμαρή… πόσιςφουρές; Ιντάξει η παππούς; Αντέχει ακόμα; Και άλλα τέτοια.  Και αυτή απαντούσι… «Η δκός μ  η παππούς τουν έχει να!… και έκανε την χαρακτηριστική κίνηση του δεξιού της χεριού, ακουμπώντας  το αριστερό χέρι στον δεξιό λυγισμένο αγκώνα. Αξέχαστη… θεια-Λένω…Και τη ζωή χάρηκες και τον κόσμο όλον διασκέδασες!…

 Θυμάμαι είχε πεθάνει ο μπάρμπα-Βασίλης και ήταν κατακαλόκαιρο,  έβραζε ο τόπος… είχαν επιστρέψει από την κηδεία του  μπαρμπα-Βασίλη στο σπίτι όλοι οι συγγενείς, για το καθιερωμένο φαγητό.  Η ζέστη ήταν αφόρητη… Η θεια-Λένω είχε αποκάμει… και μη αντέχοντας την κατάσταση… βγάζει το μαύρο μαντήλι  που φόραγε λέγοντας «αμ δεν θα πιθάνω κι γω απ’ την ζέστα… επειδή πέθανιςεισίΒασιλάκι μ’ . Ας μην πέθινις καλοκαίρι». Οι αδερφές της έμειναν άφωνες απ’ την συμπεριφορά της… αλλά δεν την παρεξηγούσαν… Μάλλον την καμάρωναν… που ήταν αυθόρμητη και ειλικρινής… 

Η θεια-Λενω ήταν επίσης και πολύ θεατρική… Ότι έλεγε, το συνόδευε με τις κατάλληλες κινήσεις των χεριών αλλά και του σώματος για να γίνει πιο παραστατική… Μιμούνταν φωνές και χαρακτηριστικές κινήσεις των τύπων που αναπαριστούσε… Αν ζούσε σε άλλη εποχή… μπορεί να είχε γίνει μια διάσημη θεατρίνα.

 Στις 30 Ιανουαρίου του 1942 είχε δολοφονηθεί ο δάσκαλος του χωριού μας, Σακαβέλας Αθανάσιος. Δεν είχε σαραντίσει ο Σακαβέλας, όταν αρρώστησε η γιαγιά μου και πέθανε. Και λίγο πριν  αρρωστήσει, είχε δει όνειρο τον Θανάση, τον Σακαβέλα που της έλεγε… «Άιντε Βασίλω, έλα να φύγουμε…»  Και όταν τραυματίστηκε στο γόνατο ο θείος-Λίας στο Βίτσι, το 1948, στον εμφύλιο πόλεμο, εκείνον τον καιρό την είδε όνειρο ο Αποστόλης  ο Τάψας, ο μετέπειτα συμπεθερός της, να προσεύχεται μπροστά στην εικόνα του Αγ. Νικολάου, στην εκκλησία του χωριού και να κλαίει και να οδύρεται και να φωνάζει «Λία μ’ Λία’ μ». Επίσης η θεια-Σταυρούλα θυμάται πως οχτώ μέρες πριν έρθει το χαμπέρι για τον τραυματισμό του θείου Λία, ένα σπουργίτι,  όλες αυτές τις μέρες, τους χτυπούσε το παράθυρο. Κακός οιωνός… για το σπιτικό τους, που βγήκε αληθινός.

Η γιαγιά μου ήταν πολύ καλοσυνάτη γυναίκα και μπορεί να μην ήταν πλούσιοι… αλλά  είχαν τα προς το ζην και περίσσευαν… είχαν βιός…  γελάδια και κατσίκια. Και η γιαγιά μου έκανε στα κρυφά… πάντα, πολλά καλά σε φτωχές  οικογένειες, στο χωριό, που δεν είχαν ψωμί να φάνε.

 Η θειά-Κατσαρίνα θυμάται, που η μάνα της, όταν  αυτήν ήταν κοπελίτσα, την έστελνε να πάει τρόφιμα σε τέσσερεις, πάμπτωχες… οικογένειες στο χωριό, που δεν είχαν τον περισσότερο καιρό τίποτα, να φάνε. Έβαζε σε πάνινες σακούλες, από τρεις οκάδες αλεύρι, μια πρέζα αλάτι ένα καρβέλι ψωμί και  ένα κομμάτι τυρί να τα πάει στην γιαγιά Κουτσοτόλινα, στην Αζίνα,  του Λίτου την μάνα και μια ακόμα που είχαν μεγάλεςφαμπλιές, και δεν είχαν βιός… ούτε και χρήματα και δυστυχούσαν οι  καημένοι…

Η θεια-Σταυρούλα, ήταν στην ίδια τάξη με τον Τσιλιόλιο… ένα απ’ τους γιούς της Κουτσοτόλινας. Και μια μέρα, που γυρνούσαν απ’ το σχολείο στο σπίτι, τον ρώτησε «τι φαϊ θα ήθελες να βρεις, στο σπίτι σου βρε Λιόλιο, τώρα που θα πας;» Και της απάντησε «Εγώ Σταυρούλα παρακαλάω να βρω ψωμί,  μόνο ψωμί στην κλαθαριά!… και ας λείπει το φαϊ».

Εκτός αυτού είχε πεθάνει μια γειτόνισσά τους, η Λιφτέρινα, κι είχε αφήσει ένα παιδάκι ορφανό, ίσαμε 4-5 χρονών, που και αυτό δεν είχε στον ήλιο μοίρα!… Γυρνούσε άπλυτο βρώμικο, ψυριασμένο και νηστικό και της γιαγιάς  καίγονταν… τα σωθικά της όταν   το έβλεπε. Το έπαιρνε στο σπίτι της το έπλυνε, του έβαζε και τα ρούχα του μικρού της Διονύση, το τάϊζε και το έστελνε στο σπίτι του.  Και αυτό είχε βρει  μια παρηγοριά… μια στοργική  γυναίκα που το φρόντιζε σαν παιδί της και όλο εκεί στην πόρτα της ξεροστάλιαζε… Βοηθό της, στην περιποίηση του  μικρού Χρηστάκη είχε την κόρη της την Σταυρούλα, που συμμερίζονταν την συμπόνοια και την προσφορά της μάνας της.

 Έλα όμως που η θεια-Μαρίτσα, κόρη της γιαγιάς, που ήταν λίγο μεγαλύτερη απ’ το Χρηστάκη, ζήλευε… και δεν τον ήθελε καθόλου να τον βλέπει μπροστά της αλλά ούτε και στην πόρτα τους.  Και το ταλαιπωρούσε το κακόμοιρο!… Άμα την έβλεπε στην πόρτα, έφευγε και σε λίγο ξαναγύριζε… και δωςτου πάλι απ’ την αρχή… μέχρι να τον δει η γιαγιά και να τον πάρει μέσα.

 Δυο «χάρους»… είχε ο καημένος ο Χρήστος, την Μαρίτσα, που τον κυνηγούσε, και τον παππού-Βάϊο, που και αυτός τον  λοξοκοιτούσε… τον φουκαρά.

Αλλά σχετικά γρήγορα ξαναπαντρεύτηκε ο Λευτέρης Καλτέκης, ο πατέρας του Χρηστάκη και έτσι και εκείνος βρήκε γυναίκα και  ο γιός του καινούρια… μάνα και τέσσερεις αδελφές…  που γεννήθηκαν στη συνέχεια. 

Αλλά ο Χρήστος ποτέ δεν ξέχασε… την καλοσύνη της γιαγιάς Βασίλως και της Σταυρούλας… Και αργότερα… μεγάλος πια,  παντρεμένος με δυο μεγάλα παιδιά, συνάντησε την θεια-Σταυρούλα στο χωριό, που είχε έρθει  απ’ τον Τύρναβο, όπου είχε παντρευτεί και  πέφτοντας στην αγκαλιά της έκλαιγε… και την ευχαριστούσε… που μαζί με τη μάνα της, τον σώσανε… από βέβαιο θάνατο, από ασιτία… Και γυρνώντας στα παιδιά του, που ήταν μαζί του, τους είπε «Παιδιά μου, χάρη στη  γυναίκα αυτή και  τη μάνα της ζω… Αυτές με έσωσαν… με τάϊζαν, με έπλεναν… Εγώ δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό… αλλά να το θυμόσαστε και εσείς…

Αλλά και τα κορίτσια της Κουτσοτόλινας, Λενάκου, Ανδρομάχη, Ουρανία, Σταυρούλα, αλλά και τα αγόρια της, ποτέ δεν ξέχασαν… το πόσο τους βοήθησε η γιαγιά-Βασίλω.  Και παρ’ όλο που είχε φούρνο στο σπίτι της, πήγαινε και φούρνιζε το ψωμί στην Κουτσοτόλινα για να της αφήσει την πληρωμή της, που αντιστοιχούσε  σ’ ένα καρβέλι ψωμί. Και όταν κούρευαν τα γίδια, της έδινε δυο πλοκάρια μαλλιά, για να φτιάξει κάλτσες στα παιδιά της. 

Επίσης η γιαγιά μου είχε και μια αδελφή, την Μαρία, που ήταν παντρεμένη στο Τσιότι και είχε κάνει ένα αγόρι. Αλλά δυστυχώς πέθανε πολύ νωρίς και άφησε το παιδάκι της ορφανό. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Τι να έκανε ο δόλιος…Νέος άνδρας, μόνος του μ’ ένα παιδί, ξανάφτιαξε τη ζωή του…  Έλα όμως που η δεύτερη γυναίκα αποδείχτηκε μια κακούργα μητριά… που κακοποιούσε το αγοράκι!…

Όπως ομολογούν οι θείες μου, δεν το αγαπούσε καθόλου… Δεν το έπαιρνε να κοιμάται κοντά τους, στα στρωσίδια τους, όπως έκαναν όλες οι οικογένειες, παρά του έδινε ένα τσουβάλι… να κοιμάται μέσα εκεί μόνο του, σε άλλο χώρο.  Κρύωνε… ξεπάγιαζε… ποιος το νοιάζονταν το καημένο!… Αν χάσεις τη μανούλα σου… θα σε νοιαστεί  η ξένη γυναίκα…  Η γιαγιά μου τα ήξερε αυτά… καιτσιτσιρίζονταν τα τσιέρια της!… Και παρακαλούσε τον άντρα της, λέγοντας «Έλα μωρ’  Βάιο, να πάρουμι αυτό το παιδάκ’τςσγχωρεμένης μου αδελφής, τς Μαρίας… Κακουπερνάει του καημένου… κρίμα απ’ το Θεό! Τι λόγου θα δώσουμι… στον απάν’ τουν Κόσμο!…»; Αλλά ο παππούς ανένδοτος…  δεν της έκανε το χατίρι… 

Τότε ο πολύς κόσμος δεν είχαν κρεβάτια για να κοιμούνται. Σπάνια να είχε κανένας, ένα κρεβάτι για κανένα μουσαφίρη. Όλοι κοιμόντουσαν χάμω στο πάτωμα, που αν ήταν το σπίτι δίπατο, ήταν ξύλινο και αν ήταν ισόγειο, ήταν χωμάτινο. Πάνω στο χώμα άπλωναν την ψάθα και ένα στρωσίδι μάλλινο και στις περισσότερες φορές από τραγόμαλλο, που τσιμπούσε φοβερά… και κοιμόντουσαν όλοι αράδα την αράδα. Από εκεί βγήκε η φράση «Θα πεθάνεις στην ψάθα»…  φουκαρά μ’ για τους πολύ φτωχούς, που δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να ξεφύγουν απ’ τον κανόνα  και να αποκτήσουν κρεβάτια  και γενικότερα καλλίτερες συνθήκες ζωής.

Στα παιδικά μου χρόνια, υπήρχε στο σπίτι μας ένα σιδερένιο διπλό κρεβάτι, όπου κοιμόντουσαν οι ανύπαντρες θείες μου, η Γλύκα και η Σταυρούλα. Οι γονείς μου και όλα τα παιδιά κοιμόμασταν στρωματσάδα στην ψάθα, όσο ζούσαμε στο πατρικό του πατέρα μου. 

Η ΝΟΝΑ ΜΟΥ Η ΜΑΝΩΛΙΝΑ.

Η γιαγιά και νονά μου Μανώλινα, ήταν αδελφή της γιαγιάς μου, της Ευδοκίας.  Αυτές ήταν τέσσερεις αδελφές, η Ευδοκία, η Λένω(Ελένη), η Μαρία και η Καλυψώ και είχαν έναν αδελφό, τον Βασίλη και ήταν το γένος Γρεβενίτη.  

Η Λένω ήταν ψιλή γυναίκα, νταρντάνα… γεροδεμένη και πολύ όμορφη… Και σαν χαρακτήρας ήταν πολύ λογική, πολύ εργατική, φιλήσυχη, με Ιώβιο υπομονή, αγώγκηστη… παρά τα μύρια όσα βάσανα…  που πέρασε σ’ αυτή τη ζωή.

Η Γιαγιά-Μανώλινα παντρεύτηκε, δυο φορές. Την πρώτη φορά πήρε τον Θανάση του Κουφοτάσιου,  Γραμμένος στο επίθετο, αδελφό του παππού του Μανάκου και έκανε δυο παιδιά, την Μαριγούλα και τον Λία(Ηλία).Ο άνδρας της ήταν πολύ λεβέντης… ψηλός, γεροδεμένος και  όμορφος αλλά δεν ευτύχησε να ζήσει  πολύ και να χαρεί την οικογένεια του. Έμεναν στο δίπατο σπίτι των Μανακαίων, τα δυο αδέλφια, ο Τάσος και ο Θανάσης με τις οικογένειές τους. Ο Τάσιος δεν απέκτησε παιδιά και υιοθέτησε τον Κώτσιο τον Τάψα, που είχε πεθάνει η μάννα τους… νέα και άφησε ένα «σμάρι» παιδιά ορφανά, σε μικρή ηλικία…

Ο Θανάσης δεν έζησε πολλά χρόνια…  Ήταν πολύ μικρά τα παιδιά τους, όταν αρρώστησε πολύ βαριά από πνευμονία και πέθανε. Και απ’ ότι μου εξιστόρησε ο γαμπρός της, ο Θύμιος ο  Παρίσης, ήταν πολύ άντρακλας… και χεροδύναμος και όταν ήταν στα τελευταία του… για να πεθάνει, το άκουσε εκείνος απ’ την πεθερά του την γιαγια-Μανώλινα,  ότι «συνομιλούσε»… με τον Χάροντα και του έλεγε.. «Α… εγώ Χάρε δεν παραδίνομαι… Θα παλέψουμε… και όποιος νικήσει». Και εκεί που έκανε τάχα  να σηκωθεί… να παλαίψουν, του πήρε ο χάρος την ψυχή και τελείωσε!…  Μπαρμπα- Θανάση, κανένας θνητός δεν κερδίζει αυτήν την μάχη με τον Χάροντα δυστυχώς…

Έτσι η γιαγιά-Μανώλινα έμεινε χήρα  νεότατη… και επειδή εκείνα τα χρόνια μια γυναίκα χήρα με δυο παιδιά, ήταν αδύνατον να ζήσει μόνη της, γιατί, ποιος θα όργωνε τα χωράφια, να σπείρει, να κόψει ξύλα και ένα σωρό άλλες δουλειές,  αναγκάστηκε να ξαναπαντρευτεί.Και αυτό έκανε. Δεν υπήρχε άλλη λύση… Και τι θα έπαιρνε; Κάποιον ομοιοπαθή… φυσικά!… Ποιος ανύπαντρος θα έπαιρνε μια χήρα με δυο παιδιά; Κανένας.

’Ετυχε λοιπόν εκείνον τον καιρό να χηρέψει και ο μπαρμπα-Μανώλης, ο θείος του πατέρα μου και αυτός με δυο κοριτσάκια, την Κωνστάντω τεσσάρων και την Βαγγελή δυο χρονών.  Φρόντισαν λοιπόν τα σόϊα τους, τα αδέλφια τους δηλαδή, να μάθουν τις προθέσεις τους και αν σκοπεύουν να ξαναφτιάξουν την ζωή τους και αφού βρήκαν κοινό τόπο… τους έφεραν σε επαφή… Έτσι γίνονταν και γίνονται αυτές οι δουλειές ανέκαθεν,  με τον κόσμο… ο ένας με τον άλλον… ‘Ετσι έγινε η συνάντηση των δυο υποψηφίων, οι οποίοι τα συμφώνησαν… Δυο παιδιά εσύ, δυο και γω να τα ενώσουμε  και να πορευτούμε μαζί από δω και πέρα μαζί στη ζωή. Τα συμφώνησαν, έκαναν και το γάμο σε κλειστό κύκλο… μεταξύ των πολύ στενών συγγενών  και αυξήθηκαν και πληθύνθηκαν… κάνοντας άλλα τέσσερα κορίτσια, την Παρασκευή, την Αφροδίτη, την Ρήνω  και την Λόλα(Όλγα).

Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός… και ο μπαρμπα-Μανώλης, άρχισε να δυσφορεί… με την παρουσία του γιου της Λένως,  Ηλία στο σπίτι του…  Να φύγει το παιδί… να φύγει το παιδί!…  Τον  «άναβε» κι ο πατέρας του, ο παππούς Θωμάς λέγοντας… «Δεν έχει καμιά δουλειά… ο σπόρος των Κουφοτάσηδων  στο σπίτι σου!…» Να φύγει… να φύγει… Και δεν αρκούνταν μόνο σε λόγια… αλλά και κάθε φορά που κάθονταν να φάνε όλη οι οικογένεια,  στο σοφρά, εκείνος έπαιρνε μια βέργα και χτυπούσε τον Λία στα χέρια, μόλις τ’ άπλωνε να πάρει ψωμί να φάει ο κακομοίρης!…Πολύ σκληρόκαρδος άνθρωπος… Ταβλεπε αυτά η νονά μου και καίγονταν τα τσιέρια της!… αλλά τι να κάνει; Πως να τα βάλλει με άντρα και μάλιστα με τον πεθερό της…

Και καλά να το διώξει… και που να πάει ένα παιδί έξι χρόνων,  ορφανό από πατέρα… Και πως μια μάνα να στέρξει… να διώξει  το σπλάχνο της…  Ούτε που νοιάζονταν καθόλου… Παρόλο που και εκείνος είχε δυο παιδιά και θα μπορούσε να κάνει ένσταση… η καημένη και να του θυμίσει… και την συμφωνία που είχαν κάνει…Αλλά εκείνα τα χρόνια οι γυναίκες δεν είχαν δικαιώματα… δεν είχαν λόγο σε τίποτα Όλα τα κανόνιζαν οι άντρες…  αλλά και να μιλούσε… τίποτα δεν θα κέρδιζε… και μπορεί να έτρωγε και κανένα μπερτάκι… Η Λένω έπρεπε να φροντίζει τα δικά τουπαιδιά σαν δικά της και το δικό της αγόρι να το στείλει εξορία… και πού; Καμιά κατανόηση… κανένα έλεος!… αδικία μεγάλη εις βάρος χήρας γυναίκας με δυο ορφανά!… 

Αναγκάστηκε η καημένη η νονά μου να παρακαλέσει την αδερφή της, την Ευδοκία να πάρει στο σπίτι της το αγόρι της και να το βάλλει να βοηθάει στα γελάδια. «και γω αδελφή μ’Αυδουκιά, έτσι την έλεγε,  θα σου δίνω ψωμί και ότι άλλο μπορώ να ξεκλέβω… Τί να κάνω αδελφή μ,  δεν το θέλουν το παιδί μου, δεν το θέλουν, είναι ξένος σπόρος… αχ η μαύρη μ’ τι να κάνω!… βόηθα μι  αδελφή μ… βόηθα μι.

 Και η γιαγιά μου η Ευδοκίαπου ήταν πολύ πονόψυχη… δεν της χάλασε το χατήρι και τον πήρε τον Λία κοντά της και εκεί μεγάλωσε ο Λίας με τα ξαδέλφια του και όχι με τα αδέλφια του!… Ήταν κακογραμμένος… έτσι έλεγε η νονά μου.

Και όταν μεγάλωσε ο Λίας, τον είχε ο παππούς μου ο Μήτρος  Μπόρας, τσομπάνο στα γελάδια και τον φρόντιζε η γιαγιά Ευδοκία η οποία ήταν πολύ πονόψυχη και δοτική. 

Και σαν ενηλικιώθηκε τον πάντρεψαν με την Λένω της Γερακίνας, που έμενε δίπλα απ’ το σπίτι του παππού μου. Και έδωσε ο Θεός και έκανε δυο κορίτσια, την Λευτερία, που ήταν όμορφη και νταρντάνα σαν τη γιαγιά της και παντρεύτηκε, τον  Λία του Χασάναγα, Ούρδα στο παρατσούκλι. Την Μαρία που πήρε τον Γιώργιο του Σκαντζοβασίλη και ένα γιό, τον Νάσιο, που παντρεύτηκετην όμορφηΑρετούλα   του Βάιου Καταραχιά. Έκαναν και αυτοί δυο παιδάκια, αλλά η Αρετούλαπέθανε πολύ νέα, από καρκίνο και άφησε και αυτήν ορφανά… Λες να κληρονομείται… και η κακοτυχία;

Ο Λίας βγήκε αντάρτης στο πρώτο αντάρτικο, αλλά  συνελήφθη  και φυλακίστηκε στις φυλακές Τρικάλων. Και για κακή…  του τύχη, το 1939  σκοτώθηκε ο  υπουργός Λαδάς στην Αθήνα και έδωσε εντολή ο  τότε κυβερνήτης της χώρας, για αντίποινα να σκοτωθούν όλοι οι συλληφθέντες αντάρτες, που είναι στις φυλακές. Και ήταν αυτοί, περί τους οχτακόσιους και μεταξύ αυτών και ο Λίας και σκοτώθηκαν όλοι.

Ευτυχώς την κόρη της την Μαριγούλα  απ’  τον πρώτο της άντρα, την πάντρεψε γρήγορα και πήρε και καλόν άντρα, νοικοκύρη με πολλά χωράφια και αμπέλια και απέκτησε και αυτή τέσσερα αγόρια και μια κόρη την Βασιλική. 

Αλλά η ζωή δεν κυλάει πάντα ήρεμα… έχει τα πάνω  και τα κάτω της…  Πέρα απ’ τα τρία φονικά που έλαβαν χώρα, ο τυφεκισμός του Λία, οι δυο φριχτές δολοφονίες του Θανάση Σακαβέλα και του μπάρμπα-Μανώλη μέσα στο σπίτι τους, καπάκι αρρώστησαν από τύφο, η Αφροδίτη και η Λόλα και η γιαγιά-Μανώλινα δεν ήξερε τι να κάνει!… Τι να πρωτοσκεφτεί… τον άντρα της, το γιό της τον γαμπρό της η τα κορίτσια της που είχαν γίνει πετσί και κόκκαλο από τον τύφο και κινδύνευε και η ζωή τους!…  

Τότε όλοι οι στενοί συγγενείς, πρωτοξάδελφα, και κουνιάδες έτρεξαν να συνδράμουν την δοκιμαζόμενη οικογένεια. Ο πατέρας μου και ο γαμπρόςτου ο Λίας Κουτσουλής όργωναν, έσπερναν, αλώνιζαν,  έφερναν ξύλα  και ότι χρειάζονταν απ’ το Τσιότι… Οι ξαδέλφες,  Στέργινα,  Τσιβούλα,  Ουρανία,  Μαρίτσα και ο Τόλιος της Ουρανίας σκάλιζαν τα καλαμπόκια, και το αμπέλι και γενικά βοηθούσαν σε ότι χρειάζονταν οι οικογένεια. Δεν άφησαν την οικογένεια στο έλεος του Θεού. Είχαν μεγάλη αγάπη μεταξύ τους και συμπόνοια. Πράγμα που εξέλειψε στις επόμενες γενιές….

Εν τω μεταξύ, όταν με τα αντάρτικα ήταν πρόσφυγες σε διάφορες πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας, μεταξύ αυτών και στον Τύρναβο, πάντρεψε και την Παρασκευή εδώ, στον Μπάρμπα- Γιώργο τον Τσούκρα. Αυτός  ήταν όμορφος και ευχάριστος άνθρωπος, νοικοκύρης και είχε κουρείο στην κεντρική πλατεία της πόλης και δίπατο σπίτι  σε μεγάλο οικόπεδο, που είχε μπροστά μεγάλη  αυλή και πίσω μπαξέ και ένα καλύβι όπου έμενε ένας θείος του άντρα της, που δεν έστεκε τόσο καλά στα μυαλά του.Και του έδινε ένα πιάτο φαϊ η θεία-Παρασκευή. 

Αυτός κάθε μέρα έπαιρνε μια τσάπα και πήγαινε στο  Ξεριά η Τιταρήσιο, ποτάμι που περνάει απ’  τον  Τύρναβο,  σε μια θέση μεταξύ Τυρνάβου και Δαμασίου και  έσκαβε στις όχθες του για να βρει λίρες… Έτσι πέρασε όλη του τη ζωή… ψάχνοντας για λίρες.  Η μπροστινή αυλή, ήταν πολύ περιποιημένη… πλακοστρωμένη με άσπρες πλάκες, με νεραγώι στη μέση, πηγάδι με καρούλι, πλυσταριό και ένα μικρό σπίτι με τρία δωμάτια, προς τον κεντρικό δρόμο που το νοίκιαζαν σε βλάχικη οικογένεια που τα καλοκαίρια ανέβαιναν στα βουνά της Πίνδου, στη Σαμαρίνα  και το χειμώνα κατέβαιναν στον Τύρναβο.

 Σ’ αυτό το σπιτάκι, μείναμε και εμείς οικογενειακώς δυο-τρία χρόνια, που οι γονείς μας δούλευαν στο οινοποιείο του Τυρνάβου. 

 Η θεία-Παρασκευή έκανε τρία παιδιά, δυο αγόρια, τον Αχιλλέα, τον Μανώλη και την Άννα. Και εκεί κοντά στο 1970 περίπου μετανάστευσαν οικογενειακώς στην Αυστραλία, όπου είχε πάει απ’ το 1958 η αδελφή της η θεία-Λόλα, που παντρεύτηκε τον θείο-Θωμά τον Γκανή.

 Η οικογένεια του Θωμά Γκανή, είχαν έλθει στην Ελλάδα με τα παιδιά τους το 1966 και έμειναν περί τα τέσσερα χρόνια περίπου. Είχαν νοικιάσει ένα παλιό νεοκλασικό σπίτι, που είχε μετατραπεί σε ξενοδοχείο και δούλευαν εκεί, όσο καιρό έμειναν στη χώρα. Αλλά κάπου στην διαδρομή ο θείος αντέδρασε… Δεν ήταν ευχαριστημένος από τα χρήματα που έβγαζε απ’ την δουλειά αυτή και αποφάσισαν να ξαναφύγουν για την Αυστραλία. Και η θεια-Λόλα παρακίνησε την αδελφή της την Παρασκευή αλλά και τον πατέρα μου να πάμε όλοι μαζί στην μακρινή αυτή χώρα.  

Και πράγματι κάναμε τα χαρτιά, περάσαμε τον υγειονομικό έλεγχο και ήμασταν σχεδόν έτοιμοι για να φύγουμε… Αλλά προέκυψε ένα πρόβλημα… Στην ακτινογραφία των πνευμόνων του πατέρα φαίνονταν ένα σημάδι… φαίνονταν η ουλή απ’ το μαχαίρωμα που είχε υποστεί τότε με την θεια-Λόλα  και οι γιατροί νόμιζαν ότι είναι κατάλοιπο φυματίωσης  και σχεδόν τον είχαν απορρίψει. Αλλά όταν τους εξήγησαν τι είχε συμβεί, μας επέτρεψαν να φύγουμε.

 Αλλά τότε ο πατέρας μου δεν ήθελε να ξενιτευτεί τόσο μακριά και για έναν άλλο λόγο, πολύ σημαντικό… Η αδελφή μου η Κούλα είχε περάσει στην ακαδημία της Λάρισας και σπούδαζε για να γίνει δασκάλα και έπρεπε η να σταματήσει τις σπουδές και να φύγουμε, η να μείνει μόνη της για δυο χρόνια, μέχρι να τελειώσει τις σπουδές και να έλθει έπειτα. 

Αυτό μόλις τ’ άκουσε ο πατέρας,  έπεσε σε μεγάλη στενοχώρια!… Να αφήσει το κορίτσι του μόνο στη Λάρισα και να φύγει τόσο μακριά… δεν το χωρούσε  ο νους του…. Αδύνατον δεν αφήνω το κορίτσι μόνο του!… Δεν γίνεται!… ‘Όχι δεν φεύγουμε…  Ας είμαστε όλοι μαζί εδώ και ας είμαστε φτωχοί!… Θα δουλέψουμε και θα ζήσουμε… όπως κάναμε ως τώρα… Και έτσι μείναμε στην πατρίδα μας και πορευτήκαμε αρκετά καλά και εδώ,  Δόξα τω θεώ…

 Τώρα, μετά από χρόνια, αναλογίζομαι πως θα ήταν η ζωή μας αν φεύγαμε τότε… Μπορεί να ήμασταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση… Να είχαμε κάνει εμείς τα μικρότερα καλλίτερες σπουδές  και να είχαμε διαπρέψει σε εκείνη την χώρα, που είναι σε ανώτερο επίπεδο απ’ τη χώρα μας και δίνει περισσότερες ευκαιρίες σε ανθρώπους που θέλουν… να πραγματώσουν τα όνειρά τους, απ’ ότι η δική μας…

                                           ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Ο πατέρας, επειδή ο ίδιος δεν πήγε στο γυμνάσιο, παρ΄ όλο που ο πατέρας του επέμεινε να πάει… είχε ορκιστεί… ότι αυτός θα έστελνε, όλα του τα παιδιά, στο γυμνάσιο και για ανώτερες σπουδές, αν ήθελαν.

Και τα κατάφερε, δόξα τω Θεώ!.. να σπουδάσουμε όλα τα παιδιά και να βρούμε,γρήγορα, δουλειές, πάνω στο αντικείμενό μας.

 Η Κούλα έγινε δασκάλα και έπιασε αμέσως δουλειά σε ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα, στην Άνω Γλυφάδα και ο αδελφός, ο οποίος  δεν είχε μεράκι στα γράμματα… τελείωσε με το ζόρι το γυμνάσιο και εργάζονταν σε εργοστάσιο που έφτιαχνε κούκλες, στην ίδια περιοχή.

Η μεγαλύτερη αδελφή, η Κούλα, δυσκολεύτηκε τα πρώτα γυμνασιακά χρόνια. Δεκατριών χρόνων συγκατοίκησε με μια μεγαλύτερη κοπέλα, Κούλα και αυτήν και την αδελφή της την Ελενίτσα του Παππα-δάσκαλου, σ’ ένα ημιυπόγειο δωμάτιο, στο διώροφο σπίτι, μιας βλάχικης οικογένειας, απ ΄την Σμίξη. Στα άλλα δυο δωμάτια, του ημιυπόγειου, έμεναν και άλλοι μαθητές, από κοντινά χωριά, Ροδιά Και Αργυροπούλι Τυρνάβου. 

 Υπήρχε και ένα καλύβι στην πίσω αυλή, όπου υποτίθεται ότι μπορούσαν να μαγειρεύουν… τα παιδιά, σε γκαζιέρες… Δεν υπήρχαν εκείνα τα χρόνια τα πετρογκάζ ακόμα, η δεν είχαν φτάσει ακόμα στα μέρη μας. Τι να μαγειρέψουν μικρά παιδιά… σάμπως ήξεραν και τίποτα… Μόνο μακαρόνια και αυτά με το ζόρι… Περίμεναν με λαχτάρα… το καλάθι με τα φαγώσιμα, που έστελναν οι γονείς κάθε Σάββατο. Και πόσες μέρες θα έφτανε η πίτα  και κανά δυο μερίδες φαγητό, συνήθως κότα με ρύζι  η με πατάτες. Δυστυχούσαν τα καημένα!…

Ευτυχώς που το 1964 η θειά-Σταυρούλα, παντρεύτηκε, τον Θείο-Κίμωνα τον Κατσάρο και εκεί περάσαμε όλα τα αδέλφια, τα γυμνασιακά μας χρόνια.

Ζούσαμε με την θεία-Κατσαρίνα στο ημιυπόγειο ενός παλιού αρχοντικού σπιτιού, ενός συγγενούς του άνδρα της, που δεν είχε απογόνους και το αγόρασε η μάνα του, για τον  νιόπαντρο γιό της τον Κίμωνα. Το σπίτι ήταν παλιό… αλλά δεν είχε χάσει την αρχοντιά του, διώροφο, ευάερο… ευήλιο,ψηλοτάβανο με πέτρινη σκάλα και μια μεγάλη κουζίνα με δυο  μαρμάρινους,  νεροχύτες, για πλύσιμο πιάτων, μεγάλο τζάκι, όπου μαγείρευαν και έψηναν τις πίτες και αποθηκευτικό χώρο, κολλητό στο κυρίως σπίτι.

‘Hταν κτισμένο σε ένα μεγάλο οικόπεδο, στα ανατολικά. Στην απέναντιάκρη του, υπήρχεένας αχυρώνας και ενδιάμεσα, ένα σκεπαστό υπόστεγο, όπου υπήρχε το πηγάδι  και πέτρινος μπάγκος, για να πλένουν τα ρούχα οι νοικοκυρές. Όταν κτίστηκε δεν υπήρχε κεντρική ύδρευση στην πόλη. Τότε κάθε σπίτι είχε το πηγάδι του…

Το σπίτι αυτό το είχε κτίσει  και κατοικούσε  σ’ αυτό, ένας γιατρός, ο Λάμπρος Λάμπρου  και η οδός που περνάει μπροστά απ’  αυτό,  φέρει το όνομά του. Λάμπρου Λάμπρου 14. Πιθανό να ήταν ο πρώτος ντόπιος, καλός…  και μοναδικός γιατρός, στην πόλη, εκείνη την εποχή.

 Όλοι γνωρίζουμε,πως κάθε πολιτεία τιμά, τους διακεκριμένους πολίτες της, που προσφέρουν με την μόρφωσή τους και  την δουλειά τους, μια καλύτερη ζωή   στους συμπολίτες τους, δίνοντας το όνομά τους σε κεντρικό δρόμο αυτής, η στήνοντας έναν ανδριάντα αυτού, σε κεντρικό σημείο αυτής. 

Στον απάνω όροφο κάθονταν, με ενοίκιο, μια βλάχικη οικογένειαΚοτρότση στο επίθετο, με τρία παιδιά, δυο κόρες, την Σούλα και την Ρένα και ένα γιό τον Γιώργο. Πολύ καλή οικογένεια… ιδιαίτερα η κυρία-Κούλα ήταν ένα κομμάτι  μάλαμα… Πολύ άξια γυναίκα, δουλευταρού, νοικοκυρά, συμπονετική, γλυκομίλητη.

 Είχε πολύ καλή σχέση με την θειά-Κατσαρίνα και την συμπαραστέκονταν καλύτερα και από αδελφή, στα προβλήματα, που έχουν τα νιόπαντρα ζευγάρια, όσο να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της ζωής τους, μέχρι να μάθει και να συνηθίσει… ο ένας τον άλλον. Αλλά και στις δυσκολίεςπου αντιμετώπισε, όταν γέννησε το πρώτο της αγόρι το Βασιλάκη. Μάλιστα η Σούλα, η κόρη της, βάφτισε τον Βασιλάκη και έγιναν  κουμπάροι.

Ένα βράδυ που ο Βασιλάκης έκλαιγε ασταμάτητα… κατέβηκε κάτω, το πήρε αγκαλιά και το έκανε βόλτες πέρα-δώθε, να το ησυχάσει… για να ξεκουράσει τη θεία-Σταυρούλα. 

Η  Κυρά-Κούλαφρόντιζε κάμποσες αγελάδες, στον αχυρώνα του σπιτιού, για τις ανάγκες της οικογένειας και ο άνδρας της ήταν ζωέμπορος…

Στο παζάρι της Λάρισας, αγόρασα την μπλε σχολική ποδιά, με το άσπρο γιακαδάκι,  και παπούτσια, με τα λεφτά που είχαμε βγάλει, μαζεύοντας βαμπάκι, στη Γιάννουλη, με την μάνα μου και την Αγλαϊτσα, την Κατσιαμπούρινα και την μικρή της κόρη,  Λίτσα.

Και με μεγάλη χαρά, πήγα στο γυμνάσιο, που ήταν πολύ κοντά στο σπίτι της θείας. Σε πέντε λεπτά ήσουν εκεί. 

Το γυμνάσιο είναι δωρεά κάποιου ευπατρίδη τυρναβίτηονόματι, Καράσσος και είναι ένα πολύ όμορφο σχολείο και πολύ περιποιημένο… Είναι διώροφο, με μεγάλα προαύλια γύρω-γύρω, με στεγασμένο γυμναστήριο, όργανα γυμναστικής, σκάμμα για τα άλματα, κυλικείο, δέντρα στον περίβολο και πρασιές με λουλούδια στην πρόσοψη. Δίπλα υπήρχε η Εμμανουήλιος βιβλιοθήκη και αυτή δωρεά ευπατρίδη τέκνου     Ο Τύρναβος έχει πολλούς ευεργέτες… 

Την πρώτη μέρα μας χώρισαν σε τμήματα  Α1, Α2 και Α3 από καμμιά σαρανταριά παιδιά το τμήμα και μας έδωσαν τα βιβλία και  το πρόγραμμα. Εμένα αρχικά με είχαν στο Α2, αλλά επειδή το Α3 είχε πολύ λιγότερα παιδιά με πήγαν στο Α3, την επόμενη μέρα.  

 Και το πρώτο μάθημα που είχαμε ήταν θρησκευτικά. Ο θεολόγος, ήταν γυμνασιάρχης και πολύ μεγάλος στην ηλικία, το πολύ να ήθελε κανά χρόνο, για να συνταξιοδοτηθεί.

Κάθισα στο πρώτο θρανίο και ζήτησα το πρόγραμμα του τμήματος για να το αντιγράψω και το αντέγραφα, ενώ εκείνος παρέδιδε…  Είχα μπροστά μου, το βιβλίο των θρησκευτικών και χωρίς να μου κάνει παρατήρηση, να  σταματήσω το γράψιμο, κατεβαίνει κάτω, έρχεται μπροστά μου, αρπάζει το βιβλίο των θρησκευτικών και με χτύπησε τρείς η τέσσερεις φορές με αυτό στο κεφάλι, με όλη του την δύναμη,  που μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι…

 Έχασα για κάποια δευτερόλεπτα τις αισθήσεις μου και άρχισα να κατουριέμαι…  Ευτυχώς συνήλθα γρήγορα και συγκρατήθηκα… να μην γίνω  ρεζίλι… που κατουρήθηκα… επάνω μου.  Ένοιωσα τόσο άσχημα, που δεν είχα νοιώσει ποτέ ως τότε στην ζωή μου, γιατί ήμουν ήσυχο… σαν παιδί, υπάκουο και πολύ μελετηρό. Στο δημοτικό σχολείο, ήμουν πολύ καλή μαθήτρια, δεκάρια έπαιρνα όλα τα χρόνια, όλοι οι δάσκαλοι με αγαπούσαν και κανένας  δεν με χτύπησε. 

 Και τώρα  την πρώτη μέρα στο γυμνάσιο, να πάθω αυτό το χουνέρι!… δεν το χωρούσε ο νους μου!… Όλοι οι συμμαθητές μου «πάγωσαν»… Δεν ξέρω αν κατάλαβαν, γιατί με χτύπησε… Μα τι φοβερό  έγκλημα έκανα!.. Δεν του το χω συγχωρήσει ακόμα!.. Και ήταν και θεολόγος τρομάρα του!..  Πως του βάσταξε η καρδιά… να χτυπήσει ένα κοριτσάκι,  δεκατριών χρονών,  αδύνατο… ταλαιπωρημένο… την πρώτη μέρα και την πρώτη ώρα μαθήματος στο καινούριο σχολείο.  Λες και είχα κάνει έγκλημα… κάτι προσβλητικό… στο πρόσωπό του…Θα μπορούσε να μου κάνει παρατήρηση και να μου πει να σταματήσω να γράφω…  Ευτυχώς συνταξιοδοτήθηκε την επόμενη χρονιά και ξεκουμπίστηκε…  και δεν τον ξαναείδα.

 Ήταν μια πολύ οδυνηρή… στιγμή αυτή,  στην κατά τα άλλα, πολύ ευχάριστη και με πολύ καλές επιδόσεις, γυμνασιακή μου   ζωή… 

Τελειώνοντας το γυμνάσιο, προς το τέλος της χρονιάς, κάναμε και την μοναδική πενταήμερη  εκδρομή, σε Δελφούς,  Ολυμπία, Μυκήνες, Επίδαυρο και Αθήνα. Μας συνόδευσε ο θεολόγος κ. Λιόλιος. Ήταν η πρώτη μου επαφή με τον αρχαίο πολιτισμό της φυλής μας και κατενθουσιάστηκα!.

Στην Αθήνα επισκεφτήκαμε την Ακρόπολη, το Ηρώδειο, την Πλάκα και το αρχαιολογικό μουσείο.

Εν συνεχεία ταξιδέψαμε προς Αργολίδα, όπου επισκεφτήκαμε τις Μυκήνες, και το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, με το πευκοδάσος τριγύρω, που με εντυπωσίασε σφόδρα!.. Τι τοπίο μαγικό!.. επιβλητικό!. Δεν θέλεις να φύγεις από εκεί. 

Κατόπιν κατεβήκαμε στο Ναύπλιο, όπου διανυκτερεύσαμε, αφού πρώτα επισκεφτήκαμε το Παλαμήδι, το ξακουστό Κάστρο της πόλης, που δεσπόζει πάνω στο βράχο, στις υπώρειές  του οποίου είναι κτισμένη η πόλη. Μάλιστα κατεβήκαμε με τα πόδια και τα εκατοντάδες σκαλοπάτια του κάστρου, που οδηγούν στην πόλη. Σήμα κατατεθέν της πόλης το Μπούρτζι, ένα κάστρο μινιατούρα…  σε μια νησίδα, που την συνδέει  με την στεριά,στενή λουρίδα γης. 

Έπειτα ταξιδεύσαμε προς την αρχαία Ολυμπία στον νομό Ηλείας, όπου μας περίμενε και άλλη έκπληξη!.. Και τούτος ο τόπος σε αφήνει άναυδο!.. Ο σπουδαίος αυτός, παραποτάμιος, στον Αλφειό, αρχαιολογικός χώρος, είναι πασίγνωστος στον πλανήτη μας… Εδώ κάθε τέσσερα χρόνια, μπροστά στα ερείπια του βωμού του ναού της θεάς Ήρας, λαμβάνει χώρα,  η τελετή, Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, την οποία μεταφέρουν, δρομείς απ’ όλον τον κόσμο, στην πόλη, όπου θα τελεστούν κάθε φορά.

Περιδιαβήκαμε τους ερειπωμένους ναούς, του Δία και της Ήρας, το περίφημο στάδιο, με την σκεπαστή στοά, απ’ την οποία εισέρχονταν οι αθλητές σ’ αυτό. Το Λεωνιδαίο, έναν τεράστιο ξενώνα όπου έμεναν οι επίσημοι καλεσμένοι, σ’ αυτούς.

 Αυτό που ένοιωσα  στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών δεν περιγράφεται!.. Μοναδική εμπειρία!..πρωτόγνωρη και αξέχαστη!..  Έμεινα άφωνη… από το επιβλητικό  και μυστηριακό τοπίο!..Περιηγηθήκαμε στον ναό, στην ΚασταλίαΠηγή και στο μεγάλο θέατρο, όπου βγάλαμε και μια αναμνηστική φωτογραφία. Την βλέπω τώρα και συγκινούμαι!..  Τι ωραία χρόνια!.. Και κλαίω για κάμποσους… που λείπουν… Τις πολύ αγαπημένες μου συμμαθήτριες  Βασιλική Μητροτάσιου,   Αναστασία Τσακνάκη, Δέσποινα Παππαδημητρίου, Ευάγγελο Ντριστέλλα  και Οικονομίδη Θωμά.

Με την Βασιλική,  καθόμασταν στο πρώτο θρανίο, όλα μας  τα χρόνια και ήμασταν πολύ αγαπημένες… και το ίδιο, καλές μαθήτριες.  Με την Τάσα, ήμασταν γειτόνισσες… έμενε με τον αδελφό της τον Τάκη, στο σπίτι της κυρίας-Γεωργίας, ακριβώς απέναντι απ΄ αυτό, της θειάς-Κατσαρίνας, όπου μέναμε εμείς. 

Την Δέσποινα, που ήταν η πρώτη μαθήτρια της τάξης,  όλα τα χρόνια, την αγαπούσα και την εκτιμούσα ιδιαίτερα… και αυτή το ίδιο!…Γειτόνισσα και αυτή, έμενε στον ίδιο δρόμο, λίγο παραπάνω από εμάς. 

Ο δε ΒαγγελάκηςΝτριστέλλας, ήταν το πιο όμορφο αγόρι της τάξης μας, με εκπληκτικά πράσινα μάτια, ίδια με αυτά της αδελφής του, της γυμνάστριάς μας, Ζωζώς, που ήταν μια κούκλα… και άριστη στη δουλειά της!.. Διοργάνωνε και παρουσίαζε εκπληκτικά προγράμματα, στις γυμναστικές επιδείξεις και παρελάσεις και χορούς στην κεντρική πλατεία του Τυρνάβου, που άφησαν εποχή!.. Αλλά δούλευε η γυναίκα… δεν κορόϊδευε την κοινωνία!.. όπως έκαναν ελάχιστοι… ευτυχώς, απ’ τους συναδέλφους της.

Ένας απ’ αυτούς τους τεμπέληδες… ήταν ένας απ΄ τους  μαθηματικούς μας, ο οποίος συχνότατα «βαριόνταν»… ο αθεόφοβος… να κάνει μάθημα.Και στην ώρα των μαθηματικών, μας παρότρυνε να διαβάσουμε το μάθημα της επόμενης ώρας!.. Έγραφε και μια εξίσωση στον πίνακα… μην τυχόν και μπουκάρει κανένας γυμνασιάρχης στην αίθουσα και «τον πιάσει στα πράσα!»

Επίσης και μια καθηγήτρια, όνομα και μη χωριό… φιλόλογος, δεν «έστεκε» στα «καλά της»… Πρέπει να είχε ψυχολογικά προβλήματα… Το ντύσιμό της ήταν αλλοπρόσαλλο!..  και ατημέλητο… Φορούσε ότι εύρισκε μπροστά της!.. Η δε γκαρνταρόμπα της, δεν διακρίνονταν για την πολυχρωμία… σχεδόν όλα τα ρούχα της ήταν γκρι.Κάτι φούστες μακριές… μουντές… ακαλαίσθητες και κάτι μπλούζες αταίριαστες… τελείως. Και από πάνω μια μακριά, πλεχτή ζακέτα με κάτι τσέπες… που έφταναν ως τα γόνατα… 

Πολλές φορές,  την ώρα του μαθήματος, «χάνονταν»…δεν είχε επαφή με το περιβάλλον… και οι μαθητές, κυρίως τα αγόρια, άρπαζαν την ευκαιρία και έκαναν τα δικά τους…Κουβέντιαζαν μεταξύ τους, άλλαζαν θέσεις συνεχώς, ξεσήκωναν τον κόσμο με τις φωνές τους και το πέρα-δώθε και εκείνη δεν καταλάβαινε τίποτα… «Ήταν στην κοσμάρα της!..Και όταν «επανέρχονταν» και άκουγε τον «χαμό» που γίνονταν στην τάξη, έλεγε ατάραχη…  και έκπληκτη… «Γιατί φωνάζετε;»

Πρέπει να ήταν γνωστό το πρόβλημά της, στον γυμνασιάρχη, και γι’ αυτό δεν δίδασκε αρχαία, που ήταν η ειδικότητά της αλλά έκανε δευτερεύοντα μαθήματα όπως ιστορία και γεωγραφία.

Αλλά η πλειονότητα  των καθηγητών μας ήταν πολύ καλοί στη δουλειά τους… και ως εκ τούτου, το σχολείο μας είχε μεγάλες επιτυχίες στις εισαγωγικές εξετάσεις εκείνων των χρόνων.

 Δεν μπορώ να μην αναφέρω κάποιους που άφησαν ανεξίτηλη  την θετική επίδρασή τους στην μαθητική και εν γένει στη μετέπειτα ζωήμου… Και αυτοί είναι οι κ. Πάσχος(φιλόλογος),  Κόκκινος(φυσικός, ο αείμνηστος Νικόλαος Σαρρής(μαθηματικός), ΝτριστέλλαΖωζώ(γυμνάστρια), Εξαρχάκη φιλόλογος, Λιόλιος(θεολόγος), το ζεύγος Τερζή(φυσικοί) κ. α

Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω και ένα  ατυχές… θλιβερό συμβάν, που έλαβε χώρα στο σχολείο μας και αφορούσε ένα πρώτο ξάδελφό μου, τον Νίκο της θειας-Μαρίτσας.  Ο Νικολάκης έπασχε από επιληψία παιδιόθεν  και η αρρώστια  αυτή αφήνει κάποια ιδιαιτερότητα… αρνητική στο εν λόγω άτομο, όσον αφορά τον χαρακτήρα του. Τον κάνει δύστροπο, απείθαρχο, ανυπάκουο κλπ. Και στο γυμνάσιο δημιουργούσε κάποια θέματα με την συμπεριφορά  και τις αταξίες του, πέραν του ότι  δεν ήταν και μελετηρός μαθητής.

 Αλλά και οι γονείς του φτωχοί άνθρωποι… γελάδια είχαν και καπνά καλλιεργούσαν, ποτέ δεν κατέβηκαν στην πόλη,  να  ενημερώσουν τους καθηγητές, ότι το παιδί τους έπασχε απ΄ την κακιά αυτήν αρρώστια, να ξέρουν οι άνθρωποι, πως πρέπει να χειριστούν αυτήν την περίπτωση και να δικαιολογούν κάπως την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά του!..

Ήταν στην τρίτη  τάξη, όταν έλαβε χώρα ένα ατυχές γεγονός, που είχε σαν αποτέλεσμα να διακόψει το γυμνάσιο ο Νικολάκης και κάπως άδικα θα έλεγα!.. Είχαν φυσική με τον κ. Κόκκινο και ο Νικολάκης δεν είχε το βιβλίο της φυσικής μαζί του… ως αμελής που ήταν, αλλά πήγε στην ξαδέλφη του την Φρόσω που ήταν στην ίδια τάξη, στο διάλειμμα, και αντέγραψε στην παλάμη του ένα σημαντικό κομμάτι του μαθήματος, που είχαν προς εξέταση.  

Και βάζει  «ο οξω από δω» το χέρι του η το ποδάρι του, το κατσικοπόδαρο… και στο μάθημα τον σηκώνει πρώτον για εξέταση ο κ. Κόκκινος. Εκείνος, καθώς τα αντέγραφε, τα είχε ήδη αποστηθίσει… και τα έγραψε στον πίνακα μια χαρά… Χωρίς βέβαια να κρυφοκοιτάει στο χέρι του, σύμφωνα, με μαρτυρίες της Φρόσως  και άλλων συμμαθητών του.

 Και όπως έστριψε  και άρχισε να κατεβαίνει απ’ την έδρα, παίρνει το μάτι του καθηγητού, ότι ο Νικολάκης είχε κάτι γραμμένο  στην παλάμη του, με στυλό… Γίνεται έξαλλος από θυμό… Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του ότι  κάποιος μαθητής θα μπορούσε να αντιγράψει και στα προφορικά… Πρώτη φορά το έβλεπε αυτό στη ζωή του… τόσα χρόνια στο «κουρμπέτι»!.. 

 Δεν τον χτύπησε… βέβαια, αλλά του έκανε κάτι πολύ χειρότερο!.. Τον προειδοποίησε με απόλυτο τρόπο ότι δεν πρόκειται να πάρει ποτέ απολυτήριο Γυμνασίου.  Έτσι τελείωσε άδοξα κα με πολύ λυπηρό τρόπο η μαθητική ζωή του Νικολάκη, ο οποίος μετά απ’ αυτό, πήρε  των «ομαθιών» του και πήγε στα καράβια, όπου εργάστηκε για κάμποσα χρόνια.

 Φαντάρος δεν πήγε γιατί είχε απαλλαγεί λόγω της αρρώστιας, γύρισε, παντρεύτηκε την Κατίνα και έκανε δυο παιδιά.Ασχολήθηκε κάμποσα χρόνια με την καλλιέργεια του καπνού  και αργότερα εγκαταστάθηκαν όλα τα αδέρφια του και αυτός με την οικογένειά του στην Κεφαλονιά, όπου δραστηριοποιούνται όλοι στον τουρισμό. Άνοιξαν εστιατόρια, καντίνες, μαγαζιά με τουριστικά είδη και είναι μια χαρά…  Αλλά το «χουνέρι» που έπαθε με τον Κόκκινο δεν το ξέχασε ακόμα και τώρα που είναι παππούς με δυο εγγονάκια… Αυτά έχει η ζωή!..

Στην Τρίτη γυμνασίου είχα την τύχη, να λάβω ως δώρο… στο τέλος του έτους, διακόσιες δραχμές,  για το ήθος και την επιμέλειά μου ως μαθήτρια,που κατάγομαι από φτωχό, ορεινό χωριό, της επαρχίας Ελασσόνας.

 Κάθε χρόνο, το σχολείο έδινε αυτό το χρηματικό ποσό, σε φτωχούς μαθητές, με καλές επιδόσεις, από τα τριγύρω χωριά, που αναγκάζονταν να ζουν μακριά απ’ τις οικογένειές τους… για να σπουδάσουν, σε δυσμενείς συνθήκες… Σε κάτι ημιυπόγεια δωμάτια, χωρίς θέρμανση, χωρίς μπάνιο και την τουαλέτα στην αυλή. Και προπαντός χωρίς την οικογενειακή θαλπωρή, την υποστήριξη και συμπαράσταση της οικογένειας…

Επίσης δεν μπορώ να ξεχάσω… την αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια εκ μέρους του καθηγητού κ. Βολιώτη Δημητρίου, προς την ξαδέλφη μου Φρόσω, που κατάγονταν από πολύτεκνη οικογένεια και ο πατέρας τους, κτίστης στο επάγγελμα, έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και δεν μπορούσε πλέον να δουλεύει. Παρ’  όλα αυτά, η οικογένεια αυτή, σπούδασε δυο κορίτσια, άριστες μαθήτριες και οι δυο. Η Όλγα έγινε δασκάλα και η Φρόσω,  καθηγήτρια φιλόλογος.

Ο κ. Βολιώτης  είχε μάθει για την τραγική κατάσταση της οικογένειας και ήθελε να βοηθήσει οικονομικά τη Φρόσω, που την είχε στο τμήμα του και γνώριζε ότι ήταν άριστη μαθήτρια και καλό κορίτσι… Αλλά υποσιτισμένο… πετσί και κόκκαλο!.. Η Όλγα είχε ήδη τελειώσει το γυμνάσιο και ήταν στην Ακαδημία της Λάρισας.

 Μια μέρα την φώναξε και της είπε, ότι από σήμερα και πέρα θα πας κάθε μέρα στο εστιατόριο του Μαχαίρα, το μεσημέρι και θα τρως εκεί, ότι θέλεις. Έχω κανονίσει προσωπικά την σίτησή σου εκεί και σε παρακαλώ πολύ να το κάνεις. Το κάνω με την καρδιά μου και μη μου το αρνηθείς…

 Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη… όχι γιατί δεν το ήθελε, από υπερηφάνεια… αλλά του εξήγησε ότι της ήταν αδύνατον… να πάει ένα κορίτσι μόνο του στο εστιατόριο, να φάει… Ντρέπονταν!.. Και πράγματι εκείνη την εποχή, ήταν ντροπή για μια γυναίκα, πόσο μάλλον για μια έφηβη…  να πάει μόνη της, στο  εστιατόριο για φαγητό. Μάλιστα της πρότεινε, να πάνε μια μέρα, να φάνε μαζί στο εστιατόριο. Τότε εκείνη αντέδρασε ακόμα περισσότερο… «τι,  να με δούνε να τρώγω με τον καθηγητή μου!…» σε μια μικρή πόλη όπου όλα μαθαίνονται αυτομάτως και γίνονται «βούκινο».

 Και τελικά συμφώνησαν να πάει, να παίρνει μια μερίδα φαγητό κάθε μέρα και να τρώει στο σπίτι της.   Χίλια μπράβο… στον ευαίσθητο άνθρωπο και καθηγητή, «συγχωρεμένο» πλέον  κ. Βολιώτη… Είθε ο παντοδύναμος να του ανταποδώσει, τα καλά που έχει κάνει στην  επίγεια ζωή του και να βιώνει εκεί την  ατελεύτητη… παραδεισένια ζωή… 

Η Όλγα και η Φρόσω, έμεναν για τρία χρόνια στο ημιυπόγειο του Κουτόβα. Και στα υπόλοιπα δωμάτια, έμεναν η Γεωργία και η Βαγγελιώ η συμμαθήτρια μου, και στο άλλο ο Δημήτρης και η Βαγγελίτσα απ’ το Αργυροπούλι Τυρνάβου.

 Όμως στα  δυο αδέλφια, παρατηρούσαμε μια περίεργη συμπεριφορά!.. ο Δημήτρης έφηβος πια μιλούσε και συμπεριφέρονταν σαν κορίτσι… η δε αδελφή του, είχε αντρική διάπλαση… και χοντρή φωνή. Αν την άκουγες μόνο και δεν την έβλεπες νόμιζες ότι ακούς, έναν άντρα να μιλάει…  Το αντίστροφο δε για το αγόρι…  Ο Δημήτρης είχε ψιλή φωνή και όταν κάτι του συνέβαινε… δεν έλεγε άχ τι έπαθα ο καημένος… αλλά αχ τι έπαθα η καημένη μου!.. και όλες οι κοπέλες, συγκάτοικοι στου Κουτόβα τα κατώγια, γελούσαν  εις βάρος του… Τότε αυτός θύμωνε… και τις έβριζε «Χαζοκαρλότες!.. Στην γειτονιά μας, σε μια όμορφη μονοκατοικία ζούσε μια ευκατάστατη, μικτή οικογένεια… ο πατέρας ήταν ιταλός και η γυναίκα του τυρναβίτισσα και είχαν δυο όμορφες κόρες… Η δεύτερη ήταν ολίγον ζωηρή… κατά τον Δημήτρη… και τις χαρακτήριζε έτσι.

 Όλοι αναρωτιόμασταν γιατί να συμβαίνει αυτό; Γεννήθηκαν με αυτήν την ιδιορρυθμία… η κάτι δεν έκαναν  σωστά οι γονείς…  Τώρα τελευταία, βλέπω στην τηλεόραση, ένα σποτάκι, που δείχνει έναν άντρα  να ενημερώνει… τον κόσμο «ότι «γκέϊ» δεν γίνεσαι… αλλά γεννιέσαι…»  Και ένα άλλο, που δείχνει μια κόρη, που σύστησε μια άλλη κοπέλα στη μάνα της, με την φράση «αυτήν είναι η κοπέλα μου»… Η μάννα δεν κατάλαβε… και ρώτησε. «φίλη σου είναι;» ‘Όχι της απάντησε… είναι η κοπέλα μου… Και βγαίνει ξανά η μάνα στενοχωρημένη… και λέει… «Το μόνο που με στενοχωρεί… είναι το ότι δεν θα δω εγγόνια απ’ αυτό το παιδί μου!». Τι να κάνει η δόλια η μάνα!.. πως να το διαχειριστεί!.. Είναι να μην σου τύχει!..  Και αν σου τύχει να το αποδεχτείς!.. Δεν μπορείς να το αλλάξεις… Ως φαίνεται  το κύριο χαρακτηριστικό της Δημιουργίας… είναι η απειρία των ειδών… Απ΄ όλα  έχει ο μπαχτσές!..

Εκείνα τα χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του 60, στον Τύρναβο, ήταν διάσημη μια τραβεστί, με το όνομα Σούλης. Φορούσε εξαντρίκ γυναικεία ρούχα και κουνιόνταν με πολύ έξαλλο τρόπο, που όταν έκανε περαντζάδα, στην κεντρική  πλατεία της πόλης γίνονταν το έλα να δεις… από σφυρίγματα, άσεμνες χειρονομίες  κλπ,κλπ… Ένα χαμός!

 Μια  ακόμα χαρακτηριστική… και πολύχρωμη… φιγούρα της πόλης ήταν η «Φτερού». Ήταν και αυτός  γκέι και φορούσε πολύ εντυπωσιακά πολύχρωμα φουστάνια και καπέλο με πολύχρωμα φτερά στο κεφάλι.  Είχε  ένα καροτσάκι και πουλούσε αυτά τα ξεσκονιστήρια… με τα φτερά. Ήταν ένα απ’ τα αξιοθέατα της πόλης…

Μια φορά το μήνα πηγαίναμε «περίπατο»… Ετσι λέγαμε την εκδρομούλα στον Αη-Λια, ένα βραχώδη λόφο,  με πεύκα, σε μικρή απόσταση απ’ την πόλη, που στην κορφή του δέσποζε το ομώνυμο εκκλησάκι.

 Περνούσαμε πολύ όμορφα!.. Ανηφορίζαμε ως την κορφή κι ανάβαμε κεράκι στον  περιλάλητο Προφήτη-Ηλία, που οι αγιογράφοι τον παριστάνουν  επάνω σε άρμα. Παρόμοιο με τον Ήλιο, που οι αρχαίοι  πρόγονοί μας τον παρίσταναν πάνω σε άρμα, που το έσερναν τέσσερα άλογα,  που  περιφέρονταν στους αιθέρες και φώτιζε τον κόσμο. Ακόμα και οι λέξεις Ήλιος και Ηλίας έχουν σχεδόν τα ίδια γράμματα… Τίποτα δεν είναι τυχαίο σ’ αυτόν τον κόσμο!.. Γι’ αυτό οι Αη-Λιάδες είναι πάντα σε κορφές.

Και μετά διασκορπιζόμασταν στην πλαγιά του λόφου, κατά παρεούλες… και κάναμε ότι γουστάραμε… Τα κορίτσια, ιδιαίτερα τα μικρότερα, κάναμε σχοινάκι κατά μόνας η ομαδικά… η κουβεντιάζαμε, καθισμένα κατά παρέες, στα βραχάκια. Τα ασιγούρευτα… αλώνιζαν το λόφο πάνω-κάτω, πέρα-δώθε.. μιας και η βρύση ήταν στο εκκλησάκι. Τότε δεν υπήρχαν τα πλαστικά μπουκαλάκια νερού… Και στο σχολείο, όταν διψούσαμε, πίναμε στο διάλειμμα, από τις δυο βρύσες  που υπήρχαν στα προαύλια, με την χούφτα μας.

Τα αγόρια των μεγάλων τάξεων, έπαιζαν ένα  ανδρικό…δημοφιλές τοπικό παιγνίδι, που το λένε «μακριά γαϊδούρα» Αυτό το έπαιζαν από αρχαιοτάτων χρόνων και το παίζουν ως τις μέρες μας και στο περίφημο Τυρναβίτικο καρναβάλι. Συμμετέχουν περί τα δέκα άτομα. Οι πέντε αγκαλιάζονται και σκύβουν τα κεφάλια τους, σχηματίζοντας ένα κύκλο. Οι υπόλοιποι περιφέρονται γύρω-γύρω απ΄ αυτούς και προσπαθούν να καβαλήσουν σε όποιον μπορέσουν, Έλα όμως που υπάρχει και ο  φύλακας που  κρατάει στο χέρι του ένα λουρί δερμάτινο και τους αποτρέπει… χτυπώντας τους με αυτό. Αλλά  κι αν το καταφέρουν, τους αναγκάζει, να κατεβούν. Είναι ένα διασκεδαστικό παιγνίδι, όπου ακούγονται και πολλά βρισίδια.. των αποκάτω, προς τους από πάνω… 

Η ωραιότερη όμως  και αξέχαστη εκδρομή, ήταν η ημερήσια, στο Μάτι. Η περιοχή αυτή είναι υπέροχη!.. Ένα παραδεισένιο τοπίο!..Από τα απόκρημνα βράχια,  στα ριζά του Λουσφακίου, ξεχύνεται ένα ποτάμι, σχηματίζοντας μια υπέροχη βάθρα και  ένα ποταμάκι που τρέχει να ενωθεί με ένα άλλο που κατεβαίνει από τον Όλυμπο και πάει να συναντήσει τον Ξεριά, ο οποίος ενώνεται στη συνέχεια με τον Πηνειό.

Το Λουσφάκι είναι ιστορικός τόπος, εδώ έγινε  μια μάχη με τους τούρκους, το 1912 και στην κορφή του υπάρχει μνημείο πεσόντων.

Η περιοχή γύρω απ΄ τις πηγές είναι πανέμορφη με πλούσια βλάστηση, με ψηλές λεύκες και καβάκια κατά μήκος του ποταμού. Ο δε Δήμος έχει δημιουργήσει χώρο αναψυχής, με τραπέζια και παγκάκια, για πικ-κνικ. Περάσαμε θαυμάσια!.. Ήταν μήνας Ιούνιος, σχεδόν καλοκαίρι και κατευχαριστηθήκαμε… βολτάροντας μέσα στη βάθρα. Η μεγαλύτερη απόλαυση στα παιδικά μας χρόνια ήταν να αλωνίζουμε… βάθρες και να περιεργαζόμαστε, ότι ζωντανό υπήρχε σ’ αυτές.

Επισκεφτήκαμε και το Λουσφάκι και αποτίσαμε φόρο τιμής στους πεσόντες.  Ο θείος μου ο Κίμωνας είχε μια φωτογραφία στο Λουσφάκι, από τα νιάτα του…  Ως φαίνεται  πάντα η περιοχή αυτή αποτελούσε πόλο έλξης… πολλών επισκεπτών. Μαγικός τόπος!.. Νεραϊδότοπος!..

Είχαμε πάρει μαζί μας και φαγιά…  ψωμοτύρι οι μη έχοντες… και  άλλα καλούδια, οι έχοντες… όπως σάντουιτς με βούτυρο, τυρί και ζαμπόν.

ΑΘΗΝΑ- ΣΠΟΥΔΕΣ

Tελείωσα το εξατάξιο γυμνάσιο το 1972 και η κλίση  μου ήταν προς τις ανθρωπιστικές επιστήμες, Ιατρική και Φαρμακευτική. Επηρεάστηκα απ’ την αδελφή μου την Βασιλική και τελικά έδωσα εξετάσεις για Φαρμακευτική, αλλά δεν πέρασα με την πρώτη… δυστυχώς… αν και ήμουνα απ’ τις  πρώτες μαθήτριες της τάξης μου. Βέβαια χωρίς καμιά επιπλέον βοήθεια, κανένα φροντιστήριο… η ιδιαίτερο μάθημα, όπως είχαν κάποιες συμμαθήτριές μου και συμμάθητές μου.

Τα αδέλφια μου η Κούλα και ο Βάϊος ζούσαν στην Αθήνα, στα Σούρμενα, όπου η αδελφή μου εργάζονταν, ως δασκάλα σε ιδιωτικό σχολείο της περιοχής και ο αδελφός μου, ως ιδιωτικός υπάλληλος σε μια εταιρεία, που έφτιαχνε κούκλες, με την  επωνυμία «ΕL-CRECO». 

 Έμεναν  σε μια μονοκατοικία τριών δωματίων, με κουζίνα και μπάνιο, στις υπώρειες του Υμηττού. Ήταν μια νέα συνοικία,  τότε με μικρά σπιτάκια, όπου κατοικούσαν πρόσφυγες από τα Σούρμενα του Πόντου της Τουρκίας.  Στα παράλια από κάτω μας ήταν η Γλυφάδα, με τον πανέμορφο Σαρωνικό κόλπο Ήταν πολύ όμορφα!..

Στην αρχή μ’ ενοχλούσε φοβερά… η βουή των αεροπλάνων που πηγαινοέρχονταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αλλά μέσα στο τρίμηνο, συνήθισα  και όχι πια δεν με ενοχλούσε ο θόρυβος αλλά, καμιά φορά μου έλλειπε κιόλας.  Τι σου είναι ο άνθρωπος!.. ‘Ολα τα συνηθίζει… και όλα τα αντέχει!.. ας πιστεύει στο αντίθετο.

Απ΄ αυτό το σπιτάκι και από το δυαράκι της Δάφνης, όπου μετακομίσαμε τον επόμενο χρόνο, πέρασε πολύς κόσμος. Συγγενείς, ξαδέλφια μας, που μετανάστευσαν στην Αυστραλία, όπως ο Γιώργος ο Κόκκαλης με την αδελφή του την Κούλα, η Ειρήνη με τον Πέτρο και την αδελφή του, η Κωστάντω με τον Δημήτρη και άλλοι. Τότε η μετανάστευση ήταν στο φόρτε της!.. Άδειασε όλη η χώρα!.. Άλλοι για Γερμανία και άλλοι για Αυστραλία.

Το ισόγειο δυαράκι, ήταν σε τριόροφο οίκημα, στην οδό  Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Δάφνη. Εν τω μεταξύ ήλθε από την Αυστραλία και η Άννα Τσούκρα, με σκοπό να σπουδάσει  και αυτή στην Αθήνα, σε κάποια σχολή  παραϊατρικών  επαγγελμάτων τη «ΣΒΙΕ»(Σχολές Βοηθών Ιατρικών Επαγγελμάτων).  Η Κούλα  με την Άννα  κοιμόντουσαν στο ένα δωμάτιο και εγώ με τον Βαϊο στο άλλο.  Σε λίγο ήρθε και η συγχωρεμένη… πρόσφατα, αγαπημένη μας ξαδέλφη ΄Ολγα, με την οποία κοιμόμασταν μαζί, σε μονό κρεβάτι…

Υπήρχε μια μικρή κουζίνα, μπάνιο και ένας στενός διάδρομος.  Τα δωμάτια έβλεπαν σε κήπο με λεμονιές και μανταρινιές… και ήταν συνέχεια του κήπου του τρίπατου σπιτιού της σπιτονοικοκυράς μας της κ. Βαρβάρας, από ένα νησί, νομίζω την Αμοργό, όπου έμενε με την οικογένειά της. Ήταν πολύ καλή γυναίκα, αγαπησιάρα, γλυκομίλητη… μας φέρνονταν καλά.  Φώναζε τον άντρα της «Μιχαλάκη» και έσταζε το στόμα της μέλι!..

 Ο άνδρας της είχε πάθει ένα ατύχημα και είχε κάποια αναπηρία… περπατούσε με δυσκολία. Άκουσα ότι έπεσε από δέντρο και χτύπησε στην σπονδυλική στήλη, γεγονός στο οποίο οφείλονταν το πρόβλημά του.  Ήταν πολύ λεβέντης στην φτιαξιά του και γυμναστής… αλλά ατύχησε!.. Έδωσε… όμως ο θεός και έκαναν μια όμορφη οικογένεια.  Είχαν δυο  όμορφες κόρες και ένα γιό κούκλο…

Αυτό το σπίτι δεν ήταν σχεδόν ποτέ… μόνο με τους ενοίκους του!.. Είχαμε  πάντα επισκέπτες!.. Εκτός από τους μετανάστες… εδώ ξεπέζευαν… στις εξόδους τους και όσοι υπηρετούσαν στην Αθήνα, συμμαθητές του αδελφού μας, συγγενείς, φίλοι  και συμπέθεροι… Ο Αντώνης του Βούλγαρη, ο Αλέκος  της Λαγίνας, ο Γιώργος Τσιούγκος, αδελφός του Κώστα,που ήταν αρραβωνιαστικός, της ξαδέλφης μας Όλγας.

Θυμάμαι ένα σαββατοκύριακο, είχαν «έξοδο»… οι μαίες… Η Λίτσα τ’ Κουμπούρα σπούδαζε στη Σχολή Μαιών, στην οποία,  οι σπουδάστριες, ήταν εσώκλειστες.  Που και που είχαν ρεπό και έπρεπε κάπου να κοιμηθούν… Τότε μέναμε στο δυάρι, με την ξαδέλφη μου την Λεμονιά και τον ξάδελφο μας το Λιάκο. Είχε φύγει η πρώτη φουρνιά… τα αδέλφια μου, η Άννα και η Όλγα.  

Οι μαίες ξευχήθηκαν βόλτες όλη μέρα στην Αθήνα και το μόνο σπίτι που θα μπορούσαν να διανυκτερεύσουν, ήταν το δικό μας…  Το βράδυ είχαν  πάει κάπου… για διασκέδαση… και κατά τα μεσάνυχτα, καταφτάνει, ένα τσούρμο χαρούμενα κοριτσάκια… στο σπίτι.Είχαν πιει και τα «σφηνάκια» τους και ήταν όλο γέλια και χαρές… Στρώσαμε στο πάτωμα, ένα στρωσίδι και βολεύτηκαν… όπως- όπως, άλλες με τα ρούχα και άλλες ημίγυμνες…  έξι νταρντάνες. Εξ’ άλλου δεν υπήρχε άντρας στο σπίτι!..  Οπότε κινούμασταν με άνεση!..

 Και όταν με το καλό… ξυπνήσαμε κατά το μεσημέρι, ήπιαμε το ελληνικό καφεδάκι μας και αναποδογυρίσαμε τα φλυτσάνια… για να δούμε τι μας επιφυλάσσει η μοίρα… το πεπρωμένο… Το’ λεγε η μια στην άλλη… Όλο κάποιο γράμμα βλέπαμε…  μια συνάντηση… κάποιο όνομα αγαπημένου… της ενδιαφερομένης, είχε πέσει στην αντίληψή μας… και το ξεφουρνίζαμε… πόρτες και δρόμοι ανοιχτοί… εμπόδια και εχθροί, ξεφύτρωναν στο φλυτζάνι. Οργίαζε και η φαντασία μαςεκείνη την εποχή… Και κατευχαριστημένη η λεγάμενη… που της τα μαντέψαμε όλα… έπαιρνε το επόμενο αναποδογυρισμένο φλυτζάνι και άρχιζε να αραδιάζει τα μελλούμενα… στην επόμενη φιλενάδα, που αδημονούσε για το μέλλον της. Έτσι περνούσαν οι ώρες ευχάριστα… και με προσδοκίες  για την ζωή που μας περίμενε!..

Ηλίας Τάψας

Ο ξάδελφος Ηλίας είχε γίνει μηχανικός αυτοκινήτων και εργάζονταν στην Αθήνα, στην Δάφνη. Και όταν έφυγε η  αδλφή  μου για Λάρισα, είχε διοριστεί δασκάλα στην Βερδικούσια και ο αδερφός μου πήγε φαντάρος, ήλθε στο σπίτι μας και συγκατοικήσαμε οι τρείς μας, οι δυο Λεμονιές και εκείνος.

 Η συγκατοίκηση αυτή ήταν ιδιαίτερα προβληματική… διότι ο ξαδερφούλης ήταν πολύ άτακτος… και ερωτίλος… τύπος. Είχε απανωτές ερωτικές σχέσεις και συχνά τον έψαχναν κάποιοι πατεράδες… που είχαν μάθει πως η κόρη τους, τα είχε με έναν Ηλία, που εργάζονταν σε συνεργείο και έμενε στη Δάφνη, στο συγκεκριμένο δρόμο…Συνήθως εύρισκαν τις Λεμονιές στο σπίτι, που προσπαθούσαμε να τα «μπαλώσουμε…» και να τους καθησυχάσουμε… τους φουκαράδε, που ανησυχούσαν για τα κορίτσια τους.

Σε μια επίσκεψη του, δε στο χωριό μας, σε κάποιο γάμο, είδε την Όλγα, συμμαθήτρια της Ευδοκίας, μια όμορφη και νταρντάνα κοπελιά και άρχισε να την φλερτάρει πιεστικά… Είναι γοητευτικός… ο άτιμος. Και η Όλγα, συγκινήθηκε η καημένη, άβγαλτη ήταν… πρώτη φορά της έδειξε αγάπη ένας άντρας…  και βγήκε μαζί του… Το έμαθε ο  πατέρας της και άρχισε να την μαλώνει…

Οπότε  εκείνη μια και δυο παίρνει τηλέφωνο στον Ηλία και του λέει «Ηλία, έρχομαι στην Αθήνα, τα έμαθε ο πατέρας μου και με μαλώνει… έρχομαι αύριο κιόλας…». Την άλλη μέρα γυρνάει ο Ηλίας απ΄ την δουλειά του, καταστενοχωρεμένος!.. Δεν μιλιόνταν… «Άστα μου λέει, τα κανα μαντάρα… Τι έγινε καλέ… τι έπαθες;  «Το απόγευμα έρχεται η Όλγα στην Αθήνα, εδώ στο σπίτι μας. Ωχ τι μας βρήκε πάλι» είπα μέσα μου. 

Ήρθε η Όλγα με μια βαλιτσούλα στο χέρι και εγκαταστάθηκε στο δωμάτιο του Ηλία, οπότε γέμισε πάλι το δυαράκι μας κόσμο… Δυο μέρες αργότερα καταφτάνει και ο συμπαθέστατος και  γραφικότατος μπαμπάς της, να ιδει που πήγε το κορίτσι του και να το πάρει πίσω η να τα κανονίσει με τον υποψήφιο γαμπρό του, τι μέλλει γεννέσθαι… με την υπόθεση.

Ήλθε ο κυρ-Νικόλας ο Σερσέμης, με τα καλύτερα ρούχα που είχε, περιποιημένος, μια χαρά άνθρωπος… και του φτιάξαμε καφέ…  Και αφού πήρε μια ανάσα,  πήρε το λόγο και άρχισε να μιλάει στην κόρη του, με την ιδιότυπη και γλαφυρή… γλώσσα που χρησιμοποιούσε. Με ηρεμία και επιχειρήματα προσπαθούσε να καταλάβει γιατί το κορίτσι του έκανε αυτήν την πράξη, να φύγει από το σπίτι και την παρακαλούσε να γυρίσει. « Γιατί  Όλγα  έφυγες απ’ το σπίτι μας; Μπορεί να είναι φτωχικό  και ταπεινό… αλλά είναι τίμιο!.. Γιατί το έκανες αυτό;Και τώρα τι σκοπεύεις να κάνεις; Θα γυρίσεις η θα μείνεις εδώ; Και η ‘Ολγα απαντούσε όχι δεν έρχομαι, θα μείνω εδώ με τον Ηλία. Τότε γυρνούσε στον Ηλία «Τι λες και συ κυρ-Ηλία;… ο Ηλίας φανερά μπερδεμένος… κόμπιαζε… δεν ήξερε τι να πει…  του ήρθε ταμπλάς!.. Δεν περίμενε τέτοια εξέλιξη… Δεν ήταν έτοιμος να πει κάτι δευσμευτικό… ούτε του είχε περάσει η ιδέα, ότι θα παντρεύονταν μια κοπέλα επειδή του άρεσε και  μίλησαν μια φορά και αντάλλαξαν και  μερικά φιλιά.

Και φανερά αμήχανος και με σκυφτό το κεφάλι… δείγμα ενοχής… πρότεινε στην Όλγα να γυρίσει στο χωριό… και θα έβλεπαν… τι θα έκαναν στο μέλλον… Αλλά η Όλγα, την ψυλλιάστηκε τη δουλειά…Ότι αν γυρνούσε στο χωριό, «μην τον είδατε τον Παναγή»…  Μουλάρωσε το λοιπόν, στήλωσε τα πόδια της κι είπε ορθά κοφτά «Εγώ δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω με τον Ηλία». Και αυτό έγινε…

 Ήμουνα και γω παρών στην στιχομυθία και απολάμβανα… το υπέροχο στυλ ομιλίας ενός απλού, φτωχού ανθρώπου, τσομπάνη στο επάγγελμα, αλλά τίμιου και ντόμπρου ανθρώπου, που έλεγε» τα σύκα σύκα και τη σκάφη, σκάφη!..» Ευγενέστατος, ειλικρινής, προσπαθούσε με ήπιο τρόπο να βάλλει τα πράγματα σε μια σειρά… χωρίς φωνές και φασαρίες. Έκανε το καθήκον του σαν πατέρας!.. Από εκεί και πέρα, ας έκαναν ότι τους έλεγε η καρδιά τους!.. και ας έβαζε το χέρι Του και ο Θεός…

Ο Κυρ-Νικόλας έμεινε ένα βράδυ μαζί μας, τον περιποιηθήκαμε και την άλλη μέρα έφυγε,  στενοχωρημένος… χωρίς να πάρει μια απάντηση για τι μέλλει γενέσθαι στο ζεύγος.

Έτσι το δυαράκι γέμισε και πάλι με κόσμο… τέσσερεις οι μόνιμοι και ατέλειωτοι… οι διερχόμενοι επισκέπτες για να μην πλήττουμε… Και σε κανα χρόνο περίπου η λίγο περισσότερο είχαμε και γάμο και γω κουμπάρα…  χωρίς λεφτά… σπούδαζα ακόμα. Και δεν πέρασε ένα εξάμηνο απ’ το γάμο, ήλθε και ο πελαργός… και έφερε αγοράκι που το βάφτισα και αυτό, Θωμά, στο όνομα του παππού του, Θωμά που είχε παντρευτεί την θεία μου Λεμονιά, αδελφή της μάνας μου. Και από ότι κατάλαβα, το όνομα Λεμονιά συνδέεται με καρμικούς δεσμούς με το όνομα Θωμάς. Η θειά-Λεμονιά παντρεύτηκε Θωμά, η ξαδέλφη μου Λεμονιά πάλι Θωμά, και γω βάφτισα δυο Θωμάδες ως τώρα. Πού ξέρεις μπορεί να βρεθεί  κανένας Θωμάς στη ζωή μου και να παντρευτώ ξανά, τώρα στα ξεκούδουνα…

Αντώνης του Βούλγαρη

Ο Αντώνης, είναι εγγονός της νονάς μου, της συγχωρεμένης, γιαγιάς Μανώλινας και γιος της κόρης της, Ρήνως, που παντρεύτηκε τον Νάσιο του Βούλγαρη. Οι γονείς του, δεν απέκτησαν δικά τους παιδιά και τον πήραν ψυχοπαίδι. Ο Νάσιος ήταν παιδί, της μαμής, της Σκριάκαινας, που ήταν αδελφή της Βουλγαρίνας. Αλλά ο εν λόγω πολύφερνος… ως γαμπρός, νέος, καθότι η οικογένεια του Βούλγαρη είχε μεγάλη περιουσία, είχε μεγάλο κοπάδι κατσίκια, αποδείχτηκε βάναυσος και ανελέητος… ως σύζυγος, της άτυχης Ρήνως.

 Είχαν αποκτήσει τον Αντωνάκη και ήταν  έγκυος στο δεύτερο παιδί τους,  όταν σε κάποιον απ ΄τους συχνούς και βίαιους καυγάδες του ζεύγους, ο Νάσιος κλώτσησε τη Ρήνω στην κοιλιά… Το αποτέλεσμα ήταν να «χαθούν» μάννα και παιδί. Εκείνος ξαναπαντρεύτηκε μια άλλη χωριανή, καλή γυναίκα και απέκτησαν και άλλα δυο  παιδιά. Μάλλον μετά το ειδεχθές αυτό έγκλημα που διέπραξε συνετίστηκε… Αλλά τι το θες!.. έχασε τη ζωή της η Ρήνω, η ομορφότερη κόρη της νονάς μου και ορφάνεψε το παιδί της… 

Αλλά και ο Αντωνάκης, στην ενήλικη ζωή του και στον γάμο του αποδείχτηκε πολύ χειρότερος απ’ τον πατέρα του… Παντρεύτηκε την Κούλα τ’ Αγκόλα στο παρατσούκλι και απέκτησαν τρία παιδιά, ένα κορίτσι και δυο αγόρια. Αλλά η συζυγική   ζωή της υπήρξε μαρτυρική!..Πέρασε μαζί του των παθών της τον τάραχο!.. Την σακάτεψε την κακομοίρα!.. Δεν της άφησε ούτε ένα δόντι άσπαστο!..  Τόση ήταν η δυστυχία της και τόσες οι πληγές της που δεν άντεξε… και πήρε των «ομαθιών της!..» Έφυγε για την Αθήνα και δεν ξαναγύρισε… αφήνοντάς τον σύξυλο… με τα τρία παιδιά, που είχαν αποκτήσει μαζί. 

 Εκεί γνώρισε έναν καλό άνθρωπο, που είχε χάσει την γυναίκα του και ζει μαζί του, σαν άνθρωπος… Επίσης μερίμνησε και για  τα παιδιά της.  Η κόρη πήγε μαζί της και πρόκοψε… τα δε αγόρια έκατσαν με τον πατέρα τους και ελπίζω να μην ακολουθήσουν τα «χνάρια» του… 

Τον  Αλέκο τον είδα πρόσφατα, στο χωριό, περνώντας, σε μια βόλτα μου… απ’ την γειτονιά του. Έπινε καφέ στην βεράντα, του πατρικού σπιτιού του.  Μόλις με είδε, αγαλλίασε η ψυχή του… Σηκώθηκε αμέσως απ’ την καρέκλα και μου λέει… «Λεμονιά περίμενε ένα λεπτό, να σου δώσω δυο αυγά!..  Δεν ξεχνώ… την ομελέτα που έφαγα στο σπίτι σου, όταν υπηρετούσα στην Αθήνα. Με εξέπληξε και με συγκίνησε σφόδρα… αυτή του η  αναπάντεχη… ενέργεια!.. Ούτε που θυμόμουνα το γεγονός!..

 Ο Αλέκος είναι συνομήλικος του αδερφού μου και η μάννα του έμεινε χήρα, πολύ νέα, με τρία, ανήλικα αγόρια, που τα μεγάλωσε μόνη της, με πολλές στερήσεις… και βάσανα… Ο άντρας της, πέθανε πολύ νέος και πήγε «τζάμπα»… που λέει ο λόγος, από άγνοια… και έλλειψη υποδομών στη χώρα, στην μεταπολεμική δεκαετία του ’50.

Είχε ένα πόνο στην κοιλιά… Συγκοινωνία εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε στο χωριό, για να πάει έγκαιρα στο γιατρό και γιατροπορεύτηκε μόνος του… Ζέστανε δυο χούφτες πίτουρα, τα έβαλε σε μια πάνινη σακούλα και τα τοποθέτησε στην κοιλιά του, στο σημείο, του πόνου… Αυτό ήταν!… Έσπασε η σκωλικοειδής απόφυση,  έπαθε περιτονίτιδα και πήγε καλιά του!.. κατά πως συνηθίζεται να λέγεται στα μέρη μας, σε παρόμοιες περιστάσεις… φτώχεια και Άγιος ο θεός!..

 Ποιος θα όργωνε  και θα έσπερνε τα χωράφια, για να βγάλει  το ψωμί της χρονιάς!.. ποιος θα έκοβε και θα κουβαλούσε τα ξύλα της χρονιάς για όλες τις ανάγκες του νοικοκυριού… Ποιος  θα έτρεχε στην Φαρκαδόνα, με το ζώο, για τα απαραίτητα ψώνια και για τυχόν αρρώστιες στην οικογένεια;.. Πολύ βαρύ το «φορτίο» για τις χήρες γυναίκες, αβάσταχτο… Και δεν είναι τυχαίο… που όλες οι θρησκευόμενες  και μη κοινωνίες,  του Κόσμου, περιέβαλλαν με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα, τις χήρες και τα ορφανά, ανέκαθεν.

                                                                                      Η ΟΛΓΑ

 Η Όλγα  είχε σπουδάσει δασκάλα στην Ακαδημία της Λάρισας, όπου και γνώρισε τον συνάδελφό της τον Κώστα και ερωτεύτηκαν σφόδρα. Είχε έρθει στην Αθήνα για να εργαστεί και να είναι και κοντά στον αγαπημένο της φαντάρο. Όταν ζούσαμε στα Σούρμενα εργάζονταν στηνΕl-CRECO,έντυναν και χτένιζαν κούκλες, με την Φρόσω  την αδελφή της, που είχε έρθει, για ένα φεγγάρι και αυτή στην Αθήνα.

Ο Κώστας υπηρετούσε στην Κόρινθο και η Όλγα κάθε βράδυ, πριν κοιμηθούμε, έγραφε επιστολές στον αγαπημένο της…  Και συνήθως… τις διαβάζαμε και οι συγκάτοικοί της, εγώ και ο Βάϊος.

Έσταζαν μέλι οι εν λόγω επιστολές!.. Ήταν πολυγραφότατη…  και λυρική στο γράψιμό της…  Αν έγραφε μυθιστόρημα, μέσα σε δυο χρόνια, όσο κράτησε το φανταριλίκι του Κώστα, θα είχε εκδώσει ένα βιβλίο περί τις πεντακόσιες σελίδες… μελίρρυτο και αισθησιακό!.. 

 Έγραφε κάθε βράδυ και κάθε μέρα, περίμενε γράμμα… Και όταν δεν είχε… δεν έκανε ακριβώς το ίδιο και ο Κωστακούληςτης, πήγαινε και έπεφτε στο ντιβάνι  συντετριμμένη… λέγοντας «πάει ο Κώστας με ξέχασε!.. Δεν ήθελε ούτε να φάει ούτε να κάνει τίποτα!.. Μια μέρα που μοιρολογούσε… της «βάζει μια πόστα» η Άννα.  «Έλα εδώ της λέει, τι πράγματα είναι αυτά που κάνεις;  Ο άνθρωπος έχει και δουλειές… έχει υπηρεσία, έχει σκοπιές…  δεν αδειάζει να γράφει κάθε μέρα… 

«Αϊντε σήκω  απάνω και άφησε τις μίρλες… γιατί έχουμε να κάνουμε και δουλειές!… βρωμάει το σπίτι…» Η Κούλα επειδή ήταν μερακλού στα φαγιά… είχε αναλάβει κατά κύριο λόγο, την μαγειρική, ο Βάϊος, τον χασάπη και τον φούρνο, για ψωμί και ένα λίτρο κόκα-κόλα, οπωσδήποτε…‘Ηταν το αγαπημένο μας ποτό. Η Άννα τα ψώνια στο σούπερ-μάρκετ  η δε Όλγα κι εγώ είχαμε αναλάβει την καθαριότητα του σπιτιού, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα. Και ο καθένας μας έπλενε τα ρούχα του… Δεν είχαμε πλυντήριο…

Του αδελφού μας βέβαια… τα πλέναμε οι αδελφές…  Ε!.. έναν άντρα, είχαμε στο σπίτι, και το θεωρούσαμε υποχρέωσή μας να τον περιποιούμαστε… «Κολώνα» του σπιτιού… έτσι χαρακτήριζαν τον άντρα, οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας και με αυτές τις αντιλήψεις… γαλουχηθήκαμε κι εμείς… Είναι αλήθεια… ότι ντρεπόμαστε να βλέπει τον αδερφό μας η σπιτονοικοκυρά, να απλώνει ρούχα, στο σκοινίτης αυλής!..

Η Όλγα τότε εργάζονταν σε ιδιωτικό σχολείο, πολύ μακριά, στο Πέραμα, στον Πειραιά.Και όταν απολύθηκε  ο Κώστας, τότε έφυγαν από την Δάφνη και έμεναν μαζί στην Καλλιθέα.

Ήταν πολύ αγαπημένο ζευγάρι και πολύ ταιριαστό και η αγάπη που τους έδενε… ήταν παραδειγματική… που σπάνια την συναντάς… Και έζησαν μια ζωή θα έλεγα υποδειγματική, ήρεμη και ανέφελη. Παντρεύτηκαν στους Άγιους Πάντες στην Καλλιθέα και έλαμπαν από ευτυχία… η δε Όλγα πετούσε στα ουράνια, μέσα στο λευκό της νυφικό. Ηταν μια κούκλα, με την καπελαδούρα της, που της πήγαινε πάρα πολύ.

 Και στο χρόνο απάνω ήρθε και ο πελαργός και έφερε ένα όμορφο ξανθό και λεπτεπίλεπτο πλάσμα, την Χρυσούλα και ήταν πανευτυχείς… Τους επισκεφτήκαμε με την φρόσω για να τους συγχαρούμε για το νεογέννητο και μας εντυπωσίασαν τα όμορφα ματάκια του και τα χεράκια του, με τα τόσο λεπτά δαχτυλάκια, που μας θύμιζαν  μακαρόνια… «Καλέ τι χεράκια είναι αυτά…»  αναφωνήσαμε και οι δυο μαζί.  Και άπλωσα τον δείχτη μου και μου τον έσφιξαν τα «μακαρονάκια» τόσο σφιχτά… που τρόμαξα.

Αργότερα  η οικογένεια μετακόμισε στην Λάρισα όπου εργάστηκαν σε διάφορα σχολεία της πόλης.  Εν τω μεταξύ σε λίγο… ξανάρθε ο πελαργός και αυτή τη φορά έφερε αγόρι, τον Δημητράκη και έγινε τετραμελής η οικογένεια και ζούσαν μια χαρά. 

Έκτισαν μαζί με την αδελφή μου την Κούλα, από ένα διαμέρισμα, σε οικόπεδο που αγόρασαν από κοινού και έζησαν εκεί μέχρι που συνταξιοδοτήθηκαν. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν, σπούδασαν η Σούλα έγινε δικηγόρος και εργάζεται στην Αθήνα και ο Δημητράκης, του άρεσε η μουσική και δραστηριοποιήθηκε στον τομέα του στη Θεσσαλονίκη,  όπου ζει με την κοπέλα του. Και όταν ήλθε ο καιρός… η κόρη αποφάσισε και έκανε ένα πανέμορφο κοριτσάκι, την Όγα, όπως αυτοσυστήνονταν όταν δεν τα έλεγε ακόμα  καλά. 

Το ζεύγος Τσιούγκου,  ήδη είχαν μετακόμισει στην Αθήνα, πριν από πέντε χρόνια, για να βοηθούν την κόρη της στη δουλειά της.  Η Όλγα είχε τακτική εργασία, καθαρόγραφε τις δικογραφίες της, που έφερνε η Σούλα απ’ το γραφείο. Η κόρη σπούδασε νομικά και δουλεύει σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο της Αθήνας Και όταν ήλθε το κοριτσάκι, οι γονείς της ανέλαβαν, συν τοις άλλοις να φροντίζουν και την  τη μικρή. Και  όλα πήγαιναν πρίμα… έως πριν δυο χρόνια περίπου που άλλαξε ριζικά και αμετάκλητα η ζωή τους!.. 

Ήταν του Αγίου Πνεύματος και συνέπεσε να είναι και τα γενέθλια της Σούλας, την ίδια μέρα. Και αποφάσισαν να πάνε οικογενειακώς… κατά Βάρκιζα μεριά… να γιορτάσουν την σημαντική αυτή επέτειο, σε αξιοπρεπές μαγαζί της περιοχής. Εν τω μεταξύ η κόρη όλλως ιδιαιτέρως εκείνη τη φορά, ήθελε η μάνα της να είναι πολύ όμορφη και φροντισμένη… για την περίπτωση… Και τι δεν της έβαλλε… Όλα τα χρυσαφικά της και το καλύτερο μοντελάκι για την εποχή, το μαλλί στην τρίχα και γενικά  φρόντισε  την εμφάνισή της  με περισσή… φροντίδα.  Ούτε νύφη δεν είχε τόσα στολίδια!.. Και πήγαιναν προς τα νότια παράλια της Αττικής για φαγητό. Αλλά ο Χάρος άλλα σχεδίαζε… τρομερά για την οικογένεια… Τους έστησε καρτέρι κάπου στην Γλυφάδα, όπου έγινε  το φονικό. 

Ως συνήθως αυτό το τριήμερο, όπως και σε κάθε τριήμερο του έτους,  υπάρχει μαζική έξοδος των εκδρομέων… από το κλεινόν άστυ. Γίνεται ένας πανικός!..  Ήταν μπλοκαρισμένοι στην Γλυφάδα και περίμεναν υπομονετικά να περάσει η ώρα και να μπορέσουν να φτάσουν στο προορισμό τους. Αλλά δυστυχώς… δεν έφτασε ποτά αυτή η ώρα… Άλλα σχέδια είχε φέρει στο προσκήνιο…το πεπρωμένο, η μοίρα… το γραφτό!..

 Στο πίσω κάθισμα κάθονταν η Όλγα που κρατούσε το παιδί στην αγκαλιά… Αυτό λίγο πριν συμβεί το μοιραίο, άρχισε να σκούζει… ασταμάτητα και αναγκάστηκε ο Κώστας να το πάρει μπροστά. Δεν πέρασαν παρά ελάχιστα λεπτά, απ΄ αυτό το γεγονός, όταν συνέβη το τρομερό δυστύχημα.  Μια μερσεντές που οδηγούσε ένα μοναχοπαίδι πλουσιόπαιδο… με την μουσική στο τέρμα, στην κοσμάρα… του αποροφημένος… δεν είδε ότι τα αυτοκίνητα ήταν ακινητοποιημένα… και πάει και πέφτει τυχαία;…στο αυτοκίνητο που οδηγούσε η κόρη. 

 Οι μπροστινοί, κόρη, μπαμπάς και παιδί, δεν έπαθαν απολύτως τίποτα… Την «νύφη» πλήρωσε η Όλγα, που ήταν στο πίσω κάθισμα. Το αυτοκίνητο της Σούλας, ένα Σιτροέν  χιλίων κυβικών και μετά την συντριβή του απ ΄την Μερσεντές, έμεινε το μισό… Δεν υπήρχε πίσω θέση.. Μάλλον δεν έμεινε ούτε το μισό, καθώς με την πρόσκρουση, το Σιτροέν πήγε και έπεσε πάνω στο μπροστινό του αυτοκίνητο, οπότε δεν έμεινε σχεδόν τίποτα!.. Ένας σωρός στραπατσαρισμένες λαμαρίνες!.. και η Όλγα βαριά τραυματισμένη στο κεφάλι, κάταγμα λεκάνης, κατάγματα στα πλευρά και κάταγμακάταγμα στο χέρι.   Με την πρόσκρουση, επειδή το Σιτροέν είναι μικρό αυτοκίνητο, η Όλγα συνεθλίβη ανάμεσα στην μπροστινή θέση και την Μερσεντές με αποτέλεσμα να σηκωθεί προς τα πάνω και να  χτυπήσει πολύ άσχημα στο κεφάλι… Έσπασε το κρανίο στη δεξιά μεριά και έπαθε μεγάλη ζημιά στο εγκέφαλο…

 Ήταν μέσα  Ιουνίου… την μετέφερε το ασθενοφόρο στον Ευαγγελισμό,  που εφημέρευε… Μας ειδοποίησε η Φρόσω αμέσως και πήγαμε στον νοσοκομείο, με την αδελφή μου, την Ευδοκία. Ήταν μια, π’ τις φρικτότερες νύχτες που περάσαμε εκεί, οι στενοί συγγενείς, ο Κώστας, η φρόσω,ο Γιώργος, αδελφός του Κώστα και γω. Την Όλγα την είχαν ήδη πάει για χειρουργεία… από να αρχίσουν και που να τελειώσουν και οι γιατροί… ‘Ηρωες!.. Όσες ώρες περιμέναμε εκεί, συνεχώς έρχονταν ασθενοφόρα με ασθενείς και τραυματισμένους… γίνονταν ένας χαμός. Περιμέναμε με ιώβεια… υπομονή. Μόλις βλέπαμε κανέναν να βγαίνει απ’ το χειρουργείο, ρωτούσαμε να μάθουμε τι γίνεται, πως πάει… Και όλοι μας έλεγαν το ίδιο πράγμα… πάρα πολύ βαρύ το περιστατικό!.. Δεν μας χωρούσε  ο τόπος!.. 

 Και κατά τις πρωϊνές ώρες, είχε ήδη είχε φέξει… όταν είδαμε το φορείο με την Όλγα να βγαίνει απ’ το χειρουργείο. Δεν θύμιζε την ‘Ολγα!.. Το κεφάλι της τυλιγμένο γύρω-γύρω με επιδέσμους και το πρόσωπο αλλοιωμένο… πρησμένο… Την πήγαν στον έβδομο όροφο και εμείς πήγαμε στα σπίτια μας για ανάπαυση…’Ημασταν εξουθενωμένοι!.. 

Και για την Όλγα ξεκινούσε ο Γολγοθάς του δικού της μαρτυρίου… που κράτησε επί εννέα μήνες… Κράτησε πολύ!.. Γιατροί και προσωπικό έκαναν το καθήκον τους, κατά τον καλύτερο τρόπο, αν και ήξεραν ότι έχει ελάχιστες έως μηδαμινές ελπίδες ανάκαμξης το περιστατικό…Είχε αφαιρεθεί τμήμα του εγκεφάλου που είχε υποστεί μεγάλη ζημιά και δεν υπήρχε περίπτωση ούτε να μιλήσει ούτε να περπατήσει, όπως το είπαν οι γιατροί. Εμείς όμως ελπίζαμε… στο θεό στο «θαύμα» και κάναμε ότι μπορούσε ο καθένας για να βοηθήσουμε, η οικογένεια της η Φρόσω και εγω, μιας και ήμουν φυσικοθεραπεύτρια και ήδη είχα δουλέψει σε  τέτοια περιστατικά, με βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Η Φρόσω είχε σχεδόν εγκαταλείψει το σπίτι της και ήταν συνεχώς κοντά της… όπως και ο Κώστας και σε μικρότερο βαθμό και εγώ. Την κινητοποιούσαμε, κουνούσαμε  χέρια-πόδια,, της έκανα μασσάζσε όλο το σώμα.   Αλλά δυστυχώς οι κόποι  και οι ελπίδες μας πήγαν χαμένες…

Εν τω μεταξύ τα χειρουργεία δεν είχαν τελειώσει…  Κάποια στιγμή, έπρεπε να χειρουργηθεί για να μπει πλαστικό καύκαλο, στο σημείο που είχε συντριβεί το κόκαλο του κρανίου, στην κροταφική περιοχή. Χειρουργήθηκε στην κοιλιά για διάφορα θέματα, ήταν διασωληνωμένη, είχε παρεντερική,  για λήψη τροφής, και τι δεν είχε!.. Ο Θεός να φυλάει τους ανθρώπους  όλους!.. από τέτοια δεινά.  Τόσα χρόνια στο νοσοκομείο που εργάστηκα, δεν είδα τόσο βαρύ περιστατικό!.. Πέρασε τέτοιο μαρτύριο η ίδια και όλη οι οικογένειά της,  μαρτύρησε… Ιδιαίτερα ο Κώστας, που έπρεπε να φροντίζει το μωρό, το σπίτι, να τρέχει κάθε μέρα στο νοσοκομείο, να ξοδεύει συνεχώς λεφτά σε γιατρούς για τα χειρουργεία και τα διάφορα που συνεχώς προέκυπταν… 

 Ήταν ένα μαρτυρικό εννιάμηνο,  που κατέληξε όχι σε ανάνηψη.. που ελπίζαμε και ονειρευόμαστε, αλλά στον θάνατο.  Τους τελευταίους τρείς μήνες της ζωής της έπαθε ενδονοσοκομειακή λοίμωξη στο αίμα και νοσηλεύτηκε στο λαϊκό Νοσοκομείο όπου και κατέληξε… Πόσο να αντέξει!… και από σίδερο να ήταν θα λύγιζε… Την επισκέφτηκα την τελευταία μέρα, που το βράδυ έφυγε… για τους ουρανούς… είδα ότι είχε αρχίσει  να φεύγει!.. Η αναπνοή της δεν ήταν κανονική… Και όντως κατά τις δέκα η ώρα πέταξε για τους ουρανούς!.. ας είναι τώρα αναπαυμένη εκεί… Τέλειωσαν τα βάσανα!… Ας αναπαύεται  τώρα εκεί παρεούλα με τους αγαπημένους της γονείς, που την λάτρευαν… Ήταν το αποκούμπι τους, το καμάρι τους, η κόρη που έτρεχε για όλους… Και ο Θεός ας δώσει παρηγοριά και ελπίδα στον άντρα της και στα παιδιά της.

ΣΠΟΥΔΕΣ

 Ο Βάϊος πήγε φαντάρος, η άλλη Λεμονιά μετακόμισε σε άλλο σπίτι, με τονΜητρούλια και γω μετακόμισα στην Καλλιθέα, σε μια ημιυπόγεια γκαρσονιέρα μόνη μου…Είχα βαρεθεί την πολυκοσμία!..  

 Είχα περάσει στην Σχολή Φυσικοθεραπείας που ήταν στα Λιόσια. Για να φτάσω εκεί, έπαιρνα το τρόλεϋ   και κατέβαινα στην πλατεία Αττικής και από εκεί έπαιρνα άλλο λεωφορείο για τα Λιόσια. Κάθε πρωϊ έναν μαραθώνιο…  και πήγαινα πάντα καθυστερημένη… το μεγάλο μου ελάττωμα… αλλά με έσωζε… το ότι ήμουν επιμελής μαθήτρια  και με πολύ καλό χέρι, ξεχώριζε το μασάζ… και τα γραπτά μου. Στην ώρα του μασάζ, ξάπλωναν δυο κοπέλες στα ιατρικά κρεβάτια με μόνο το εσώρουχο και οι υπόλοιπες εξασκούμασταν στην τεχνική του μασάζ στις πλάτες, στο κεφάλι, στην κοιλιά  και στα πόδια τους. 

Όλα τα χέρια δεν ήταν ίδια!.. Κάποια ξεχώριζαν… και έβλεπες τις κοπέλες που έστριβαν το κεφάλι τους για να δουν ποια είναι αυτή που το χέρι της ξεχωρίζει…  Καθηγήτρια  του μασάζ η κ. Μπάσουλα, μια νεαρή όμορφη γυναίκα και καλή στη δουλειά της. 

Διευθυντής της σχολής ο  συγχωρεμένος πια κ. Τσακωνιάτης, ο οποίος ήταν καταπληκτικός δάσκαλος… και ωραίος τύπος, παραστατικός, θεατρικός θα έλεγα, μεταδοτικός, ευρηματικός, με καλή διάθεση και πολύ χιούμορ. Παρίστανε τις αναπηρίες καταπληκτικά!.. ιδιαίτερα σαν ημιπληγικός   ήταν τόσο πειστικός, που νόμιζες ότι είναι αληθινός…  Ήταν γεννημένος δάσκαλος για αυτήν τη δουλειά και πρωτοστάτης  στην ίδρυση της σχολής. Είχε σπουδάσει στη Γαλλία και έχει  ένα γιο, εξαιρετικό παιδί σε όλα.. που ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του.

Και η γυμνάστρια μας η κ.  ήταν εξαιρετική… Οι γονείς της ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο, που ήλθαν μετά την Μικρασιατική καταστροφή και έμενε στα Μελίσσια Αττικής. Στα αγόρια, γυμναστής ήταν ο κ. Ντούμας συνονόματος… μου, με καταγωγή από τα Τρίκαλα  Θεσσαλίας,με  την χαρακτηριστική θεσσαλική ντοπιολαλιά και τα αγόρια τον κορόϊδευανγι΄ αυτό. Αλλά ήταν πολύ καλός στη δουλειά του.  Τους πήγαινε στο  παρακείμενο, στη σχολή, βουνό  και τους ξεθέωνε στο τρέξιμο.

 Η Σχολή ήταν στα Λιόσια και στεγάζονταν  σ’ ένα  καινούριο με όλα τα σύγχρονα μέσα,  πισίνες και  υδρομασσάζ, ίδρυμα Αναπήρων, που διέθετε και εργαστήρια, για επαγγελματική αποκατάσταση των αναπήρων. 

Κολλητές μου φιλενάδες στην Σχολή ήταν η ΓιούληΒουτσίνου και η Βάσω  Κωστάκη από το χωριό Καλή Συκιά Ρεθύμνου.

Η Γιούλη, ήταν παντρεμένη και έγκυος στο πρώτο της παιδί, όταν μπήκαμε στη Σχολή.Συμπαθηστήκαμε αμέσως και κάναμε παρεούλα, όχι μόνο στη σχολή αλλά και έξω, δηλαδή στο σπίτι της, που ήταν και είναι ακόμα στην πλατεία Αττικής. 

Οι γονείς της εξαιρετικοί άνθρωποι… με αγάπησαν πολύ, θα έλεγα σαν δικό τους παιδί. Πολύ συχνά με κρατούσαν να μείνω στο σπίτι τους και με περιποιόντουσαν τόσο… που ένοιωθα, σαν μέλος της οικογένειάς τους. Ο Θύμιος, ο άντρας της Γιούλης, ήταν φαντάρος, οπότε δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα… Ο αδελφός της ο Δημήτρης, σπούδαζε στην Πάντειο και εργάζονταν και στην λαϊκή Τράπεζα. Η μικρή τους αδελφή Τερέζα, ήταν πέντε χρονών.

 Η μαμά της ήταν  όμορφη γυναίκα,  ξανθιά.. καλοφτιαγμένη, πολύ δοτική, εξαιρετική μαγείρισσα και πολύ νοικοκυρά. Και ο άντρας της  καλωσυνάτος, νοικοκύρης, χαρούμενος άνθρωπος και μερακλής!.. Του άρεσε πολύ το κρασάκι, που δεν έλειπε ποτέ απ’ το τραπέζι τους. Κατάγονταν από την Τήνο και ήταν καθολικός στο θρήσκευμα.

Ήρθε με το καλό η ώρα και γέννησε η Γιούλη  και έκανε αγοράκι, τον Γιωργάκη, ένα χαριτωμένο..μελαμψούλικο μωρό και γέμισε το σπίτι με μωρουδιακά… κούνια,  καροτσάκι, κουδουνίστρες και πολύ χαρά… Ήταν το πρώτο εγγονάκι.

 Πέρασαν κάμποσοι μήνες και η γιαγιά αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πάει καλά στο μωρό. Πήγαν  αμέσως στο γιατρό και μετά από εξετάσεις  διαπιστώθηκε ότι το μωρό έπασχε από μεσογειακή αναιμία. Τι ατυχία!.. Είχαν και οι δυο γονείς το «στίγμα», οπότε το μωρό  νόσησε. 

Ήταν ένα λίαν οδυνηρό πλήγμα για όλη την οικογένεια αλλά ο θεός δεν αφήνει τα πλάσματά του να εξουθενωθούν… Στέλνει βοήθεια,  παρηγοριά… Εξ΄ άλλου και η ιατρική έχει προχωρήσει και αντιμετωπίζονται αυτά τα περιστατικά πολύ καλύτερα στις μέρες μας,  απ’ ότι παλιότερα και  οι άνθρωποι  αυτοί, σήμερα ζουν, μια σχεδόν φυσιολογική ζωή, αν ακολουθούν τις οδηγίες των γιατρών.

Ευχαριστώ πολύ το θεό που μ΄ αξίωσε  να γνωρίσω αυτήν την οικογένεια, που με αγκάλιασε… μ΄ αγάπησε και με φρόντισε σαν παιδί της… 

 Ο δε αδελφός της, ο Δημήτρης ήταν ερωτευμένος μαζί μου και θυμάμαι πολλές φορές που κοιμόμουν στο σπίτι τους, πριν φύγει για τη δουλειά, ερχόταν στον καναπέ που με κοίμιζαν και  μου χάϊδευε τα μαλλιά και με φιλούσε… στο μέτωπο!..  Εγώ ντρεπόμουν τόσο πολύ και  έκανα πως δεν καταλάβαινα τίποτα…  Μού άρεσε βέβαια, που ενδιαφέρονταν για μένα, αλλά έλεγα και από μέσα μου, ότι  αυτός είναι ξεδιάντροπος!.. Κι αν μας έβλεπαν οι γονείς του να φιλιόμαστε, η ηΓιούλη;  Βέβαια καταλάβαινα ότιθα άρεσε… πολύστους γονείς του,  να γίνει κάτι μεταξύ μας… και γιατί όχι;

 Η μάνα του, όταν έμενα στο σπίτι τους, πάντα, στο τραπέζι με έβαζε να κάθομαι δίπλα στον Δημήτρη… Και στο εξοχικό στη Ραφήνα, που κοιμόμασταν χύμα στο πάτωμα, πάντα κανόνιζε να είμαστε δίπλα-δίπλα…Τα  δε καλοκαίρια που πήγαινα στο χωριό, ο Δημήτρης μου έγραφε γράμματα, που τελείωναν με τη φράση «φιλάκια πολλά… και να γυρίσεις γρήγορα…» Ήταν πολύ εκδηλωτικός… τύπος, εξέφραζε αυθόρμητα τα αισθήματά του, το αντίθετο ακριβώς από μένα που είχα δυσκολίες… στον τομέα αυτόν.

Εγώ όμως δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τέτοιο… Δεν είχα σχετιστεί με αγόρι ως τότε. Και θεωρούσα ότι είμαστε πολύ μικροί… για σχέση και πολύ περισσότερο για γάμο… ‘Εβλεπα  τη Γιούλη, που είχε μωρό  στα δεκαοχτώ της, ο άντρας της ήταν φαντάρος και τρία χρόνια σπουδές μπροστά της… Και την λυπόμουνα!.. Και έλεγα από μέσα μου  «Μα γιατί παντρεύτηκαν τόσο νωρίς… Δεν περίμεναν να τελειώσουν πρώτα τις σπουδές, και το φανταριλίκι… Τί θα πάθαιναν!..  Ίσα-ίσα που θα γνωρίζονταν  πιο πολύ και καλύτερα, μεταξύ τους και θα ήταν πιο ώριμοι για να αντιμετωπίσουν τα οικογενειακά προβλήματα.

 Αλλά ως φαίνεται η κ. Έλλη, που ήξερε περισσότερα από μένα, ήταν πολύ έξυπνη… και με εμπειρίες από την ζωή… ήταν της άποψης «το γοργόν και χάριν έχει» και το «Έχει ο Θεός». Θα σκέφτηκε ότι αν περιμένουμε να σπουδάσουν… να πάει και φαντάρος ο Θύμιος,  θα έπρεπε, να είναι αρραβωνιασμένοι έξι χρόνια… Πολύ μεγάλο διάστημα, κατά την διάρκεια του οποίου όλα μπορούσαν να συμβούν… Και ως πιο έμπειρη, είχε δίκιο και τα κανόνισε να παντρευτούν, νωρίς στα δεκαοχτώ η Γιούλη και στα 24 ο Θύμιος και να μένουν όλοι μαζί. Εξ΄ άλλου ήταν αξιαγάπητη… γυναίκα, δυναμική, εύστροφη… και μάνα που θυσιάζονταν για τα παιδιά της!..

Εξάλλου και ο Θύμιος φτωχό παιδί ήταν, από χωριό της Γορτυνίας και εργάζονταν για να σπουδάσει. Έκανε ιδιαίτερα, μαθήματα, σε μαθητές που ετοιμάζονταν για εισαγωγικές εξετάσεις, σε διάφορες σχολές. Έτσι γνωρίστηκαν με τη Γιούλη.  Και όταν το πεπρωμένο έχει αποφασίσει κάτι… για κάποιους… φέρνει τα πράγματα έτσι που να φαίνονται τυχαία!.. απ’ το πουθενά!.. και ενώνει τις ζωές τους, χωρίς αυτοί να φέρουν καμιά αντίρρηση!.. και το θεωρούν και ευλογία… Θεού!.. και πραγματικά αυτό είναι!..

Στο δεύτερο έτος της φοιτητικής μου ζωής, γνώρισα και το πρώτο μου αγόρι, τον Γιώργο, από την Κρήτη. Ήμουν κολλητή με την Βάσω  Κωστάκη, που έμενε, με τον αδερφό της, Χρήστο, σε ημιυπόγειο δυαράκι, κοντά στο Χίλτον. Η Βάσω ήταν εύσωμη κοπέλα,βέρα κρητικιά… με  έντονα  χαρακτηριστικά…  αράπικα μάτια και χείλη, φρύδια τοξωτά και μαύρα μαλλιά. Σαν χαρακτήρας ήταν ανοιχτόκαρδη… δοτική, φιλόξενη, καθαρή και πολύ νοικοκυρά… Συναισθηματικά πολλές φορές έπιανε τα άκρα… Ζούσε τις χαρές και τις λύπες της  οριακά. Χαίρονταν με όλη την καρδιά της και θρηνούσε σπαρακτικά… όταν υπήρχε λόγος σοβαρός… Έχω κοιμηθεί πολλές φορές στο σπίτι της… και ένοιωθα σαν στο σπίτι μου!.. ίσως και καλύτερα… γιατί εκεί είχα και καλή παρέα.

Αγαπιόμασταν πολύ με τη Βάσω και ήμασταν κολλητές… Και όπως ήταν υπερβολική σε όλα της… όταν ενθουσιάζονταν για κάτι που είπα η έκανα… με αγκάλιαζεσφιχττά με τις χερούκλες της, φωνάζοντας «Λεμόνι μου»…Έτσι με αποκαλούσε χαϊδευτικά… Και γω που ήμουν τότε… πετσί και κόκκαλο, τσίριζα… «Βάσω σιγά… θα σπάσουν τα  κοκαλάκια μου!..  

 Όταν είχε  δέμα από την Κρήτη, φώναζε τις κολλητές… της να πάμε, να μας τρατάρει τα καλούδια της πατρίδας της. Και τι δεν είχε το δέμα… ντάκους(κρίθινα η σταρένια παξιμάδια) μυτζήθρες(χλωρές και ξερές), ελιές θρούμπες, κατσικάκι ψητό(οφτό)και οπωσδήποτε ένα  μαγειρευτό φαγητό. Τα ντολμαδάκια με κληματόφυλλα ηκολοκυθοανθούς, της μάνας της, ήταν τα ωραιότερα που έχω φάει στη ζωή μου…  Τι νοστιμιά!.. και τι καλλιτεχνία… στο τύλιγμα…

Στη σχολή, στο πρώτο έτος που εκπαιδευόμαστε στην χειρομάλαξη, είχε ξαπλώσει  στο κρεβάτι ο Γρηγόρης ο Πετρόπουλος, συμμαθητής μας. Ένα λεπτοκαμωμένο, όμορφο ξανθό αγόρι, με γαλανά ματάκια… Ήρθε και η σειρά της Βάσως να  τον περιλάβει!.. Τον βουτάει.. με τα δυνατά της χέρια και τον μάλασσε στην πλάτη και εκείνος από κάτω να φωνάζει «Βάσω… με ξεπέτσιασες… μαλακότερα… δεν αντέχω…Και εκείνη του απαντούσε «σκάσε βλαμμένο… σκάσε» Και σε λίγο… Βάσωωωω… σιγότερα… θα  σπάσουν τα πλευράκια μου!… Ωχ ωχ…ωχ!.. Και η Βάσω απτόητη… «Σκάσε είπα, σκάσε… το μασάζ δεν είναι χάδι…πρέπει να το καταλαβαίνεις…   

 Επίσης καλή παρέα κάναμε και με την Αργυρώ την Μπονατάκη, που έμενε με τα δυο αδέλφια της, που σπούδαζαν, ιατρική ο Μιχάλης και οδοντίατρος ο Δημήτρης.   Η Αργυρώ ήταν πολύ μελαμψή, με αράπικα… μάτια και ωραίο πρόσωπο. Και μας έλεγε η ίδια, ότι η μάνα της, όταν έκανε καμιά αταξία η ζημιά…  την μάλωνε λέγοντας «Μωρή αράπα!.. τι έκανες πάλι!..»

 Η Βάσω ήταν κολλητή με την συμπατριώτισσά της τη Χαρούλα, που έμενε και αυτή εκεί κοντά, σε  γκαρσονιέρα μεν, αλλά στον δεύτερο όροφο… καθότι κατάγονταν από ευκατάστατη οικογένεια, ο πατέρας της ήταν δάσκαλος.

                                                        Η ΠΡΩΤΗ ΣΧΕΣΗ

 Στο σπίτι της Χαρούλας, γνώρισα τον Γιώργο, ένα πανέμορφο αγόρι και από την πρώτη στιγμή, αισθανθήκαμε κάτι ωραίο… μια έλξη μεταξύ μας!.. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα και ξεκίνησε μια σχέση. Η σχέση αυτή κράτησε λιγότερο από χρόνο και το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν το σεξ… σεξ και τίποτα άλλο!.. Και το εννοώ και δεν μπορώ να το πιστέψω!.. 

 Μέσα στο διάστημα αυτό, πήγαμε μόνο μια βόλτα… στου Φιλοπάππου και περπατήσαμε σαν ερωτευμένοι νέοι… στον περίφημο λόφο. Περίμενα ότι θα καθόμασταν  κάπου για καφέ… αλλά που τέτοιο πράγμα… Και εννοείται ότι θα πληρώναμε μισά-μισά… αλλά  δεν είχε ούτε την ευγένεια… ούτε την διάθεση να κεράσει κάτι στην αγαπημένη του… 

Αυτό το παλικάρι, δεν γνωρίζω το λόγο, αλλά η  παγιωμένη… άποψη μου γι΄ αυτόν είναι,  ότι δεν είχε αισθήματα… Ήταν  ένας ντενεκές ξεγάνωτος… δεν ήταν τρυφερός… δεν εξέφραζε  αγάπη, ούτε με λόγια και πράξεις, ούτε με το κοίταγμά του… Δεν μου είπε ποτέ ένα καλό λόγο, ένα γλυκόλογο… ούτε κατά την διάρκεια των πιο τρυφερών στιγμών της σχέσης μας… ούτε σε κάποια άλλη ευκαιρία, γιορτές… γενέθλια.

Ήταν ένα άτομο που ήθελε μόνο να περνάει καλά… εγωκεντρικό… «πάνω απ’ όλους και όλα ο εαυτούλης του!..» και  «δεν έδινε ούτε του Αγγέλου του νερό!..»που λέει ο λόγος… Και δεν αναφέρομαι σε υλικά αγαθά… Αυτό  ήταν το λιγότερο… Τότε δεν είχαμε δικά μας  χρήματα, μας συντηρούσαν ακόμα οι γονείς μας.  Αλλά τόσο δύσκολο ήταν να πει  μια γλυκιά κουβέντα βρε αδερφέ… όπως αγάπη μου,  γλυκιά μου, κοριτσάκι μου… να περπατήσουμε χεράκι- χεράκι, να φιληθούμε τρυφερά… στον περίπατό μας,  να φέρει μια σοκολατίτσα, της μιας δραχμής, όταν έρχονταν επίσκεψη…Που τέτοια πράγματα… μια γαϊδουρινή συμπεριφορά!.. Ένας ανάπηρος άνθρωπος!… Μόνο το τομάρι του κοιτούσε να ικανοποιήσει!.. Ένας αχυράνθρωπος!..Έναν κούκλο ψεύτικο, χωρίς καρδιά, χωρίς ψυχή… τι να τον κάνεις;.. Γιατί να είσαι μαζί του;.. Το μόνο που κάνεις  είναι  να σπαταλάς το χρόνο σου άσκοπα… Και επιπλέον, σε καταρρακώνει σαν οντότητα…

Συλλογίζομαι τώρα μετά από τόσα χρόνια, γιατί άραγε να  μην μπορεί να αγαπήσει και να αισθανθεί  τρυφερότητα  για την κοπέλα του,αυτός ο λεβέντης… ο πανέμορφος!.. Που τον κοιτούσαν με θαυμασμό… όλες οι γυναίκες,  νέες και μεγαλύτερες…στο τρόλεϋ που πήραμε για να γυρίσουμε στην Καλλιθέα, όπου μέναμε. Εκείνος έμενε κοντά στην Ζιβιτανίδειο Σχολή, όπου φοιτούσε για να γίνει ηλεκτρονικός. Εγώ έμενα στην Ηρακλέους, στο ύψος της Χαροκόπου.

 Ψυχολόγος δεν είμαι, αλλα απ’ όσα έμαθα στη ζωή μου, ένας άνθρωπος που δεν πήρε αγάπη απ’ το άμεσο περιβάλλον,  απ’ τους γονείς  και κατά κύριο λόγο απ’ την μητέρα του, δεν έμαθε να αγαπάει… δεν μπορεί να αγαπήσει!.. Προφανώς είχε ελλείματα αγάπης…  «Δεν πήρε αγάπη και δεν μπορούσε να δώσει αγάπη…» Η αγάπη δεν μαθαίνεται… σε κανένα σχολείο,  βιώνεται!.. 

 Άκουσα από τους φίλους του, ότι η μάνα του ήταν αφ’ ενός σε μεγάλη ηλικία όταν τον γέννησε και δεν έκανε άλλο παιδί και γενικά στην ζωή της είχε προβλήματα υγείας, οπότε το παιδί  αυτό, δεν πήρε την απαιτούμενη αγάπη απ’ την μάνα του και έμεινε λειψός…

Από τον Δημήτρη που ήταν γλυκύτατος… εκφραστικός… μελίρρυτος… που όχι μόνο με το βλέμμα  αλλά με όλο του το είναι, έδειχνε τον πλούτο των αισθημάτων του, έπεσα  στην ακριβώς αντίθετη περίπτωση… που δεν πίστευα ότι μπορεί να υπάρχει…

Η Ζωή, με όλα που φέρνει μπροστά  μας για να ζήσουμε, μας εκπαιδεύει… μας δίνει τα εφόδια για να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες… που συναντούμε κατά την διάρκειά της και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι… χρήσιμοι στην κοινωνία που ζούμε και στις οικογένειές μας και για τον κόσμο ολάκερο!.. 

Γιατί τι είναι ο  Κόσμος;  Δεν είναι μόνο το γνωστό μας ηλιακό σύστημα με τους πλανήτες του αλλά και όλα τα έμβια όντα πάνω σ’ αυτούς και κυρίως τα έλλογα, που με την πνευματικότητά τους  και τις πράξεις τους, μπορεί να επηρεάσουν θετικά η αρνητικά την πορεία του. 

ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ

Από τον δεύτερο χρόνο σπουδών, ήδη, πολλοί σπουδαστές, εργαζόμασταν στα λίγα φυσικοθεραπευτήρεια, που υπήρχαν τότε στην Αθήνα.  Η  Βάσω εργάζονταν στο φυσικοθεραπευτήρειο ενός  γνωστού φυσιάτρου που εργάζονταν στη Βούλα, και βρίσκονταν σε μικρή απόσταση απ’ το σπίτι της, κοντά στο ξενοδοχείο «Κάραβελ», όπου εργάζονταν ο αδερφός της ο Χρήστος, ως σερβιτόρος.

Εγώ έπιασα δουλειά σε φυσικοθεραπευτήριο, στην οδό Πατησίων, που το είχαν συνεταιρικά δυο φυσικοθεραπεύτριες, η Μαντώ Κολλιοπούλου, που εργάζονταν στο ΚΑΤ και η Καίτη Σακελαρίου που εργάζονταν στο Ναυτικό Νοσοκομείο. Εκεί εργάζονταν μια μεγαλύτερη από μένα σπουδάστρια, που είχε ήδη τελειώσει τη σχολή και θα εργάζονταν στο ίδιο εργαστήριο αλλά πρωϊνή βάρδια  εφτά-τρείς και σκέφτηκα να πάω εγώ στην θέση της. Έτσι και  έγινε. Πήρα τηλέφωνο, και κανονίσαμε να πάω να γνωριστούμε και να μιλήσουμε… από κοντά. 

 Και πράγματι έτσι έγινε..Πήγα, με καλοδέχτηκαν και το πρώτο που ζήτησαν  να μάθουν ήταν, τισόϊ μασάζ έκανα… Μου λέει η κ.Κολιοπούλου, για έλα σε παρακαλώνα μου κάνεις μασάζ στον αυχένα. Της άρεσε…και μουείπε «από αύριο πιάνεις  απογευματινή δουλειά στο εργαστήριο, 5-8 η ώρα και η αμοιβή σου θα είναι 300 δραχμές το μήνα».  Τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου…

Εργάστηκα εκεί περίπου δυο  χρόνια, μέχρι που τελείωσα τη σχολή. Ήταν μεγάλο σχολείο για μένα η δουλειά στο εργαστήριο… Γνώρισα πολύ κόσμο και καλό κόσμο… Τους περιποιόμουν… και με αγαπούσαν οι πελάτες μας και μου έδιναν φιλοδωρήματα… με το τέλος της θεραπείας. Και η χαρά μου ήταν μεγάλη που  τα λεφτά που έβγαζα, μου έφταναν να ζήσω και θα  απαλλάσσονταν  οι γονείς μου από τον «βραχνά» να μου στέλνουν κάθε μήνα αυτό το ποσόν, για τα έξοδά μου, που πολλές φορές δεν τα είχαν και αναγκάζονταν να δανειστούν…

Και όταν τελείωσα τη σχολή, η κυρία που εργάζονταν το πρωί έφυγε, είχε ανοίξει δικό της εργαστήριο και την αντικατέστησα εγώ.Και τώρα έπαιρνα, μισθό 500 δραχμές και ήμουν ασφαλισμένη στο ΙΚΑ, ποιος τι χάρη μου… Ήμουνα πανευτυχής!.. Μπορούσα και ζούσα μόνη μου… χωρίς να επιβαρύνω τους γονείς μου… και συντηρούσα και την μικρότερη αδερφή, που σπούδαζε και εκείνη νοσηλευτική στα ΤΕΙ Αθηνών. 

Η πιο αγαπημένη μου πελάτισσα ήταν η κ. Πετροπούλου, μητέρα του γνωστού σκηνοθέτη της Όπερας, Νίκου Πετρόπουλου. Με αγαπούσε πολύ και   εγώ  το ίδιο…  Έπασχε από εκφυλιστική αρθροπάθεια γονάτων,  και πονούσε πολύ η καημένη. Ήταν πολύ περιποιημένη κυρία, καλοντυμένη, με τα ωραία της σκουφιά και πάντοτε βαμμένα χείλη και μάτια. Αν και είχε προβλήματα  υγείας… σοβαρά δεν το έβαζε κάτω… 

 Ήταν  μελιστάλακτη!.. παρά τους πόνους της…  Αχ! Λεμονίτσα μου, έτσι με αποκαλούσε πάντοτε, με πονούν τόσο πολύ τα γόνατά μου, που μου΄ ρχεται ώρες-ώρες  να πάρω ένα μαχαίρι, να τα ανοίξω να δω γιατί πονάνε… Υποφέρω πολύ κοριτσάκι μου… Τι να κάνω η δόλια!… Κάνω ότι μου λένε οι γιατροί… αλλά γιατρειά… δεν βλέπω… «Υπάρχουν και χειρότερα… κ. Πετροπούλου μου» της έλεγα και γω για να παρηγορηθεί  λιγάκι…

 Ήταν τόση η αγάπη της που κάποια μέρα μου λέει: «Λεμονίτσα μου αυτή τη φορά θα τα πάρεις εσύ τα λεφτά, από τις θεραπείες και δεν θέλω κουβέντα»… τ’ ακούς; Κι αν έρθει καμιά απ’ τις ιδιοκτήτριες, θα πούμε πως σήμερα άρχισα τις θεραπείες». Εγώ είχα αντιδράσει σθεναρά… όχι κυρία Δέσποινα δεν γίνονται αυτά, δεν θέλω να ρεζιλευτώ για ένα πεντακοσάρικο… σε παρακαλώ…  εκείνη ήταν ανένδοτη και έτσι έγινε.  Τελείωσε τις θεραπείες και με πλήρωσε… κι ούτε γάτα ούτε ζημιά… Και λίγο αργότερα πήγαινα στο σπίτι της και της έκανα εκεί άλλα δέκα. 

Εκείνον τον καιρό είχε τελειώσει η ανοικοδόμηση του Νοσοκομείου της Αεροπορίας και επανδρώνονταν με προσωπικό, όλων των ειδικοτήτων, ιατρικό, νοσηλευτικό, εργαστηριούχων, τεχνικώνκαι λοιπών ειδικοτήτων, μεταξύ των οποίων και δυο θέσεις φυσικοθεραπευτών. Τρελάθηκα απ’ τη χαρά μου!.. 

Παίρνω τηλέφωνο στους γονείς μου  και τους λέω το χαρμόσυνο νέο… «Μπαμπά, άκουσέ με, προκήρυξε η Αεροπορία διαγωνισμό, για δυο θέσεις φυσικοθεραπευτών και θα καταθέσω αμέσως τα χαρτιά μου… Σε παρακαλώ,  για δες αν γνωρίζεις κανέναν που μπορεί να έχει κάποιον γνωστό στο νοσοκομείο να με βοηθήσει… Είναι ότι καλύτερο για μένα να μπω εκεί.  

«Έστυψε»… το κεφάλι του, ο πατέρας μου και θυμήθηκε μια πολύ αγαπητή του και εύπορη… οικογένεια, αυτή των Ματουσαίων, απ’ το γειτονικό μας Βλαχογιάνι. Μια βχαχόφωνη οικογένεια με καταγωγή από την Σαμαρίνα Γρεβενών, που είχαν  τα «χειμαδιά»… τους, στο Βλαχογιάνι. 

Το όνομά του το χωριό, το πήρε από κάποιον, ομώνυμο, μεγάλο τσέλιγκα, που το χειμώνα κατέβαζε τα κοπάδια του εκεί. Θυμήθηκε πως μια κόρη αυτής της οικογένειας είχε παντρευτεί, έναν αξιωματικό της Αστυνομίας, ονόματι, Ευστάθιος Γούλατης  και έμενε στην Αθήνα, στο νέο Ψυχικό.

Ο πατέρας της Αθηνάς, ήταν πολύ φίλος, με τον παππού μου τον Βάϊο, που είχε παντρευτεί, τη γιαγιά μου τη Βασίλω, που κατάγονταν κι αυτή απ’ το Βλαχογιάνι. Και στην Κατοχή που ενέσκηψε στην χώρα μας, μετά την εισβολή του Άξονα, Ιταλίας- Γερμανίας,  στη χώρα μας,  το  1940, η οικογένεια του παππού μου επέζησε… με το καλαμπόκι, που αγόραζε, η της χαρίζονταν… κατά τα λεγόμενα του πατέρα μου… απ΄ αυτήν την οικογένεια.

 Κατέβηκε ο πατέρας μου και  πήγε στο σπίτι τους. Αυτοί τον υποδέχτηκαν εγκάρδια… και  χάρηκαν πάρα πολύ, για την  απροσδόκητη… αυτή επίσκεψη.  Και όταν τους ανακοίνωσε τον λόγο της επίσκεψής του, πετάχτηκε η κ. Αθηνά, η γυναίκα του και λέει… « Αμάν βρε Νίκο… πολύ τυχερός…  άνθρωπος είσαι…Ο Θεός σ’ έστειλε… στον καταλληλότερο άνθρωπο, για αυτήν τη δουλειά.» Ο Στάθης, υπηρέτησε πολλά χρόνια στην αστυνομία της Κοζάνης, απ΄ όπου κατάγεται ο κ.  Συμεωνίδης Παναγιώτης, γιατρός ορθοπεδικός, που είναι διευθυντής στο Νοσοκομείο της Αεροπορίας και τον γνωρίζουμε πολύ καλά.  Άσε το Στάθη, εγώ θα τον πάρω τηλέφωνο και  ξέρω τι θα του πω… 

 Για πες μου το κορίτσι σου πως είναι; Είναι καλός χαρακτήρας, καλή στη δουλειά της;… «Τι να σου πω… Αθηνά μου, απ’ όλα τα παιδιά μου ήταν το πιο μελετηρό… Στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, ήταν απ΄ τις καλλίτερες μαθήτριες στην τάξη της.  Ήταν το πιο ήσυχο…  υπάκουο… και  το πιο εργατικό… Ασιγούρευτο!..Με ότι και να καταπιαστεί… θα το κάνει καλά… και σίγουρο…  δεν ξέρει από ψευτιά!.. « Αν είναι,  Νίκο, όπως μου τα λες… μην ανησυχείς καθόλου… θα περάσει το κορίτσι σου!.. Και ο κ. Συμεωνίδης, είναι «κορυφή»… στην ειδικότητά του, και θα επιλέξει τους καλλίτερους… και σ’ αυτόν τον τομέα. 

Μου τα είπε όλα αυτά ο πατέρας μου και αναθάρρησα… αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου…  Αισθάνθηκα… ότι υπάρχει πιθανότητα να περάσω στις εξετάσεις… Γιατί  πάντα παίζει ρόλο και μια καλή κουβέντα… από κάποιον γνωστό. 

 Το είπα αμέσως και στην κ. Πετροπούλου που χάρηκε πολύ… Και αμέσως θυμήθηκε, πως έχει εκεί, έναν πολύ αγαπητό γιατρό, συγγενή του άντρα της, τον κ. Πετρόπουλο, και θα του το πει, να βοηθήσει και αυτός…«‘Αχ! Βρε κοριτσάκι μου… πόσο  σ’ αγαπώ…  και νοιάζομαι για σένα… Είσαι πολύ καλός χαρακτήρας, ήρεμος άνθρωπος, εργατική… και πολύ καλή στην δουλειά σου…  Θα δεις… θα βοηθήσει ο Θεός και θα την πάρεις αυτή τη θέση… Το αξίζεις!.. 

Και ήρθε η ώρα  να καταθέσουμε τις αιτήσεις, στο Νοσοκομείο, για τον διαγωνισμό… Ήμασταν περί τους σαράντα υποψηφίους… για δυο θέσεις… Μεγάλος ο συναγωνισμός!.. Κατέθεσε τα χαρτιά της και η φίλη μου, Βάσω Κωστάκη.

Και ήρθε η μέρα, που θα γίνονταν οι εξετάσεις, προφορικές και γραπτές. Το βράδυ, πριν τις εξετάσεις τηλεφωνηθήκαμε με τη Βάσω, είπαμε για τα διαβάσματα… και κλείσαμε με το «καληνύχτα… τα λέμε αύριο».

 Την άλλη μέρα όμως η Βάσω δεν ήρθε στον διαγωνισμό… και γω έμεινα άφωνη… και απορημένη… Μα γιατί δεν ήλθε!..  Μήπως έπαθε κάτι… Μα αυτή μου είπε για τον διαγωνισμό… και τώρα δεν ήλθε να πάρει μέρος… Μήπως έπαθε κάτι; Καμιά αδιαθεσία…  

Και μετά από χρόνια… έμαθα την αιτία… Μου το εξομολογήθηκε η ίδια. «Λεμονιά μου, εγώ δεν ήλθα στις εξετάσεις, γιατί ήθελα να περάσεις εσύ…» Μεγάλη καρδιά… η Βάσω και απ’ τους καλλίτερους ανθρώπους, που έχω γνωρίσει… στη ζωή μου.

Εκείνη την εποχή η Βάσω, είχε γνωρίσει τον μετέπειτα άντρα της, που κατάγονταν και αυτός απ’ την Κρήτη, και πιθανόν… προσανατολίζονταν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, για  μόνιμη εγκατάσταση, πράγμα το οποίο και έγινε λίγο αργότερα. 

Σε μια εβδομάδα περίπου, βγήκαν τα αποτελέσματα και περάσαμε ο συνάδελφος, Παύλος Νάτσης και γω. Βέβαια ο Παύλος ήταν πολύ σίγουρος… ότι θα περνούσε… Είχε ήδη υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία, ως σμηνίτης στο παλιό νοσοκομείο της Αεροπορίας και θα ήταν πολύ άδικο… αν για οποιοδήποτε  άλλο λόγο, δεν έμπαινε… 

Την εξεταστική επιτροπή, αποτελούσαν τρείς ορθοπεδικοί γιατροί, ο κ. Συμεωνίδης Παναγιώτης, διευθυντής του ιδρύματος και οι κ. Θεοχάρης Αθανάσιος και ΛιαναντωνάκηςΑριστείδης, με τους οποίους συνεργαστήκαμε πολύ καλά, μέχρι την αποστρατεία τους.

Μετά από δυο χρόνια περίπου, ήλθαν και άλλοι δυο συνάδελφοι, Ο Τάσος Ρήνας, συμπατριώτης μου από τον Τύρναβο και η  ΒαγιούλαΜανουκαράκη,στρατεύσιμη… της πρώτης σειράς  με κρητική καταγωγή. Η Βαγιούλαείναι μια ιδαίτερα όμορφη γυναίκα, μικροκαμωμένη και μοιάζει… πιστό αντίγραφο… μινωϊτισας κόρης,  από τοιχογραφίες της Κνωσού…εκείνης της μακρινής εποχής… 

Το DNA της φυλής… ίδιο και απαράλλαχτο… συνεχίζει να βασιλεύει… ως τιςμέρες μας… Και από τσαχπινιά!.. άλλο πράγμα!.. Δεν περνούσε απαρατήρητη!.. Όλος ο ανδρικός… πληθυσμός, που τύχαινε στο διάβα της… στέκονταν και απολάμβανε… την όμορφη  παρουσία της… και το ιδιαίτερο λίκνισμά της… Έχουμε δει και κάποιους που σκόνταψαν… και έπεσαν κάτω, χαζεύοντας την!.. «Α ρε Βαγιούλα… χαμός γίνιτι στου πέρασμά σ…κουρίτσι…Θα σκουτουθεί κι κανένας… τζιάμπα κι βιρισέ!.. είπε στην θεσσαλική ντοπιολαλιά, που δεν την ξέχασε ποτέ… ο  συνάδελφος, Τάσος  από τον Τύρναβο.

Δίπλα στο τμήμα μας, ήταν το γραφείο, της σχεδιάστριας Ελένης, με την οποία συναντιόμασταν συχνά… στους διαδρόμους…  Σε μια απ’ αυτές τις συναντήσεις μας, μου λέει. «βρε Λεμονιά μου, βλέπω τη Βαγιούλα και την χαίρομαι!.. Είναι «θηλυκό!.. κυκλοφορεί στους διαδρόμους και γίνεται χαμός… ουρά… οι άντρες από πίσω της… Εσύ ενώ είσαι καλό κορίτσι και όμορφη…  σου λείπει η τσαχπινιά… η θηλυκότητα…

Τι να κάνουμε βρε Ελένη… Η φύση δεν με προίκισε με αυτά τα προσόντα… Εμένα με προίκισε με καλοσύνη… υπομονή, επιμονή, ευφυία και εργατικότητα. Δουλεύω απ’ το πρωί ως το βράδυ σαν μαύρη…  Δεν είμαι ούτε τσαχπίνα… ούτε μαλαγάνα!.. Ο καθένας πορεύεται στη ζωή του, με τα χαρίσματα που του δόθηκαν, με τον ερχομό του… Αν προσποιηθώ κάτι… θα είναι ψεύτικο και θα γελάει ο κόσμος μαζί μου… 

Συχνά ο Τάσος, την ώρα του πρωϊνού καφέ, στο νοσοκομείο, μου έλεγε «Τι δλειά έχουμι ιμεί Λιμουνίτσα’μ σν Αθήνα; Αφκαμι τα σπιτάκια μας κι τα χουραφάκια  μας κι ήρθαμι ιδώ να τρίβουμε τα πλάτις κι τα κουλουμέρια απ’ τς’ γριές  κι τς’ παππούδις!.. Τι να κάνουμεβρε Τάσο… Αυτό σπουδάσαμε και αυτό κάνουμε… μια χαρά ήμαστε εδώ… Στο καλλίτερο νοσοκομείο της Αθήνας εργαζόμαστε…  και έχουμε και τα ιδιωτικά μας εργαστήρια έξω… το απόγευμα. Τι καλλίτερο θα ήθελες!  

 ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ

Το Νοσοκομείο της Αεροπορίας είναι κτισμένο, σε τεράστιο χώρο, δίπλα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών, επί της οδού Κατεχάκη.  Όταν πήγα να καταθέσω τα χαρτιά μου, για να λάβω μέρος στον διαγωνισμό, έμεινα άφωνη… από το μεγαλείο… των κτηριακών εγκαταστάσεων και από τους τεράστιους, πανταχόθεν, περιποιημένους αύλειους χώρους.Εσωτερικά έλαμπε… από καθαριότητα και ήταν εξοπλισμένο με ότι νεότερο είχε να επιδείξει η βιομηχανία ιατρικών συσκευών και νοσοκομειακού   εξοπλισμού, εκείνης της εποχής… Μιλάμε για τα μέσα της δεκαετίας του 1970.

Και  αυθόρμητα… μια ευχή… ένααίτημα, προς τις αόρατες, ουράνιες, θεϊκές.. δυνάμεις…βγήκε απ΄ τα χείλη μου… «Χριστέ μου, αξίωσέ με, να εργαστώ σ’ αυτό το Νοσοκομείο». Και το Σύμπαν «άκουσε»… την προσευχή και «συναίνεσε»… και ήλθαν τα πράγματα δεξιά!.. κατά πως λέει και ο λόγος.

Την οχταώροφη πτέρυγα των κλινικών με την διώροφη πτέρυγα των εξωτερικών ιατρείων, συνδέει, μια διώροφη στοά. Στην συνέχεια των κλινικών, προς την οδό Κατεχάκη, είναι και άλλη χαμηλή πτέρυγα, όπου είναι το Κ.Α.Ι (Κέντρο Αεροπορικής Ιατρικής) και στην πίσω μεριά είναι οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις όπου στεγάζονται οι στρατεύσιμοι, που υπηρετούν στο 251 ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΕΡΟΠΟΡΊΑΣ.

Τα πρώτα χρόνια, το Φυσκικοθεραπευτήριο, ήταν, στο ισόγειο της νότιας πλευράς, της πτέρυγας των κλινικών. Ο χώρος ήταν ενιαίος και τα πρώτα καμαρίνια, πρόχειρα… με πάνινες κουρτίνες. Δυο κρεβάτια, μια διαθερμία, υπέρηχο και μια υποτυπώδη φορητή ηλεκτροθεραπεία ο καθένας.

Στον ίδιο χώρο, ένα υποτυπώδες γυμναστήριο, με την έλξη, που την έλεγαν  «κρεμάλα»… οι πελάτες μας, ένα διάδρομο βάδισης, τη ρόδα για άσκηση των ώμων, ένα πολύζυγο, ένα στατικό ποδήλατο και το παραφινόλουτρο.  Το καθιστικό μας, στον ίδιο χώρο, ένα γραφείο και τρείς καρέκλες, όπου πίναμε τον καφέ μας και  τα λέγαμε… με τον Παύλο, στον ελεύθερο χρόνο μας. 

Από εδώ είχαμε άπλετη θέα, προς τον Υμηττό, το λατρεμένο μου βουνό, της Αττικής. Και τώρα που αποστρατεύτηκα… μου λείπει πολύ!… Δεν το κρύβω… πως συχνά… όταν με φέρει ο δρόμος μου… στην Κατεχάκη… μπαίνω  στο νοσοκομείο και περιφέρομαι άσκοπα… στους ορόφους η στα εξωτερικά ιατρεία, μπας και συναντήσω κανένα γνωστό… πελάτη η εργαζόμενο… και να βγω σε μπαλκόνι, να χαζέψω… τον Υμηττό… Τον αγάπησα αυτόν τον τόπο… και τον νοσταλγώ!..  Όχι μόνο τον τόπο αλλά και τους ανθρώπους που  γνώρισα εδώ, συνεργάτες και ασθενείς…  Δεν είναι λίγα τα τριάντα τρία χρονάκια… απ΄ τη ζωή μου, που  ξόδεψα… σ΄ αυτό. Και είναι χιλιάδες… οι ασθενείς, που πέρασαν απ’ τα χεράκια μας… και μοιραστήκαμε τον πόνο τους… και τα προβλήματά τους.

                                               Η ΠΡΩΤΗ  ΣΟΒΑΡΗ ΣΧΕΣΗ

  Εδώ γνωριστήκαμε  με τον Κυριάκο… Εργάζονταν και αυτός στο νοσοκομείο, ω φωτογράφος… Ήταν ιπτάμενος… αλλά πολύ νέος… είχε ένα ατύχημα, όταν υπηρετούσε στη Λάρισα. Σε μια πτήση έπαθε κάτι το αεροπλάνο και κατά την αναγκαστική προσγείωση, πήρε φωτιά… Και εκείνος «φλεγόμενος»…   έτρεχε να σωθεί… Νοσηλεύτηκε, με εγκαύματα σ΄όλο το σώμα, στο παλιό νοσοκομείο της Αεροπορίας, το οποίο ήταν τότε στην Κυψέλη  και αποστρατεύτηκε ως Π.Δ. Και επειδή ήταν λάτρης της φωτογραφίας απ’ τα νιάτα του…  εξάσκησε, έκτοτε, αυτό ως επάγγελμα,  στο νοσοκομείο.

Κατάγεται από τις Κυκλάδες, από την Σίφνο, το νησί των περίφημων… αγγειοπλαστών και  του πλέον γνωστού στη χώρα μας, σεφ,  τον περασμένο αιώνα, Νίκου Τσελεμεντέ. Και φυσικά  και περίφημων φαγητών, όπως η «ρεβιθάδα» και το «μαστέλο».

Και ως γνήσιος Σιφνιός… είναι περίφημος μάγειρας, καλοφαγάς, πότης, δεν έλλειπε ποτέ το κρασί απ’ το τραπέζι… κι ως εκ τούτου και ευτραφής… Σε αντίθεση με μένα που ήμουν λεπτή και αναιμική… δεν μου άρεσε η μαγειρική…  και έτρωγα ότι εύρισκα μπροστά μου, αλλά με μέτρο…

Ο Κυριάκος ως φαίνεται… του άρεσα ως κοπέλα και κάθε μέρα έρχονταν στο φυσικοθεραπευτήριο και κουβεντιάζαμε… ‘Ηταν μόνος… στο φωτογραφείο… δεν είχε προϊστάμενο… ούτε  βοηθό η συνάδελφο και όταν δεν είχε δουλειά… έρχονταν για παρέα. 

 Εγώ τότε έμενα στην Καλλιθέα, στην Χαροκόπου, με την οικογένεια του αδελφού μου, που είχε και ένα κοριτσάκι, την Βίκυ… Και από την Καλλιθέα  για να φτάσω στο ΓΝΑ  ήθελα περισσότερο από μια ώρα…  Περπατούσα κάπου ένα πεντάλεπτο για να  βγω στην Συγγρού, απ’ όπου περνούσε το υπηρεσιακό, το οποίο πολύ συχνά δεν το προλάβαινα κι έπαιρνα ταξί. 

 Ο Κ, έτσι θα τον ονομάζω από δω και πέρα, είχε ένα σπορ αυτοκίνητο Οτομπιάνκι, κόκκινο και κάποια μέρα, μου πρότεινε,  να με πάει σπίτι μου, στην Καλλιθέα. Τάχα… ότι μετά θα πήγαινε στον αδελφό του, που  ήταν παντρεμένος  και έμενε στην Νέα Σμύρνη… Εγώ δέχτηκα με ευχαρίστηση… την πρόταση του… και έκτοτε το έκανε συνεχώς… Άλλο που δεν ήθελα και γω… 

Εν τω μεταξύ ο Κ, ένα πρωϊνό, παίρνει τηλέφωνο στο γραφείο και  μου λέει «Κερνάω καφεδάκι, έρχεσαι; Το κατάστημα διαθέτει τα πάντα!..» «Ναι του λέω, έρχομαι… χωρίς να σκεφτώ τίποτα… Και έκτοτε πίναμε μαζί τον πρωϊνό καφέ μας και μετά κατέβαινα για δουλειά.

 Εγώ ήμουνα πολύ συνεσταλμένο κορίτσι… αλλά εκείνος με τον τρόπο του και την υπομονή του κατάφερε τελικά… να γίνουμε ζευγάρι… Αλλά τον «παίδεψα» πολύ!  Τον φουκαρά!.. Πέρασαν αρκετοί μήνες… σούρτα-φέρτα, Κυψέλη- ΓΝΑ-Καλλιθέα-Κυψέλη και τούμπαλιν… Δεν το βαζε όμως κάτω… Είχε μεγάλο πείσμα!.. «Κουράστηκε… πολύ για να με κατακτήσει…» Αλλά τελικά τα κατάφερε!.. «Όσοι  μας «παίδεψαν» μετράνε… πιο πολύ»…  Αυτό  δείχνει η πείρα!..

Είχαμε αποφάει και πίναμε το καφεδάκι μας…  στον καναπέ στο σαλόνι…  Μόλις τελειώσαμε… μ’ αγκαλιάζει  και φιληθήκαμε  με τόσο πάθος… που μάτωσαν τα χείλη μας…  ΄Ετρεμε σύγκορμος από την επιθυμία και το πάθος… Με παίρνει στην αγκαλιά του,  σαν  πούπουλο… του φάνηκα και με πάει στην κρεβατοκάμαρα, όπου εκεί τα «δώσαμε όλα»… Και όταν σώματα και ψυχές απόλαυσαν τις χαρές του έρωτα και της Αγάπης, που με πάθος… χάρισε  ο ένας στον άλλο… χαλάρωσαν… και χωρίς να το καταλάβουμε καν παραδοθήκαμε στις αγκάλες… του Μορφέα… Του άλλου πολύ αγαπημένου θεού,  όλων των έμβιων όντων της γης… για να μας ταξιδέψει σε άλλους εξίσου, μαγικούς και φανταστικούς  Κόσμους,  αυτούς, των ονείρων…

Και όταν χορτάσαμε… τον ύπνο των «ερωτευμένων» που απόλαυσαν ως τα κατάβαθα  της ύπαρξής τους, τις χαρές της πρώτης τους συνεύρεσης.. ξυπνώντας τον είδα να κοιμάται γαλήνια πλάϊ μου.. Άπλωσα το χέρι μου και του χάϊδεψα απαλά… τα όμορφα σγουρά μαλλιά του.  Ξύπνησε  και φάνηκε σαν να μην πίστευε… ότι ήμασταν στο ίδιο κρεβάτι!.. Με αγκάλιασε και με φίλησε τρυφερά!.. Πως αισθάνεσαι αγάπη μου; Τον ρώτησα.. «Ανάσταση»… μου είπε.. και αμέσως συμπλήρωσε
«Ωχ!.. πολύ λυρικός έγινα»… σαν να ντράπηκε που εκφράστηκε όντως… τόσο αυθόρμητα και  μάλλον υπερβολικά…

Ο Κ, είναι εξαιρετικός άνθρωπος, ήρεμος… τολμηρός… ολιγόλογος, ριψοκίνδυνος, νοικοκύρης και δοτικός… του αρέσει η ταχύτητα, τα σπορ αυτοκίνητα και οι αναβάσεις σε στροφιλίκια… Αλλά και οι μοτοσυκλέτες, έχει σαραβαλιάσει… δυο-τρία μοντέλα της Honda, στα νιάτα του. Με αγαπούσε πολύ και ήταν άνθρωπος της προσφοράς… Ότι πρόβλημα και αν είχα, έκανε τα πάντα για να βοηθήσει. Είχα ανοίξει το πρώτο φυσιοθεραπευτήριο στην Καλλιθέα, σ’ ένα δυαράκι, κάτω απ΄το δυαράκι που μέναμε στην Χαροκόπου.  Εκείνος  τοποθέτησε όλα τα όργανα γυμναστικής που ήθελαν βίδωμα στον τοίχο και γενικά βοηθούσε σε ότι  χρειάζονταν μάστορα. 

Εν τω μεταξύ, η νύφη μου  η Ζωή, νηπιαγωγός στο επάγγελμα, διορίστηκε στην Αγιά της Λάρισας και  αναγκάστηκαν να μετακομίσουν οικογενειακώς εκεί. Οπότε έφυγαν και οι γονείς μας για το χωριό, αφού πια δεν είχαν λόγο να μένουν στην Αθήνα και μείναμε μόνες με την Ευδοκία. Και  δεν είχαμε πλέον κανένα λόγο να μένουμε Καλλιθέα… τόσο μακριά απ΄ τις δουλειές μας… Η Ευδοκία ήδη εργάζονταν ως νοσηλεύτρια στο Άγιο Σάββα και γω είχα διοριστεί στο 251 ΓΝΑ.

 Οπότε μετακομίσαμε βορειότερα… Βρήκαμε ένα πολύ περιποιημένο διαμέρισμα, στους Αμπελοκήπους σε κεντρικό σημείο, στον κόμβο Κηφησίας  και Αλεξάνδρας, στον τρίτο όροφο. Είχε δυο κρεβατοκάμαρες, χωλ  και σαλόνι ενιαίο με τραπεζαρία,όλα με ξύλινα πατώματα παρκέ. κουζίνα μεγάλη, τουαλέτα  και WC. Το μόνο μειονέκτημά του, ήταν  η πολλή φασαρία… ως αργά το βράδυ.  Ήταν στην διασταύρωση δυο μεγάλων αρτηριών της Αθήνας. Αλλά τότε δεν ενοχλούμασταν πολύ από τα αυτοκίνητα… ήμασταν νεολαία… ακόμα. Αγόρασα όλα τα μηχανήματα  που χρειάζονταν για το φυσικοθεραπευτήριο, κρεβάτια τρία, διαθερμία, υπέρηχο, ηλεκτρομάλαξη, ηλεκτροθεραπεία, έλξη για αυχένα, ρόδα, ποδήλατο στατικό, παραφινόλουτρο,  σαλόνι αναμονής και γραφείο κουζίνα και πλυντήριο ρούχων. Ήταν και φρεσκοβαμμένο και έγινε κούκλα… 

Είχα κάνει και την πρώτη σύμβαση με το ΙΚΑ για να θεραπεύω ασφαλισμένους  και τρέχαμε μαζί για όλες τις διαδικασίες… Ξεροστάλιαζε ο καημένος… κάτι ώρες κάτω απ’ το ΙΚΑ Αμπελοκήπων, πάνω στη μηχανή του, όπου πήγαινα να καταθέσω χαρτιά η να εισπράξω χρήματα. Είχε ιώβιο υπομονή… Είχα ένα άνθρωπο να με βοηθάει σε όλα και πάνω απ’ όλα να μ’ αγαπάει… Και σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβω… έγινε ο άνθρωπός μου… ο βοηθός μου, σε όλα, ομοτράπεζος…  και με τον καιρό ομόκλινος…

Εγώ δούλευα όλη μέρα, πρωί στο νοσοκομείο, απόγευμα στο εργαστήριο… δεν άδειαζα ούτε να φάω… Εκείνος  μαγείρευε και μάλιστα εξαιρετικά αλλά και οι γονείς του του έστελναν,  σιφνέικες ρεβιθάδες και  ντόπια κατσικάκια που τα μαγείρευε καταπληκτικά!..  με πατάτες στο φούρνο.  Τέτοια ρεβίθια  πρώτη φορά έτρωγα στη ζωή μου… ήταν πηχτά και έλιωναν στο στόμα.  Τα «μούλιαζαν πρώτα αρκετές ώρες σε νερό και έπειτα τα έψηναν σε  πήλινο,σιφνέϊκο, τσουκάλι, σε ξυλόφουρνο… όλη τη νύχτα. Τα έβαζαν αποβραδύς και τα έβγαζαν το πρωί.

 Επίσης  του έστελναν και χόρτα σιφνέϊκα που τα έλεγαν  χοιροβοσκούς… ένα είδος ραδικιού…που ήταν, πολύ ιδιαίτερα. Μητζήθρες, ξερές για τα μακαρόνια, που τα αγαπούσε πολύ… και «μανούρες» σιφνέϊκες, ένα είδος γραβιέρας, μοναδικές κι αυτές. Ότι παράγει αυτό το νησί είναι πεντανόστιμο!..

Ο Κ, είχε μια θεία, αδερφή της μάνας του,  την Ευτυχία, που έμενε στην Κυψέλη. Αυτή δεν παντρεύτηκε και είχε τον Κ, σαν παιδί της. Θα είχε καταλάβει  ήδη, ότι κάτι τρέχει… με τον ανεψιό της και μια κοπέλα που εργάζεται και αυτήν  στο Νοσοκομείο και ήθελε να με γνωρίσει… Και επειδή γνώριζε καλά, ότι ο ανεψιό της, θα έλεγε όχι σε μια τέτοια πρόταση, αποφάσισε να μας εκπλήξει!..  Θα σκέφτηκε… το μεσημέρι σίγουρα… θα γυρίσουν  για φαγητό…  Εγώ θα πάω νωρίτερα εκεί και θα τους περιμένω!…Και τα κατάφερε μια χαρά!… Μπαίνοντας στο σπίτι την είδαμε να κάθεται  στον καναπέ, σαν νοικοκυρά… 

Προσωπικά εξεπλάγην που δεν είχα ενημερωθεί για το ραντεβού… Όχι πως θα άλλαζε κάτι στην αμφίεση η την συμπεριφορά μου… αν το ήξερα. Έτσι κι αλλιώς είμαι άνθρωπος που δεν μπορώ να προσποιηθώ κάτι άλλο, απ΄ αυτό που είμαι.Αλλά σίγουρα…πιστεύω, πως είχε βρεθεί και εκείνος προ τετελεσμένου γεγονότος…  Συστηθήκαμε… και ανταλλάξαμε τις τυπικές κουβέντες μιας γνωριμίας… Από πού είσαι; Που μένεις;  Τι δουλειά κάνεις;

Εν τω μεταξύ ο Κ. πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό… Πάντα ετοίμαζε φαγητό για την επόμενη μέρα και εκείνη τη μέρα είχε κρέας με πατάτες στο φούρνο. Έφτιαξε και μια πράσινη σαλάτα και  φάγαμε παρεούλα οι τρεις μας… Στο τέλος,μας έφτιαξε  καφεδάκι… και μας έστειλε  στο σαλόνι να το απολαύσουμε… ενώ εκείνος  συγύριζε την κουζίνα…  μάζεψε και έβαλε τα πιάτα  και όλα τα σκεύη στο πλυντήριο… Εκείνο που απεχθάνονταν απ΄ τις  καθημερινές δουλειές του σπιτιού, ήταν το πλύσιμο των πιάτων… Γι’ αυτό από τότε που  αγόρασε αυτό το δυαράκι στην Κυψέλη, πήρε και πλυντήριο πιάτων καιδεν ξανάπλυνε τίποτα στο χέρι. Τα βάζει όλα εκεί… Πολύ εξυπηρετική… αυτή η συσκευή.

Την άλλη μέρα,  το πρωί, στο νοσοκομείο, που πίναμε τον καφέ μας, τον ρώτησα να μου πει τις εντυπώσεις της θείας… περί του προσώπου μου,  με μια φράση…  Και μου ξεφουρνίζει τη φράση  «τα ζώα μου αργά!». Ξουράφι η θεία… έπεσε διάνα…

 Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουσα να  με χαρακτηρίζουν με αυτήν τη φράση… Και είναι πέρα για πέρα αληθινή!.. Πραγματικά  όλες τις καθημερινές δουλειές του νοικοκυριού, αλλά και στην δουλειά μου την επαγγελματική, ότι έκανα, το έκανα αργά… σχεδόν τελετουργικά, με επιμέλεια, συνέπεια και πολύ αγάπη… Ήθελα ότι φτιάχνω να είναι καλό… στέρεο και όμορφο, είτε ήταν κέντημα, πλέξιμο, φαγητό, χορός, σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σίδερο και άλλα…

                                   ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ ΜΕ ΜΗΧΑΝΕΣ

                                                  ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΣΙΦΝΟ

Μια χρονιά, θα ήταν περί το 1984 αποφασίσαμε να πάμε διακοπές για πρώτη φορά στην Σίφνο. Ήταν μαζί μας και η Ευδοκία. 

Ο Κυριάκος, έχει έναν αδελφό, που είναι παντρεμένος με αεροσυνοδό και έχουν τρία παιδιά,  που σήμερα είναι παντρεμένα και έχουν παιδάκια. Ο αδελφός του, εργάζονταν στην Ολυμπιακή, τώρα πια, είναι συνταξιούχος και  από τα νιάτα του έχει εξοχικό σπίτι, στον Πλατύ γιαλό, στην παραλία.

Ο Κ  τότε  είχε ένα πλεούμενο… ένα κρις-κραφτ,για βόλτες και  έκανε θαλάσσιο σκι όταν είχε κέφια και παρέα, Του άρεσαν τα σπορ… και ιδιαίτερα ότι είχε σχέση με αυτοκίνητα, μηχανές και σκάφη. Ήταν άνθρωπος της δράσης… Παρακολουθούσε  ανελλιπώς το Ράλι Ακρόπολις και τους αγώνες μοτοσυκλέτας. Θυμάμαι όταν γυρνούσε απ΄ το « ΑΡάλυ-Ακρόπολις»,  αυτοκίνητο  και αυτός ήταν μέσα στο χώμα… 

Είχε κανονίσει να πάμε αρχές Σεπτεμβρίου, εποχή που  στο νησί  γίνονται πολλά πανηγύρια.

Μέναμε στο Βαθύ, με την πανέμορφη και μεγάλη παραλία, που την στολίζουν κατά μήκος,  πολλά αλμυρίκια. Και από εκεί τριγυρίσαμε απ’ άκρη σ,’ άκρη το νησί, με τα πόδια, το τζίπ και  το σκάφος.  Ήταν οι ωραιότερες διακοπές της ζωής μου  και ανεπανάληπτες… Θα τις θυμάμαι όσο ζω, με νοσταλγία… 

 Εδώ πρωτοασχολήθηκα με το σέρφινγκ,. Υπήρχε ένα σερφ, στο σπίτι του αδερφού  του και έκανα τρομερές προσπάθειες  να το σηκώσω… και τελικά τα κατάφερα… Μια μέρα τα πήγαινα μια χαρά, αλλά είδα ότι σε λίγο θα έβγαινα έξω απ΄ τον όρμο… Δεν μπορούσα να στρίψω… Και ήρθε ο Κ, με το σκάφος και με μάζεψε. 

Το πρώτο πανηγύρι που πήγαμε ήταν στις 28 Αυγούστου, του Αη-Γιάννη του Νηστευτήστο Φάρο.  Είχε πολύ κόσμο και μετά τον εσπερινό, είχε Τράπεζα… όπου κάθονται και τρώνε οι πανηγυριστές και  μετά γλεντούν με τοπική ορχήστρα. Τα φαγητά που προσφέρονται σε όλα τα σιφνέϊκα πανηγύρια, είναι κατά αρχήν, η καζανάτη… ρεβιθάδα και ακολουθεί το κυρίως πιάτο, που είναι κατσικάκι κοκκινιστό με μακαρόνια  και σπανίως… μεπατάτες τηγανιτές, που συνοδεύεται με σαλάτα, μανούρα, ελιές  και μπόλικο κρασί. Και ακολουθεί το γλέντι. 

Η ορχήστρα αποτελείται από βιολί και λαγούτο και οι οργανοπαίχτες, εναλλάσσονται και στο τραγούδι. Το 1984 που ήμασταν εκεί,  το δίδυμο των οργανοπαιχτών ήταν καταπληκτικό!.. Ένας βιολιτζής πολύ μερακλής… δεν θυμάμαι το όνομά του, ήταν λίγο περίεργο… Α… το βρήκα…  «Κουτσουνάς» στο παρατσούκλι, Γιάννης Ξανθάκης στο κανονικό…

Το δεύτερο, στις 31 Αυγούστου, ήταν του Αγίου Συμεών στις Καμάρες… πάνω σε κορφή στα 463μ.Και εκεί φάγαμε εξαιρετικά και γλεντήσαμε.

Άλλη μέρα επισκεφτήκαμε, το  μοναστήρι του προφήτη-Ηλία του Ψηλού, στο ψηλότερο βουνό του νησιού, με ύψος στα 615 μ. και στη συνέχεια ανεβήκαμε και περιδιαβήκαμε, στο Κάστρο, την αρχαία πρωτεύουσα του νησιού. Το Κάστρο κατοικείται από την 3η χιλιετία π χ.  Είχε ναό και θέατρο του Διονύσου και πολυτελή κτήρια.

Στις 4 Σεπτεμβρίου και άλλο πανηγύρι, του Αη-Νικήτα στο Σελάδι.

Συνεχίζοντας την περιπλάνησή μας στο νησί, επισκεφτήκαμε το μοναστήρι της Παναγιάς  Χρυσοπηγής, κτίσμα του 17ου αιώνα, πάλλευκο… και… λαμπρό… κτισμένο, σε εντυπωσιακό βραχώδες ακρωτήριο, που έχει μια σχισμή… βαθιά και κάθετη, σαν από θεϊκό… χέρι.

Σύμφωνα με τις τοπικές  λαϊκέςπαραδόσεις, το σχίσιμο του βράχου έγινε με θαύμα της Παναγιάς, την εποχή, που οι  πειρατές αλώνιζαν  στο Αιγαίο. Εκείνα τα χρόνια το μοναστήρι είχε μοναχές και σε μια πειρατική  επιδρομή στο μοναστήρι, οι περισσότερες μοναχές πρόλαβαν και έφυγαν… Μια μόνο δεν τα κατάφερε… να φύγει και η μόνη ελπίδα της ήταν η Παναγιά… Προσευχήθηκε με θέρμη στη Χάρη της, να την σώσει… Και πραγματοποιήθηκε η ευχή της…  με το σχίσιμο του βράχου… 

 Η εφέστιος  εικόνα του μοναστηριού, η Ζωοδόχος Πηγή, βρέθηκε από ψαράδες στην περιοχή.

 Το μοναστήρι όμως δεν γιορτάζει την ομώνυμη γιορτή, αλλά  της Αναλήψεως του Κυρίου, 40 μέρες μετά το Πάσχα.  Και τούτο, εξ αιτίας του γεγονότος, ότι  το 1676 ανήμερα, της ομώνυμης γιορτής, η Παναγία, έσωσε το νησί από επιδημία πανούκλας, ενώ είχαν ήδη πεθάνει εκατό άνθρωποι. Σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι, υπάρχει πανέμορφη παραλία, με γαλαζοπράσινα νερά που λέγεται «Αποκοφτού». 

Δυο  απ’ τα κελιά του, έχουν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για τους σιφνιούς…  Στο ένα ζούσε κατά διαστήματα, ο ποιητής τους… Αριστομένης Προβελέγγιος και στο άλλο ο ριμαδόρος, συμπατριώτης  τους, Αντώνιος Δεκαβέλας.

 Εκτός όμως απ’ αυτούς, η Σίφνος έχει  να επιδείξει και άλλους ανθρώπους του πνεύματος, όπως ο Στέλιος Σπεράντζας,συγγραφέας, Μανώλης Κορές, θεατρικός συγγραφέας,  Νίκη Σταφυλοπάτη, Νικόλας Χρυσόγελος, καθηγητής στη Σχολή  Σίφνου κ.α Άλλα ξακουστά μοναστήρια και εκκλησιές της Σίφνου, είναι η Παναγιά Αγγελόκτιστη, του Βουνού, η Ελεούσα, στο Κάστρο και το μοναστήρι Χρυσοστόμου στο Κάτω Πετάλι.

Στο νησί σώζονται τρείς πύργοι αμυντικοί σε καλή κατάσταση, ο Ασπρόπυργος, στο δρόμο προς τον Πλατύ Γυαλό, ο Μαύρος Πύργος στα Ξάμπελα και ένας στην Καταβατή.

Στις 6 Σεπτεμβρίου ήμασταν στο πανηγύρι του Αγίου Σωζοντος(Αη-Σώστης) στο ομώνυμο χωριό.

Στις 8 Σεπτεμβρίου γιόρταζε, το «γεννέσιον» της Θεοτόκου η Ιερά Μονή Βρύσης στα Ξάμπελα και επαναλήφθηκαν τα ίδια… Στο νησί αυτό συναγωνίζονται, τα χωριά, το ποιο θα κάνει το καλύτερο πανηγύρι… 

Στις 13 Σεπτεμβρίου, του Σταυρού, στο Φάρο και Χώνη. 

Είναι άπαιχτοι… οι σίφνιοι, όσον αφορά τα πανηγύρια…  Τόσα πανηγύρια  μέσα σε δέκα μέρες είναι πάρα πολλά!…Τρελαθήκαμε στο πέρα-δώθεκαι  «ξεσχιστήκαμε» στο φαϊ… μετά συγχωρήσεως… Και όσον αφορά τους χορούς…  που είναι το μεράκι μου… εξασκηθήκαμε δεόντως… στον κυκλαδίτικο συρτό… Συνήθως το πρώτο τραγούδι στα πανηγύρια είναι το «Στον Αρτεμώνα, στο Σταυρί, στα Ξάμπελα, στο Κάστρο, εκεί το πρωτογνώρισα, το πρόσωπό σου τ’ άσπρο. Στον Αρτεμώνα δεν περνώ, γιατί μ’ αναγελούνε. Θα πάω στην Καταβατή, που με παρακαλούνε»

Στην Σίφνο, τα πανηγύρια  δεν τα κάνει η εκκλησία η ο δήμος αλλά οι ευσεβείς και πιστοί κάτοικοι της, οι επωνομαζόμενοι «πανηγυράδες» Ο πανηγυράςέχει υποχρεώσεις και καθήκοντα. Παίρνει την εικόνα του εορτάζοντος αγίου στο σπίτι του, για όλη τη χρονιά, έχει υποχρέωση να ανάβει το καντηλάκι κάθε μέρα, να την συντηρήσει, εάν έχει φθορές, να την στολίσει  λαμπρά… για το πανηγύρι και να κάνει και τα έξοδα για την Τράπεζα του πανηγυριού.  Και μετά το πανηγύρι, την παραδίνει στον επόμενο Πανηγυρά. 

Πρωτεύουσα της Σίφνου είναι η Απολλωνία, προς τιμήν του θεού Απόλλωνα  και δεύτερος οικισμός σε πληθυσμό, ο Αρτεμώνας,   προς τιμήν της θεάς Αρτέμιδας, με πληθώρα νεοκλασικών αρχοντικών. Και οι δυο  λατρεμένοι…θεοί στις Κυκλάδες. Τα χωριά αυτά είναι ξακουστά… για τους αριστοτεχνικά  ασπρισμένους αρμούς, των πλακόστρωτων καλντεριμιών τους.

Μια μέρα περπατήσαμε από το Βαθύ ως τον Πλατύ Γιαλό και τανάπαλιν… ‘Ηταν πολύ όμορφα.  Το μονοπάτι αυτό περνάει από την Παναγία, την επονομαζόμενη «το τόσο Νερό», που πανηγυρίζει, το δεκαπενταύγουστο. Το χάσαμε αυτό το πανηγύρι… το αφήσαμε για μια επόμενη φορά… που δεν ήρθε μέχρι σήμερα, δυστυχώς!..

Σε άλλη εξόρμησή μας, με το τζιπ, αυτή τη φορά, φτάσαμε στην Χερρόνησο,  όπου υπάρχουν  τα αγγειοπλαστεία.  Το νησί φημίζεται… και για την αγγειοπλαστική  του και τα ξακουστά πυρίμαχα σκεύη, που τα έφτιαχναν οι «τσικαλάδες» του νησιού.  Ένα απ’ αυτά, είναι το λεγόμενο «Μαστέλο». Σ’ αυτό ψήνουν το πασχαλιάτικο κατσικάκι με λάδι, κόκκινο κρασί και  μάραθο.

 Από κανένα σιφνέϊκο σπίτι το Πάσχα δεν λείπει εκτός απ΄ το κατσικάκι  κι η «μελόπιτα», ένα είδος γλυκού, που φτιάχνεται απ’ τις νοικοκυρές με  μέλι, μυζήθρα και αυγά.  Με  εντυπωσίασαν οι πανέμορφοι  φλάροι… οι πήλινες καμινάδες και τα ακροκέραμα… 

Από το εκκλησάκι του Αη-Μηνά, της περιοχής, περπατήσαμε στο μονοπάτι που οδηγεί, στον Αη-Σώστη,  όπου βρίσκονται τα αρχαία μεταλλεία χρυσού, αργύρου και άλλων μεταλλευμάτων, σιδήρου, χαλκού, μαγγανίου και  μαγνησίου, που ήκμασαν, περί τον 5ο με 6ο αιώνα π.Χ.

Επίσης διέθετε και λατομεία   γρανίτη, του επονομαζόμενου Σιφναίου λίθου, απ΄ τον οποίο  κατασκευάζονταν, περίφημα επιτραπέζια είδη. Ήταν ξακουστά τα σιφνέϊκα ποτήρια. 

 Εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης… για τα πλούσια δώρα των θεών,  οι αρχαίοι σιφνοί,  αφιέρωσαν στους Δελφούς, στον ναό του Απόλλωνα,  τον περίφημο «Θησαυρό των Σιφνίων». Από το χρυσάφι αυτό, κάθε χρόνο, έστελναν στο μαντείο,  την «δεκάτη» μια ποσότητα χρυσού, που αντιστοιχούσε με ένα «χρυσό αυγό». Κάποια φορά όμως  οι σίφνιοι, αθέτησαν τηνσυμφωνία… και δεν απέστειλαν στο Μαντείο, το περιώνυμο  «χρυσό αυγό». Με αποτέλεσμα, να «θυμώσει» ο Απόλλωνας και να καταστρέψει τα μεταλλεία, βουλιάζοντας τα, στη θάλασσα.

Και μια απ’ τις μέρες, της εκεί παραμονής μας, κάναμε το γύρω του νησιού με το κρις-κραφτ και  εξερευνήσαμε όλους τους όρμους.Οι σπουδαιότεροι απ΄ αυτούς είναι του Αγ. Γεωργίου, Καμαρών, Βαθύ, Φικιάδα, Πλατύς Γυαλός, Φάρος και Σεράλια. Και στις πιο ερημικές του παραλίες, πήραμε μια γεύση, της παραδεισένιας… ζωής των πρωτόπλαστων στον Παράδεισο…

Το  πατρικό σπίτι του Κ, ήταν στην Καταβατή. Ο πατέρας του ήταν καλοκάγαθος άνθρωπος, χαμογελαστός, κοντός στο ανάστημα και πολύ νοικοκύρης… ενώ η μάνα του ήταν ψηλή, νταρντάνα γυναίκα, καλή νοικοκυρά, αλλά λιγάκι βλοσυρή… απόμακρη… Ο πατέρας του καλλιεργούσε τη γη και έφτιαχνε μυτζήθρες και μανούρες… ως τα   γεράματα του.  Η μανούρα, είναι το πιο εύγευστο  σκληρό τυρί της Σίφνου και οφείλει την εξαιρετική του γεύση, που το κάνει μοναδικό… στο ότι, όταν ξεραθεί, την αφήνουν για πολύ καιρό, σε κατακάθι κρασιού και κατά την διάρκεια της εκεί παραμονής του απορροφάει όλα τα αρώματα του κρασιού. Αγαπούσε δε πάρα πολύ και τα ζώα του, τον γάδαρόμου, όπως το αποκαλούσε,  τον πιστό φίλο και βοηθό του στις αγροτικές δουλειές. Αλλά και τις γάτες του σπιτιού τους, δικές τους και φιλοξενούμενες… από άλλες γειτονιές,  τους εξωτερικούς συνεργάτες  όπως τους έλεγαν…  Θεός σχωρέστους  τους. Ήταν καλοί άνθρωποι!.. 

Την αγάπη του  για τα ζώα… ιδιαίτερα τις γάτες, έχει κληρονομήσει και ο γιός του Κυριάκος. Πάντα είχε στο σπίτι του μια η και περισσότερες γάτες, κεραμιδόγατες… η αυτές με το ωραίο γυαλιστερό  απαλό, γκριζοκαφέ τρίχωμα,  τις «αριστοκράτισσες…»τις λεγόμενες, «σιαμαίες», που τον συντρόφευαν και στο κρεβάτι. Του είχαν καταμαδήσει… με τα νύχια τους,  τα έπιπλα, καναπέ και πολυθρόνες αλλά αυτό δεν τον ενοχλούσε καθόλου… «Είναι  στο «σπίτι τους» έλεγε και μπορούν να κάνουν ότι «θέλουν» όπως και γω. 

Ο Κ, ως άνθρωπος είναι φειδωλός στα λόγια… δεν λέει πολλά, αλλά δείχνει την αγάπη του με έργα.  Από τη στιγμή που βρεθήκαμε και οι δυο, ως εργαζόμενοι,  στο Νοσοκομείο, άρχισε να συχνάζει στο φυσικοθεραπευτήριο, συχνά-πυκνά…  για παρέα και όταν τελειώναμε τη δουλειά μας, μου έπαιρνε τηλέφωνο, ότι θα πάει προς Νέα-Σμύρνη, όπου έμενε ο αδελφός του και θα εξυπηρετούσε και μένα που έμενα τότε στην Καλλιθέα, με όλο το σοϊ, γονείς και αδέλφια. 

Είχε παντρευτεί και ο αδελφός μου ο Βάϊος με την Ζωίτσα του Καλτέκη και είχαν αποκτήσει και την πρώτη κόρη την Βίκυ.  Είχαν έλθει και οι γονείς μου για να κρατούν το μωρό. Η δε αδερφή μου Ευδοκία, δεν είχε τελειώσει ακόμα τη Σχολή Νοσηλευτικής των ΤΕΙ. Και όλοι αυτοί μέναμε σε δυάρι διαμέρισμα στην οδό Χαροκόπου 52 στην Καλλιθέα.  

Το πρωί έπαιρνα το υπηρεσιακό αυτοκίνητο που περνούσε από την Συγγρού και το μεσημέρι με έφερνε πίσω ο Κ, με το  θρυλικό, κόκκινου χρώματος  αυτομπιάνκι του. Τον «έφαγαν» οι δρόμοι τον καημένο… σούρτα-φέρτα στην Καλλιθέα…

Σιγά-σιγά, όμως άλλαξαν τα πράγματα, η νύφη μου πήρε μετάθεση για Αγιά Λάρισας και μετακόμισαν, οι γονείς μου πήγαν στο χωριό και εγώ με την Ευδοκία, μετακομίσαμε στους Αμπελοκήπους, στην οδό Φειδιππίδου, σε ένα τεσσάρι, στον τρίτο όροφο, όπου, μέναμε και εργαζόμουν τα απογεύματα, στο φυσικοθεραπευτήριο, που είχα εγκαταστήσει, στο μεγάλο αυτό διαμέρισμα… Είχε πολύ ωραίες ταπετσαρίες στους τοίχους,γυαλισμένα ξύλινα πατώματα  και ήταν στον τρίτο όροφο. Το διαμέρισμα αυτό ήταν ότι έπρεπε για την περίπτωσή μας…  Ήταν πολύ κοντά στο Νοσοκομείο που εργαζόμουν, ήταν κεντρικό σαν φυσικοθεραπευτήριο,  πολύ περιποιημένο και φωτεινό… με πρόσοψη στη Φειδιπίδου.

 Είχα  αγοράσει και τα μηχανήματα φυσικοθεραπείας, από συνάδελφο που είχε συνταξιοδοτηθεί και  το εξόπλισα και άρχισα να εργάζομαι τα απογεύματα 5-9  η ώρα.  Στο ένα δωμάτιο είχα τρία κρεβάτια ιατρικά, την διαθερμία, το υπέρηχο, το φωτόλουτρο, την ηλεκτροθεραπεία και το  μηχάνημα της ηλεκτρομάλαξης. Στο άλλο είχα τα μηχανήματα του γυμναστηρίου,  διάδρομο βάδισης, την έλξη αυχένος, ποδήλατο, τη ρόδα στον τοίχο, για εκγύμναση του ώμου, βαράκια,  και άλλα εξαρτήματα για εκγύμναση των χεριών. Αγόρασα και ένα σαλονάκι δερμάτινο, μπορντώ, χρώματος  και τραπεζάκι για το χωλ, της υποδοχής, που ήταν ενιαίος χώρος με το γραφείο μου, που ήταν και αυτό του συναδέλφου μου, να ναι καλά ο άνθρωπος, όπου κι αν βρίσκεται και εγκατασταθήκαμε πια στους Αμπελοκήπους. Έκανα και αίτηση για σύμβαση με το ΙΚΑ Αμπελοκήπων και άρχισα να δουλεύω.

Το μόνο μειονέκτημα ήταν ο θόρυβος… Ήταν κοντά στην διασταύρωση των μεγάλων οδικών αρτηριών της Αθήνας, Λεωφόρου Αλεξάνδρας και  Κηφησίας. Είχε δε ως διαχειριστές η εν λόγω πολυκατοικία, ένα ζευγάρι καταπληκτικό, ως άνθρωποι και πολύ εξυπηρετικοί…Τον κυρ-Γιώργο και την γυναίκα του, την κ. Βαρβάρα.Είχαν κι ένα αγοράκι, τον Γρηγόρη, πέντε – έξι χρονών τότε.  

Μου πλήρωναν όλους τους λογαριασμούς, φως, νερό, τηλέφωνο και είχα ξενοιάσει απ’ αυτά. Εν τω μεταξύ τελείωσε και η Ευδοκία τις σπουδές της και έπιασε δουλειά στο θεραπευτήριο «Άγιος Σάββας» ως νοσηλεύτρια, οπότε την εξυπηρετούσε και αυτήν, αυτή η επιλογή.

Περνούσαμε πολύ ωραία στους Αμπελοκήπους, με τους πελάτες ασθενείς μας… κατά κύριο λόγο ικατζήδες… και όχι μόνο. Η Ευδοκία ήταν στην υποδοχή, τους έφτιαχνε  καφεδάκι και  επιμελούνταν την μουσική… Είχαμε πάρει και στερεοφωνικό κασετόφωνο. Έχει αφήσει ιστορία… αυτό το φυσικοθεραπευτήριο…Είχαμε πολύ καλό κόσμο και  ο χώρος ήταν καταπληκτικός… φωτεινός, με όμορφες κουρτίνες  και έπιπλα και πολύ αγάπη για  τους πελάτες…  Και επειδή ότι δίνεις, παίρνεις, είναι νόμος της ζωής αυτός, περνούσαμε όλοι όμορφα… θεραπευτές και θεραπευόμενοι.

Εν τω μεταξύ, δεν μας έλλειπαν ποτέ οι επισκέψεις… συγγενών και φίλων. Όσα ξαδέλφια υπηρετούσαν την στρατιωτική τους θητεία στα πέριξ της πρωτεύουσας, όλοι εδώ ξεπέζευαν, στις εξόδους τους…  Και όσοι έρχονταν απ΄ τα  ξένα,  η έφευγαν,  κυρίως, την Αυστραλία, περνούσαν από εδώ οπωσδήποτε. 

Έτσι γλύτωσε και ο Κ, τα δρομολόγια για Καλλιθέα, σούρτα-φέρτα, αλλά σε λίγο μας προέκυψαν άλλα καινούρια   δρομολόγια και αναμονές με το ΙΚΑ.  Περίμενε ο καημένος με τις ώρες… πότε θα έρθει η σειρά μου να πληρωθώ… και είχε κάτι ουρές να σε φυλάει ο Θεός!.. Πρώτη φορά είδα τον Κ να νευριάζει… και να αγανακτεί. Αλλά τι να έκανα και γω,  η καημένη… δεν ήταν στο χέρι μου!.. 

Τώρα βέβαια ήμασταν πολύ κοντά στο ΓΝΑ και περνούσε απ΄ τη Φειδιπίδου, κάτω απ’ το σπίτι μου και πηγαίναμε μαζί στο νοσοκομείο. Πολλές φορές έπαιρνε και κάποιες άλλες κυρίες που πήγαιναν στο 401 Στρατιωτικό νοσοκομείο, που είναι δίπλα στο ΓΝΑ. «Μαζί με το βασιλικό, ποτίζεται και η γλάστρα…». Που λέει ο λόγος.

 Μια μέρα πήρε και μια κυρία δική μας,  που   εργάζονταν στα εργαστήρια, στο βιοχημικό εργαστήριο και καθώς πηγαίναμε, γυρίζει εκείνη κάποια στιγμή και μου λέει ψιθυριστά «Τι «κάρφωμα» ήταν αυτό  πάνω σου καλέ, του Κυριάκου!.. Εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα!..Ποιός ξέρει τι νύστα θα είχα!.. Εκείνος είχε τον καημό του!.. Αγαπιόμασταν πολύ είναι η αλήθεια… Αλλά εγώ ήμουν πολύ κουρασμένη και το έβλεπε.  Και έκανε ότι περνούσε απ’ το χέρι του να με διευκολύνει…  Νάναι καλά όπου κι αν βρίσκεται και να είναι ευτυχισμένος!…

Του Κυριάκου του άρεσαν πολύ οι μοτοσυκλέτες και παρακολουθούσε  ανελλιπώς και τους αγώνες μοτοσυκλέτας εκτός απ ΄το ράλλυ-Ακρόπολις… Και φυσικά αγόρασε μια Χόντα χιλιάρα, και πηγαίναμε έκτοτε στο ΓΝΑ, με την μηχανή.  Μου άρεσε πολύ η μηχανή και δεν είχα κανέναν ενδοιασμό η φόβο… Ποτέ δεν μου περνούσε απ’ το μυαλό μου ότι κινδυνεύω, ανά πάσα στιγμή, να σκοτωθώ… Είχα δε και μεγάλη αγάπη και εμπιστοσύνη στον αγαπημένο μου Κ. Οι γονείς μου, που ήξεραν τα γεγονότα, ιδιαίτερα η μάνα μου, ωρύονταν και με μάλωνε που κάνω αυτές τις αποκοτιές… Αλλά εγώ  δεν φοβόμουν καθόλου… και δεν με επηρέαζαν οι γκρίνιες της μάνας μου.

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΜΗΧΑΝΕΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ

Ένα πρώτο μεγάλο ταξίδι με μηχανόβιους,  κάναμε στην Μονεμβασία και ήταν μια τρέλα!.. Θα ήμασταν καμμιά σαρανταριά μηχανόβιοι, άλλοι μόνοι τους και οι περισσότεροι με το ταίρι τους…  και ξεκινήσαμε όλοι εν  πομπή…  με ένα σωρό μπαγκάζια ο καθένας, για Μονεμβασία. Στην πολίχνη της Μονεμβασίας  φάγαμε σε εξαιρετικό ταβερνίδιο,  κοψίδια  συνοδευόμενα από  όλα τα επίλοιπα σαλάτες, πατάτες και ντόπια  αρωματικά κρασιά  και στη συνέχεια βγήκαμε πιο έξω,απ΄ τη πόλη, στην εξοχή,  όπου κατασκηνώσαμε στην ύπαιθρο, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα.

Ήταν άνοιξη  25 του Μάρτη και ο καιρός  σύμφωνα με την μετεωρολογική υπηρεσία  προέβλεπε βροχές για το βράδυ.  Και όντως  έτσι έγινε… Ευτυχώς είχαμε προλάβει και στήσαμε τις σκηνές και χωθήκαμε στα σλίπιγκμπαγκ  μας. Η δε βροχή μας νανούριζε… που έπεφτε στις σκηνές, άλλοτε σιγανά και άλλοτε με δύναμη. Τι σε νοιάζει όταν είσαι νέος και ερωτευμένος, αν κοιμάσαι σε σκηνή  κι αν βρέχει καρεκλοπόδαρα!.. Όλα τ ΄αψηφάει η νιότη!.. Δεν βγήκε έτσι… χωρίς λόγο το τραγούδι «Να ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία», που το χόρευε η  μερακλού, θειά μου  Κατσαρίνα, στα νιάτα της.  

ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΚΡΙΣ-ΚΡΑΦΤ ΣΕ ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, ΜΑΚΡΟΝΗΣΟ, ΚΕΑ, ΓΥΑΡΟ, ΜΥΚΟΝΟ, ΔΗΛΟ, 

Μια απ’ τις ωραιότερες εξορμήσεις μας, με το κρις-κράφτ, ήταν στις Κυκλάδες. Ξεκινήσαμε απ’ το Λαύριοκαι πήραμε τα νησιά αμπάριζα… Πεταχτήκαμε απέναντι στην Μακρόνησο, μια λουρίδα γης, άνυδρη και κατάξερη…Κρανίου τόπος!.. Δεν λαλάει… επάνω της πράσινο φύλο. Τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων, κατά και μετά τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά χρησιμοποιήθηκε και ως τόπος εγκατάστασης και ως λοιμοκαθαρτήριο, προσφύγων από την Μικρά-Ασία, μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Περιδιαβήκαμε στις υπάρχουσες ακόμα ερειπωμένες κτηριακές εγκαταστάσεις, ΕΤΟ 1, ΕΤΟ 2, ΕΤΟ 3, τις οποίες έκτισαν οι κρατούμενοι για τις βιοτικές ανάγκες τους.

Συνεχίσαμε την βόλτα μας, με επίσκεψη στην Τζιά(Κέα), ένα πανέμορφο νησί, με  καταπληκτικές παραλίες, πανέμορφα χωριά και πλούσια ιστορία.  Κατοικήθηκε από την Παλαιολιθική Εποχή. Πρωτεύουσα της η Ιουλίδα. Το όνομα της το πήρε από τον Κέω, γιο του Απόλλων και της νύμφης Ροδόεσσας. 

Στην αρχαιότητα ονομάζοντανΥδρούσα… για τα πολλά νερά της  και την πυκνή βλάστηση, τόποι  όπου αρέσκονταν να κατοικούν οι Νύμφες, οι νεράϊδες θα λέγαμε σήμερα. Κάποτε… ο Δίας, κατόπιν δεήσεως… για βοήθεια απ’ τους πιστούς, έστειλε ένα λιοντάρι, στο νησί, που έδιωξε τις Νύμφες,  που ζούσαν στα δάση της και σκότωναν τις γυναίκες. Τότε ο Σείριος, το λαμπερότερο αστέρι στον ουρανό «θύμωσε».. και κατέκαψε το νησί και όλες τις Κυκλάδες.

 Μετά απ΄αυτό, οι κάτοικοι  των Κυκλαδονήσων ζήτησαν την βοήθεια του ημίθεου θεσσαλού Αρισταίου, ο οποίος ήταν γιός του Ποσειδώνα και της Νύμφης Κυρήνης,πουεξευμένισε… τους θεούς με λαμπρές θυσίες…  Και οι θεοί αποφάσισαν να  επιτρέψουν τους βόρειους ανέμους να φυσάνε στο Αιγαίο, για σαράντα μέρες, την περίοδο κατά την οποία λάμπει στο στερέωμα, ο αστερισμός του Μεγάλου Κυνός, στον οποίο ανήκει ο Σείριος.  Είναι τα λεγόμενα «μελτέμια», που  δροσίζουν τα νησιά μας,  για σαράντα μέρες το καλοκαίρι.

Έμβλημα του νησιού είναι ο παραπάνω αναφερόμενος,Λέων… το  εντυπωσιακό… πέτρινο λιοντάρι,  σκαλισμένο πάνω σε βράχο,  από τον 7ο  π. χ αιώνα,  στην πρωτεύουσα του νησιού,Ιουλίδα.

Στους αρχαϊκούς χρόνους τέσσερεις πόλεις  αναπτύχθηκαν στο νησί, η Ιουλίδα στο εσωτερικό, η Καρθαία, με τον περίφημο, δωρικό ναό του Απόλλωνα, η Κορησσία η Λιβάδι, που είναι το λιμάνι της και η Ποιήεσσα.

Επίσης η Τζια είναι γνωστή για τους  αμυντικούς της πύργους και τις καταπληκτικές παραλίες, όπως το Γιαλισκάρι, Βουρκάρι, με τις τρείς διαδοχικές παραλίες, Οτζιάς,  Ποίσσες,  Ξύλα,  Κούνδουρος,  Σπαθί,  Ορκός, Συκαμιά και άλλες.

Ήταν φημισμένη, για το πολιτικό της σύστημα, που απασχόλησε τον μεγάλο φιλόσοφο Αριστοτέλη, του οποίου το σύγγραμμα «Κείων Πολιτεία», αναφέρεται στην υποδειγματική, κοινωνική οργάνωση της Κέας.

Από την Τζιά κατάγονταν ο Αριστείδης, ένας απ’ τους εφτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, που νομοθέτησε. «το Κείον το νόμιμον». Σύμφωνα  με αυτό, ο πολίτης έπρεπε να πεθαίνει, από την στιγμή που οι πνευματικές και σωματικές του δυνάμεις, δεν ήταν ωφέλιμες στην πολιτεία.

 Ξακουστό είναι επίσης το μοναστήρι  της Παναγίας της Καστριανής και το πανηγύρι του. 

Επόμενος προορισμός μας ήταν η Γυάρος. Το Νταχάου της Μεσογείου και νησί του διαβόλου, όπως χαρακτηρίστηκε. Αφιλόξενο, αλίμενο και επικίνδυνο, λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων που επικρατούν στην περιοχή. Σπάνια… έχει νηνεμία αυτός ο τόπος!..

Το νησί φιλοξένησε από το 1948-1974, 22.000 χιλιάδες εξόριστους. Μεταξύ αυτών και ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος  κατά την διάρκεια της εκεί παραμονής του, ζωγράφιζε σχέδια πάνω σε πέτρες και κουτιά τσιγάρων, με ρίζες φυτών η ότι άλλο έβρισκε. Επίσης και ο θείος μου ο Τόλιος Μπόρας αδελφός της μάνας μου και ο συγχωριανός μας Μπόγλουρας, έζησαν πέντε,  μαρτυρικά χρόνια, στον τόπο αυτόν.

Περιδιαβήκαμε με πόνο στις ψυχές μας και θλίψη μεγάλη, τις εγκαταλειμμένες, στη φθορά του χρόνου εγκαταστάσεις, που κτίστηκαν  με πέτρες και χώματα, ποτισμένα με τον ιδρώτα και τα δάκρυα… των χιλιάδων κρατουμένων, συμπατριωτών μας. 

 Πολλοί δε απ΄ αυτούς,  δεν είχαν την τύχη να ξαναδούν τους δικούς τους  και τον τόπο τους… Άφησαν την τελευταία τους πνοή και τα κοκαλάκια τους… στο κάτεργο  της Γυάρου, χωρίς ένα δικό τους να τους κλείσει τα μάτια… να τους στολίσει… Και να τους κατευοδώσει στον άλλο Κόσμο… με όλες τις τιμές και τα έθιμα, που απαιτεί η περίσταση… 

 Οι κρατούμενοι της Γυάρου βρέθηκαν  δεσμώτες… στο άνυδρο και ακατοίκητο αυτό νησί και έμεναν κατ’ αρχάς, σε σκηνές. Η διαβίωσή τους εκεί ήταν πολύ δύσκολη… Έπρεπε κάπου να στεγαστούν, να τρώνε, να μαγειρεύουν… κάτι να κάνουν βρε αδελφέ… να περνάει η ώρα και να μπορέσουν να κάνουν την ζωή τους υποφερτή…  ‘Ετσι ρίχτηκαν στη δουλειά… Έσπαζαν με λοστούς  τα πετρώδη μέρη της περιοχής που εγκαταστάθηκαν και    έκτισαν κοιτώνες, μαγειρεία, τραπεζαρίες και  ιατρεία, σε πέντε όρμους του νησιού.

Το  κοκκινωπό  κτήριο-φυλακή που είδαμε όρθιο ακόμα πάνω σε όρμο, κτίστηκε με κόκκινα τούβλα, από τους  φυλακισμένους της χούντας, που ήταν περί τις 10.000 χιλ. 

Τα απομεινάρια των κτηριακών εγκαταστάσεων του νησιού στέκουν εκεί βουβά…  ως μνημεία αδιάψευστα… της μισαλλοδοξίας και της πολιτικής εκμετάλλευσης.

Στη Γυάρο, εκτός από τους πολιτικούς κρατούμενους, εξέτιαν, ποινές εξορίας και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, ως χριστιανοί, αντιρρησίες συνείδησης.

Στις μέρες μας όμως, γίνονται επίμονες εργασίες, περιβαλλοντικών οργανώσεων, όπως το wwf, με σκοπό να αναδείξουν μια άγνωστη πλευρά του νησιού, αυτή του σημαντικού  βιότοπου, καθώς το νησί, διαπίστωσαν ότι αποτελεί, μια απ’ τις σημαντικότερες περιοχές αναπαραγωγής, για τις φώκιες της Μεσογείου. Και λόγω αυτού του λόγου, εντάχθηκε  το 2011, στο δίκτυοNATURA 2000.

Έτσι η Γυάρος εκτός από ένα τόπο, θλιβερής Ιστορικής Μνήμης, αποτελεί και μια εξαιρετικά σημαντική περιοχή για την βιοποικιλότητα  της Μεσογείου.

Εν συνεχεία πεταχτήκαμε στο κοντινότερο νησί, που είναι η Μύκονος, ένα απ’ τα πιο ξακουστά  και δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων. Εδώ μας υποδέχτηκε ο γνωστός πελεκάνος… Το νησί είναι γνωστό… και για τους πελεκάνους, που βολτάρουν στον δρόμο του λιμανιού. Ξαμολυθήκαμε στην όμορφη χώρα της  και ξεποδαριαστήκαμε… να περιφερόμαστε στα πανέμορφα, αριστοτεχνικά   σοκάκια της, τα στολισμένα με υπέροχα λουλούδια, σε πήλινα  κιούπια και όπου υπήρχε το αδιαχώρητο!.. Όλος ο κόσμος… ξέρει την Μύκονο.

Μείναμε δε έκθαμβοι… από τα πολλά καταστήματα με ρούχα, όλες οι γνωστές παγκοσμίως φίρμες ένδυσης και υπόδησης έχουν εδώ μαγαζιά. Αλλά και τα πολλά χρυσοχοεία της… Μιλάμε για πολύ χρυσό!.. Φάγαμε στη Μικρή Βενετία… παραλιακή συνοικία όπου όλα τα σπίτια της, είναι κτισμένα πάνω στη θάλασσα, με ξύλινα υποστυλώματα. 

Λέγεται δε πως τα χρόνια που ευδοκιμούσε… στο νησί η πειρατεία… οι νοικοκυραίοι… πειρατές, έμπαζαν με βάρκα τη λεία, στα σπίτια τους, από την καταπακτή που είχαν αυτά σε μικρή απόσταση απ’ την επιφάνεια της θάλασσας.

Δίπλα στη Βενετία είναι αραδιασμένοι  στη σειρά, πέντε παραδοσιακοί νησιώτικοι μύλοι, το σήμα κατατεθέν του νησιού. Κάτασπροι.. με τα ούλα τους… τις φτερωτές, τις χόρτινες σκεπές, με το παραθυράκι και τα σκαλάκια, τους.  Χρόνια… τώρα άεργοι… παροπλισμένοι… σαν αξιοθέατα.. σε μουσείο… ατενίζουν το πέλαγος, αναπολώντας… τα περασμένα μεγαλεία… του όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος… Τότε που αυτοί,  άλεθαν τα σιτηρά του νησιού… μέχρι το 1920 δηλαδή… 

Μέχρι τότε οι κάτοικοι, όργωναν… την κατάξερη γη, με τα χέρια τους… Δεν είχαν άλογα… Με τα γαϊδουράκια… δεν γίνεται όργωμα!.. Αυτά ήταν μόνο  γιαψιλομεταφορές… και για  τα πανηγύρια… στην προ τουρισμού εποχή. Τα στόλιζαν οι Μυκονιάτες για να πάνε στα πανηγύρια  και αργότερα για  να κάνουν οι τουρίστες, τις φολκλορικές βόλτες τους…

Είχε δε τόσο κόσμο… η Χώρα, που δεν βρήκαμε κατάλυμα… και κοιμηθήκαμε στο σκάφος… Τι ύπνος δηλαδή… κάθε φορά που αλλάζαμε πλευρό… έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο…

Την επόμενη μέρα κάναμε ένα γύρο του νησιού για να δούμε τις ξακουστές… παραλίες  του νησιού. Αυτές είναι ο Αη-Σώστης, η Λια, Καλό Λιβάδι, Σούπερ Παραντάϊς,Ορνός, Αρμενιστής, Φτελιά, Φάρος και η πιο διάσημη  και κοσμική, Ψαρού, όπου και κολυμπήσαμε. 

Οι αρχαίοι θεωρούσαν τους Μυκονιάτες άπληστους… και φιλοκερδείς, πράγμα που αντανακλάται στην φράση «Μυκόνιοςγείτων»… Και νομίζω πως δεν είχαν άδικο!..  Τους ακούσαμε να αναγγέλλει ο ένας τον άλλον, οι γείτονες, πως έφτασε και άλλο κρουαζερόπλοιο… απ’ αυτά τα θεόρατα… και είχαν χαρές μεγάλες…

Στην αρχαιότητα  λάτρευαν ιδιαίτερα τον Διόνυσο και την μητέρα του Σεμέλη, την Δήμητρα(Χλόη) και τον Ποσειδώνα. Αυτό έλλειπε να μην λατρεύουν το θεό της θάλασσας…

Ο Αντρέας Γκίζι ήταν ο πρώτος λατίνος κυβερνήτης του νησιού, υπό την υψηλή κυριαρχία του Δούκα του Αρχιπελάγους, Μάρκου Σανούδου.

Γνωστή είναι η κοπανιστή… με πικάντικη καυτερή  γεύση, καθώς και η  «τυροβολιά», ανάλατο τυρί, απ’ το οποίο, γίνεται το Ξυνότυρο  και οι μελόπιτες.  Παλιά… ήταν σπουδαίος κυνηγότοπος… είχε ορτύκια και τρυγόνια. Οι κάτοικοι ασχολούνται  με τον τουρισμό  και την αλιεία. 

Στην Ανω Μερά υπάρχει το Μοναστήρι της «Παναγίας της Τρουλιανής» όπου φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Σ΄ όλο το νησί υπάρχουν πάνω από 500 εκκλησιές και ξωκλήσια «ένα για κάθε μέρα του χρόνου», όπως λένε οι ντόπιοι.

Τελευταίο νησί της περιοδείας μας η Δήλος. Το νησί με την μεγαλύτερη ηλιοφάνεια στον ελληνικό χώρο. Οι δε ισχυροί βοριάδες που πνέουν στο νησί, του παρέχουν την  εκπληκτική ορατότητα των 30 ναυτικών μιλίων.  Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαίο… το ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι, σωστά  έπραξαν και πίστεψαν πως ο Απόλλωνας, θεός του Ήλιου δεν θα μπορούσε να είχε γεννηθεί πουθενά αλλού… παρά  μόνο   σ’  αυτό το νησί

Είναι η καλύτερα διατηρημένη αρχαία πόλη στην Ελλάδα  και ο πλούτος των μνημείων της, η πολυπολιτισμικότητα   και η έκτασή της, εκπλήσσουν τον επισκέπτη. Τον 2ον και τον 1ο αιώνα π. Χ σημειώνεται εγκατάσταση ξένων λατρειών, δίπλα στις γηγενής, όπως τρία ιερά του Σαράπιδος και άλλων αιγυπτιακών θεοτήτων, ιερό συριακών θεών και ισραηλίτικη Συναγωγή. Τον 4ο αιώνα μ.Χ η Δήλος προάγεται σε  επισκοπή. Βρέθηκαν σε ανασκαφές δυο μονόκλιτες βασιλικές του 6ου  -7ου αιώνα 

Τρείς ναοί του Απόλλωνα την στόλιζαν, με πρώτο τον «Κεράτων», που κατασκευάστηκε απ΄ τον ίδιο τον Απόλλωνα, με κέρατα αιγών και  τον τελευταίο, του Δηλίου, που ήταν ο μεγαλοπρεπέστερος  όλων. Επίσης διέθετε  μνημειακές κρήνες  όπως η Μινώα, θέατρο με κυκλική ορχήστρα 5.500 θεατών,  ναό  της Ίσιδος, στους πρόποδες του όρους Κύνθος,, όπου και λατρευτικό σπήλαιο, ναό   της Ήρας, οικία Διονύσου, με ψηφιδωτό, που παριστάνει τον Διόνυσο. 

Το άνδηρο των λεόντων, μαρμάρινα λιοντάρια, αφιέρωμα των Ναξίων, που  ατενίζουν  ανατολικά προς την Ιερή Λίμνη. Αυτήν την εικόνα, των μαρμάρινων λιονταριών, την θυμάμαι από κάποιο αναγνωστικό του δημοτικού… δεν θυμάμαι όμως, ποιανής χρονιάς ήταν…

Η Δήλος ήταν το μεγαλύτερο, πολυπολιτισμικό,  πολυθρησκευτικό και συνάμα μεγάλο εμπορικό κέντρο της αρχαιότητος, στην καρδιά του Αιγαίου. Ξακουστή η Αγορά των Ερμαϊστών η Κομπεταλιστών.

Περιδιαβήκαμε τον  εντυπωσιακό…ερειπιώνα… της ένδοξης αυτής πόλης, και προσπαθούσα να  αναπλάσω με την φαντασία μου,  το μεγαλείο… την εποχή της δόξας της… Μας μάγεψε αυτός ο τόπος!.. Ήταν κάτι ανάλογο της Ιερουσαλήμ, στις μέρες μας,για τους χριστιανούς, όπου γεννήθηκε ο Ιησούς-Χριστός και η Μέκκα για τους μουσουλμάνους, όπου γεννήθηκε ο Μωάμεθ.

Ζήσαμε  μια εβδομάδα πλούσια σε εμπειρίες ζωής, απολαμβάνοντας  τον έρωτά μας, κάτω απ΄ τον καυτό ήλιο των Κυκλάδων και τα κολύμπια μας, στις  πιο ερημικές παραλίες των Κυκλαδονήσων.  

                                                   ΔΙΑΚΟΠΕΣ  ΣΕ ΣΚΙΑΘΟ, ΣΚΟΠΕΛΟ ΑΛΟΝΗΣΟ.

Μια ακόμα εξόρμησή μας, στις  Σποράδες, στο βόρειο Αιγαίο, πραγματοποιήθηκε, στις καλοκαιρινές μας  διακοπές, στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Οδικώς  με το βαρυφορτωμένο autobianci, φτάσαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο,  απ’ όπου πήραμε το φέρυ-μποτ, για Σκιάθο.

Στη Χώρα, καταλύσαμε στο πρώτο καφέ, για αναψυχή…  και εν συνεχεία πήραμε τους δρόμους… χερσαίους και θαλάσσιους… για να γνωρίσουμε τα αξιοθέατα του νησιού.

Το πρώτο που επισκεφτήκαμε ήταν η  αντρική Ιερά Μονή Ευαγγελίστριας, κτίσμα του 17ου αιώνα, από αγιορείτες μοναχούς, τους επωνομαζόμενουςΚολυβάδες,όπου κεραστήκαμε το κλασικό λουκουμάκι με δροσερό νεράκι.

 Εδώ παράγεται και εμφιαλώνεται ο περίφημος «Αλυπιακός οίνος». Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αναφέρεται σε αυτόν, σε διήγημά του, λέγοντας ότι «είναι κατάλληλος να ανακουφίζει τας λύπας, τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου» Επίσης διαθέτει καταπληκτική συλλογή μουσικών οργάνων απ’ όλο τον κόσμο και εδώ υφάνθηκε η πρώτη ελληνική σημαία, με άσπρο σταυρό σε μπλε φόντο, το 1807.

Και στη συνέχεια, την ιερά μονή Παναγιάς Κουνίστρας, της οποίας η εικόνα βρέθηκε περί το 1650, στην περιοχή, κρεμασμένη σ΄ ένα πεύκο και κουνιόταν… απ’ όπου πήρε και το όνομά της. Εορτάζει στις 21 Νοεμβρίου τα Εισόδια της Θεοτόκου. Επίσης  την Παναγία Κεχριάς και Λιμνιάς, που την έκτισαν πρόσφυγες που έφτασαν στο νησί μετά από μεγάλο σεισμό στην  Εύβοια.  

 Ρίξαμε το σκαφάκι στη θάλασσα και κάναμε το γύρο του νησιού. Μπήκαμε και στη σπηλιά, όπου είχε κρυφτεί η γνωστή… μας «Φόνισσα» του ομώνυμου διηγήματος, του Παπαδιαμάντη.  Κολυμπήσαμε στις εκπληκτικές παραλίες της…Στην  μοναδικής ομορφιάς, με τα στρογγυλεμένα  ολόλευκα,  βότσαλα της ερημικής, εκείνα τα χρόνια παραλίας  «Λαλάρια»,  στο βόρειο μέρος του νησιού, όπου ήμασταν  ολομόναχοι..  σαν τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο… 

Στο βόρειο  άκρο της παραλίας, επάνω σε απόκρημνη χερσόνησο, υπάρχει  έρημη Καστροπολιτεία και η εκκλησία «Ο Χριστός στο Κάστρο», που περιγράφεται, στο  πολύ  συγκινητικό… και εξαιρετικό ομώνυμο, διήγημα του μεγάλου μας πεζογράφου, Αλέξανδρου  Παπαδιαμάντη. 

Ο αγαπημένος μου, δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για εκκλησιές, Μοναστήρια  και Κάστρα. Ετσιαποφάσισα και ανέβηκα μόνη μου, ενώ εκείνος έμεινε στην παραλία.  

Το Κάστρο, η μεσαιωνική πρωτεύουσα του νησιού, την εποχή της πειρατοκρατίας,  κατά τον 17ο αιώνα, μετακόμισε για λόγους ασφαλείας… σε μια  απόκρημνη χερσονησίδα, στο βόρειο τμήμα του νησιού. ‘Ένα φυσικό οχυρό  με  σχεδόν κάθετα βραχώδη τοιχώματα, πανταχόθεν, το οποίο επικοινωνούσε  με την απέναντι στεριά, με ξύλινη γέφυρα, που σε περίπτωση κινδύνου, την  έσερναν μέσα στο Κάστρο. Κάτω απ’ τη γέφυρα,  έχασκε βαθιά τάφρος, την οποία οι κάτοικοι  διεύρυναν… και την  έκαναν πιο βαθιά… για μεγαλύτερη προστασία. Το Κάστρο είναι περιτειχισμένο με  ψηλό πέτρινο τείχος, φέρει μνημειακή πύλη με καταχύστρα και δίπλα  ένα κανόνι, για περισσότερη προστασία.

Το Κάστρο διέθετε περί τα 400 σπίτια, όπου ζούσε ο πληθυσμός του νησιού, που κυμαίνονταν από 500 εως 1.500 άτομα, είχε 20 εκκλησιές, τέσσερεις ενορίες, δεξαμενές, στέρνες, λουτρά και διοικητήριο. Επί τουρκοκρατίας απέκτησε και τζαμί.

Πήρα λοιπόν  το μονοπατάκι που οδηγούσε στο Κάστρο, πέρασα την ξύλινη γέφυρα  και μπήκα  στο εσωτερικό του..  Όλα τα σπίτια  ερειπωμένα… και μόνο κάποιες εκκλησιές έχουν συντηρηθεί… απ’ τους κατοίκους της Χώρα,  που επέστρεψαν στην παλιά τους Χώρα, με το τέλος της πειρατείας και πανηγυρίζουν  ως τις μέρες μας. Αυτές είναι ο «Χριστός στο Κάστρο», Αη-Νικόλας. Αη-Γιώργης, Παναγιά Πρέκλας και  Μεγαλομάτας κ. α 

Η Σκιάθος έχει πολλές, πανέμορφες και καθαρές παραλίες, με διάφανα νερά και χρυσή άμμο. Οι σπουδαιότερες,  στο κέντρο, είναι το Μπούρτζι, μεγάλη Άμμος, Αχλαδιά, Βασιλιάς, Σκλήθρι, Τζανεριά και Καλαμάκι.

Στα νοτιοδυτικά, Βρωμόλιμνος, Κολιός, Αγ. Παρασκευή, Τρούλος, Κουκουναριές, Μεγάλη και Μικρή Μπανάνα και Αγία Ελένη. Η πιο όμορφη απ’ όλες είναι οι Κουκουναριές,  με τον  ξακουστό, παράκτιο υδροβιότοπο, της Στροφιλιάς, που είναι σημαντικός σταθμός, για τα αποδημητικά πουλιά και περιβάλλεται από δάσος με ψηλά πεύκα. Είχε δε και πολύ κόσμο, το αδιαχώρητο θα έλεγα.

Στα βορειοδυτικά υπάρχουν οι παραλίες, Κρυφή Άμμος, Μανδράκι, Ελιά, Άγκιστρος, Μεγάλος και Μικρός Ασέληνος,  Λυγαριές, Κεχριά,, Νικοτσάρα, Μέγας Γιαλός και Ξάνεμο. Το μείον τους, οι βόρειοι άνεμοι που προκαλούν θαλασσοταραχή.

Επόμενος σταθμός μας η Σκόπελος. Το πιο πράσινο νησί των Σποράδων, ένας μικρός παράδεισος, στην καρδιά της Ελλάδας. Στην ολότητά του σχεδόν, το νησί καλύπτεται από πευκοδάση  και σε συνδυασμό με το γαλάζιο της θάλασσας, θεωρείται,  ως το πιο πράσινο και γαλάζιο νησί. 

Η πόλις  Σκόπελος, από το 1978  ανακηρύχτηκε διατηρητέος  παραδοσιακός οικισμός, που δίνει αρχοντική όψη στην πρωτεύουσα του νησιού.  Τα βουνά  του νησιού με τις πλούσιες  πηγές και ταπευκοδάση είναι ένα στολίδι, όπως και οι γραφικοί κόλποι, οι υπέροχες παραλίες και τα μοναδικά τοπία.Η Κυρά, το Παλιό Κλήμα, πλήθος μοναστηριών και εξωκλησιών, αλλά και οι λευκές και πολύχρωμες παραλίες.

Το κύριο χαρακτηριστικό του νησιού, είναι η διαφορετικότητα του τοπίου, ανάλογα με την ώρα της ημέρας, το φως και τις καιρικές συνθήκες.

Η ιδιαιτερότητα αυτή οφείλεται στη θέση του νησιού, η οποία βλέπει σε όλα τα σημεία του ορίζοντα,. Δεν θα πλήξει ποτέ ο επισκέπτης στο νησί  και αυτό έχει να κάνει  και με το γεγονός ότι κάθε στιγμή,  το τοπίο μοιάζει διαφορετικό.

Οι Στάφυλος και Πεπάρηθος, αδέλφια και γιοί της Αρίστης και του Διόνυσου και εγγόνια του  βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, έδωσαν τα ονόματα στο νησί. Όλες οι ιστορίες αποτυπώνονται στα τοπονύμια του νησιού, όπως για παράδειγμα Στάφυλος και το Δρακοντόσχισμα… 

Στην πρωτεύουσα του νησιού, επισκεφτήκαμε, το ενετικό Κάστρο των Γκύζι, την παλιά Επισκοπή, το Λαογραφικό μουσείο, το αρχαίο Ασκληπιείο και το σπίτι του λογοτέχνη, Παύλου Νιρβάνα.

Εκτός απ’ τη Χώρα επισκεφτήκαμε και  τους άλλους γραφικούς  οικισμούς, όπως τη Γλώσσα, το Παλιό Κλήμα και το ‘Ελιος. 

 Το νησί βρίθει από μοναστήρια… την Ευαγγελίστρια, του Σωτήρος,, του Προδρόμου, Παναγία Ελιώτισσα, τον Άγιο Ταξιάρχη στο Βάτο, την Αγιά Βαρβάρα κ.α

Με το σκαφάκι κάναμε το γύρο του νησιού, μπήκαμε σέ όλους τους όρμους και κολυμπήσαμε  στις πιο όορφες  παραλίες  του…  Το νησί βρίθει από παραλίες… οι πιο γνωστές είναι η Καστάνη, το Χόβολο,, Φτελιά, Λιμιονάρι, Βελανιό, Νεράκι, Σπηλιά, Αρμενόπετρα, Σάρρες, Στεφάνι κ. α. Η μια καλύτερη απ΄ την άλλη…

Ειδικά στον Πάνορμο, το κολύμπι  κοντά στο σούρουπο, είναι μια αξέχαστη εμπειρία,..  Κολυμπάς, σ’ ένα ποτάμι με χρυσά νερά, την ώρα, που βλέπεις τον Ήλιο να  χάνεται, στον ορίζοντα

Το νησί είναι κατάσπαρτο με ελαιώνες, πεύκα, πλατάνια, συκιές, αμυγδαλιές, δαμασκηνιές, καρυδιές και άλλα οπωροφόρα δέντρα. Τρεχούμενα νερά  και ρεματιές δίνουν μια ιδιαίτερη ομορφιά στο τοπίο.

ΗΠΡΩΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ

Το 1978 γεννήθηκε η ανιψιά μου η Βίκυ, τότε μέναμε ακόμα στην Καλλιθέα και είχαν έρθει και οι γονείς μας να κρατούν το μωρό για να πάει η νύφη μου στη δουλειά της. Ήταν νηπαιγωγός και εργάζονταν στην Αθήνα αλλά πολύ μακριά απ΄την Καλλιθέα, νομίζω στα Λιόσια, στην άλλη άκρη της Αθήνας.

 Θα ήταν η Βίκυ, η ανεψιά μου, στα δυο χρόνια, όταν ο Κ τελειώνοντας την δουλειά μας στο ΓΝΑ, πήρε την φωτογραφική του μηχανή, να φωτογραφίσει το κοριτσάκι μας,  που ήταν ένα κουκλί, πανέμορφο και πολύ τσαχπίνικο και επι τη ευκαιρία να δεί και τους γονείς μου. Τράβηξε εκπληκτικές φωτογραφίες… όλες μια και μια… Ήταν τόσο όμορφο και εκφραστικό το άτιμο… που τρελάθηκε ο Κ. να τραβάει πόζες… Του προσφέραμε μια πορτοκαλάδα και έφυγε. Ο πατέρας μου δεν ήταν στο σπίτι, και δεν ειδωθήκαν. 

 Και οι εντυπώσεις απ’ την μάνα μου δεν ήταν και οι καλλίτερες… δυστυχώς… Εμένα δεν μου είπε τίποτα, αλλά μάλλον του έδειξε, ότι δεν ήταν  ότι καλύτερο για την κόρη της… και αυτό τον ενόχλησε φοβερά… και με το δίκιο του βέβαια… Και έτσι δημιουργήθηκε ένα πρώτο ρήγμα στη σχέση μας.  Εγώ όμως τον αγαπούσα πραγματικά  και τον θαύμαζα  για την  αυτοπεποίθηση, την τόλμη, την νοικοκυροσύνη, την απλωχεριά  και  την γενναιοδωρία του!.. Ποτέ δεν τον είδα σαν κατώτερό μου,  λόγω του ατυχήματος και των ορατών σημαδιών που του άφησε αυτό. Εμένα με ενδιέφερε που με αγαπούσε και με βοηθούσε σε ότι πρόβλημα και αν είχα, αγόγγυστα και αδιάλειπτα… Κάθε μέρα κανόνιζε το πρόγραμμά του, σε συννενόηση μαζί μου, του τι είχα και γω να κάνω. Και τρέχαμε με την μηχανή στο ΙΚΑ,  στο ΤΕΒΕ η στις τράπεζες.

Εν τω μεταξύ στην μεταξύ μας σχέση δεν είχε αλλάξει κάτι αλλά σίγουρα αυτό το γεγονός στην πορεία φάνηκε ότι επιρρέασε την σχέση αρνητικά. Ο καιρός κυλούσε και άρχισα από μέσα μου να ανησυχώ για το μέλλον αυτής της σχέσης. Έβλεπα ότι δεν έμεινα έγκυος, παρόλο που πολλές φορές δεν έπαιρνε προφυλάξεις.

 Εν τω μεταξύ όταν έρχονταν η συζήτηση σε παιδιά, είτε των αδελφών μου η του δικού του αδελφού,  η φίλων του, έδειχνε μια απέχθεια προς αυτά, που κλαίνε… και γενικά κάνουν δύσκολη τη ζωή των γονέων. Δεν ξέρω αν τα πίστευε όντως αυτά η τα έλεγε έτσι… Πάντως διατείνονταν πολλές φορές ότι δεν αγαπάει τα παιδιά και ότι δεν θέλει να κάνει παιδιά!.. Όταν άκουγε μωρά να κλαίνε, έλεγε ειρωνικά!.. Που είσαι Ηρώδη!.. Απ’ την άλλη μεριά, έβλεπα ότι λάτρευε την βαφτιστήρα του… κόρη του κολλητού του απ’ την Σχολή Ικάρων. 

Και τα χρόνια περνούσαν με τις δουλειές και τις βόλτες μας, αλλά εμένα άρχισε να με τρώει το σαράκι… γιατί να  μην έχω μείνει έγκυος τόσα χρόνια; άραγε κάτι συμβαίνει!.. δεν μπορεί… Και χωρίς να έχει γίνει από πρόθεση, εξ επι τούτου που λέει ο λόγος, κάποτε… σε μια απ΄ τις συνευρέσεις μας, πάνω στα προκαταρκτικά… διαπιστώνω ότι ο ένας όρχις του ήταν υποτροφικός, δεν είχε το ίδιο μέγεθος με τον άλλο… και τον ρώτησα γιατί; συμβαίνει αυτό και μου εξήγησε τον λόγο.

 Όταν γεννήθηκε, ο ένας του όρχις κατέβηκε φυσιολογικά στο όσχεο, ενώ ο άλλος παρέμεινε ψηλά και έπρεπε να χειρουργηθεί έγκαιρα, πράγμα που δεν έγινε, λόγω που έπρεπε να έλθει στην Αθήνα γι’ αυτή τη δουλειά και οι γονείς του αμέλησαν,  προφανώς δεν το αντελήφθησαν οι άνθρωποι. Προς θεού οι άνθρωποι ήταν  εξαιρετικοί και αγαπούσαν πολύ τα παιδιά τους, αλλά δεν το είχαν αντιληφθεί. Και χειρουργήθηκε, όταν ήταν εφτά χρονών, αλλά η ζημιά είχε γίνει, δυστυχώς. Έτσι όρισε η μοίρα… το ριζικό που λένε…  

Εμένα εκείνη τη στιγμή εάν με έσφαζες δεν θα μάτωνα!.. είχα αποσβολωθεί!.. Θεέ μου είπα μέσα μου; γιατί να συμβεί αυτό… Ήμουνα ευτυχισμένη μαζί του, αγαπιόμασταν πολύ και περνούσαμε θαυμάσια, ποτέ δεν τσακωθήκαμε, δεν ανταλλάξαμε βρισιές και κατηγόριες. Ένοιωθα ότι ήμουν πολύ τυχερή που είχε βρεθεί στο δρόμο μου και αγαπηθήκαμε και τώρα αυτό που μου αποκαλύφθηκε,  έφερε τα πάνω-κάτω και δεν ήξερα τι να κάνω. Να μείνω η να φύγω;  Δεν ξέρω αν ο ίδιος γνώριζε την αλήθεια, πιθανόν να μην  την γνώριζε.  Δεν το συζητήσαμε αυτό το θέμα ποτέ, όσο ήμασταν μαζί, αλλά εμένα με έκαιγε… φοβερά… με προβλημάτισε όσο τίποτα άλλο στην ζωή μου.  Γιατί να μας τύχει αυτό το κακό; 

Και τα χρόνια περνούσαν… και δεν έβλεπα καμία εξέλιξη στην σχέση μας… Εκείνος δεν είχε κανένα σκοπό… όσον αφορούσε την σχέση μας. Το είχε «δείξει» με όλους τους τρόπους, ότι ήθελε να είμαστε μαζί  για όσο νοιώθαμε καλά, χωρίς καμία δέσμευση… Εγώ όμως είχα άλλα όνειρα στη ζωή μου… Ήθελα να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια, πράγματα τα οποία όχι μόνο δεν τα ήθελε  εκείνος αλλά και τα «χλεύαζε»… Και σιγά-σιγά, άρχισα να σκέφτομαι πως πρέπει να τελειώσει αυτή η σχέση, που ήταν πια ξεκάθαρο ότι δεν ανταποκρίνονταν στα  θέλω μου…  

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΤΥ ΣΤΟΥΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΥΣ 1979

Στο σόΪ μας, οι γυναίκες, είμαστε μερακλίνες… Πήραμε απ’ την μάνα μας, που στα νιάτα της ήταν πολύ χορευταρού και πρώτη στα τραγούδια. Πρώτη έμπαινε στο χορό και τελευταία έφευγε σε αντίθεση με τον πατέρα μου, που έκανε τα αδύνατα δυνατά να χαλάσει το χορό. Και δεν τον «χώνευαν» τα κορίτσια της εποχής του γι’ αυτό το λόγο. Μόλις έβλεπε πως πιάνονταν  στο χορό, έπαιρνε τους φίλους του και πήγαιναν βόλτα προς τα αμπέλια και τον έψελναν τα εξ αμάξης οι κοπελιές, λέγοντας «Κοίτα το στεγνιάϊκο τι κάνει πάλι, πίρι τα πιδιά και πάν σιαπέρα!.. Ντε κι καλά να χαλάσ’ του χουρό, του παράχαρμα…Επειδή δεν χουρεύει αυτός, δεν αφήνει κι τς άλλοι να χουρέψουν. Τι να κάνουμι τώρα ιμείς;… θα χουρεύουμε μαναχές μας;.. Ιμείς χουρεύουμι για να μας κυττούν τα πιδιά κι να διαλέγουν πιά τς’ αρέσει…

Αποφασίσαμε να κάνουμε ένα πάρτυ μασκέ τις απόκριες στο σπίτι- φυσικοθεραπευτήριο στους Αμπελοκήπους. Η Ευδοκία πέρα απ’ την δουλειά της στο ΝΙΜΤΣ,  ήταν η νοικοκυρά του σπιτιού, μαγείρευε, καθάριζε και υποδέχονταν τους ασθενείς στο φυσικοθεραπευτήριο και τους περιποιούνταν με καφεδάκια και μουσική, όσο να τους παραλάβω εγώ. Επίσης αγαπούσε πολύ την μουσική και με τον πρώτο της μισθό είχε αγοράσει ένα στερεοφωνικό ραδιοπικάπ. Είχαμε στολίζει τους χώρους αποκριάτικα, φτιάξαμε πίτες και φαγητά, χοιρινό μπούτι στο φούρνο, ειδικότητα του Κυριάκου, μπόλικο κρασί και Ούζο Τυρνάβου της Κατσαρίνας. 

Εκείνα τα χρόνια είχαμε πολύ μεγάλη παρέα. Είχα μια βοηθό στο εργαστήριο, την Κατερίνα, μια όμορφη, ψηλή, ξανθιά κοπέλα απ’ την Κρήτη, που έμενε με τον αδερφό της τον Μανώλη που σπούδαζε στην Ιατρική Σχολή. Και μέσω αυτής γνωρίσαμε και τα Στεφανάκια, τρία πρώτα ξαδέλφια τους, που εργάζονταν  και αυτοί στην Αθήνα. Κάλεσα και  γιατρούς μου συνομήλικους απ’ το ΓΝΑ, τον   ξάδελφο και κουμπάρο μου Ηλία με την Όλγα, την φίλη και συμμαθήτρια της Ευδοκίας Μπέμπα με τον άνδρα της, φίλες της Ευδοκίας  Μπλάντα Γεωργία και μια φίλης της που τα «έφτιαξε» με την αδερφό της Κατερίνας τον  Μιχάλη και κάποιοι αγαπημένοι μου ασθενείς-πελάτες, μερακλήδες,  όπως ο Γλεζέλης και ο Λεωνίδας. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία αυτό το πάρτυ και έμεινε στην ιστορία. Εγώ και η ευδοκία είχαμε φορέσει κάτι πολύχρωμες αυθεντικές κελεμπίες που  μας τις είχε φέρει ο φίλος μας ο Μιχάλης ο Κύπριος απ’ το Ντουμπάι, που εργάζονταν. Ο Γλεζέλης, μυτηληνιός στην καταγωγή, ήταν μανούλα…  στα αποκριάτικα ντυσίματα και στα αποκριάτικα αθυρόστομα τραγούδια. Είχε ντυθεί «μπαμπόγρια» μυτηληνιά, με μαύρα γεροντίστικα ρούχα,  τσεμπέρι μαύρο, με εκπληκτικό γεροντίστικο μακιγιάζ και κρατούσε ένα γκαζοτενεκέ λαδιού στο χέρι.  Στο πάρτυ αυτό γνώρισε τον Μανώλη, μια φίλη της Γεωργίας Μπλάντα η Ελένη και  ευδοκίμησαν τα παιδιά και τώρα είναι και παππούδες. Είχε πολύ μεγάλη επιτυχία, έγινε ένας χαμός… Δεν αφήσαμε άνθρωπο να κοιμηθεί… Πολύ κέφι… πολύ γέλιο και πολύ χορός.

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ ΠΑΡΤΥ ΣΤΑ ΤΟΥΡΚΟΒΟΥΝΙΑ ΣΤΗ ΣΥΜΕΩΝΟΓΛΟΥ

Ένα ακόμα τρικούβερτο Αποκριάτικο πάρτυ, έγινε στο σπίτι μας στα Τουρκοβούνια, που και αυτό άφησε εποχή… το 1985. Και εδώ πάλι ο Γλεζέλης έδωσε ρέστα με το ντύσιμό του, είχε ντυθεί ινδιάνος, με μια καταπληκτική μάσκα και μια αληθινή  ινδιάνικη περούκα και στο τέλος έβγαλε τα ινδιάνικα και έμεινε με το κουστούμι του και απ’ το παντελόνι του έβγαινε μια πλαστική ψολή… δεν παίζεται… ο Γλεζέλης στα ντυσίματα… Τόχει  στο αίμα του, το διονυσιακό… ο μυτηληνιός 

Ο Κ είχε ντυθεί μάγειρας, φορούσε τον κλασικό σκούφο, που έγραφε THE COOK και μια  ποδιά άσπρη που έγραφε KISS THE COOK και μπήκε στη σύναξη, με μια πιατέλα μοσχάρι νουά ψητό.  Το ζεύγος Κανελλάκη, ο Χρήστος ήταν ντυμένος μικρασιάτης αστός και εκείνη πετυχημένη χανούμισσα και όταν μπήκαν την κρατούσε αγκαλιά… Η Ευδοκία φορούσε ένα  τεράστιο σομπρέρο,  η Μπότση ήταν ντυμένη ναύτης και ο Μπότσης  ρωμαίος αυτοκράτορας… Ήταν και οι Καρακωσταίοι, ο Δημήτρης, ντυμένος γκαρσόν, με μια κόκκινη ποδιά και ο Μπάμπης  φορούσε μια εντυπωσιακή,  γεροντική μάσκα.

 Και την επόμενη μέρα έριξε αρκετό χιόνι, φορέσαμε τις στολές του  σκί, κόκκινη η Ευδοκία και γω την μουσταρδή, γάντια, σκουφιά και βγήκαμε βόλτα στα  Τουρκοβούνια, όπου κυλιστήκαμε στα χιόνια και χορτάσαμε χιονοπόλεμο.  Ο Κυριάκος  αποθανάτισε τις ξέγνοιαστες  στιγμές μας, με την μηχανή του…  Τι ωραία χρόνια!..  «Νάταν τα  νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία» 

Τώρα που γράφω αυτά είμαι ήδη στην Τρίτη ηλικία αλλά δεν έχω παράπονο… τα χάρηκα τα νιάτα μου, τα γλέντησα… και καλό σύντροφο είχα στα νιάτα μου, τον Κυριάκο  για μια οχταετία  και σκί και ορειβασίες στα ελληνικά βουνά αλλά και εκτός Ελλάδας, και ταξίδια αναρίθμητα έχω κάνει. Δόξα τω θεώ!..  

Εκείνη τη χρονιά, ο Κυριάκος  πέρασε το μισό σχεδόν χρόνο στο νησί της καταγωγής του. ‘Ηταν διπλοθεσίτης… και είχε βγει νόμος να μην εργάζονται οι ΠΔ αεροπόροι. Έτσι  αποφάσισε να πάει στην πατρίδα του να ξεκουραστεί. Πολύ μου στοίχισε  αυτή η απουσία!.. Ήταν μια δοκιμασία για την σχέση μας… και  από τότε άρχισαν οι τριγμοί… που οδήγησαν στον χωρισμό…

 Καθημερινά στη δουλειά μου γνώριζα ανθρώπους, στρατεύσιμους και πολίτες…  Νόστιμη κοπέλα  ήμουν και  δεν περνούσα απαρατήρητη!..  Μου έγινε στενός κορσές…  ασθενής,  ιπτάμενος και είπα ας ξεκινήσω μια γνωριμία και βλέπουμε… Ευτυχώς από την συνεργασία μας, κατά την διάρκεια των θεραπειών του, κατάλαβα ότι είχε μεγάλο ψυχολογικό πρόβλημα…  Ήμουν μόνη και θυμωμένη… με τον Κυριάκο, που έλλειπε πολύ καιρό και ενέδωσα.. στις προτάσεις του. Βγήκαμε δυο-τρείς φορές για φαγητό και απ’ τις κουβέντες του κατάλαβα ότι είχε προβλήματα… στις σχέσεις με πρώην  κοπέλες του, αλλά και στην υπηρεσία του. 

Με κάλεσε και στο γάμο φίλου του και συναδέλφου, που ήταν κουμπάρος και περάσαμε όμορφα. Γνώρισα και την οικογένειά του, γονείς και αδέλφια, που συμπαθειστήκαμε… εκ πρώτης όψεως!.. και ένοιωθα άνετα μαζί τους. Είχε έναν αδερφό, τον Δημήτρη και μια αδελφή, την Ασημίνα, όλοι τους μερακλήδες άνθρωποι, που αγαπούσαν τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου τους. Ο γάμος του συναδέλφου του έγινε με όλα τα τυπικά… που συνηθίζονται στους γάμους, των στρατιωτικών.  Δηλαδή υπήρχε «άγημα» βαθμοφόρων, συνομήλικων του γαμπρού, που παρίσταται στο γάμο και μετά την τελετή, μόλις βγαίνει το ζευγάρι από την εκκλησία, σχηματίζουν αψίδα με τα υπηρεσιακά τους σπαθιά και περνάει το ζεύγος από κάτω, εν μέσω χειροκροτημάτων και επευφημιών, των παρισταμένων στην τελετή.

 Και έπειτα ακολούθησε δείπνο με σουβλιστά αρνιά και κοκορέτσια και γλέντι σε εξαιρετικό μαγαζί της περιοχής, με παραδοσιακή ορχήστρα, όπου έλαβε χώρα ένα  στερεοελλαδίτικο γαμήλιο γλέντι. Και ο κάθε   χορευτής, έδινε «παραγγελιά» στα όργανα, το τραγούδι της αρεσκείας του. Περάσαμε πολύ ωραία στο γάμο,  είναι η αλήθεια… αλλά η σχέση μας δεν είχε μέλλον… και αίσιον τέλος… Γρήγορα διαπίστωσα πως δεν υπήρχε περίπτωση να τα βρούμε… και να προκόψουμε… Είχε ακραίες θέσεις και πεποιθήσεις και αν δεν συμφωνούσες μαζί του νευρίαζε και παραφέρονταν… Και δεν δίσταζε να σε κάνει ρεζίλι… και σε τρίτους… για ασήμαντη αιτία. Γι’ αυτό. όπου φύγει-φύγει!..   Και πολύ καλά έκανα, αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος…  Δεν πέρασαν κάμποσοι μήνες και ο τύπος αυτοκτόνησε, με το υπηρεσιακό του περίστροφο, με μια σφαίρα στον κρόταφο. Θεός  σχωρέστον!.. 

Στην απαρχή της καριέρας μου στο ΓΝΑ και πριν ακόμα δεσμευτώ με τον Κυριάκο, γνώρισα έναν συμπαθέστατο αεροπόρο, μανιάτη στην καταγωγή, με πανέμορφα εκφραστικά γαλάζια μάτια με το όνομα Αλέξανδρος. Ήταν πολύ γλυκός…  στην όψη. Δεν περνούσε απαρατήρητος… μειλίχιος και πολύ  τρυφερός  στο γυναικείο φύλλο…. Τότε μέναμε στην Καλλιθέα. Βγήκαμε για καφέ στην γειτονιά  μου, δυο φορές και κουβεντιάσαμε… Ήταν πολύ στενοχωρημένος!.. Είχε «μπλέξει» πολύ άσχημα με μια καλαματιανή, όταν υπηρετούσε εκεί, νεαρός, στις απαρχές της καριέρας του, που του κόστισε ο κούκος αηδόνι!..

 Είχε μείνει έγκυος η κυρία και ζητούσε επιμόνως να την παντρευτεί. Και επειδή εκείνος αρνήθηκε, του έκανε μήνυση με τις κατηγορίες ότι τα είχε μαζί της και το παιδί είναι δικό του, αλλά και ότι την «εξέδιδε» σε φίλους και γνωστούς… Αυτή η δεύτερη κατηγορία ήταν πολύ σοβαρότερη απ’ την πρώτη και επέσειε βαρύτατη ποινή, αυτήν  της απόταξης απ’ το στράτευμα. Πράγμα το οποίο και έγινε. Την «έπαθε» πολύ άσχημα ο φίλος μας!.. Το φύσαγε και δεν κρύωνε!..  Αυτά έχει η ζωή!..  φίλε Αλέξανδρε… Πρέπει να προσέχουμε που βάζουμε την «απ αυτή μας»…  Η γυναίκα μπορεί να σε ανεβάσει στα ουράνια!.. αλλά και να σε ρίξει στα τάρταρα!.. Δεν το είπαν άδικα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι το ρητό «πυρ-γυνή και θάλασσα»  

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΉ ΜΟΥ ΚΑΡΙΕΡΑ 

Στο νοσοκομείο η δουλειά μας ήταν η αποκατάσταση των τραυματισμένων, από πτώσεις αεροσκαφών, τροχαία ατυχήματα, πασχόντων από κεφαλικά επεισόδια, αρθρίτιδες όλων των ειδών, οσφυαλγίες,  αυχενικά, νευρολογικές παθήσεις και άλλα. Πολλές απ’ αυτές τις παθήσεις χρειάζονταν να παραμείνουν  οι ασθενείς, στο νοσοκομείο πολύ καιρό, μέχρι την αποκατάστασή τους. 

 Χρήστος Κόκκαλης, Γιώργος Πεταλάς, Βουτίδης Αθανάσιος, Σπανάκης Νικόλαος, Βεντούρης Παναγιώτης από την Κίμωλο με τον μανιάτη χειριστή, Ηλία  Μαντούβαλο, ήταν τα σοβαρότερα περιστατικά που ανέλαβα την αποκατάστασή τους κατά την θητεία μου στο νοσοκομείο.  Οι δυο τελευταίοι σε διατεταγμένη αποστολή, το αεροπλάνο τους υπέστη βλάβη, με αποτέλεσμα να κάνουν αναγκαστική προσγείωση και να τραυματιστούν, πολύ σοβαρά ο  Βεντούρης, με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις  και πιο ελαφρά ο Ηλίας. 

 Ο Χρήστος ήταν σμηνίτης όταν αρρώστησε. Είχε όγκο στον εγκέφαλο, χειρουργήθηκε και του αφαιρέθηκε, με αποτέλεσμα να τον αφήσει ημιπληγικό… Η  δεξιά πλευρά του σώματός του να έχει κινητικά  προβλήματα. Ήταν το πρώτο σοβαρό περιστατικό που ανέλαβα στο ΓΝΑ και  τον περιποιήθηκα με όλη μου την καρδιά και την  αγάπη, καθ’ όλη την διάρκεια της αρρώστιας του, όσο νοσηλεύονταν αλλά και στο σπίτι, όταν βγήκε απ’ το νοσοκομείο. Αλλά δυστυχώς… έφυγε απ’ την ζωή, πάνω στον ανθό της νιότης του…   απ΄ την καταραμένη αρρώστια, τον καρκίνο, στα μισά του δεύτερου χρόνου, απ’ την εμφάνισή του. Ήταν λεβεντόκορμος νέος, όμορφος, έξυπνος, αλλά άτυχος.

Ο Γιώργος  Πεταλάς, αεροπόρος,  κάπου εκεί στα εικοσιπέντε του χρόνια, από τροχαίο ατύχημα, έμεινε παραπληγικός. Νοσηλεύτηκε για πολύ καιρό, έχοντας την αδελφή του την Χριστίνα, απίκο στο προσκέφαλό του, να τον περιποιείται αγόγγυστα και να τον συμπαραστέκεται με όλη της την αγάπη. Ήμασταν συνομήλικοι  και γίναμε φιλαράκια και ήταν η ώρα της καθημερινής  φυσικοθεραπείας, η πιο ευχάριστη ώρα της ημέρας του, με τα καλαμπούρια μας και τις ιστορίες μας.

 Η δουλειά μας έχει να κάνει, πέρα απ’ την κινητοποίηση του πάσχοντος και με τον ανθρώπινο πόνο, που προκαλούν οι αρρώστιες και οι δυστυχίες που πλήττουν τον άνθρωπο,  κατά την διάρκεια της ζωής του. Και ο ρόλος μας  δεν είναι μόνο να τον κινητοποιήσουμε, αλλά κυρίως να τον εμψυχώσουμε,  να   τον παρηγορήσουμε και να του εμφυσήσουμε την αγάπη για την ζωή, μετά το ατύχημα. Τα «πλήγματα» μπορεί να είναι σοβαρά αλλά η ζωή μετά απ’ αυτά, με την βοήθεια των γιατρών, νοσηλευτών, ψυχολόγων και όλων των παραιατρικών επαγγελμάτων, μπορεί να γίνει ξανά δημιουργική…  και απολαυστική…  Έχω ακούσει από ασθενείς με σοβαρές αναπηρίες, όπως παραπληγίες να ομολογούν πως η ζωή τους έγινε πιο δημιουργική  και πιο ουσιαστική… μετά το δυστύχημα και να ζουν μια ζωή  «γεμάτη»  περισσότερο ενδιαφέρουσα… και  πιο ποιοτική από πριν, που ήταν αρτιμελείς.

 Έμαθα  καλά νέα για τον Γιώργο μετά από αρκετά χρόνια, που βγήκε απ’ το νοσοκομείο, Είναι λέει, ευχαριστημένος απ’  την ζωή του, πήγε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, σε χωριό της Κομοτηνής, εργάζεται, κάνει φροντιστήρια σε μαθητές, οδηγεί, ταξιδεύει, πάει διακοπές, έχει σχέσεις…  Ιδιαίτερα για  παραπληγικούς έχω    δει και ακούσει να κάνουν απίθανα… πράγματα και χαίρομαι από καρδιάς που «χαίρονται» την ζωή   και την αξιοποιούν πιο δημιουργικά και απ’ αυτούς που δεν έχουν κανένα πρόβλημα. 

 Ο Σάκης Βουτίδης, ένας ξανθός γαλανομάτης «άγγελος» ιπτάμενος και αυτός,  «παλαβός» οδηγός  σακατεύτηκε… σε τροχαίο ατύχημα και συνήλθε μετά από πολύμηνη νοσηλεία. Είχα την τύχη να τον κουράρω και να γίνουμε και φιλαράκια…

 Με τους ασθενείς μου, λόγω της καθημερινής και πολλές φορές πολύμηνης επαφής μας, για την αποκατάσταση,  γινόμασταν όχι απλά φίλοι, αλλά «κολλητοί» θα έλεγα. Αυτό συνέβη  και με τον Σάκη. Και όταν με το καλό βγήκε απ’ το νοσοκομείο  και πήγε στην μοίρα του, όποτε  βρίσκονταν στην Αθήνα έρχονταν στο σπίτι μου στους Αμπελοκήπους και τα λέγαμε… 

Μάλιστα το πρώτο καλοκαίρι μετά το ατύχημα, πήγαμε  πολυήμερες διακοπές στην Κρήτη, παρρεούλα οι τέσσερεις  μας,  Σάκης –Ευδοκία-Μίνα και γω και περάσαμε θαυμάσια!.. Η ξαδέρφη μας Μίνα,  σπούδαζε στα ΤΕΙ στο Ηράκλειο. Οδηγούσε εκείνος, το αυτοκίνητο  που νοικιάσαμε και αλωνίσαμε την Κρήτη απ’ άκρη-σ’ άκρη… 

Κατά’ αρχάς επισκεφτήκαμε τις αρχαίες πόλεις Κνωσό., Φαιστό  και Γόρτυνα και στη συνέχεια ξαμολυθήκαμε στις πανέμορφες  και πιο διάσημες πόλεις και  παραλίες του νησιού, όπως, Γεωργιούπολις, Καλύβες Σούγια, Πλατανιάς, Παλιόχωρα, Αγ. Ρουμέλη,Λουτρό, Φραγκοκάστελο, Πλακιάς, Γούβες, Χερσόνησος Μάλια, Ελούντα, Άγ. Νικόλαος, Σητεία, Παλαίκαστρο, Ζάκρος,   Μακρύ-Γιαλός, Πρέβελη(μαγευτικό συνταίριασμα φοινικοδάσους, καταρρακτών και λευκής άμμουδιάς, Αγ. Γαλήνη, Τυμπάκι, Καλοί Λιμένες, Λέντας, Φαλάσαρνα με τη χρυσή άμμο και το υπέροχο σκηνικό, Παχειά άμμος, πλατιά  και μεγάλη παραλία, με διάφανα και ζεστά νερά. Το Βάϊ, στο Λασήθι, εξωτικός προορισμός με το μεγάλο αυτοφυές φοινικόδασος. 

Τα Μάταλα Ηρακλείου, με καθαρά,  καταγάλανα νερά. μαγευτικό και μυστηριώδες τοπίο, εντυπωσιακό ανάγλυφο των βράχων, που την οριοθετούν, με  πολλά σπηλιαράκια,  τόποι κατοικίας των χίπις, την δεκαετία του ’60.  Το Ελαφονήσι, τοπίο παραδεισένιο… οι επισκέπτες το αποκαλούν «θαύμα της Φύσης». Η Αγία Φωτιά στο Λασήθι και «Μπάλος» Χανίων, εξωτική παραλία… διάσημη για τις υπέροχες αποχρώσεις των νερών της.

 Σε μια απ’ τις επισκέψεις του, ήταν στο σπίτι και η θειά-Μαρίτσα, που είχε έρθει για μια δουλειά στην Αθήνα και αυτή. Ήταν απόγευμα και πίναμε τον καφέ μας  και να σου και ο Σάκης κόνεψε για επίσκεψη…

 Η θειά-Μαρίτσα, ανοιχτόκαρδη,  πολυλογού και «καλαμπουρτζού», δεν άργησε και πολύ να πιάσει ψιλή… κουβέντα με τον Σάκη. Είδε ένα όμορφο ξανθό, ψηλόλιγνο παληκάρι και θα είπε μέσα της… «πιος ξέρει πόσες κοπέλες θα τον ερωτεύτηκαν και θα πλάγιασαν μαζί του!.. Και  στη συνέχεια άρχισε τις παρεναίσεις…στα θεσσαλικά… «Άκσι Θανασάκι μ’ τι θα σι πω ιγώ… είσι πολύ όμορφο παληκάρι κι θα τρέχουν απου πίσως πουλά κουρίτσια…  Αλλά ένα να ξέρς… κι να του βάλτσ   καλά στου μυαλό  σ’,  του  «μπιάδι» δεν  παθαίνει τίπουτα… ο «κουβάς»… σακατεύεται… μπες-βγες.  Να προυσέχς Θανασάκι μ, του καλό που σι θέλου… άκσις;  Άκσα θεια… άκσα.Το τί γέλιο έπεσε δεν λέγεται… είχαμε ξελιγωθεί… Βρε τη θειά, είναι και τόσο θεατρική…

  Και καλύτερα  θα ήταν μα μην την ακουε τη θεια-Μαρίτσα και να έκανε ότι γούσταρε… του πιδάκι… που η μοίρα του έγραφε να αφήσει αυτόν τον μάταιο… κόσμο πολύ γρήγορα… Δεν πέρασαν  ούτε δυο χρόνια από τότε… και η  Θανασάκς χαθκε στα νιρά του Αιγαίου πελάγους μαζί με  ένα συνάδελφό του κι δεν ματαφάνκαν… Το Μιράζ της τελευταίας πτήσης τους, έγινε η τελευταία τους κατοικία… στα βαθειά νερά του πελάγους, που πήρε το όνομά του από τον βασιλιά Αιγαία των Αθηνών, που άδικα, από ανθρώπινη αβλεψία, πνίγηκε στα νερά του, σύμφωνα με το σχετικό μύθο.

‘Ένα ακόμα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα έγινε επί των ημερών μου στο ΓΝΑ, με δυο χειριστές τραυματισμένους, με κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Ο Παναγιώτης, μηχανικός από την Κίμωλο και ο  λεβεντόκορμος Ηλίας χειριστής, από Μάνη μεριά. Ο Ηλίας ήταν ελαφρότερα και του άφησε κάποια ελλείμματα, όχι τραγικά για την επιβίωσήτου.

 Αλλά ο Παναγιώτης, παντρεμένος με δυο μικρά παιδιά, το ένα  εξ΄ αυτών, μερικών μηνών, είχε βαρύτατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Και παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών και των φυσικοθεραπευτών, το μόνο που καταφέραμε ήταν να περπατήσει με συνοδό.  Στην αρχή τον σηκώναμε δυο θεραπευτές αλλά σε μερικούς μήνες τον περπατούσα μόνη μου. Αλλά δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον, να αναγνωρίσει πρόσωπα, να μιλήσει η έστω να κάνει νοήματα. Μόνο όταν τον πόναγα, δυσφορούσε… έκανε γκριμάτσες πόνου  αλλά  τίποτα παραπάνω.

 Νοσηλεύτηκε περίπου ένα χρόνο και βγήκε απ’ το νοσοκομείο, αφού είχαν κάνει  οι γιατροί και όλο το παραϊατρικό προσωπικό ότι καλύτερο είχαν στην διάθεσή τους και με όλη την καλή τους διάθεση να βοηθήσουν αυτόν τον νέο άνθρωπο και την οικογένειά του.  Και ήρθε η ώρα να βγει απ’ το νοσοκομείο και να πάει στο σπιτάκι του. 

Δεν είχε περάσει χρόνος από την έξοδό του απ’ το νοσοκομείο, όταν μάθαμε τα πολύ δυσάρεστα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην εν λόγω οικογένεια. Η δυστυχισμένη νεαρή γυναίκα του, με δυο μικρά παιδάκια και έναν σύζυγο «φυτό» τρελάθηκε… Δεν κατάφερε να διαχειριστεί την τρομερά δύσκολη αυτή κατάσταση, που δεν είχε καμία προοπτική για βελτίωση, τα τίναξε όλα στον αέρα και εγκατέλειψε την οικογένεια της και εξαφανίστηκε…

 Δεν έμαθα  λεπτομέρειες για την μετέπειτα πορεία της ζωής της. Εκείνο που έμαθα είναι  ότι τα παιδιά της τα πήρε και τα μεγάλωσε η αδελφή της, τον δε δύστυχο άνδρα της, τον πήρε σπίτι της η αδελφή του και τον περιέθαλψε με όλη της την στοργή και την αγάπη… Η αδελφική αγάπη, ως εξ’ αίματος… έδειξε όλο της το μεγαλείο… μπροστά στην πολύ συχνά τρωτή  συζυγική… που σπάνια κρατάει στις μεγάλες δυστυχίες που πλήττουν  τις ζωές των νέων  κυρίως ζευγαριών,  αλλά  και  μεσηλίκων και πολύ ηλικιωμένων.

 Ιδιαίτερα τα νέα ζευγάρια, στις μέρες μας, πολύ σπάνια… βγαίνουν αλώβητα από τα τρομερά «χτυπήματα» της μοίρας. Θέλει Αγάπη αληθινή… που συνεπάγεται θυσίες  και κόπους, αυταπάρνηση και αφοσίωση στο καθήκον προς τον αγαπημένο σύζυγο, παιδιά, γονείς και αδέλφια. Η φιλαυτία  είναι το κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς μας… Ίσως και η ευμάρεια της περασμένης πεντηκονταετίας, να συνέβαλλε στην δημιουργία αυτής της νοοτροπίας της φιλαυτίας, ο εαυτούλης μας πάνω απ’ όλα!.. Και καλά τον σύζυγο… «ξένος»  είναι, άλλη μάνα τον γέννησε,  όπως συχνά το έλεγε η συγχωρεμένη θεια μου Κατσαρίνα, αλλά τα παιδιά που βγήκαν από το δικό σου σώμα, είναι κομμάτια του εαυτού σου… πως τα εγκαταλείπεις στην μοίρα τους, όντας ακόμα σε ηλικία που χρειάζονται την μητρική αγάπη, την προστασία και την καθοδήγηση. Και είναι γεγονός πως η φιλαυτία συνάδει… περισσότερο με την ευμάρεια της κοινωνίας παρά με την φτώχεια της… 

Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, όλες οι οικογένειες, που είχαν ηλικιωμένους γονείς  συνήθως του άνδρα κατά κύριο λόγο, κανένας δεν διανοήθηκε… να πάει τον πατέρα η την μάννα του στο γηροκομείο, παρά του ότι όλοι ήταν αγρότες, στάρια, καπνά αμπέλια και άλλα και δεν ήταν στο σπίτι κανένας να περιποιηθεί τον παππού η τη γιαγιά. Φρόντιζαν πάντα να τον ταϊσουν  το πρωί και του αφήναν και προσφάϊ, για το μεσημέρι. 

Ένα ακόμα τραγικό συμβάν ζήσαμε στην θητεία μας στο ΓΝΑ. Σε πτώση ελικοπτέρου, τραυματίστηκε σοβαρά ο χειριστής. Έμεινε παραπληγικός,  με αποτέλεσμα να μην μπορεί πλέον να περπατήσει, και θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του, μετακινούμενος με αμαξίδιο.  Παντρεμένος με δυο κορίτσια. Στην αρχή η γυναίκα του έρχονταν που και που και τον έβλεπε… 

Έτυχε να αναλάβω εγώ την καθημερινή του κινησιοθεραπεία, που κράτησε πολύ καιρό, περί το εξάμηνο.  Και μια μέρα, λίγο πριν βγει απ’ το νοσοκομείο, που τον επισκέφτηκα για την  θεραπεία, τον είδα στις «μαύρες» του…  Μόλις με είδε άρχισε να κλαίει γοερά… και αφού  απόκαμε απ’ το κλάμα κάποια στιγμή, μου εξομολογήθηκε το δράμα που περνούσε… Η νεαρή γυναίκα του, στην τελευταία της επίσκεψη, του είχε ανακοινώσει, χωρίς καμία αιδώ… πως δεν μπορεί πλέον να είναι μαζί του, στην κατάσταση που βρίσκεται, ανάπηρος στο καροτσάκι και ότι θα ξαναφτιάξει την ζωή της και τα κορίτσια θα μείνουν μαζί του…  «Ενός κακού , μύρια έπονται»  δεν ελέχθει τυχαία… Σχεδόν είναι ο κανόνας στις ζωές των ανθρώπων, απ’ ότι φαίνεται.  Ο άνθρωπος είχε κάνει τις οικονομίες του… και είχε κτίσει ένα τριώροφο σπίτι στα Μελίσσια, όπου προσδοκούσε… να ζήσει μετά την αποστρατεία του, με την γυναίκα του και τα κορίτσια του που οσονούπω θα παντρεύονταν. Η κυρία όμως, με ελαφρά την καρδίαν, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια… την ζωούλα της με άλλον άντρα.  Εκείνος έχει μισθώσει μια γυναίκα που μένει μαζί του και  τον περιποιείται και οι κόρες του έχουν παντρευτεί, έχουν κάνει παιδάκια και μένουν στα επάνω διαμερίσματα και είναι χαρούμενος και ευτυχισμένος παππούς… Η ζωή έχει πολλά «γυρίσματα», δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει!.. Αλλά δίνει ο θεός παρηγοριά και δύναμη, στους δυστυχισμένους και βαθειά πληγωμένους ανθρώπους να ανασάνουν… και να συνεχίσουν την ζωή τους. Kανένας δεν βγαίνει αλώβητος απ’ αυτήν την ζωή … Ο καθένας κουβαλάει τον δικό του σταυρό… με την συμπαράσταση του Πλάστη μας… Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του, εις τους αιώνες των αιώνων… Αμήν.                

 Στις μέρες μας, τα ηλικιωμένα ζευγάρια, με τις φθορές που επιφέρει ο χρόνος…  ως γνωστόν δεν είμαστε αθάνατοι… πλήττονται από διάφορες αρρώστιες, όπως άνοιες, η κινητικά προβλήματα, που δυσκολεύουν τις ζωές τους και τις ζωές των παιδιών τους, φυσικά. Είναι και το ότι το προσδόκιμο επιβίωσης  του είδους  μας, στις μέρες μας έχει αυξηθεί… λόγω της ανύψωσης του βιοτικού επιπέδου του κόσμου. μεταπολεμικά. Την ίδια περίοδο βγήκαν και οι γυναίκες στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να αλλάξουν και οι παραδοσιακές οικογενειακές συνθήκες και παραδόσεις…  Μέχρι τα μισά του περασμένου αιώνα  υπήρχε η συνήθεια… οι ηλικιωμένοι να ζουν με την οικογένεια ενός παιδιού τους, συνήθως του μικρότερου αγοριού τους, που κατοικούσε και στο πατρικό σπίτι. τα υπόλοιπα αδέλφια παντρεύονταν και άνοιγαν καινούρια σπιτικά. Στις μέρες μας άλλαξε τελείως το σκηνικό… Σήμερα οι ηλικιωμένοι, όσο μπορούν και τα «βολεύουν» μόνοι τους,  ζουν στα σπιτάκια τους.  Και μόλις «καταπέσουν» τόσο  που χρειάζονται άνθρωπο να τους βοηθάει, τα παιδιά τους  στην πλειονότητά τους, τους ξαποστέλλουν σε οίκους ευγηρίας, με ελαφρά την καρδίαν,  χωρίς καμία συζήτηση  η εύρεση μιας πιο καλύτερης λύσης στο θέμα.   Όπως να συμβάλουν όλοι οικονομικά και να πληρώνουν μια γυναίκα να φροντίζει τους γονείς του, που τόσα τους πρόσφεραν  και πόσο κουράστηκαν  σε όλη τη ζωή τους για αυτά. 

 Και είναι απαράδεκτο και αφάνταστα θλιβερό να βλέπεις  πως  στις μέρες μας η πλειονότητα των συνανθρώπων μας, με ελαφρά την καρδία… τους ανήμπορους και ηλικιωμένους γεννήτορες τους, να τους «παρκάρουν» στην κυριολεξία σε κάτι «οίκους  ευγηρίας»… μόνο κατ’ ευφημισμόν, θα έλεγα, με αντίτιμο την πενιχρή σύνταξή τους, των 300 ευρώ που παίρνουν οι αγρότες, που αποτελούσαν και τον πυλώνα της εθνικής μας οικονομίας ανέκαθεν.  Και πολλοί απ’ αυτούς, δεν έχουν την ευαισθησία.. ούτε να τους επισκέπτονται σποραδικώς, η να τους παίρνουν στα σπίτια τους έστω στις λεγόμενες χρονιάρες μέρες, Πάσχα –Χριστούγεννα , στις γιορτές της αγάπης, να αισθανθούν και αυτοί, οτι δεν είναι οι απόκληροι της κοινωνίας, που τους πέταξαν στον καιάδα… της αδιαφορίας και της αγνωμοσύνης…

  Η σημερινή κοινωνία είναι απάνθρωπη,  χάθηκε η αγάπη των μελών της οικογένειας, η αγάπη προς τους γονείς και παππούδες μας, μπρος τους ανήμπορους αδελφούς μας  και κοιτάμε μόνο μην δυσκολέψουμε την πάρτη μας  και με το πρώτο σοβαρό πρόβλημα, η πρώτη σκέψη είναι το ίδρυμα, χωρίς κανένα ενδοιασμό η ενοχή. Είναι η εποχή που χάθηκε η αγάπη, όχι για τον άνγωστό μας συνάνθρωπο αλλά για τους γεννήτορές μας και τ’ αδέλφια μας, που βγήκαμε απ την ίδια κοιλιά και μεγαλώσαμε στο ίδιο σπίτι. Η εποχή μας νομίζω πως έγινε  πιο απάνθρωπη από ποτέ. Δεν ξέρω τι φταίει…  και ο άνθρωπος έχασε την ανθρωπιά του, έγινε άκρως ατομιστής, μόνο το τομαράκι του να περνάει καλά και ας καίγεται ο κόσμος όλος. 

Το δε κράτος μας δεν έχει την θέληση κυρίως, αλλά και την οικονομική άνεση, ώστε με  την  κατάλληλη οργάνωση  υποδομών, να περιθάλπει αξιοπρεπώς όλα τα ηλικιωμένα άτομα που δεν έχουν τα χρήματα να πληρώνουν φροντιστές, όταν είναι ανήμποροι και ασθενείς. Είναι κι αυτό ένα δείγμα της κατάπτωσης του ανθρωπισμού μας και του πολιτιστικού μας επιπέδου. Κρίμα!… Η φυλή μας, έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα ολάκερη και τώρα αυτή ζει με τα γκαζοκάντηλα…    

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΠΑΝΑΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΉΤΗ

Ένα ακόμα δύσκολο περιστατικό είχα την τύχη να αναλάβω την αποκατάστασή του, μετά από τραυματισμό του σε τροχαίο, που αντιμετωπίστηκε ατυχώς… στο νοσοκομείο μας με αποτέλεσμα να μείνει ανάπηρος. Μετά από ένα χειρουργείο, κατά την διάρκεια του οποίου, έγινε κάποιο σοβαρό  ανεπανόρθωτο λάθος,  δεν αιμματώθηκε ο εγκέφαλος για κάποιο χρονικό διάστημα και το παλικάρι επέζησε μεν, αλλά με κινητικά και διανοητικά προβλήματα. Νοσηλεύτηκε για περίπου ένα χρόνο, και παραπάνω, τον κινητοποιούσαμε κάθε μέρα, τον σηκώσαμε όρθιο και με την βοήθεια και άλλου συναδέλφου τον περπατούσαμε για μερικά μέτρα αλλά δεν μπορούσε να σταθεί μόνος του. Και το σοβαρότερο ήταν που δεν μπορούσε να μιλήσει, άκουγε, καταλάβαινε τι λέγαμε αλλά δεν μπορούσε να απαντήσει. Ήταν   πολύ άτυχο το παλικαράκι και ήταν γλυκύτατος… Με τον καιρό αναπτύχθηκε ένα είδος επικοινωνίας μεταξύ μας, ιδιότυπο και πολύ διασκεδαστικό!… Καταλάβαινε τι του λέγαμε και  εκείνος μη μπορώντας να απαντήσει με λόγια έκανε διάφορες διασκεδαστικές πολλές φορές  χειρονομίες και κατά την μακρόχρονη θεραπεία του, καταφέραμε να συννενοούμαστε μια χαρά!… Ήταν πολύ θεατρικός… χαμογελαστός και εκφραστικότατος!.. 

Η δε μάνα του, βέρα κρητικιά με την αυθεντική ντοπιολαλιά, δεν έφυγε ούτε μια μέρα από κοντά του… φύλακας άγγελος,  με δυο αλλαξιές ρούχα,  κοιμόνταν  δίπλα του σε μια πολυθρόνα αγόγγυστα… προσμένοντας διακαώς, να δει το παιδί της να πάει καλύτερα.  Η περίπτωση αυτή αποδεικνύει πως ο θεός, εκεί όπου το κακό «χτυπάει» σκληρά… Εκείνος χαρίζει απλόχερα την δύναμη και το κουράγιο στον πληγέντα και στους «δικούς» του, για να μπορέσουν να συνέλθουν και να αντιμετωπίσουν τα μύρια–όσα προβλήματα  ενός βαρύτατα τραυματισμένου ανθρώπου.   «Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά έργα σου»…. Τον επισκέπτονταν που και που, τα αδέλφια του και φίλοι του, οι οποίοι του έφερναν, μαζί με άλλα  καλούδια και διάφορα πορνογραφικά έντυπα, τα οποία φύλαγε κάτω απ’ το μαξιλάρι του και τα περιεργάζονταν για να περνάει η μέρα του, αντλώντας  κάποια ευχαρίστηση… Βλέποντας αυτά τα οποία ποθούσε αλλά δεν  ήταν εφικτό να τα ζει στην πραγματικότητα…

Συχνά-πυκνά, κατά την διάρκεια  της κινησιοθεραπείας, που κρατούσε πάνω από ώρα, ο κακομοίρης διεγείρονταν σεξουαλικά και η μάνα του γελώντας… τον σκέπαζε με την κουβέρτα για να μην βλέπουν και οι παρατρεχάμενοι… ιατρικό και  νοσηλευτικό προσωπικό   το «θέαμα, λέγοντας… «όφου που να χαθείς γάδαρε…» και εκείνος ξεκαρδίζονταν απ’ τα γέλια. Τι να κάνει ο καημενούλης δεν είχε και άλλες χαρές στην  κατάσταση που βρίσκονταν!.. Μόνο εμένα έβλεπε, που τον κινητοποιούσα για μιάμιση ώρα περίπου και πολλάκις και περισσότερο, καθημερινά και το  νοσηλευτικό προσωπικό, κάτι νεαρές όμορφες νοσηλεύτριες, που ήταν η χαρά των οφθαλμών του δύστυχου!… παλικαριού. Νοσηλεύτηκε περίπου για ένα χρόνο,  ίσως και παραπάνω και είχε βελτιωθεί αρκετά η υγεία του. Και όταν συνήλθε από το σοκ του σοβαρού επεισοδίου που υπέστη, κατέστη δυνατό να χρησιμοποιεί  αναπηρικό αμαξίδιο και έγινε η ζωή του πιο υποφερτή… Που τον εύρισκες, που τον έχανες… βόλταρε με την μανούλα του, που δεν έφυγε στιγμή από κοντά του στους διαδρόμους η στην βεράντα   του ορόφου, που νοσηλεύονταν. Και πάντοτε χαμογελαστός… σαν να μην είχε συναίσθηση της τραγικής του κατάστασης!.. Ως φαίνεται ο Μεγαλοδύναμος  δεν αφήνει τον άνθρωπο, που έχει πληγεί βαρύτατα από το κακό

αβοήθητο… στην καταστροφική του μανία, αλλά τον εμψυχώνει… Τον ελεεί του δίνει κουράγιο και δύναμη να παλέψει για την ζωή του, να αποδεχτεί την όποια αναπηρία του αφήσει  και να συνεχίσει να ζει  καλά και πολλές φορές και ακόμα καλύτερα και δημιουργικότερα από τότε που ήταν αρτιμελής  και «ατσαλάκωτος»… Να μην τον πάρει «από κάτω» και ζήσει μια ζωή μέσα στην δυστυχία και στην μιζέρια, αναμασώντας συνέχεια τη φράση «γιατί να μου συμβεί εμένα αυτό το κακό;.. η  γιατί να  επιτρέψει ο Πανάγαθος να αρρωστήσω από ανίατη αρρώστια, που με κατάντησε ανάπηρο και άτομο με ειδικές ανάγκες. 

Ο άνθρωπος όμως με ειδικές… ανάγκες σε πολλές περιπτώσεις βρίσκει την δύναμη… και γίνεται άτομο με «ειδικές»  δεξιότητες. 

Ο Νικόλης, έτσι τον έλεγε η μάνα του, κ κυρά Ειρήνη η  Σπανάκαινα, έτσι την αποκαλούσαμε όλοι στο νοσοκομείο, μια  πολυταλαιπωρημένη και αδάμαστη από τα προβλήματα γυναίκα, ήταν το πιο δύσκολο περιστατικό στην καριέρα μου, το πιο μακροχρόνιο, κουραστικό και ψυχοφθόρο. Αλλά και αλησμόνητο…  διδακτικό… και πολύ αγαπημένο…  Δεν το ένοιωσα σαν ένα βαρύ… περιστατικό, χωρίς ελπίδα ανάνηψης οπότε όλες μου οι προσπάθειες και ο κόπος μου θα πήγαιναν «στράφι». Πίστευα και το πιστεύω ακράδαντα πως όσο  περισσότερο «δουλευτεί» και υποστηριχτεί… ένα από τα παραπάνω αναφερόμενα περιστατικά, ανάλογα καλύτερη ποιοτικά, αποδοτικότερη και πιο ευτυχισμένη θα είναι και η μετέπειτα ζωή του.  Είχα επίγνωση ότι όσο περισσότερο «δουλευτεί»  ένα περιστατικό με σοβαρές βλάβες όπως οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, ημιπληγίες, παραπληγίες, τετραπληγίες, σκλήρυνση κατά πλάκας, πάρκινσον,   από τα λεγόμενα παραϊατρικά επαγγέλματα, ψυχολόγους, εργοθεραπευτές φυσικοθεραπευτές, θα έχει μια ζωή δημιουργική, ανεξάρτητη όσο το δυνατόν και   χαρούμενη. Μπορούν  να παντρευτούν, αν θέλουν,  να κάνουν παιδιά και να ζήσουν μια ζωή, που πολλές φορές δεν έχει να ζηλέψει τίποτα, από τις κατά τα άλλα υγιείς λεγόμενες οικογένειες. 

Γνωρίζω περιπτώσεις νέων ανθρώπων, που από τροχαία συνήθως η από πτώσεις αεροθούμενων μέσων, έμειναν παραπληγικοί και τυχαίνει να μαθαίνω νέα τους κατά καιρούς και χαίρομαι ιδιαιτέρως  που είναι ευτυχισμένοι… Κάποιοι έχουν παντρευτεί και απέκτησαν και παιδιά, εργάζονται ο καθένας στην ειδικότητά του, οδηγούν,  ταξιδεύουν και κάνουν όλες τους τις δουλειές. 

 Μάλιστα ένας απ’ αυτούς, συμπατριώτης και φίλος μου, γλύπτης στο επάγγελμα, ασκεί κανονικά το επάγγελμά του, ταξιδεύει πολύ, κάνει εκθέσεις, κερδίζει αρκετά χρήματα, όχι μόνο τα προς το ζην αλλά πολύ περισσότερα,. Και όπως εξομολογήθηκε σε μια πολύ κολλητή του φίλη και φίλη μου, σε μια κουβέντα τους, καθώς είναι πολύ  «πειραχτήρι»  και άνθρωπος με πολύ χιούμορ, της εξομολογήθηκε… πως τώρα που είναι στο καρότσι  και μεσήλιξ… έχει  περισσότερες «γκόμενες» από τότε που ήταν νέος και  ωραίος… συν περιζήτητος γαμπρός… 

 Και έτερος ασθενής μου στο ΓΝΑ, αεροπόρος στο επάγγελμα, ο Γιώργος, από την Κομοτηνή, παραπληγικός από τροχαίο,  έμαθα ότι ζει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, εργάζεται, κάνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές και ζει με την πατρική του οικογένεια.  Δεν έμαθα για την προσωπική του ζωή αλλά ήταν τόσο όμορφος και γοητευτικός  νέος, που σίγουρα θα έχει πολλές κατακτήσεις και ευχάριστη προσωπική ζωή.   

ΔΙΑΚΟΠΕΣ  ΣΤΗ ΜΥΤΗΛΗΝΗ ΜΕ ΕΥΔΟΚΙΑ ΣΕ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΌ ΣΥΝΑΙΤΕΡΙΣΜΌ ΙΟΎΛΙΟΣ 1985

Το  καλοκαίρι του 1985 κάναμε διακοπές με την Ευδοκία στην Μυτιλήνη, στον Αγροτουριστικό Συνεταιρισμό Πέτρα, για μια εβδομάδα, όπου περάσαμε υπέροχα!.. Ο Συνεταιρισμός προσέφερε εξαιρετικές υπηρεσίες, είχε καταλύματα, δίκλινα περιποιημένα δωμάτια,  μπροστά στην τεράστια παραλία της Πέτρας, που την στολίζει ο τεράστιος κάθετος βράχος, με το Μοναστήρι της Παναγίας Γλυκοφιλούσας στην κορφή και τα 112 σκαλιστά πέτρινα σκαλοπάτια, σήμα κατατεθέν της περιοχής. 

Είχε ωραιότατο πρωϊνό με ντόπια προϊόντα και φαγητά καλομαγειρεμένα, όλα με δικά τους υλικά, γάλα  φρέσκο,  ζαρζαβατικά,  απ’ τους κήπους του χωριού, λάδι ελιές, τυριά, ξινομυτζήθρα, κριθαράκι φτιαχτό στο χέρι με ντόπια υλικά και ζυμωτό ψωμί. Είχαμε πάρει και το αυτοκίνητο, το κόκκινο ρενώ και γυρίσαμε όλο το νησί. Κάναμε το γύρο του νησιού, Σίγρι, Σκάλα Καλλονής, όπου είχαν τα ξαδέλφι μας ντίσκο και εργάζονταν τα καλοκαίρια.  Οι γυναίκες του Συνεταιρισμού,  έφτιαχναν χειροποίητο κριθαράκι εκπληκτικό και πεντανόστιμο, το οποίο όμως ήταν πολύ μπελαλίδικο στην παρασκευή του.  Έφτιαχναν μια ζύμη  με γάλα αυγά και αλεύρι και κάθονταν παρέα καμιά πέντε-έξι γυναίκες με ένα ταψί η καθεμιά μπροστά της και τσιμπούσαν με περισσή τέχνη και υπομονή τα σπυριά του πεντανόστιμου αυτού εδέσματος, το οποίο δεν έχε καμία σχέση με το κριθαράκι του εμπορίου.

 Στην Αγιάσο, επισκεφτήκαμε τους γονείς του φίλου μας  Γλεζέλη, που τόσα είχαμε  ζήσει μαζί, στην Αθήνα. Τον είχα πελάτη στο φυσιοθεραπευτήριο, όλα τα χρόνια, στους Αμπελοκήπους. Και τα λέγαμε για τις Απόκριες  και πως τις γιορτάζαμε στα μέρη μας.  Μας συνέδεε μεγάλη φιλία με τον Γλεζέλη και την γυναίκα του  και σε όλες τις γιορτές μας ήταν καλεσμένοι.  Έκανε  δε τα πιο εντυπωσιακά και γουστόζικα αποκριάτικα ντυσίματα, που τα επινοούσε το μυαλουδάκι του και τα υλοποιούσε, εκ των ενόντων, στο πι και φι. Είναι ωραίος τύπος!..  γλεντζές και χωρατατζής!..  Οι γονείς του, δυο ηλικιωμένα  συμπαθητικά γεροντάκια, μας καλοδέχτηκαν και μας τράταραν ένα καταπληκτικό δικό τους  γιαούρτι, που όμοιό του δεν έχω ματαφάει. 

ΑΝΆΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ ΠΈΝΤΕ ΦΙΛΩΝ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1993 ΔΙΑΝΥΚΤΈΡΕΥΣΗ ΣΤΟ ΜΥΤΙΚΑ

Η αδελφή μου Ευδοκία, ακούοντας με συνεχώς να  μιλώ  για βουνά και αναβάσεις και ιδιαίτερα για την ομορφιά και το μεγαλείο του Ολύμπου,  συνερίστηκε και άρχισε να ενδιαφέρεται για το σπορ και μάλιστα μου είπε πως αν ξαναγίνει ο Όλυμπος, θα ήθελε οπωσδήποτε να έλθει.

 Και έδωσε ο Θεός και ήρθε η ώρα για μια ακόμη ανάβαση στον Όλυμπο. Αυτή τη φορά με αξιόλογους ορειβάτες που είχα γνωρίσει στον ΦΟΠ.  Μετά την απογοήτευσή μου  απ΄ τον ΕΟΣ-Αθηνών, γράφτηκα στον Φ.Ο.Π(Φυσιολατρικός Όμιλος Πειραιά), όπου εθήτευσα μια δεκαετία περίπου και γνώρισα πολύ καλούς ανθρώπους και καλούς ορειβάτες.

 Εδώ γνώρισα τον Γιώργο Μενεγιά, τον Γιατρό του ΦΟΠ, τον Γιώργο Μύλλερ, την Ιωάννα και την Φιλλιώ, μεγάλες ορειβάτισσες, την Έλλη, την Ευγενία, τον Γιώργο Βιδάλη, τον Κρητικό και πολλούς ακόμα. Ο Γιώργος Μενεγιάς είναι πολύ μερακλής άνθρωπος, ωραία φυσιογνωμία, με μορφή αγίου…  μειλίχιος και  συνετός. Έπαιζε φυσαρμόνικα, τραγουδούσε ωραία και χόρευε καταπληκτικά!.. Εκείνο που μας συνέδεε ήταν η αγάπη για τα βουνά, το  χορό και τα τραγούδια… Αλλά και σαν χαρακτήρες ταιριάζαμε. Και όποτε συναντιόμασταν σε εξορμήσεις του συλλόγου, διασκεδάζαμε τους Φοπίτες με τα τραγούδια και τους χορούς μας. Ήμασταν το καλλιτεχνικό ντουέτο του ΦΟΠ.  Όλοι θυμούνται τα γλέντια στο καταφύγιο της Δίρφης, της Νεράϊδας και αλλαχού.

Με τον Γιώργο, πέρα απ’ τις συλλογικές εξορμήσεις με τον ΦΟΠ, κάναμε και ιδιωτικές. Συννενοούμασταν τέσσερα-πέντε άτομα, φίλοι και γνωστοί και εξορμούσαμε τα καλοκαίρια σε νησιά η σε διάφορες περιοχές της χώρας μας,  για εβδομαδιαίες διακοπές και αναβάσεις σε βουνά της χώρας μας. Ένα απ’ αυτά  ήταν η εξόρμησή μας για μια βδομάδα στην Σαμοθράκη.  

Άλλη μια ήταν ανάβαση στον Όλυμπο, στον Μύτικα με διανυκτέρευση στην κορφή. Ήμασταν πέντε άτομα, ο Γιώργος Μενεγιάς αρχηγός,  Βαγγέλης Κρητικός, εγώ η αδερφή μου Ευδοκία και ένας ακόμα άνδρας που δεν θυμάμαι τ’ όνομά του.

Ήταν Αύγουστος του 1993. Συναντηθήκαμε με τα βαρυφορτωμένα σακίδια στο Λιτόχωρο και πήραμε το μονοπάτι για το καταφύγιο του Σταυρού, όπου διανυκτερεύσαμε. Την επόμενη ανηφορίσαμε για το πάνω καταφύγιο «Χρήστος Κάκκαλος» και από εκεί συνεχίσαμε για κορφή Μύτικα. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν πιάσαμε  κορφή. Δεν είχε δύσει ο ήλιος και καταπιαστήκαμε με τις αναμνηστικές φωτογραφίες, πριν σουρουπώσει.  Η Ευδοκία δεν έσωνε… να δοξάζει τον Πανάγαθο και τον Προφήτη Ηλία, εικονοστάσι του οποίου υπάρχει στην κορφή, που μας αξίωσαν να φτάσουμε ως εδώ και να σταυροκοπιέται. Θεούλη μου σ’ ευχαριστώ… Σ’ ευχαριστώ πολύ. Βοήθησέ μας  και αύριο να κατεβούμε με το καλό!..

 Απ’ τον Μύτικα, αν έχει ορατότητα, βλέπεις τη μισή Ελλάδα!.. Την Χαλκιδική και τον Θερμαϊκό κόλπο, τον Κίσσαβο, τα Άγραφα,  το Πήλιο και τον πανέμορφο Παγασητικό κόλπο, τα Χάσια, όπου είναι το χωριό μας κ.α. Αραδιαστήκαμε τριγύρω απ΄ το εικονοστάσι του προφήτη Ηλία,  κατά πως βόλευε, ο τόπος, τον καθένα… και δειπνήσαμε. Εν συνεχεία αρχίσαμε να ερευνούμε τον χώρο τριγύρω, μπας και βρούμε τόπο να ξαπλώσουμε, να ξεκουράσουμε τα κορμιά μας, για την αυριανή κατάβαση. Οι άνδρες, σαν πιο τολμηροί… προσανατολίστηκαν προς την δυτική πλευρά, προς Καζάνια μεριά, όπου υπάρχει ένα πέτρινο πλάτωμα, που αποκάτω του έχασκε  κάθετος γκρεμός… όπου κοιμήθηκαν οι δύο  τολμηροί, ο Γιώργος και ο Κρητικός και οι άλλοι κοιμηθήκαμε,  στην ανατολική μεριά.

 Θυμάμαι, πως βρήκα ένα χώρο, ανάμεσα σε βραχάκια της κορφής, που με το ζόρι, μπόρεσα και ξάπλωσα στο πλαϊ… Δεν χωρούσα ανάσκελα και δεν κουνήθηκα ρούπι… απ’ τη θέση μου, ως το πρωί.  Η δε Ευδοκία απ’ το φόβο της, κοιμήθηκε «αγκαλιά» με το κολονάκι-εικονοστάσι του Προφ. Ηλία.

 Το πρωί όμως απολαύσαμε μια υπέροχη ανατολή του Ήλιου. Ο ουρανός κατά την ανατολή, άρχισε ολοένα και περισσότερο να κοκκινίζει  και ένας τεράστιος κόκκινος δίσκος,  άρχισε  σιγά-σιγά, σχεδόν τελετουργικά… να προβάλλει, πάνω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας, λίγο-λίγο και να ανεβαίνει στο ουρανό, για το προγραμματισμένο, αέναο ταξίδι του. Να φωτίσει  τον Κόσμο και την Γή μας, για να καρπίσει  ο πλανήτης που  φιλοξενεί,  θρέφει και καταλεί… όλα τα έμβια όντα που εμφανίστηκαν, στο διάβα  των αιώνων, πάνω σ’ αυτόν…

Οι πιο μαγευτικές ώρες της μέρας είναι  η ανατολή και η δύση του ήλιου και της νύχτας, όταν βγαίνει  και   δύει, το φεγγάρι και είναι Πανσέλληνος, η «γιομάτο» κατά πως  λέει ο κόσμος… 

Θυμάμαι, στα νεανικά μου χρόνια, στο χωριό, πηγαίναμε στα χωράφια, για να σπάσουμε τον καπνό,  δυο με τρείς ώρες πριν βγει ο ήλιος. Και αυτό,  για να μαζέψουμε  αρκετή ποσότητα καπνού, πριν βγει ο ήλιος, ο οποίος είναι πολύ καυτερός το καλοκαίρι  και μαραίνει τα καπνόφυλλα και δεν σπάζουν εύκολα.

 Έτσι έχω δει πάμπολλες ανατολές του ήλιου, που ήταν στην κυριολεξία, μαγευτικές…  Μόλις χάραζε ο δίσκος του Ηλίου στον ορίζοντα, σταματούσα τη δουλειά και  παρακολουθούσα  εκστατική…  την ανατολή του  δίσκου, στην ολότητά του, στο στερέωμα και ύστερα συνέχιζα πάλι. 

Πολύ συχνά δε πηγαίναμε αποβραδύς, στα μακρινά απ’ το χωριό χωράφια και διανυκτερεύαμε στην ύπαιθρο, πλάι στο χωράφι,  για να μην χάνουμε χρόνο στο πέρα-δώθε. Και πριν μας πάρει ο ύπνος, με τα αδέρφια μου, μελετούσαμε τον ουρανό με τα άπειρα αστέρια,  την Μεγάλη και Μικρή Άρκτο, την εφτάστερη  Πούλια, τον λαμπερό Αυγερινό,  και ιδιαίτερα τα πεφταστέρια… Και προσπαθούσαμε να προλάβουμε να κάνουμε μια ευχή, όσο κρατούσε η διαδρομή τους,  για να  πραγματοποιηθεί η ευχή μας, σύμφωνα με τις τοπικές δοξασίες…  Και όταν είχε πανσέληνο, πάλι  μέναμε εκστατικοί… μπροστά στην θεαματική άνοδο της σελήνης  στο στερέωμα.

 Αλλά το πιο συγκλονιστικό… ήταν το γεγονός, που συμβαίνει σπάνια… να ανατέλλει ο ήλιος κόκκινος και ταυτόχρονα να δύει η αργυρή σελήνη. Νομίζω ότι το είδα αυτό στη Μυτιλήνη σε διακοπές  και δεν το έχω ξαναδεί από τότε.

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ, ΡΊΜΙΝΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΩΤΆΘΛΗΜΑ ΑΓΏΝΩΝ ΜΟΤΟΣΥΚΛΈΤΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΖΑ ΓΙΑ ΦΟΡΜΟΥΛΑ 1

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, τρία ζευγάρια, πήγαμε με μοτοσυκλέτες, στην Ιταλία, στο Ρίμινι συ γκεκριμένα, για να παρακολουθήσουμε, το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μοτοσυκλέτας, που θα γίνονταν εκεί και από εκεί, στην Μόντσα, για την Φόρμουλα 1. 

Είχαμε μαζί μας όλα  τα τσιμπράγκαλλα… σκηνές, στρώματα φουσκωτά και sleeping bang και θα κοιμόμασταν σε κάμπινγκ. Ήταν πρωτόγνωρη αυτή η εμπειρία για μένα.. Ό τότε αγαπημένος μου είναι λάτρης των αυτοκινήτων και των μοτοσυκλετών και φυσικά… και των αντίστοιχων αγώνων και έτσι το αποφασίσαμε. Δεν είχα κανονική άδεια, οπότε πήρα άνευ αποδοχών,  δέκα μέρες και φύγαμε… Η άδειά μου δεν είχε εγκριθεί  όταν ξεκινήσαμε και το έμαθα  όταν φτάσαμε στην Πάτρα. Άν δεν εγκρίνονταν, θα δήλωνα ασθένεια και θα κάναμε τη δουλειά μας… Δεν θα έχανα με τίποτα… αυτήν την τόσο δελεαστική  πρόταση!..Τρέλα που με δέρνει την άμοιρη!..

Με το καράβι φτάσαμε στο Μπάρι και στη συνέχεια οδικώς, πήγαμε στο Ρίμινι και κατασκηνώσαμε σε κάμπινγκ, σε κοντινή απόσταση απ΄ την πίστα, που γίνονταν οι αγώνες. Ήμασταν δυο ζευγάρια και ένας μεμονωμένος… Ήταν υπέροχα!.. Είχα τόση αγάπη και εμπιστοσύνη στον αγαπημένο μου, που δεν φοβόμουν τίποτα!.. Ποτέ δεν περνούσε  το κακό απ’ το μυαλό μου!.. Τι σου είναι τα νιάτα και ο έρωτας!.. αυτά πάνε χεράκι-χεράκι… Οι γονείς μου ανησυχούσαν πολύ… αλλά εγώ «πέρα βρέχει»… Ποτέ δεν έβαζα το κακό στο νου μου!.. Και οι θεοί, κατά πως φαίνεται αγαπάνε τους τολμηρούς!..

Στην Μόντσα κατασκηνώσαμε σε τεράστιο κάμπινγκ, που βρίσκεται περιμετρικά της πίστας που γίνονται οι αγώνες. Γίνονταν ένας χαμός!.. Χιλιάδες κατασκηνωτές, είχαν στήσει τις σκηνές τους, μαγείρευαν, έτρωγαν, έπιναν και τραγουδούσαν… Ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι… Πως εμείς γιορτάζουμε τους αγίους, αυτοί γιορτάζουν το ίδιο και ίσως με περισσότερο μεράκι και κέφι, τους αγώνες Μοτοσυκλέτας και αυτοκινήτων.  Και κάθε τρις και λίγο φώναζαν Μικέλε-Μικέλε… Ήταν οι συμπατριώτες του  ιταλού Μικέλε Αλμπορέτο, που έπαιρνε μέρος στους αγώνες και ήθελαν να είναι ο νικητής. Νικητής όμως ήταν ο γερμανός, Νικι Λάουντα, που μεσουρανούσε στο άθλημα, εκείνα τα χρόνια. 

                                              Η  ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΗ ΜΟΥ ΚΑΡΙΈΡΑ.

Το έτος 1985 ο ΕΟΣ-Αθηνών, είχε πραγματοποιήσει ορειβατική αποστολή στα Ιμαλάïα όρη και θα επιχειρούσαν ανάβαση στην κορφή Αναπούρνα με υψόμετρο περί τα 6.000 μ. Αρχηγός της αποστολής ο Μιχάλης Τσουκιάς. Μεταξύ των μελών της αποστολής ήταν και ο τότε σμηνίτης Χρήστος Λάμπρης, ο οποίος, κατά την προσπάθεια, τραυματίστηκε στο γόνατο, όταν ανεβαίνοντας, τους  χτύπησε χιονοστιβάδα. Και ως σμηνίτης φυσικά νοσηλεύτηκε στο 251 Γ.Ν. Αεροπορίας, όπου εργαζόμουν και εγώ, ως φυσικοθεραπεύτρια. Είχα την τύχη να τον κουράρω προσωπικά, οπότε με αυτήν την συναναστροφή  με τον Χρήστο, μου προέκυψε η επιθυμία να ασχοληθώ με την ορειβασία.  

Και μια μέρα πήρα το θάρρος και τον ρώτησα. «Για πες μους βρε Χρήστο, πως μπορώ και εγω να γίνω ορειβάτισσα; Α μου λέει, είναι πολύ απλό… Γράφεσαι σέ έναν ορειβατικό σύλλογο, υπάρχουν πολλοί  στην Αθήνα  και αρχίζεις να μετέχεις στις  εύκολες κατ ΄αρχήν εξορμήσεις τους,  αφού πάρεις πρώτα τον κατάλληλο εξοπλισμό.  Έλα μου λέει στον ορειβατικό Αθηνών, που είμαι κα γω. Έτσι και έγινε… πήγα και γράφτηκα στον ΕΟΣ-Αθηνών και ξεκίνησα. 

Εν  τω μεταξύ, πήρα πληροφορίες απ’ τον Χρήστο, για τον εξοπλισμό που έπρεπε να προμηθευτώ, για το σπόρ, που αποφάσισα να  βάλλω  στη ζωή μου. Και μου είπε να πάω στον Κλαουδάτο… το μεγάλο πολυκατάστημα στο κέντρο, της πόλης, που είχε  και ορειβατικά είδη. Αγόρασα το πρώτο μου σακκίδιο, ένα POLO, μπλε χρώματος, δυο  ζευγάρια βαμβακερές κάλτσες, παγούρι και μπότες ορειβατικές δερμάτινες. 

Το πρώτο μας βουνό το Ξεροβούνι Ευβοίας, όνομα και πράγμα!.. Δεν λαλάει πάνω του πράσινο φύλλο… Αρχηγός μας ο Χρήστος. Η πορεία  κράτησε περί τις 6 ώρες, και οι εντυπώσεις μου αρκετά καλές… δεν δυσκολεύτηκα καθόλου και μάλιστα μου άρεσε πολύ!.. Ενθουσιάστηκα θα έλεγα!..  Και έκτοτε ανεβαίνω στα βουνά, της χώρας μας, αλλά και αλαχού της γης, κάπου κοντά τριαντατέσσερα χρόνια. Δόξα τω Θεώ!..

Δεύτερο βουνό  που έκανα με τον ΕΟΣ-Αθηνών, ήταν ο Όλυμπος, από το «όλος λάμπω» Και η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη… Και τούτο γιατί ο Όλυμπος  είναι πολύ κοντά στο χωριό μου και τον θαύμαζα… έτσι λαμπερό… που τον έβλεπα, καθώς έπεφταν οι ακτίνες του ήλιου πάνω στις χιονισμένες κορφές του. Αλλά μου φαίνονταν όνειρο μακρινό και δυσκολοκατώρθωτο!.. να φτάσω στην κορφή του.  

Κι όμως τά φερε έτσι η μοίρα… που έφτασε  η μέρα να πραγματοποιήσω αυτό το όνειρό μου, που είχα καταχωνιασμένο στο υποσυνείδητο!.. απ’ τα παιδικά μου χρόνια.  Έφτιαξα το σακκίδιό μου, ακόμα δεν ήξερα «Που παν τα τέσσερα» που λέει ο λόγος, δεν είχα  γκέτες,  αδιάβροχο,  μπατόν  κλπ κλπ κλπ. Έβαλα  στο σακκίδιό μου ένα μπουφάν, όχι ορειβατικό, ένα απλό μπουφανάκι, δυο μικρά μπουκαλάκια νερό,  το καλοκαιρινό σλιπιγκμπάνγκ, το υφασματένιο  καπελάκι που είχα για το καλοκαίρι, στις παραλίες, σοκολάτες και ξηροκάρπια για προσφάϊ και ενδυνάμωση και περιχαρής, με  ταξί πήγα στη στάση Καλυφτάκη, απ’ όπου θα περνούσε το λεωφορείο. 

 Μετά από αρκετές ώρες ταξίδι, φτάσαμε στο Λιτόχωρο και με τα βαρυφορτωμένα σακκίδια στην πλάτη… πήραμε το μονοπάτι για το ορειβατικό καταφύγιο  «Γιόσος αποστολίδης», όπου διανυκτερεύσαμε. Στο καταφύγιο γίνονταν το έλα να δείς!.. Κάποια στιγμή, ενώ είχα  ήδη ξαπλώσει, διαπίστωσα πως ήθελα να πάω προς νερού μου… αλλά ήταν δύσκολο…  να φτάσω στις τουαλέτες, ήταν παντού ξαπλωμένοι συνορειβάτες… και το ροχαλητό να πάει σύννεφο!.. Πατώντας επί πτωμάτων… στην κυριολεξία τα κατάφερα να φτάσω στις τουαλέτες… αφού άκουσα και το κλασικό «Τι κάνεις ρε μαλάκα!..» 

 Νωρίς το πρωί, κατά τις πέντε η ώρα είχαμε έγερση και με την τσίμπλα στο μάτι αναχωρήσαμε για την κορφή. Αρχηγοί μας ο Γιώργιος  Πρίντεζης  και ο  Γιάννης Κορνάρος.  Η διαδρομή, έως τη βάση των κορυφών είναι εύκολη και σύντομη… μια ισιάδα.

Πολύ εντυπωσιακές οι κορφές,  Μύτικας και  Στεφάνι και πραγματικά  τα ονόματα, συνάδουν… με την μορφολογία των, απολύτως… Ο Μύτικας πράγματι είναι ένας απόκρημνος βράχος, με πτυχώσεις,  που καταλήγει σε μυτίκι, το δε Στεφάνι, είναι  απόκρημνος, θεαματικός… βράχος, με πολλές κάθετες πτυχώσεις,  ημικυκλικού σχήματος, που δικαιολογεί πλήρως το ονομά του!.. Στεφανώνει την κορφή… και όταν πέφτει επάνω της, ο ήλιος, την κάνει να φαίνεται σαν χρυσό  βασιλικό διάδημα!.. Είναι δε  λίγο χαμηλότερη  απ’ τον Μύτικα. 

Κάποια στιγμή φτάσαμε στη βάση του Λουκιού, του Μύτικα.  Έρριξα μια ματιά στην κορφή του και αισθάνθηκα  δέος!..  Δείλιασα προς στιγμήν… Άραγε θα τα καταφέρω;… Έτσι και αλλιώς, αφού έφτασα ως εδώ, ντρεπόμουν να γυρίσω και πίσω.

 Και τόλμησα…  και τα κατάφερα… και η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη… Βγάλαμε και τις αναμνηστικές φωτογραφίες στην κορφή, νάχουμε να θυμόμαστε… Με δέος… έρριξα μια ματιά  στα «Καζάνια»,  την δυτική και τρομερή… κάθετη πλευρά των ψηλότερων κορυφών του Ολύμπου. Και φυσικά… ονομάστηκε έτσι η πλευρά αυτή του βουνού, γιατί πράγματι, απ΄αυτήν, όταν έχει ομίχλη, αναδύονται θεαματικά… άσπρα σύννεφα, σαν αυτά,  που αναδύονται όταν  βράζουν, καζάνια στη σειρά…  Και έπειτα πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

 Στην κατάβαση προσπαθούσα να εστιάζω την προσοχή μου, στο επόμενο βήμα… και να ποφεύγω να κοιτάζω, τον γκρεμό, που έχασκε μπροστά μου… Και σιγά-σιγά κατεβήκαμε στο καταφύγιο. Εδώ κάναμε μια στάση για αναψυχή… Μαζέψαμε  τα τσιμπράγκαλά μας, που είχαμε φήσει εκεί,  για να μην έχουμε περιττό βάρος στην ανάβαση, υπνόσακο και λοιπά  και πήραμε την κατιούσα για Πριόνια και Λιτόχωρο.  Και τα πράγματα πήγαιναν καλά, ως ένα σημείο, που μια  κοπελιά είχε πρόβλημα… στην κατάβαση. Ο αρχηγός, πήγε κοντά της, είδε το πρόβλημα, είχε κανει φουσκάλες και δυσκολεύονταν…  Την συνέστησε να δέσει πιο σφιχτά τις μπότες,  της έδωσε τα μπατόν του για βοήθεια… και εξαφανίστηκε…

 Εγώ έτυχε να είμαι κοντά της  και έκατσα να της κάνω παρέα, για να μην μείνει ολομόναχη  στο βουνό… Ήταν και άλλες ομάδες στο βουνό και όλοι  κατέβαιναν γρήγορα, να προλάβουν να φάνε και να γυρίσουν στα σπίτια τους.  Εμείς σιγά-σιγά κατεβήκαμε, αλλά αργήσαμε… Αυτοί είχαν καλοφάει… είχαν πιεί και τα κρασιά τους,  τους καφέδες τους και όταν εμείς φτάσαμε, αυτοί χορτάτοι… είχαν μπεί στο λεωφορείο και μας περίμεναν για να φύγουμε… Εμείς ούτε φαί ούτε κρασί!.. 

Σημειωτέον ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν  κινητά τηλέφωνα…  Και προσωπικά είχα γίνει τούρκος… που λέει ο λόγος, με τους αρχηγούς για την απαράδεκτη συμπεριφορά τους… Να αφήσουν δυο κοπέλες αρχάριες, να βολοδέρνουν στο βουνό… Κι αν κάποια στιγμή η κοπέλα, δήλωνε αδυναμία να συνεχίσει; Τι θα κάναμε, δυο  πρωτάρες αβοήθητες; 

 Βέβαια υπήρχαν ορειβάτες στο βουνό και θα ζητούσαμε βοήθεια, αλλά δεν ήταν ντροπή να σε συνδράμουν άγνωστοι άνθρωποι και αυτοί που είχαν  υποχρέωση να βοηθήσουν, να κάνουν την πάπια!.. Τέλος πάντων !… 

Κάποια στιγμή, μετά κόπων και βασάνων… φτάσαμε  και εμείς στο Λιτόχωρο. Εκεί τους είδαμε όλους ξέγνοιαστους!.. φαγωμένους, χωρίς ίχνος τσίπας… στους αρχηγούς αναφέρομαι, να μας ανακοινώνουν  πως πρέπει να φύγουμε, γιατί έχουμε αργήσει πολύ!..  Προσωπικά δεν μίλησα σε κανέναν, ούτε στον αρχηγό. Έκανα πως  δεν ενοχλήθηκα καθόλου απ την συμπεριφορά των υπευθύνων. Αλλά ήδη είχα πάρει την απόφαση, να μην ξαναπερπατήσω με τον ΕΟΣ-Αθηνών  στη ζωή μου… Και το τήρησα, σάραντα χρόνια τώρα!.. 

Η αλήθεια είναι πως δεν ήμουνα αρχάρια… στραβάδι που λέει ο λόγος… Και αυτό γιατί κανα  δυο χρόνια πριν είχαμε ξεκινήσει να κάνουμε πορείες, στα πέριξ των Αθηνών βουνά,  με φίλους. Είχαμε αλωνίσει… την Πάρνηθα και τον Υμητό.

 Η πρώτη μας διαδρομή  η «Χούνη» στην Πάρνηθα, από το τελεφερίκ ανεβήκαμε στο καταφύγιο του ορειβατικού συλλόγου Αθηνών, Μπάφι. διασχίζοντας μια απ΄τις πολλές κοιλάδες του βουνού. Άλλη Κυριακή, ανάβαση, από τελεφερίκ στο Φλαμπούρι, καταφύγιο του ΕΟΣ Αχαρνών. Ακολούθησαν  κάμποσες ακόμα διαδρομές στην Πάρνηθα, όπως Μπάφι-Σκίπιζα-Μπάφι, Κεραμίδι-Κυρά-Τελεφερίκ, Θρακομακεδόνες-Μόλα-Αυλώνας και ο Γύρος της Γκούρας. 

Η διαδρομή που  μου άρεσε περισσότερο ήταν  αυτή που ξεκινούσε από την Μονή Κυπριανού, προς Κεραμίδι, σπήλαιο του Πανός και επιστροφή στην εν λόγω Μονή, που είχε γυναικεία μοναστική κοινότητα τότε. 

Το πιο αγαπημένο μου βουνό στην Αττική είναι ο Υμητός. Είναι το βουνό που έβλεπα κάθε μέρα, μιας και εργάστηκα στο Νοσοκομείο της Αεροπορίας, που είναι κτισμένο στο Γουδί,  στους πρόποδές του.

 Κάθε πρωί που πίναμε το καφεδάκι μας, στο γραφείο, είχαμε άπλετη θέα στον Υμητό. Αλλά και στα καμαρίνια, όπου εργαζόμασταν, απ τα παράθυρά τους, έβλεπες πάλι το βουνό. Και λόγω του ότι τρέφω μια ιδιαίτερη αγάπη για τα μοναστήρια από παιδί, το μοναστήρι της Καισαριανής είναι το πιο αγαπημένο μου στην Αττική και το επισκέπτομαι συχνά. 

Ο τόπος που είναι κτισμένη η Μονή, είναι ειδυλλιακός, μυστηριακός… Εξ’ άλλου, από την αρχαιότητα, υπήρχε  στην περιοχή,  ιερό της Δήμητρας. Αν επισκεφτεί κανείς την Μονή θα ιδεί στους τοίχους του καθολικού, ένθετα, μαρμάρινα  απομεινάρια, από ναό της αρχαιότητας. Οι χριστιανοί έκτιζαν τους ναούς τους πάνω στα ερείπια, των ναών της αρχαιότητας και χρησιμοποιούσαν και ότι υλικό είχε απομείνει…

Την είσοδο της Μονής  στολίζει και ξεδιψά τους επισκέπτες, μια όμορφη κρήνη, που ο κρουνός της φέρει μαρμάρινη κεφαλή κριού.  Η πηγή αυτή, στην αρχαιότητα, ονομάζονταν Καλλία. 

 Η περιοχή πιο πάνω απ’ τη Μονή, στην αρχαιότητα, ήταν αφιερωμένη στην Αφροδίτη και ονομάζονταν Κυλλού Πήρα, που στις μέρες μας έγινε Καλοπούλα και είναι τόπος αναψυχής, για τους πολίτες των Αθηνών.

Και στις μέρες μας, οι κάτοικοι του κλεινού άστεως… την Καθαρά Δευτέρα, κατακλύζουν την πανέμορφη αυτή περιοχή, που περιβάλλει το  Μοναστήρι, πετούν  χαρταετό και τρώνε στην εξοχή  νηστίσιμα εδέσματα, χαλβά, ελιές, κρεμμύδια, οστρακοειδή, με συνοδεία λαγάνας, σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα της μέρας.   Έχω ζήσει την πανηγυρική ατμόσφαιρα, της Καθαρής Δευτέρας, στην εν λόγω περιοχή, στα νιάτα μου και την αναπολώ με νοσταλγία…

 Ο Υμητός ονομάζεται και Τρελλός η Τρελοβούνι, απ’ το γαλικό tres long και οι ξένοι ονόμαζαν τους Αθηναίους  «παλαβούς»… αφού ο ήλιος έβγαινε απ’ τον Τρελλό και έδυε στο Δαφνί… Έχει γραφτεί και ένα τραγούδι για τον Υμητό που λέει «Εκεί ψηλά, εκεί ψηλά στον Υμητό, υπάρχει κα, υπάρχει κάποιο μυστικό»

Εκτός απ΄ την Μονή Καισαριανής, στον Υμητό υπάρχουν και άλλα μοναστήρια όπως του Αγ. Γεωργίου του Κουταλά, Του Αγ. Ιωάννη  Καρέα και Αγ. Ιωάννη του Κυνηγού στην Αγ. Παρασκευή.

 Το σπίτι που έμεινα στα Τουρκοβούνια, στον περιφερειακό δρόμο, είχε φάτσα στον Υμητό… Είναι το βουνό, που η θέα του με   «μαγεύει»… Με «παρηγορεί» όταν είμαι λυπημένη και όταν είμαι χαρούμενη… μου διπλασιάζει τη χαρά. 

Και τώρα που μένω στα Μελίσσια, βλέπω  απ΄ την νότια βεράντα, τον Υμητό και απ’ την βόρεια το «ξεκοιλιασμένο στην κυριολεξία… Πεντελικό όρος. 

Στο όρος Πεντέλη, ανεβήκαμε με τον «Βρηλισσό», ορειβατικός σύλλογος Βρηλισσίων, που τον ίδρυσαν φίλοι μας ορειβάτες, που ξεκινήσαμε μαζί τις ορειβατικές μας δραστηριότητες, τον Διαμαντή και τον Παντελή. Μαζευτήκαμε  στην ρεματιά του Χαλανδρίου, στο ύψος των Βριλισσίων, απ’ όπου ξεκινήσαμε την ανάβαση ως το σπήλαιο κατ’ αρχάς και έπειτα συνεχίσαμε ως την κορφή, με την άπλετη θέα  προς όλες τις κατευθύνσεις. Η ρεματιά έχει παρόχθια βλάστηση από λυγαριές κυρίως και το βουνό βρίθει από θυμάρι… Είναι πασίγνωστο το μέλι της Πεντέλης.

 Παλιότερα σκεπάζονταν από πευκοδάση, γι΄αυτό και στις παρυφές του είχαν κτιστεί Σανατόρια, όπως του «Τσαγκάρη» και «Σισμανόγλειο» που τα κουφάρια τους στέκουν ακόμα όρθια, περιβαλλόμενα  από  πεύκα, για να μας θυμίζουν… ότι κάποτε η Πεντέλη σκεπάζονταν πανταχόθεν από πευκοδάση. Δυστυχώς  απανωτές πυρκαγιές, τον περασμένο αιώνα, την «ξεγύμνωσαν» ολοσδιόλου. Τι κρίμα!..

Το  σπήλαιο της Πεντέλης, η Σπηλιά  του Νταβέλη, η Σπήλαιο των Αμώμων,  βρίσκεται  νοτιοδυτικά χαμηλότερα της κορφής, στα 700μ.  και αρχικά δεν ήταν ορατό. Η είσοδός του αποκαλύφτηκε στην αρχαιότητα, από τους μαρμαράδες, που εργάζονταν στην εξόρυξη του πεντελικού μαρμάρου, για τα γλυπτά του Παρθενώνα Αποτελείται από μια μεγάλη αίθουσα, με κατηφορικό δάπεδο προς το βάθος του, όπου υπάρχει βάραθρο.  Ένα ακόμα  βαραθρο, υπάρχει στο κέντρο του,και δεν είναι ορατά, για ευνόητους λόγους… 

Ονομάστηκε Σπηλιά  Νταβέλη, από το όνομα του διαβόητου ληστή, του 18ου  αιώνα, που την χρησιμοποίησε ως κατοικία και ορμητήριο…

Αναφέρεται επίσης και με την ονομασία Σπήλαιο των  Αμώμων, εξ αιτίας του γεγονότος που τα πάμπολα σπηλιαράκια του γέμισαν με μοναχούς, ασκητές, κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.  

Στην αρχαιότητα φιλοξενούσε ιερό του πανός. Η είσοδός του είναι εντυπωσιακή και μεγάλη και την στολίζουν δυο ναίδρια.  Στα δεξιά, χωμένο μέσα στο βράχο, είναι το εκκλησάκι του Αγ. Σπυρίδωνα,  του 11ου αιώνα  που στη νότια πλευρά του, υπάρχουν χαράγματα σταυρών, αγγέλων και ανθέων.  Στην αριστερή πλευρά είναι το εκκλησάκι τουΑγ. Νικολάου, που είναι νεώτερο. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν δυο κρύπτες και μια ταφική λάρνακα και θεωρείται ότι ήταν ταφικό.

 Με μάρμαρο της Πεντέλης κτίστηκε ο τρίτος Παρθενώνας, τον 5ο   αιώνα π Χ. που είναι εξαιρετικής ποιότητας και ξακουστό για την στιλπνότητά του. Για την μεταφορά του, από εκεί ψηλά στην αρχαιότητα, είχαν φτιάξει έναν μαρμάρινο δρόμο, τη λεγόμενη Οδός λιθαγωγίας, της οποίας μέχρι σήμερα, είναι ορατά κάποια υπολείμματα. Ένα κομμάτι της,  είδαμε κατεβαίνοντας απ’ το βουνό.

 Επρόκειτο για ένα μονοπάτι μαρμάρινο,  κατηφορικό, περί τα δυο μέτρα πλάτος, που ανά τακτά διαστήματα είχε ένα σκαλοπατάκι, για να ελέγχουν την ολίσθηση των μαρμάρινων ογκόλιθων. Τα μάρμαρα τα τοποθετούσαν σε ξύλινες τάβλες και τα κατέβαζαν, ως ένα σημείο, σε μικρή απόσταση απ’ την Μονή Πεντέλης. Από εκεί και ύστερα τα φόρτωναν σε άμαξες και τα έφερναν στην Ακρόπολη. Εν συνεχεία, τα ανέβαζαν στο βράχο, με τροχαλίες.   

Σεργιάνι ‘ναι στη Σεργιανή

Σεργιάνι ’ναι στη Σεργιανή και στη Mεντέλη μέλι
και στο Δαφνί κρύο νερό που πίνουν οι αγγέλοι.

Άστρο της αυγής
γιατ’ άργησες να βγεις;


Στ’ Aλίκοκου ’ναι οι όμορφες στο Pοδακιό οι άσπρες
και στη Xρυσοδαφνιώτισσα ξανθιές και μαυρομάτες.

Tα μεσάνυχτα
ν’ αφήσεις  ανοιχτά.

Kυρά Xρυσοδαφνιώτισσα μεγάλη σού ’ναι η  χάρη
με το ψηφί, με το ριγλί1, με το μαργαριτάρι.

Πρόβαλε να ’δεις
καρδιά που τυραννείς.

Μια απ΄ τις διαδρομές μας στον Υμηττό, ήταν η ανάβασή μας, ως τις κεραίες των τηλεπικοινωνιών, που βρίσκονται, στην κορυφογραμμή του βουνού. Ξεκινήσαμε από την Μονή Καισαριανής περπατώντας στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, που φτάνει ως τις κεραίες και ο οποίος φυσικά,  έγινε για την εγκατάσταση αυτών και την συντήρησή των.  Μια στάση στην Καλοπούλα, ένα παραδεισένιο τόπο  με την ομώνυμη πηγή, όπου ο δήμος Καισαριανής έχει φτιάξει εδώ, ένα  καλαίσθητο αναψυκτήριο  και στη συνέχεια ανηφορίσαμε για την κορφή. 

Από δω έχεις υπέροχη θέα της Αθήνας και του Πειραιά  να «λούζεται» στα νερά του  Σαρωνικού κόλπου και προς όλα τα παράλια της Αττικής, νότια και βόρεια, ως κάτω στο Σούνιο.  

 Η Αθήνα είναι κτισμένη σε λεκανοπέδιο, που περιβάλλεται, ανατολικά, απ΄ Υμητό, στα  βόρεια απ’ την Πεντέλη, στα δυτικά  απ΄ την Πάρνηθα  και στα νότια βρέχεται απ΄ τον Σαρωνικό κόλπο.  Οι κυβερνήτες αυτής της, χώρας έκαναν ένα μεγάλο λάθος… με το να επιτρέψουν να γίνει η εγκατάσταση της βιομηχανικής ζώνης,  της χώρας, εντός των ορίων, του λεκανοπεδίου,  στον Σκαραμαγκά, με αποτέλεσμα να έχει υψηλό δείκτη ρύπων,  η ατμόσφαιρά του.

 Όμως άπ΄ την άλλη μεριά, η Αθήνα και η ευρύτερη περιοχή της,  έχει    ορισμένα σημεία εξαιρετικής και απαράμιλλης ομορφιάς, όπως είναι ο Λόφος του Λυκαβητού, η Ακρόπολης, ο Λόφος του Φιλοπάππου, τα Τουρκοβούνια,  και τα γύρω βουνά,  Πεντέλη, Πάρνηθα, Υμητός,  που της χαρίζουν  ανεπανάληπτη ομορφιά…

Μια ακόμα διαδρομή στον Υμητό, ήταν μια  εγκάρσια διατομή του βουνού. Ξεκινήσαμε από την Μονή Καισαριανής, φτάσαμε στην κορυφογραμμή και έπειτα κατηφορίσαμε στην πίσω πλευρά του, που στις υπώρειές του φιλοξενεί τα αρβανιτοχώρια Παιανία, Γλυκά Νερά και Κοροπί και βγήκαμε ανάμεσα Παιανίας και Γλυκών Νερών. Με αυτήν την ευκαιρία επισκεφτήκαμε και το σπήλαιο «ΚΟΥΤΟΥΚΙ» με τον πλούσιο σταλακτιτικό  διάκοσμο.

Κατά την διάρκεια της εργασίας μου στο ΓΝΑ, γνώρισα πολύ κόσμο… Μεταξύ αυτών  ήταν και ο Βασιλάκης που κατάγονταν από τα μέρη της Λαμίας και ήταν και λάτρης των μηχανών και μηχανόβιος, ως εκ τούτου. Είχε και αυτός μια Χόντα  1000 κ.β και λάτρευε τους αγώνες μοτοσυκλέτας. Υπηρετούσε στα Χανιά και είχε σχέση με μια εγγλέζα εκείνη την εποχή.

 Γίνονταν αγώνες Μοτοσυκλέτας στην Λειβαδιά και πήγαμε παρέα, οι τέσσερεις μας. Ο Κ. είχε μαγειρέψει και όταν γυρίσαμε φάγαμε στο σπίτι του. Περάσαμε όμορφα… Ο Βασιλάκης όποτε έρχονταν Αθήνα έρχονταν στο σπίτι μου, στα Τουρκοβούνια, ήμασταν φίλοι. 

Εν τω μεταξύ ο Κ άρχισε να αλλάζει συμπεριφορά απέναντί μου… Θυμάμαι που του ζήτησα μια μέρα να πάμε   στο Παλλάς να δούμε μια παράσταση… Και μου λέει… Ααα δεν γίνεται!.. έχω υποσχεθεί στην φίλη μου  την Κρυσταλλία να πάμε μαζί. Θύμωσα πάρα πολύ μαζί του!.. Καλά του λέω, δεν πειράζει θα πάω μόνη μου!..

Βέβαια δεν πήγα μόνη μου, γιατί όλως διόλου ήλθε απροσδόκητα… ο Βασιλάκης απ’ την Κρήτη και του λέω  «πάμε απόψε στο Παλλάς,  που έχει μια ωραία παράσταση; Και δεν πάμε!.. τι έχουμε να χάσουμε!..

  Έτσι πήγαμε στο Παλλάς και βάζει ο διάβολος το ποδάρι… και τυχαίνει… να καθόμαστε   στην ίδια σειρά,  μας χώριζαν μόλις  τέσσερα άτομα… Ο Κ, έπαθε μια λαχτάρα!.. δεν περίμενε κάτι τέτοιο, που να το φανταστεί ότι θα πήγαινα και μάλιστα με παρέα, το Βασιλάκη, απ’ την Κρήτη!..  Γυρίζει η Κρυσταλλία  και του λέει «Τι έγινε Κυριάκο,  γιατί η Λεμονιά είναι εκεί… και συ εδώ; Δεν είχε τι να πει… Τι να πει… ότι είχα υποσχεθεί σε σένα  και δεν μπορούσα να αθετήσω την υπόσχεσή μου; Και γιατί άραγε δεν μπορούσαμε να πάμε παρεούλα οι τρείς μας;   Προσωπικά αισθάνθηκα πολύ άσχημα, που επέλεξε να πάει με τη φίλη, αν πιστέψω ότι ήταν απλά φίλοι…  και όχι με την αγαπημένη του, που έχει χρόνια σχέση. Τέλος πάντων τελείωσε η παράσταση και βγήκαμε να πάμε στο σπίτι. 

Τον βάζει ο οξω από δω… τον Βασιλάκη και μόλις βγήκαμε, με αγκαλιάζει  τρυφερά απ’ τη μέση και πηγαίναμε για το πάρκιν να πάρουμε το αυτοκίνητο. Εγώ από μέσα μου το φχαριστιόμουν και έλεγα
«Καλά να πάθεις»  γαϊδούρι… Να μάθεις να τιμάς αυτό που έχεις!.. Γυρίσαμε στο σπίτι και πέσαμε για ύπνο. Με τον Βασιλάκη ήμασταν φίλοι, δεν  ήμασταν εραστές. Ο Κ. δεν κοιμήθηκε εκείνη τη βραδιά καθόλου… Τριγυρνούσε όλη νύχτα στα μπαλκόνια του σπιτιού μου… Το σπίτι ήταν ισόγειο και είχε γύρω-γύρω βεράντες. Ακούγαμε τα βήματά του και βλέπαμε μια σκοτεινή φιγούρα να περιφέρεται στο μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας μου.  Ο Βασιλάκης κάτι κατάλαβε… αλλά εγώ δεν του είπα τίποτα, για το ποιος θα μπορούσε… να είναι. Υποθέτω ότι κατάλαβε, είχαμε  ήδη γνωριστεί σαν ζευγάρια, αλλά δεν επέμεινε να μάθει ντε και καλά… ποιός είναι. Εξ’ άλλου δεν είχε λόγους να ανησυχεί ο Βασιλάκης… ο Κ έπαθε τη νίλα!.. «Το φυσούσε… και δεν κρύωνε».

Την επόμενη μέρα συναντηθήκαμε στο Νοσοκομείο και ήταν σαν «βρεγμένη» γάτα… Αισθάνονταν πολύ άβολα…  και δεν ήταν θυμωμένος… μαζί μου για ότι έγινε!..  Αυτό δα έλλειπε να βγει και… από πάνω…  Του είπα μόνο το παρακάτω.  Πες μου την αλήθεια… τι ακριβώς σου είπε η Κρυσταλλία, όταν είδε όλο αυτό το σκηνικό;  Και υποθέτω ότι της είπες την αλήθεια, ότι είχα εκφράσει την επιθυμία να πάμε μαζί στο Παλλάς και εσύ προτίμησες να πας μαζί της. Δεν σου είπε ότι έκανες πολύ μεγάλη βλακεία… για να μην το πω πιο χοντρά… με το συμπάθιο κι όλας. Συμφώνησε ότι όντως αυτό του είπε και μάλιστα στην πιο χοντρή του εκδοχή!.. Καλά σου έκανε, να βάλεις μυαλό!.. του είπα. 

Αλλά που να λογικευτεί!..  ήθελε να κάνει τα δικά του!..  και μαζί μου να έρχεται όποτε γουστάρει!..  Δυστυχώς άρχισε η σχέση να χάνει την «νοστιμάδα» της… και την θέρμη της!.. Άρχισε το ξεχείλωμα!.. Ήδη είχα αγοράσει το πρώτο μου αυτοκίνητο, ένα  δίπορτο, ρενώ πεντάρι κόκκινο, οπότε δεν πηγαίναμε πλέον μαζί στη δουλειά… ούτε πηγαίναμε στις εξωτερικές δουλειές μου παρέα, πήγαινα με το αυτοκίνητό μου.

Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα στο ΓΝΑ με το αυτοκίνητο, έτρεμα απ’ τον φόβο μου… και πήγαινα σαν κότα… Εκείνος με κορόϊδευε λέγοντας με κοτ-κοτ-κοτ. Και καλά στον πηγαιμό ήταν κατηφόρα… αλλά όταν γυρνούσα είχε ανηφόρες και έτρεμα απ’ το φόβο… μην μου σβήσει η μηχανή στην ανηφόρα και πως θα  την βάλλω  πάλι μπροστά!.. 

 Την πρώτη φορά που πήγα με το αυτοκίνητο στη δουλειά είχα παρκάρει στα εξωτερικά ιατρεία του ΓΝΑ, στην αριστερή μεριά, όπου είχαμε καθορισμένες θέσεις παρκαρίσματος του προσωπικού. Και χρειάστηκε να πάω σε μια εξωτερική δουλειά και είχα μια αγωνία, πως θα ξεπαρκάρω το αυτοκίνητο… Μην χτυπήσω  κανέναν  διπλανό μου!.. δεν είχα  καθόλου εμπιστοσύνη στον εαυτό μου.

 Οι δε συνάδελφοί μου στη δουλειά, μαζί και ο Κ είχαν στηθεί στο παράθυρο, που έβλεπε προς το πάρκινγκ, για να κάνουν «χάζι»… «Για να ιδούμε τώρα, πως θα βγεί η Λεμονιά, απ’ το πάρκιν παιδιά!. . Πόσα αυτοκίνητα θα χτυπήσει… και γελούσαν… Ευτυχώς όμως δεν τους έκανα τη χάρη να γελάσουν πολύ… Άργησα… αλλά τα κατάφερα και δεν χτύπησα κανένα διπλανό μου. Και σιγά-σιγά πήρα το κολάϊ!..

 Εκείνα τα χρόνια υπήρχε μεγάλη διαφθορά στην υπηρεσία που έδινε τα διπλώματα οδήγησης και σ’ αυτό φταίμε όλοι, πελάτες και υπάλληλοι της αντίστοιχης Υπηρεσίας. Οι υπάλληλοι λαδώνονταν με συγκεκριμένες τιμές και οι πελάτες τα έδιναν για να επιταχύνουν τις διαδικασίες… και να «γλυτώσουν» τα έξοδα για επανειλημμένες εξετάσεις. Με την σκέψη.. άς πάρω πρώτα το δίπλωμα… και θα μάθω να οδηγώ σωστά αργότερα… Έτσι το πήρα και γω. Γι΄αυτό όταν πήρα το αυτοκίνητο, δεν ήξερα βασικά πράγματα και δεν είχα καμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό μου… δυστυχώς. Αλλά σιγά-σιγά, έμαθα.

Ήταν καλοκαίρι  και στο Θέατρο της Επιδαύρου, θα παίζονταν οι «Αχαρνείς» του Αριστοφάνη, στα πλαίσια του ομώνυμου φεστιβάλ και ήθελα να πάω οπωσδήποτε… Μου άρεσε πάρα πολύ ο Αριστοφάνης αλλά και οι τραγωδίες και πήγαινα συχνά στο εν λόγω θέατρο και με τα λεωφορεία που έκαναν εκδρομές, ειδικά για τις παραστάσεις και γυρίζαμε μετά την παράσταση. 

Εξέφρασα την επιθυμία στον αγαπημένο μου, να πάμε στο θέατρο Επιδαύρου, όπου θα παίζονταν η παραπάνω κωμωδία. Και η απάντησή του ήταν αρνητική… Α δεν γίνεται… έχω υποσχεθεί στη φίλη μου την Κάτια, να πάω να την πάρω από  το Άργος.   Η Κάτια είναι ξεναγός και εργάζονταν εκείνη την ημέρα στην περιοχή της Αργολίδος. Εντάξει του είπα, δεν πειράζει εγώ θα πάω στην Επίδαυρο, μόνη μου, με τα λεωφορεία που κάνουν αυτήν τη δουλειά. Να περάσετε καλά!.. 

Έλα όμως που η μοίρα… τα έφερε διαφορετικά τα πράγματα και ήλθε στην Αθήνα πάλι ο Βασιλάκης απ’ την Κρήτη, ο οποίος μόλις του είπα για την Επίδαυρο, πέταξε την σκούφια… απ’ την χαρά του. Και δίνει ο Θεός και συναντιόμαστε στο δρόμο προς το Άργος, φάτσα –κάρτα τα δυο αυτοκίνητα, εκείνοι προς Αθήνα και εμείς για το αργολικό θέατρο. Βέβαια δεν διανυκτερεύσαμε στην περιοχή, αλλά γυρίσαμε στην Αθήνα, μετά την παράσταση. Και ο Κ, την έβγαλε… πάλι  ξεροσταλιάζοντας έξω απ’ το σπίτι, στα Τουρκοβούνια. Πολύ το φχαριστήθηκα… που ήρθε έτσι το πράγμα. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα με την συμπεριφορά του αυτή!.. για δεύτερη φορά.  

 Είπα μέσα μου, ο άνθρωπος αυτός δεν με αγαπάει…  Βάζει πάνω απ΄ την αγαπημένη του, τις φιλενάδες του και τρέχει να τις εξυπηρετήσει και αδιαφορεί για τα δικά μου θέλω…  Δεν με αγαπάει πια!.. Πήρα «ανάποδες»… και άρχισα να σκέφτομαι πως η σχέση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί με αυτές τις προϋποθέσεις… Και παρ’ όλο που τον αγαπούσα και είχα «επενδύσει» στη σχέση αυτή, άρχισα να αραιώνω… τις επαφές μας.

Εξ άλλου, οι πεποιθήσεις του περί γάμου ήταν παντελώς αρνητικές…  Δεν ήθελε ούτε γάμους ούτε παιδιά.. Τι νόημα έχει να είμαι μαζί του;  Αναρωτήθηκα πολλές φορές κατά την διάρκεια της σχέσης μας.  Εντάξει αγαπιόμαστε… περνάμε όμορφα, με περιποιείται… με φροντίζει, με βοηθάει σε όλες  μου τις δουλειές. Αλλά αυτό είναι το παν για μια σχέση!.. Αν μια σχέση η γάμος, δεν έχει προοπτική… για δημιουργία οικογένειας, και αυτό είναι εκ θεού, λες εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα… Αλλά αν αυτό είναι λόγω αδυναμίας… για τεκνοποίηση, επειδή κάποιος απ’ το ζευγάρι έχει ένα σοβαρό θέμα εκ γενετής  η λόγω άρνησης προς την ζωή, διότι δεν βλέπω κανένα νόημα στην διαιώνιση του είδους, τότε το πράγμα αλλάζει!..

 ‘Ένα πράγμα με βασάνιζε για πολλά χρόνια και δεν μπόρεσα να το διευκρινίσω… Άραγε γνώριζε ότι δεν κάνει παιδιά… και ήθελε κατά ένα τρόπο να καλύψει το «πρόβλημα»  με το πρόσχημα, ότι δεν  ήταν ένθερμος οπαδός της τεκνοποίησης…  Πιθανόν να μην το γνώριζε, γι΄ αυτό τις κρίσιμες μέρες,  έπαιρνε προφυλάξεις, κατά τις σεξουαλικές μας συνευρέσεις…  Και αν το γνώριζε, δεν θα ήθελε με κανένα τρόπο να το μάθω, φοβούμενος ότι κάτι τέτοιο,  πιθανόν  να  γίνονταν η αιτία να χωρίσουμε… Και κάτι τέτοιο δεν  θα το ήθελε με τίποτα… εκείνον τον καιρό, που ο έρωτάς μας ήταν στις δόξες του!..  Γι’ αυτό το λόγο ποτέ δεν κουβεντιάσαμε αυτό το θέμα. Κακώς, το λέω τώρα, πολύ ετεροχρονισμένα… Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, για ένα ζευγάρι, που θέλει να πορευτεί στη ζωή μαζί.   Απ΄ ότι φάνηκε  στο τέλος,  εκείνος ήθελε να περάσει  ένα διάστημα μαζί μου… όσο αισθάνονταν κάτι για μένα, και ύστερα… από δω παν κι άλλοι…  Όμως παρ όλο  που ήμουν βαθύτατα…  απογοητευμένη από την συμπεριφορά του, η απουσία του με ενοχλούσε πολύ… για πολύ καιρό. 

Εν τω μεταξύ εκείνος, συνέχισε τις επαφές του, με τους συναδέλφους μου στη δουλειά και ιδιαίτερα με το ζεύγος Παναγιώτη-Ελίνας, που είχαν δυο παιδιά σχολικής ηλικίας,  τότε, τον  Άκη και  τον Μάκη.

 Και περνούσε ο καιρός  και ήμουν δυστυχισμένη…  Αλλά και αποφασισμένη για το τέλος αυτής της σχέσης… Δεν  «έβγαζε» πουθενά!… Έχασα τα καλύτερά μου χρόνια… και τώρα ένοιωθα μοναξιά… απογοήτευση…  Αντε πάλι απ’ την αρχή!.. Και τι θα σου τύχει πάλι!.. 

 Είχε περάσει  περί το τρίμηνο, από τον χωρισμό μας, όταν το παραπάνω ζεύγος,  στην προσπάθειά τους να μας φέρουν, υποτίθεται σε κάποια επαφή, μήπως και τα «ξαναβρούμε», κανόνισαν να πάμε στο κινηματοθέατρο «Παλλάς»   να δούμε μια παράσταση…

 Και πήγαμε και είδαμε μια όπερα τη «Νόρμα» του Βελλίνι.  Και το μελόδραμα αυτό ήταν σαν να προμηνούσε αυτό,  που θα  συνέβαινε και σε λόγου μας, στην πορεία της ζωής  μας.  Ο Πουλιόνε, ο πρωταγωνιστής, της όπερας ερωτεύεται την Αλτατζίζα, μια νεαρή κοπέλα και σκέφτεται να εγκαταλείψει την γυναίκα του τη Νόρμα,  με τα δυό τους παιδιά. Η Νόρμα φτάνει στα όριά της… και σκέφτεται να σκοτώσει τα δυο παιδιά της,  για να εκδικηθεί τον άντρα της. Ευτυχώς δεν συμβαίνει αυτό και το έργο τελειώνει με τον θάνατο των δυο εραστών στην πυρά… 

Στο Παλλάς καθίσαμε κάπως περίεργα στις θέσεις… Οι δυο άνδρες στα άκρα και ανάμεσα τους οι γυναίκες, αλλά η Ελίνα έκατσε δίπλα στον Κ και εγώ δίπλα στον Παναγιώτη. Κατά τύχη… η εξ’ επί τούτου δεν  το γνωρίζω… Εκ των υστέρων είμαι σίγουρη πως δεν ήταν τυχαίο… δυστυχώς…  

Τελείωσε το έργο και βγαίνοντας  λέει ο Παναγιώτης «Έλα  Λεμονιά  στο αυτοκίνητό μου, να πάμε μαζί στο σπίτι σου και έρχονται και οι άλλοι…  Εξεπλάγην σφόδρα… αλλά δεν αντέδρασα…  να πω  «γιατί  να έρθω μαζί σου; υποτίθεται ότι έκαναν, ότι έκαναν, για να μας φέρουν σε επαφή… μπας και τα «βρούμε» 

 Και σαν «βόδι»… τον ακολούθησα και πήγαμε στο σπίτι μου. Εκείνον τον καιρό μέναμε στην Δουκίσσης Πλακεντίας,  στα Μελίσσια. Και περιμέναμε να έρθουν και οι άλλοι… ο Κ και η Ελίνα…. και ακόμα περιμένουμε… Έχουν περάσει από τότε  σαράντα χρόνια!..  Είχε περάσει μια ώρα και  παραπάνω…  και δεν φάνηκαν  να έρθουν.  και κάποια στιγμή ο Παναγιώτης αποφάσισε να φύγει, κατευχαριστημένος… υποθέτω από την εξέλιξη των πραγμάτων, που ήταν φανερό  ότι είχαν προγραμματιστεί μια χαρά… εκ μέρους όλων…

 Προσωπικά… από εκείνη τη στιγμή… κατάλαβα ότι  δεν υπάρχει επιστροφή του Κ, σε μένα, και ότι τελείωσε  οριστικά… αυτό που είχα ζήσει μαζί του επί μια δεκαετία περίπου.  Αυτό ήταν!.. Πάει και τέλειωσε!.. Απ’ την άλλη μέρα  το ζεύγος  κυκλοφορούσε επίσημα… πλέον  μαζί, χωρίς καμία αιδώ… και με τις ευλογίες του συζύγου  της Ελίνας.  Έρχονταν με την μηχανή στο Νοσοκομείο και όλος ο κόσμος, νόμιζε πως ήμουν εγώ  η συνεπιβάτης στη μηχανή του!.. Έπεσαν όλοι απ’ τα σύννεφα… για τις  εξελίξεις  αυτές…

 Τις περιέγραφα αργότερα, στον οδοντίατρό μου που είναι φίλος μου απ’ το νοσοκομείο, ο οποίος απεφάνθη, όταν του εξομολογήθηκα την τραυματική… αυτήν  εμπειρία μου, με την φράση «Δηλαδή  Τόλμη και Γοητεία»!..  Τι να κάνουμε, βρε Παντελή… Συμβαίνουν και αυτά στις ζωές των ανθρώπων … 

 Και γω βαθύτατα και διπλά  πληγωμένη από φίλη και  εραστή, ένοιωθα  ανείπωτη θλίψη… και ταπείνωση. Δεν μπορούσα να το «χωνέψω». Μα πως  έγιναν όλα αυτά τόσο γρήγορα…  Και σιγά-σιγά ήλθαν στο φως όλα τα γεγονότα.

Ο Παναγιώτης  εργάζονταν σε τράπεζα και είχε ήδη προαχθεί σε διευθυντή, με καλές αποδοχές  και μια νεαρή  και πανέμορφη… ιδιαιτέρα γραμματέα,  την  Λίλα. Αποτέλεσμα αυτής της συνύπαρξης… ήταν να  προκύψει, σφοδρός  και ακατανίκητος… έρωτας,  που χτύπησε σαν λαίλαπα,  την  κατά  γενική ομολογία… ήρεμη  και αδιατάραχτη ως τότε, οικογενειακή  ζωή του ζεύγους. Η Ελίνα, από την στενοχώρια της… είχε γίνει πετσί και κόκκαλο… η σκιά του εαυτού της… Είχε φτάσει στα πρόθυρα της κατάρρευσης…

 Και βρέθηκε σαν από μηχανής θεός…  ο δικός μας χωρισμός με τον Κ, και λύθηκαν, ως δια μαγείας… όλα τα δύσκολα… θέματα, ψυχολογικά, οικονομικά και σχέσεων… που προκύπτουν, από την διάλυση ενός γάμου με δυο παιδιά.   

Ο Παναγιώτης φέρθηκε πολύ έξυπνα… και τα βόλεψε όλα μια χαρά… Δεν υπήρχε καλύτερη περίπτωση απ’ αυτήν!.. Καλός χαρακτήρας, νοικοκύρης, ανοιχτοχέρης και πολύ καλή οικονομική κατάσταση…  ο Κυριάκος,, θα σκέφτηκε ενδόμυχα…  ο Παναγιώτης. «Τι πάω να κάνω ο ηλίθιος!..  εδώ το σπίτι μου «καίγεται» και γω πάω να σβήσω αλλουνού!.. Δεν «πασσάρω» την Ελίνα στον Κυριάκο, να χω το κεφάλι μου ήσυχο και άστη τη φιλενάδα της να καίγεται… Ας πρόσεχε!.. Πολύ έξυπνος ο πελλοπονήσιος… «Με΄ να σμπάρο δυο τρυγόνια». Τακτοποίησε την οικογένειά του… και ανενόχλητος… με ήσυχη την συνείδησή του… και ελεύθερος πια… παντρεύτηκε την νεαρή γραμματέα του και έκανε μια καινούρια οικογένεια. Ζωή να έχουν και να χαίρονται τα παιδιά τους!..

 Έτσι ο Κυριάκος,  βρέθηκε παντρεμένος,   στο άψε-σβήσε, με συνοπτικές διαδικασίες…  με σύζυγο και δυο ανήλικα παιδιά  τότε  και  έκτοτε διάγει αδιατάραχτο… οικογενειακό βίο…  Έγινε και ευτυχισμένος παππούς!.. από τον δεύτερο γιό της γυναίκας του, που παντρεύτηκε, σχετικά νωρίς.  Μάλιστα πριν αποστρατευτούμε, σε μια εκδήλωση, στο Νοσοκομείο, κρατούσε αγκαλιά τον εγγονό του, που έκλαιγε και προσπαθούσε να τον καθησυχάσει… Αυτός, που όταν   ήταν με παιδιά φίλων η συγγενών, έλεγε  «Πού είσαι Ηρώδη»!..   Γι’ αυτό ο σοφός λαός μας, συνέθεσε την παροιμία «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην λες»  Γιατί συνήθως… η μοίρα τις  περισσότερες φορές, φέρνει  «τούμπα»  τα πράγματα και εκτίθεσαι στα μάτια του κόσμου. 

Αλλά και γω πολύ «χάπατο»…  Φέρθηκα πολύ  ηλίθια!.. Αφέθηκα στις καλές προθέσεις των φίλων μου, που «έπαιξαν» χοντρό «παιγνίδι»  εις βάρος μου. Άμα έχεις τέτοιους φίλους… τι τους θέλεις τους εχθρούς; Έπρεπε  μόλις βγήκαμε απ’ την αίθουσα, να πήγαινα, κοντά στον Κυριάκο και να του πρότεινα αν ήθελε να πάμε  κάπου, στο σπίτι μου η σε καφέ, να μιλήσουμε και να αποφασίσουμε για το μέλλον της σχέσης μας.  «Στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα». Τι θέλω τώρα και ανασκαλεύω παλιές πληγές!.. Πράγματα γινωμένα, δεν ξεγίνονται!..  Αυτή η συνάντηση, έγινε για να πληροφορηθώ τα τεκταινόμενα… Ότι ο Κυριάκος  είναι  πλέον με την Ελίνα  και να  κανονίσω και γω από δω και πέρα την ζωή μου.  Αυτοί δεν ήταν φίλοι, ούτε γνωστοί, ήταν φίδια κολοβά!.. Άνθρωποι που δεν σέβονται  φιλίες, παρά μόνο το προσωπικό τους όφελος, πρέπει  να  τους  διαγράφεις δια παντός από την ζωή σου… Έλα όμως που ήμασταν στον ίδιο εργασιακό χώρο  και βλεπόμασταν καθημερινά, επί πολλά χρόνια μέχρι την συνταξιοδότησή μας!..

 Και μετά απ’ όλα αυτά τα γεγονότα, θυμάμαι,  πως η Ελίνα, στο παρελθόν, βλέποντας την σχέση  μας με τον Κυριάκο,  «ζήλευε» για την πολύ μεγάλη αγάπη του, προς το πρόσωπό μου και συχνά το εξέφραζε και φωναχτά… «Μα τόσο πολύ σ’ αγαπάει ο Κυριάκος!..»

 Εγώ δεν έδινα σημασία στα λεγόμενά της, θεωρούσα δεδομένη την αγάπη του και γι’ αυτό την πάτησα!.. Εξ άλλου εγώ απομακρύνθηκα σιγά-σιγά  απ’ τον Κυριάκο, εξ’ αιτίας της αρνητικής του θέσης όσον αφορά το γάμο και την τεκνοποιία και άφησα το πεδίο ελεύθερο… Φταίω λοιπόν πολύ για όλα  αυτά που συνέβησαν και ας μην παραπονιέμαι… «Άφησα την πόρτα ανοιχτή» και μπήκαν οι «κλέφτες»… να μην γυρεύω τώρα και τα ρέστα!.. ‘Έτσι είναι η ζωή!..  Αν δεν προσέχεις, το έχασες το παιγνίδι!.. 

 Εξ άλλου, μια σχέση αν δεν προχωράει σε ολοκλήρωση και δημιουργία οικογένειας, αν δώσει ο Θεός… σταδιακά τελματώνεται και πεθαίνει!..  Τα  «θέλω» μας με τον Κυριάκο, δεν συνέπιπταν και μοιραία έφτασε ο χωρισμός…  Τι « παιγνίδια» μας παίζει η Ζωή, το Πεπρωμένο…

Και  ύστερα,  το έριξα στη δουλειά… πολύ δουλειά… για να ξεχάσω. Δούλευα απ’ το πρωί ως το βράδυ. το πρωί στο Νοσοκομείο και τα απογεύματα ως αργά το βράδυ σε θεραπείες κατ’ οίκον.  Και αποφασίσαμε με την αδερφή μου την Ευδοκία να αγοράσουμε ένα διαμέρισμα.  Πήραμε δάνειο  και οι δυο από το  ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και αγοράσαμε  ένα διαμέρισμα 100 τ μ. στα Βριλήσσια  στην οδό Δουκίσης Πλακεντίας 47, στον τρίτο όροφο, ευάερο, ευήλιο,  όπου και στεγαστήκαμε. 

Η ερωτική μου  ζωή τα επόμενα χρόνια,  δεν ευτύχησε… Γνώρισα ένστολο της Αεροπορίας, πολύ γοητευτικό..,  που τον θεράπευα στο Νοσοκομείο και «νταλαβεριστήκαμε»  για λίγο καιρό. Αλλά  στην πορεία απεδείχθη  μεγάλο «καθίκι».  Ενώ είχαμε σχέση… τα «έρριχνε» και στην αδελφή μου, ο αθεόφοβος!… Και επειδή η αδελφή μου  ήταν  συνέχεια στο σπίτι, εγώ γυρνούσα αργά το βράδυ απ’ τις θεραπείες, έπαιρνε τηλέφωνο και μιλούσε με την αδερφή μου και κάποια μέρα της έκανε πρόταση να  πάει σπίτι του. Η αδερφή μου κατάλαβε τις προθέσεις του και τον  «ξαπόστειλε» και ενημέρωσε και μένα και έτσι τελείωσε  αυτή η υπόθεση. Άμα δεν έχεις τύχη!… «Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει» λέει μια παροιμία…  Και γω δεν είχα τύχη, όσον αφορά τις σχέσεις με το έτερο φύλλο,  στην ζωή μου. 

Και περνούσε ο καιρός και τα χρόνια και σαραντάρισα… Και ήμουν μόνη κι έρημη σαν καλαμιά στον κάμπο.  Η μόνη μου χαρά και ευχαρίστηση ήταν οι ορειβατικές μας εξορμήσεις με τον Φυσιολατρικό Όμιλο Πειραιώς. Όλη τη βδομάδα δουλειά ως αργά το βράδυ και τα Σαβατοκύριακα στα βουνά της χώρας, με τον θρυλικό σύλλογο ΦΟΠ, όπου γνωρίσαμε εξαιρετικούς ανθρώπους, όπως τον Γιώργο  τον Μύλλερ,  την Αθηνά, τον Παντελή  με την Μαρία, τον Γιατρό,  τον Αντώνη  Κουκουλά, τον Γιώργο Μενεγιά, την Έλλη, την Ιωάννα, την Φιλιώ, τον Γεράσιμο και την αδερφή του την σοπράνο, που έβγαζε κάτι κορώνες!.. τύφλα να’ χει η Μαρία Κάλλας μπροστά της. 

 Αλωνίσαμε τα βουνά της χώρας μας  και όπου διανυκτερεύαμε, μετά το φαγητό,  συνήθως στήναμε και ένα γλεντάκι… όπου πρωτοστατούσαμε οι χορευταράδες του συλλόγου,  Μενεγιάς,  Έλλη,  Μύλλερ, η αδελφή μου και γω.  Με τον Μενεγιά ήμασταν εξαιρετικό ντουέτο!.. Ο Γιώργος πέρα από καλός ορειβάτης, είναι και εξαιρετικός  τραγουδιστής, χορευτής, και μουσικός, παίζει φυσαρμόνικα και φλογέρα.  Είναι γλυκύτατος στην όψη, έχει μορφή αγίου… όμορφα,  μαύρα  μάτια  και σγουρά μαλλιά. Ταιριάζαμε πάρα πολύ με τον Γιώργο, και σαν χαρακτήρες  και στα γούστα  μας,  αλλά  ο Γιώργος ήταν παντρεμένος και είχε δυο παιδιά.  Και δεν θα γινόμουν ποτέ η αιτία να διαλύσω μια οικογένεια. 

Με τον Μενεγιά και τον «γιατρό» του ΦΟΠ κάναμε  μια  εδβομαδιαία εξόρμηση  στη Σαμοθράκη για αναβάσεις και φαράγγια και περάσαμε πολύ ωραία. 

Η Σαμοθράκη είναι ένα βουνό που «ξεφυτρώνει»  στο βόρειο Αιγαίο πέλαγος, με πλούσια βλάστηση, πολλά και πανέμορφα φαράγγια, περί τα δεκαπέντε, που έχουν νερό όλο το χρόνο, που τροφοδοτούνται από αμέτρητες πηγές, σπαρμένες ολούθε,  με εντυπωσιακούς καταρράκτες και πανέμορφες βάθρες, που καθιστούν το νησί  «παράδεισο» των απανταχού φαραγγάδων και ορειβατών… Στα βόρεια η ακτογραμμή είναι ήπια, ενώ στα νότια το σκηνικό αλλάζει κατά πολύ,  το βουνό  «κόβεται» απότομα στη θάλασσα, παρουσιάζει χαμηλή βλάστηση,  απόκρημνο ανάγλυφο και βάθος πάνω από χίλια μέτρα στη θάλασσα  Ψηλότερη κορφή το «Φεγγάρι» η Σάος( 1614μ.) με θέα μοναδική… Το βουνό διατρέχει το μονοπάτι Ε6. Ανεβήκαμε από τα Θέρμα, πρωτεύουσα του νησιού, στο Φεγγάρι, σε τέσσερεις ώρες. Περπατήσαμε στο φαράγγι  του Φονιά, με τον εντυπωσιακό καταρράκτη στη θέση «Κλείδωση», ύψους 35μ. Άλλες διάσημες παραλίες στο νησί είναι  η Παχειά ‘Αμμος,  Βάτος, Παλιάπολη, Κήπος. Κάναμε  το γύρο του νησιού με καραβάκι και θαυμάσαμε, τον εντυπωσιακό καταρράκτη, στα νότια,  που ξεχύνεται από ύψος 180μ. κάθετα… στη θάλασσα, με την ονομασία «Κρεμασμένο  νερό»… όνομα και πράγμα απόλυτα συνταιριασμένα. 

Και με τον Αντώνη τον Κουκουλά, αγαπιόμασταν  και εκτιμούσε ο ένας τον άλλο πάρα πολύ. Ήταν εξαιρετικός άνθρωπος, νοικοκύρης, μερακλής, ότι έκανε το έκανε καλά  Όποτε βρισκόμασταν σε εξορμήσεις του ΦΟΠ, επέλεγε να καθόμαστε δίπλα-δίπλα, προκαλώντας την    ζήλεια του Μύλλερ, που τον «πείραζε»  λέγοντας « Άντε πάλι ο Αντωνάκης, εκεί κολλητός με τη Λεμονιά!..  «Ναι ρε, την αγαπάω και μ’ αρέσει να κάθομαι δίπλα της, εσένα τι σε «κόφτει»…

Με τον Αντωνάκη, που ήταν δεινός σκιέρ και δάσκαλος του σκι μάθαμε σκι στον Παρνασσό με την αδελφή μου. Ήταν μερακλής άνθρωπος, ανοιχτοχέρης, όμορφος άντρας, νοικοκύρης, πολυτεχνίτης…  τελειομανής, με πολύ χιουμορ  και καλοφαγάς. Αγαπούσε το «ωραίο… φύλλο και εδώ που τα λέμε είχε μεγάλη «πέραση»… σαν άντρας  και ως εκ τούτου, περιστοιχίζονταν συχνά από τσούρμο γυναικών… Και ο Μύλλερ   ζηλόφθονα…  έλεγε «ο Κουκουλάς με το χαρέμι του»… Και όταν μας έδειχνε πως να στρίβουμε στο σκι,  έλεγε με στόμφο «και τώρα θα μάθουμε το πήδημα»… και ξεκαρδιζόμασταν απ’ τα γέλια. Ήταν άνθρωπος των σπόρ γενικώς και είχε κορμί καλοφτιαγμένο και γυμνασμένο… Και υπερηφανεύονταν… ιδιαίτερα για τους «μαντολινάτους» γλουτούς του… «κοίτα κοίτα Μύλερ, έχεις ξαναδεί ποπό μαντολινάτο…»

 Κρίμα που «έφυγε» απ’ τον μάταιο τούτο κόσμο, στα 77 του χρόνια, από πνιγμό. Ο Αντώνης ήταν δεινός κολυμβητής και είχε το συνήθειο να κολυμπάει πολλές ώρες και συχνά την νύχτα…  Σε μια απ΄ αυτές τις νυχτερινές εξορμήσεις του, έπαθε ανακοπή καρδιάς και μας άφησε χρόνους ο αγαπημένος μας Αντωνάκης. Αιωνία του η μνήμη!..

Με τον ίδιο τρόπο, μας «άφησε χρόνους» και έτερος φίλος, συνορειβάτης  και μερακλής, ο Νικολάκης Σφακιωτάκης. Και έλαχε σε μένα να τους «ξεπροβοδήσω» στο  ταξίδι για τον απάνω κόσμο… Και οι δυο τους, είχαν μια  «ιδιαίτερη» θέση στην καρδιά μου… και γω στην δική τους!..  Φαίνεται πως οι μερακλήδες το  χουνε να φεύγουν νωρίς απ’ αυτόν τον μάταιο κόσμο!.. Τους έπνιξε η θάλασσα, που τόσο αγαπούσαν…

Με τον Κουκουλά, έχουμε κάνει εβδομαδιαίες εξορμήσεις για σκι σε Insbruk Aυστρίας,  Zermat, Saint-Moritz, Kutzbuhel  Ελβετίας και Bansko Βουλγαρίας. Θυμάμαι στο Μπάνσκο, τελευταία φορά που πήγαμε, μέναμε στο ίδιο δωμάτιο και κάθε πρωί,  κατά τις 6 η ώρα, μας ξυπνούσε ένα πουλί  με το κελάηδισμά του, καθισμένο σε κλαδί δέντρου, έξω απ’ το παράθυρό μας και ο Αντωνάκης, έβριζε «βρε το γ…. μας ξύπνησε πάλι»

‘Ηταν αθυρόστομος ο μακαρίτης!.. 

ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΠΕΤΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1996

Είχαν περάσει πολλά χρόνια, μια δεκαετία περίπου, που χωρίσαμε με τον Κυριάκο, όταν μπήκε στη ζωή μου ο Πέτρος. Γνωριστήκαμε τυχαία…  στο σπίτι μιας πελάτισσας μου, της Λίτσας, που εργάζονταν στην Αεροπορία, πολιτικό προσωπικό και της έκανα θεραπείες κατ’ οίκον, στο  Νέο-Ηράκλειο Αττικής. Ήταν γείτονες… έμεναν  στην ίδια πολυκατοικία και ως φαίνεται είχαν  σχέσεις φιλικές…  πιθανόν και ερωτικές… 

Εκείνος είχε χωρίσει πολλά χρόνια, απ’  την πρώτη γυναίκα του, με την οποία είχε αποκτήσει ένα γιο, που ήταν τότε στην ηλικία των δεκαοχτώ χρονών και είχε έφεση στον αθλητισμό, συγκεκριμένα στο άλμα ες μήκος.  Τελειώσαμε την θεραπεία και η κυρία Λίτσα, προσφέρθηκε να μας κεράσει ένα ποτό, μιας και  της προέκυψε και επισκέπτης  και να πούμε δυο κουβέντες…

 Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου, που είχα δει άνδρα, για πρώτη φορά και αυτόματα  είπα μέσα μου «αυτόν τον άνθρωπο θα τον παντρευόμουνα, αν ήταν ελεύθερος». Είναι κάποια πράγματα, που δεν μπορείς να τα εξηγήσεις… πως συμβαίνουν; και γιατί; Τί είναι αυτό που σε «ελκύει»… σ’ έναν άγνωστο άνθρωπο, που δεν γνωρίζεις τίποτα γι’ αυτόν. Ήταν καλοντυμένος… χαμογελαστός και έχω την εντύπωση πως κάτι παρόμοιο αισθάνθηκε και εκείνος. Ήταν ένας «κεραυνοβόλος» έρωτας!.. Φύγαμε μαζί απ’ το σπίτι της και εκείνος μόλις βγήκαμε, μου πρότεινε να πάμε κάπου  εκεί κοντά να πιούμε ένα καφέ και να τα πούμε… Εγώ αρνήθηκα ευγενικά… Ήμουν πολύ κουρασμένη… όλη μέρα στο «πόδι»… πρωί στο νοσοκομείο και εν συνεχεία θεραπείες κατ’ οίκον και μου έδωσε το τηλέφωνό του, να τον πάρω την επόμενη μέρα. 

 Τα είπαμε τηλεφωνικώς το πρωί και κλείσαμε ραντεβού, να πάμε για καφέ στο Ηράκλειο, μετά την θεραπεία της Μαρίας. Και έτσι ξεκίνησε μια σχέση, που έμελε  να καταλήξει σε γάμο μετά από μερικούς μήνες.

Παντρευτήκαμε  τα Χριστούγεννα, του ίδιου έτους της γνωριμίας μας, στον Άγιο Νικόλαο Χαλανδρίου. Κουμπάροι μας ο Αλέξης και η Μάρω, φίλοι  «κολλητοί» από κάποια ομάδα που ασχολούνταν με φιλοσοφικά θέματα. Το γλέντι του γάμου έγινε στο κέντρο  «Θάλασσα» στο Χαλάνδρι, όπου ξεφαντώσαμε… Και τα δυο τα σόγια  έτυχε… να είναι χορευταράδικα!.. Το νυφικό  μου ήταν καταπληκτικό!.. Το έραψα στην Ματίνα μια συμπατριώτισσα του Πέτρου, απ’ το ίδιο χωριό του Έβρου, το Λυκόφως Σουφλίου. Το ζευγάρι αυτό, ήταν και οι δυο ραφτάδες και εξαιρετικοί στη δουλειά τους, αλλά και σαν  χαρακτήρες.. Η κυρία έραβε νυφικά και ο άντρας της γαμπριάτικα κουστούμια και είχαν το ραφτάδικο στο σπίτι τους,  στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στο πεδίο του Άρεως.  Μαζί με το νυφικό έραψα και μια εκπληκτική τουαλέτα μεταξωτή, σε απαλό  ροζ χρώμα και δαντελωτό μπούστο, σαν δεύτερο επίσημο  φόρεμα.

Ο γάμος μας κράτησε περί τα οχτώ χρονάκια, από τα οποία τα περισσότερα, θα έλεγα ότι τα ζήσαμε αρμονικά…  χωρίς σοβαρά προβλήματα. Ο άνδρας μου ήταν πολύ νοικοκύρης… καλοφαγάς ο ίδιος και εξαιρετικός μάγειρας.  Είχε φύγει νωρίς απ΄ το χωριό του και ήλθε στην Αθήνα, όπου έπιασε δουλειά σε τράπεζα, την εμπορική.

 Εδώ γνώρισε και την πρώτη του γυναίκα την Ευτυχία και έκαναν ένα γιο, τον Γιωργάκη, στο όνομα του πατέρα του. Εκείνη εργάζονταν στην πολεμική Αεροπορία, ως δημόσιος υπάλληλος, όπως και γω. Και όταν ο Γιωργάκης,  ήταν στο δημοτικό σχολείο, στην τρίτη τάξη, άρχισαν τα προβλήματα στις σχέσεις του ζευγαριού.  Εκείνος τη ζήλευε φοβερά… Είχε υπόνοιες ότι είχε  ερωτικές σχέσεις, με συναδέλφους της στην Αεροπορία. Ένοιωθε ίσως και μειονεκτικά… απέναντί της. Εκείνη είχε τελειώσει το εξατάξιο τότε γυμνάσιο, ενώ εκείνος όχι. Χώρισαν μετά από μια περίοδο, αρκετών μηνών,  όπως πληροφορήθηκα… που συνοδεύτηκαν με ομηρικούς… καυγάδες, αψιμαχίες  και ενίοτε   ξυλοδαρμούς…

 Εκείνος έκανε τα αδύνατα δυνατά… και κατάφερε να αναλάβει ο ίδιος,  την ανατροφή του γιού του, παρ’ όλο που η νομοθεσία δίνει τα  ανήλικα παιδιά, στη μητέρα. Και το έκανε  αυτό, όπως έλεγε, για να την εκδικηθεί!.. Και σιγά μην ίδρωσε τ’ αυτί της!..  Μια χαρά την απάλλαξε από τις έννοιες της ανατροφής του παιδιού τους,  για να χαίρεται… την ζωούλα της αμέριμνη… με όποιον γούσταρε… Ενώ εκείνος, ήταν επιφορτισμένος με τα πάντα… με την διατροφή του που έπρεπε να είναι πλουσιοπάροχη για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του πρωταθλητισμού, με τα αναρίθμητα συμπληρώματα διατροφής που έπαιρνε συνεχώς, για να πετύχει το ποθούμενο… που δεν ήλθε ποτέ… Και αυτό κράτησε σχεδόν όλα τα χρόνια που ήμασταν μαζί… Ήθελε να δει τον γιό του πρωταθλητή… και μακάρι να το πετύχαινε… Αλλά ο γιός του δεν είχε το δικό του «πείσμα» η το «τσαγανό» θα έλεγα, για  να γίνει πρωταθλητής. Την είχε καταβρεί… να καλοπερνάει… να τρώει να πίνει και να ακούει μουσική… 

 Και αφού είδε και απόειδε… ότι δεν πρόκειται να προκόψει στον αθλητισμό, τον έστειλε  στην ΣΒΙΕ μια ιδιωτική σχολή για να γίνει βοηθός φυσικοθεραπευτή, μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να περάσει στη σχολή φυσικοθεραπείας στα ΤΕΙ. Πλήρωσε και εκεί ένα σωρό λεφτά και πήρε το χαρτί. Και στάθηκε πολύ τυχερός, που εκείνον τον καιρό, έπαιρναν τα στρατιωτικά νοσοκομεία, Στρατού, Αεροπορίας και Ναυτικού, βοηθούς φυσικοθεραπείας και «βολεύτηκε» ο νέος μια χαρά… Έγινε μόνιμος στο στρατό, σαν βοηθός φυσικοθεραπευτής, και μετακόμισαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, στο Σουφλί του Έβρου, όπου υπηρετεί σε κοντινή στρατιωτική μονάδα. ‘Εμαθα ότι παντρεύτηκε κιόλας και απέκτησε και γιό… Να ζήσουν και να είναι πάντα καλά!..  Πάντως από τον γάμο μου με τον Πέτρο, εκείνος «βγήκε» κερδισμένος… Βλέποντας πόσο κερδοφόρα ήταν η δουλειά μου, ως φυσικοθεραπεύτριας, έπεισε… τον γιό του να γίνει βοηθός… Ήξερε ότι ήταν τεμπέλης… δεν  ήταν μελετηρός… και ήταν αδύνατον να περάσει στα ΤΕΙ.  

Ο γάμος μου με τον Πέτρο δεν ευτύχησε… να αποκτήσει απόγονο, προς μεγάλη μου προσωπική στενοχώρια…  Εκείνος είχε γιο και δεν τον ένοιαζε… καθόλου θα έλεγα για ένα δεύτερο παιδί. Εγώ όμως ήθελα πολύ να κάνω παιδί και το προσπάθησα αρκετά… Και επειδή δεν προέκυψε φυσιολογικά, αποφάσισα και με την δική του συναίνεση φυσικά να προχωρήσω σε εξωσωματική γονιμοποίηση, που μετρούσε… τότε μια δεκαετία ζωής…  Έκανα τέσσερεις προσπάθειες αλλά εις μάτην… Δεν πέτυχε καμιά… και ξοδέψαμε και ένα σωρό λεφτά!.. Και  «τουμπάνιαζα»  κάθε φορά, από τις ορμόνες που έπαιρνα και έγινα σαν «βαρελάκι» Ευτυχώς σταμάτησα στην τέταρτη και μετά σιγά-σιγά επανήλθα. Το πήρα απόφαση ότι ο Θεός δεν μου έδωσε παιδί και συνέχισα την ζωή μας ως είχε…

Είχαν περάσει από τον γάμο μας περί τα εφτά χρόνια, όταν άρχισαν τα προβλήματα… Μια μέρα, σε μια κουβέντα μας για το σπίτι, ακούω τον άνδρα μου να λέει «Και δεν μου λες, μετά θάνατο… που θα πάει αυτό το σπίτι… Έμεινα άναυδη… Δεν το σκέφτηκα ακόμα αυτό το θέμα… του απάντησα. Κατ’ αρχάς πρέπει να ξέρεις πως αυτό το σπίτι είναι υποθηκευμένο στην τράπεζα, για τριάντα χρόνια, λόγω δανείου, για την αγορά του, στην οποία δεν συμμετείχες, με κανένα τρόπο… διότι δεν είχαμε γνωριστεί ακόμα.  Γι’ αυτό το λόγο,   αυτό το θέμα αφορά προσωπικά εμένα και δεν περίμενα ποτέ να μου κάνεις αυτήν την ερώτηση.  «Τι  δηλαδή δεν θα πάει στο παιδί μου;»  Προσωπικά έμεινα άναυδη!.. Δεν αποφάσισα ακόμα που θα πάει και αυτή η θέση σου  και η ερώτηση με εκπλήσσει δυσάρεστα!..  Ακόμα δεν το χαρήκαμε εμείς το σπίτι και θα αποφασίσω που θα πάει μετά θάνατον!..  Άρχισαν να στροβιλίζουν στο μυαλό μου δυσάρεστες σκέψεις εξ’ αιτίας αυτής της ερώτησής του, η οποία προφανώς τον είχε απασχολήσει από καιρό και θα είχε συμβουλευτεί και ειδικούς… Και θα είχε μάθει πως  η περιουσία του θανόντος που δεν έχει απογόνους, πάει στους εξ’ αίματος συγγενείς του, εφ’ όσον δεν υπάρχει διαθήκη του, που να ορίζει που θα πάει.

Και από τότε άρχισε μια «γκρίνια» που οδήγησε στο χωρισμό με πολύ άγριο… τρόπο. Η ζωή μας έγινε αφόρητη!.. Εκείνος άρχισε να πίνει, μπεκρούλιαζε και έρχονταν στουπί… στο σπίτι. Φοβόμουν  για την ζωή μου!.. οπότε συμβουλεύτηκα τον άνδρα μιας πελάτισσάς μου, που ήταν δικηγόρος να με βοηθήσει στην δύσκολη περίσταση που περνούσα. 

Και πράγματι μου έδωσε τις καταλληλότερες συμβουλές, για την πιο γρήγορη «έξωσή του» από το σπίτι μου, χωρίς επεισόδια… καυγάδες, βρισιές, πιθανόν και χειροδικίες εις βάρος μου,  λόγω του ευέξαπτου χαρακτήρα του… 

Με συμβούλεψε να αποφεύγω όσο γίνεται… να  βλεπόμαστε  και να του δίνω αφορμές για καυγάδες, που δεν οδηγούν πουθενά… παρά μόνο να «διασκεδάζουν» οι περίοικοι και να «χαλάμε» τις καρδιές μας. Και να  περιμένω υπομονετικά… να προκαλέσει εκείνος ένα καυγά,  μια βιαιοπραγία εις βάρος μου, να βγει απ’ το σπίτι για να «ξεσκάσει»… και πάρε με τηλέφωνο για τα περαιτέρω… Και πράγματι τα πράγματα εξελίχτηκαν ακριβώς… όπως μου τα είπε. Και δεν άργησε… και πολύ να έρθει εκείνη η  ευλογημένη ώρα…

 Ο Πέτρος είχε την συνήθεια, ερχόμενος σπίτι, κατά τις τέσσερις η ώρα, να πέφτει για ύπνο, για ξεκούραση. Ο γιός του, είχε την φαεινή ιδέα… να πάρει το αυτοκίνητό του, να πάει βόλτα με την κοπελιά του και θα γυρνούσε αργά στο σπίτι. Εκείνος ξύπνησε κατά τις εφτά η ώρα και ετοιμάστηκε να πάει μια βόλτα να «ξεσκάσει», στην παλιά του γειτονιά, στο Νέο Ηράκλειο, να βρει κανένα παλιό του φίλο να πει τον πόνο του… Και αφού δεν βρήκε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, ήρθε σε μένα που διάβαζα στο γραφείο μου και ζήτησε τα κλειδιά του δικού μου,  τα οποία βέβαια αρνήθηκα να του τα δώσω… Εκείνος νευρίασε  και όρμησε στην κρεμάστρα που είχα κρεμάσει την τσάντα μου, να τα πάρει δια της βίας… Έτρεξα και γω να τον εμποδίσω… έγινε εκεί μια μικρή συμπλοκή… τράβα ο ένας τράβα ο άλλος… με αποτέλεσμα να τα πάρει δια της βίας, και  πήγε  στο «καλό»…  Πως να τα βγάλω πέρα… με έναν χεροδύναμο και  νευριασμένο άντρα, μια μικροκαμωμένη και αδύνατη γυναίκα…

Μετά απ’ αυτό, παίρνω τηλέφωνο στον δικηγόρο μου, ο οποίος έκανε μήνυση στον άντρα μου,   στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, γράφοντας τα καθέκαστα και μου συνέστησε ρητά να μην του ανοίξω να μπει στο σπίτι, όταν με το «καλό» κάποια στιγμή θα γυρνούσε, όπως και έγινε. Κατά τις δυο η ώρα  γύρισε και προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος μου, αλλά εις μάτην… Είχα βάλει και τον σύρτη και ήταν αδύνατον να μπει. Πήγα και γω στην πόρτα και του είπα ότι δεν θα ξαναμπεί σ’ αυτό το σπίτι ξανά ποτέ… και ότι έχω κάνει αίτηση διαζυγίου… Εκείνος ευτυχώς  δεν πίστεψε τα λεγόμενά μου και δεν  εξερράγει… από αυτά που άκουσε, όλως περιέργως… και παρακαλούσε  σε ήπιο τόνο να του ανοίξω… Και αφού δεν του άνοιξα άρχισε τις απειλές… ότι θα πάει στην αστυνομία να με καταγγείλει… που δεν του επιτρέπω να μπει στο σπίτι του και θα είναι εις βάρος μου… Και γω του απάντησα με στόμφο και ευχαρίστηση μαζί «Να πάς»… δεν δίνω «δεκάρα» Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι εγώ είχα προηγηθεί!..   και την «πάτησε» ο καλός μου,  έπεσε στη φάκα…  και έμεινε όλο το βράδυ στο κρατητήριο και δεν ξέρω αν είχε και τσιγάρα να καπνίσει…

 Το «χουνέρι» που έπαθε δεν θα το ξεχάσει ποτέ στη ζωή του… Μετά τον πατέρα ήλθε στο σπίτι και ο γιός του  και έπαθε τα ίδια… προσπαθούσε να ανοίξει, παρακαλούσε… ζητούσε τον πατέρα του… που είναι ο πατέρας μου;… Του είπα να πάει στην αστυνομία  εκεί θα  τον βρει, στο κρατητήριο… Και πήγε και του έκανε παρέα… ως το πρωί, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσουν… το τι έπαθαν…  Όταν βγήκαν απ’ το «φρέσκο», βρήκαν  ένα δυαράκι  στην παλιά τους γειτονιά, το Νέο Ηράκλειο  και  πήγαν στην ευχή  του Χριστού και της Παναγίας… μετακομίζοντας στο νέο τους σπίτι  και γω βρήκα την ησυχία μου  και τον εαυτό μου… «Μόνος όσο θέλεις χόρευε και όσο θέλεις πήδα» λέει μια παροιμία… και για πολλά χρόνια έμεινα μόνη μου…

 Έχουν περάσει από τότε, πολλά χρόνια, καμιά δεκαπενταριά… έχω μεγαλώσει πια, μπήκα στην λεγόμενη Τρίτη ηλικία και νιώθω πως «βαρέθηκα» πια την μοναξιά… και θα ήθελα να έχω ένα σύντροφο, τον χρειάζομαι… Είδες πως αλλάζουν οι καιροί και οι άνθρωποι!..  «Δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος του» το λέει και η Αγία Γραφή που δεν λαθεύει… ως ιερό Βιβλίο. Αλλά τώρα είμαι αρκετά μεγάλη για παντρολογήματα…  Και τώρα θυμούμαι, πως όταν εργαζόμουν, ως σπουδάστρια ακόμα στην Σχολή Φυσικοθεραπείας, σε φυσικοθεραπευτήριο, θεράπευα ηλικιωμένες κυρίες και πάνω στις κουβέντες μας κάποιες απ’ αυτές μου είχαν εξομολογηθεί… πως η μοναξιά είναι  μια «πονεμένη» και δυσβάσταχτη… κατάσταση, που αν κρατήσει για πολύ καιρό, κάνει τον άνθρωπο δυστυχισμένο…  Είναι πολύ «βαρύ» χωρίς έναν άνθρωπο να πεις δυο κουβέντες, να «νοιάζεται» ο ένας για τον άλλο και στις καλές και στις κακιές στιγμές, της ζωής μας. Γιατί τι είναι η Ζωή του κάθε ανθρώπου;… μια ημιτονοειδής πορεία, ομαλή κατά διαστήματα… αλλά και με έντονες και σποραδικά  ακραίες… κορυφώσεις» προς τα πάνω και προς τα κάτω, που ο άνθρωπος τρελαίνεται… Και  δεν μπορεί να βγει απ΄ αυτήν τη «δύνη» χωρίς την συμπαράσταση… με λόγια και με έργα ενός «δικού» του ανθρώπου, συνήθως… του συντρόφου του, του φίλου του η των συγγενών του. Και πολλές φορές στις κουβέντες μας, μου εξομολογούνταν… πως «ψάχνονταν» για σύντροφο… Και γω απορούσα… και γελούσα… μέσα μου και έλεγα «κοίτα οι γραίες… θέλουν άντρα σ’ αυτήν την ηλικία… Το θεωρούσα  παράλογο… αθέμιτο… κωμικό!..  Και τώρα που «μπήκα»  και εγώ  στην Τρίτη ηλικία και δεν έχω σύντροφο, τις δικαιολογώ  απολύτως… τις δυστυχισμένες… Μα και ο Κύριος το είπε «Ου καλόν είναι τον άνθρωπο μόνο!..

 Όταν είδε τον Αδάμ, να περιφέρεται στον Παράδεισο… άσκοπα.., σαν την άδικη κατάρα,  να δουλεύει απ’ το πρωί ως το βράδυ… να μαγειρεύει, να τρώει και να κοιμάται ολομόναχος…  δεν του άρεσε καθόλου!.. Και  τότε του ήρθε η φαεινή ιδέα, να του χαρίσει ένα σπουδαίο «δώρο»… Να δημιουργήσει ένα ακόμη ανθρώπινο όν,  λίγο διαφορετικό απ’ τον Αδάμ και στο σώμα και στην ψυχή, που θα ζούσαν μαζί και θα  «συμπλήρωνε» ο ένας τον άλλο  ανατομικά… θα είχαν παρεούλα… θα εργάζονταν μαζί στη Γη και θα «διαιώνιζαν» το ανθρώπινο είδος, μέχρις της συντέλειας… του κόσμου τούτου.   Εν τω μεταξύ είχε προηγηθεί η δημιουργία  του Σύμπαντος Κόσμου, που γνωρίζουμε εμείς, το ανθρώπινο είδος, που είναι η «κορωνίδα» όλων των έμβιων όντων του Κόσμου τούτου. Και όλα σε τούτον το ντουνιά…  γεννιούνται, ζουν για ορισμένο…(προκαθορισμένο από τον Δημιουργό των πάντων) το καθένα χρονικό διάστημα, πολλαπλασιάζονται και πεθαίνουν… Και αφού «ξεκουραστούν» για όσο διάστημα ο Κύριος κρίνει… ξαναγεννιούνται… και άντε πάλι απ’ την αρχή…

Καλή ώρα… ότι κάνουμε και εμείς, μιμούμενοι τον Πλάστη μας, σε πολλά υλικά αντικείμενα, πλαστικά, γυάλινα, χάρτινα, αλουμινένια και άλλα πολλά… Έχω τη γνώμη πως το ίδιο συμβαίνει και με το ανθρώπινο είδος… ποιος ξέρει πόσες φορές έχουμε γεννηθεί και έχουμε πεθάνει!.. και αυτό θα συνεχιστεί ως την συντέλεια… του κόσμου τούτου. Ερχόμενοι εδώ στη γη, ξεχνούμε, αυτό που ήμασταν στον Απάνω Κόσμο και φεύγοντας απ’ αυτήν, «ξεχνούμε» τα πάντα που ζήσαμε σ’ αυτήν. Και θα συνεχιστεί αυτό έως ότου ο Κύριος, «βαρεθεί»… τα ίδια και τα ίδια είδη και αποφασίσει να δημιουργήσει, πάνω στο ίδιο στυλ… καινούρια πλάσματα τελειότερα… σε κατασκευή και λειτουργία, και  κυρίως… πιο νοήμονα, που δεν θα αλληλοσφάζονται… για τα λεγόμενα γεωπολιτικοστρατιωτικά συμφέροντα, των εκάστοτε δυνατών της γης, εις βάρος των αδυνάτων… όπως γίνεται από καταβολής κόσμου,  ως στις μέρες μας. Ας είναι δοξασμένο το Όνομά του. ΄

Η σκέψη μου αυτή με κάνει να μην φοβάμαι τον θάνατο, ούτε τη ζωή… μόνο που δεν μπορώ να συγκρίνω ποια είναι η καλύτερη… ετούτη εδώ κάτω η η επόμενη, που δεν ξέρω σε ποιόν πλανήτη θα λάβει χώρα. Αλλά δεν με νοιάζει… όλα τα δημιουργήματα του θεού είναι καλώς καμωμένα… Δεν έχω καμιά αμφιβολία γι αυτό. Δεν  φοβάμαι το θάνατο, δεν το λέω για να κάνω τον «καμπόσο».. Πιστεύω ότι φθείρεται μόνο το υλικό μας ένδυμα ενώ η πνευματική μας υπόσταση δεν παθαίνει τίποτα και εξακολουθεί να ζει και να δρα με άλλο ένδυμα και ίσως  κάθε φορά  πιο λαμπρό… στην όψη και πιο «ανεβασμένο» πνευματικά… 

Συχνά   τα  καλοκαίρια  κάναμε διήμερες  εκδρομές   στην  ευρύτερη   περιοχή  της Αργολίδας, συνδυάζοντας παραστάσεις αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και μπανάκια σε παραλίες  της περιοχής. 

Πολλές φορές πηγαίναμε παρέες με την αδελφή μου και με φίλους, την Αθηνά,  τον Παντελή και την Μαρία και με τα ανίψια μου, που έρχονταν απ’ την Λάρισα γι’ αυτόν τον σκοπό και περνούσαμε όμορφα. 

Είχαμε εντοπίσει στο Ξεροπήγαδο  Αργολίδος, μια υπέροχη αμμουδιά και μια σπηλιά, όπου κοιμόμασταν με σλιπιγκ- μπανγκ. Η εν λόγω παραλία δεν είναι  ορατή απ’ τον δημόσιο δρόμο, είναι σε απόκρημνη ακτή και κατεβαίνεις ως εκεί, από μονοπάτι στενό και κακοτράχαλο.

 Ποτέ δεν βρήκαμε κόσμο εκεί. Μόνο μια φορά, πολύ αργότερα απ’ την εποχή που αναφέρομαι παραπάνω, είχαμε πάει με τον άνδρα μου, ένα σαββατοκύριακο, στο Ξεροπήγαδο. Μείναμε στο χωριό σε δωμάτιο  και πήγαμε στην παραλία, όπου ο άνδρας μου ψάρευε χταπόδια και εγώ κολυμπούσα, αμέριμνη… στην θάλασσα. Και ξαφνικά, κάποια στιγμή ακούω αντρική φωνή, να ωρύεται… έβγαζε κάτι άναρθρες κραυγές  σαν να του είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό, και ζητούσε βοήθεια… Κοιτάζω στα βράχια και βλέπω έναν άνδρα γυμνό, να δείχνει τα γεννητικά του όργανα. Είχε πετύχει τον σκοπό του!.. ο ανώμαλος!…

 Αυτοί οι διεστραμμένοι τύποι, ευχαριστιούνται… όταν δείχνουν τα γεννητικά τους όργανα και όχι κάνοντας έρωτα, με την σύντροφό τους. Τι να κάνουμε… έχει απ’ όλα ο «μπαχτσές»…  Συνέχισα να κολυμπώ προς το μέρος που έβλεπα τον άνδρα μου να ψαρεύει αμέριμνος… και του είπα τα καθέκαστα, με τον ανώμαλο τύπο. 

   Κορσική με Βριλησσό

9-20-8-2007

Απ’ αρχής η Κορσική ως προορισμός διακοπών… δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε… Πέρα του ότι ήταν πατρίδα του Ναπολέοντα  Βοναπάρτη δεν γνώριζα τίποτα περισσότερο γι’ αυτήν. Ούτε από φίλους και γνωστούς, ορειβάτες και μη, είχα ακούσει ότι αυτό το νησί έχει κάτι το ιδιαίτερο… κάτι το εξαιρετικό… από πλευράς ορειβατικού ενδιαφέροντος ή φυσικού κάλλους.

 Έτσι λοιπόν ετοίμαζα τα μπαγκάζια μου γι’ αυτό το ταξίδι όχι με τόση λαχτάρα, όπως για άλλα ταξίδια…

 Τώρα όμως που το ταξίδι αυτό ανήκει στο παρελθόν και στην σφαίρα των αναμνήσεων όλων αυτών που έζησα… κάνοντας τον απολογισμό, βρίσκω ότι το ταξίδι αυτό άξιζε τον κόπο…. και τα λεφτά του. 

Και αυτό γιατί είναι ένα μεγάλο νησί, λίγο μικρότερο από την Κρήτη, απείρου φυσικού κάλλους και με υποδομές σε όλα τα επίπεδα για να μπορεί κανείς να το εξερευνήσει και να το χαρεί.

 Πρώτα απ’ όλα είναι ένα καταπράσινο νησί. Έχει απέραντα δάση πεύκου κυρίως και καστανιάς, και λιγότερο βελανιδιάς και οξιάς, διάσπαρτα σε όλο το νησί.

 Εδώ ευδοκιμεί ένα είδος πεύκου, με ολόισιο κορμό, που θυμίζει ομπρέλα και το λένε lariccio. Η δε καστανιά είναι θεσμός στην Κορσική… Και το κάστανο θα λέγαμε είναι το εθνικό προϊόν της, το οποίο αποτελεί την βάση για πολλά φαγητά, γλυκίσματα και ποτά, όπως η πολέντα και η τοπική μπύρα «pietra» κ.α. 

Μάλιστα μια ολόκληρη περιοχή, η Castagniccia πήρε το όνομά της από τα δάση της καστανιάς που την σκεπάζουν. 

Έχει θαλερά λιβάδια στα βουνά, όπου βόσκουν αιγοπρόβατα, αγελάδες και αμέτρητα ημιάγρια γουρούνια. Στα παράλια ευδοκιμούν τα εσπεριδοειδή  και οι ελιές, και στα ημιορεινά είδαμε πολλά αμπέλια, που δίνουν πολύ αρωματικά κρασιά.

 Όπου δεν υπάρχουν δάση, η γη είναι σκεπασμένη με θαμνώδη βλάστηση τα λεγόμενα «Μακίς», που όταν ανθίζουν μοσχομυρίζει όλη η πλάση. 

Στην καρδιά του νησιού υπάρχουν ψηλά, δασωμένα βουνά με μυτίκια, χρώματα και περιγράμματα που θυμίζουν Δολομίτες, όπως τα Monte Cinto (2.706 m), Monte Rotondo (2.622), Monte Niello (2.157), Paglia Orba (2.525), Monte Dubro, (2.389) Monte Renoso ( 2.352),  Monte Tortu ( 2.262) κ.α. 

Απ’ τα βουνά αυτά ξεκινούν ποτάμια που στο διάβα τους σχηματίζουν λιμνούλες όπου μπορεί κανείς να κολυμπήσει και θεαματικούς καταρράκτες όπως οι καταρράκτες Piscia di Gallo στο Monte Rosso (1.050m), οι Veile de Mariee, στο Bocognano, ο L’ Anglais στη Vizzanova κ.α. 

Πολλά απ’ αυτά διατρέχουν πανέμορφες κοιλάδες και λιγότερα εντυπωσιακά μεγάλα φαράγγια όπως της Restonica, του Tavigniano,  της Spelunca, του Prunelli κ.α.

 Επίσης σε πολλά από αυτά τα ποτάμια, βλέπει κανείς παλιές πέτρινες Γενοβέζικες γέφυρες, που θυμίζουν Ζαγόρια. 

Έχει πανέμορφες αλπικές λίμνες που τις επισκέπτονται χιλιάδες τουρίστες όπως η Capitelo, η Melo, η Goria, η Nino, η  Creno, η Oriente, κ.α. 

 Στο  Monte Renoso  υπάρχουν χιονοδρομικές εγκαταστάσεις για τους λάτρεις του ski και πανύψηλα κατακόρυφα βράχια, οι Aiguiles de Bavella για τους λάτρεις της αναρρίχησης. 

Έχει αμέτρητους κόλπους, όρμους και ορμίσκους και πολλά νησάκια που είναι η χαρά των σκαφάτων. Και ατέλειωτα δαντελένια ακρογιάλια, με όμορφες αμμουδερές παραλίες. 

Οι πιο φημισμένες και ταυτόχρονα πολύβουες είναι στα βόρεια η Salaccer, η  Algajo, η  Valanine στο Calvi, στα δυτικά η  Maree Sole, η Santana,  η Santa Giuseppe, η  Roccapena και στα ανατολικά  η  Santa  Giulia και η Palambaggia. 

 Έχει όμορφες πόλεις με Γενοβέζικα κάστρα, όπως η  Bastia, το  Ajachio, το  Cortι, το  Saluk, το Porto Vechio και το αλησμόνητο…  Bonifaccio. 

Κατά μήκος δε της ακτογραμμής, σε όλα τα ακρωτήρια υπάρχουν Γενοβέζικοι πύργοι, παρατηρητήρια φρυκτωρίες, για την προστασία από τους πειρατές. 

Έχει πανέμορφα χωριά με πέτρινα σπίτια, άλλα κεραμοσκεπή και άλλα με πλάκες . 

Πέρα όμως από τις τυπικές ομορφιές έχει και τις κατάλληλες υποδομές για να το προσεγγίσει κανείς και να κάνει αυτά που θέλει. Δηλαδή, μπορείς να φθάσεις εύκολα σ’ αυτό από Ιταλία και  Γαλλία με καράβι η αεροπλάνο. Το νησί διαθέτει 4 αεροδρόμια. 

Τα λιμάνια που έχουν πρόσβαση σε αυτό, είναι Λιβόρνο, Γένοβα,  Σαβόνα και η Λα Σπέρια της Ιταλίας και  Μασσαλία,  Τουλόν και  Νίκαια της Γαλλίας. Διαθέτει  μέτριο οδικό δίκτυο  και ένα πολύ καλύτερο σιδηροδρομικό. 

Έχει αθλητικά πάρκα για πολλές δραστηριότητες, σχολές κατάδυσης και ένα θαυμάσιο τεράστιο δίκτυο μονοπατιών, που διατρέχουν το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη.

Το μεγαλύτερο από αυτά το GR20, μήκους 200 Km, διατρέχει το νησί σαν ραχοκοκαλιά,  από την Calenzana στα βόρεια, έως την Conca στα νότια και  βρίσκεται μέσα σε προστατευμένη περιοχή, στο «Parc Naturel Regional de Corse»,  όπου βρίσκονται και τα υψηλότερα βουνά.  Άλλα επίσης σημαντικά μονοπάτια είναι το Mare a Mare sud, το Mare e Monti sud, το Mare e Monti nord και άλλα πολλά.

 Εκτός από αυτό το τεράστιο πάρκο που καταλαμβάνει τα 2/3 του νησιού, υπάρχουν και άλλες 5 περιοχές, όπου προστατεύονται μνημεία της φύσης  και σπάνια είδη πουλιών και ζώων. Αυτές οι περιοχές είναι τα νησιά Lavezzi και Carbicule,  και οι λίμνες, dern Varbino, Biguglia, και  Scandola.

Και όλα αυτά σ’ ένα νησί ιδιαίτερο, μοναδικό που δεν μοιάζει με κανένα άλλο της Μεσογείου, σχετικά μικρό σε έκταση αλλά με μεγάλη ιστορία και πλούσια κουλτούρα.

 Η ζωή εδώ φαίνεται να αρχίζει κατά την νεολιθική εποχή πριν 6.000 χρόνια. Έχουν βρεθεί αγάλματα αυτής της περιόδου, και της επόμενης Μεγαλιθικής (τα γνωστά αγάλματα της Filetoss, με τα αινιγματικά πρόσωπα ) και της εποχής του πολιτισμού των Torreant, που θεωρούνται προϊστορικά μνημεία. 

Ιστορικά, οι πρώτοι που έφθασαν στο νησί, ήταν οι Φοίνικες, που ίδρυσαν την Aleria, τον 6ο αιώνα π.Χ .

 Ακολούθησαν οι Ετρούσκοι οι Καρθαγένιοι και οι Ρωμαίοι.

 Από το 1769 ανήκει στην Γαλλία. Από την μεσαιωνική εποχή υπάρχουν πάρα πολλές εκκλησίες, όλα τα κάστρα, οι πύργοι, παρατηρητήρια  και οι παλιές γέφυρες. Από τον 17ο και 18ο αιώνα υπάρχουν πολλές εκκλησίες Baroc. 

Σήμερα στο νησί υπάρχει αυτονομιστικό κίνημα, το οποίο έχει διασπασθεί. 

Έχει δύο περιφέρειες, η μία με πρωτεύουσα την Bastia και η άλλη το Αιάκειο.

 Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία, γεωργία, αλιεία και ο τουρισμός. Αυτές τις μέρες μάλιστα είχε μιλιούνια… τουρίστες κυρίως Γάλλους και Ιταλούς . 

Τα κύρια προϊόντα του νησιού είναι τα τυριά, (bruccio) αιγοπρόβειο τυρί κ. α,  τα αλλαντικά (prosutto, ham, copa, figatelli,), κάστανα και ότι παράγεται απ’ αυτά, ψάρια, οστρακοειδή και αρωματικά κρασιά. 

Επίσης ο κόσμος εδώ αγαπάει τις γιορτές και τα πανηγύρια… Κάθε χωριό και πόλη γιορτάζει τον προστάτη άγιο του, με μουσικές και χορούς και διάφορες άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. 

Είναι γνωστά τα πολυφωνικά τραγούδια οι «paghjelles» που τραγουδιούνται από 3 άτομα. Ακούσαμε τέτοια τραγούδια στο Corte και μου άρεσαν. Είναι τραγούδια πάθους… και μοιάζουν λίγο με τα Latin κατά την γνώμη μου. 

Επίσης η Κορσική είναι γενέθλιος τόπος μεγάλων ανδρών όπως ο Μέγας Ναπολέων, ο Paoli ( πατέρας του Κορσικανικού  έθνους) ο Βίκτωρ Ουγκώ και κάποιοι ακόμη αρχηγοί αυτονομιστικών κινημάτων.

Είμαστε περί τα 24 άτομα σ΄ αυτή την ορειβατική  και τουριστική εξόρμηση στην Κορσική. 

Μετά από ταξίδι 2 ημερών, φθάσαμε επιτέλους στο Corte, στο κέντρο του νησιού και στην καρδιά του εθνικού πάρκου της Κορσικής, όπου θα περνούσαμε τις επόμενες 6 ημέρες.

 Μείναμε στην Ιταλία  ένα βράδυ, στο Λιβόρνο, στο hotel Grand Duca και επισκεφθήκαμε στην Piza,  την πλατεία των θαυμάτων (piazza die miracle), όπου θαυμάσαμε τα λαμπρά μνημεία, το βαπτιστήριο, τον καθεδρικό ναό και τον κεκλιμένο πύργο.

 Αυτά είναι μνημεία του  12ου αιώνα και η κατασκευή τους κράτησε εκατοντάδες χρόνια, αλλά άξιζε τον κόπο… Προκαλούν τον θαυμασμό σ’ όλον τον κόσμο και κάνουν υπερήφανο το λαό… που οι πρόγονοί του τα έφτιαξαν.

Κατεβαίνοντας από το καράβι στην Bastia είχαμε περίπου ένα τρίωρο για μια βόλτα στην πόλη. Εδώ φωτογραφηθήκαμε στο άγαλμα του Ναπολέοντα και στο μνημείο των πεσόντων, μπήκαμε στον ναό του Ιωάννη του Βαπτιστή, που είναι ο μεγαλύτερος στο νησί, περπατήσαμε στο παλιό οχυρωμένο λιμάνι και προχωρήσαμε προς την citadele. 

Ανεβαίνοντας στην παλιά πόλη είδαμε πολλές παλιές πολυώροφες κατοικίες, ερειπωμένες…  Άλλες ερείπια μεν, αλλά ακόμη κατοικημένες, με τις τουαλέτες, στα υποτυπώδη πρόσθετα μπαλκονάκια και τις αποχετεύσεις στις προσόψεις και άλλες υποστηριζόμενες, με άχαρες τσιμεντένιες κατασκευές ή χονδροειδείς πέτρινες αντηρίδες. Μεσ’ την μιζέρια δηλαδή, μας έπιασε η ψυχή μας….

 Μέσα στην citadel, στην καρδιά του κάστρου, είδαμε τον λαμπρό ναό της Παναγίας και του Τιμίου Σταυρού και δοκιμάσαμε την τοπική κουζίνα. 

Η Εύα κι εγώ φάγαμε κανελόνια  με Bruccio και δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε. Η  μπίρα «pietra» όμως ήταν καταπληκτική!.. Ένα δε τυράκι που είχε η σαλάτα, πάνω σε κάτι ψωμάκια, μύριζε τόσο έντονα «τραγίλα»… που δεν μπορούσα να το κατεβάσω και φανταστείτε, ότι είμαι λάτρης όλων των τυροκομικών προϊόντων…. 

Πηγαίνοντας στο Corte, στην κοιτίδα, όλων των κατά καιρούς αυτονομιστικών κινημάτων της Κορσικής, αλλά και μέσα στην Bastia, παντού υπήρχε το έμβλημα των αυτονομιστών.. Το κεφάλι… ενός Βαρβερίνου πειρατή, με ταινία στο μέτωπο, που την διατρέχει η λέξη « LAPUVRINI», που δεν ξέρω τι σημαίνει…

 Προσωπική μου άποψη, πιθανόν η λέξη αυτή να σημαίνει «ΘΑΝΑΤΟΣ» στους πανταχόθεν πειρατές ή κατακτητές, ή «βλέπετε αυτόν εδώ?…. τα ίδια θα πάθετε… αν τολμήσετε να κάνετε κατά δω…»

 Επίσης στους δρόμους, είδαμε γαλλικές επιγραφές πυροβολημένες… ή διορθωμένες στα Κορσικάνικα… και συνθήματα των αυτονομιστών, γραμμένα σε επίκαιρα σημεία, όπως φράγματα, γέφυρες κ. α

 Προσπερνώντας ένα χωριό, που το όνομά του ήταν «Τarco», το είχαν μετατρέψει… σε  «Sarco», το όνομα του γάλλου προέδρου Σαρκοζί… 

Επί τη ευκαιρία αναφέρω ότι η Κορσικάνικη γλώσσα είναι διάλεκτος της λατινικής γλώσσας, κληρονομιά προφανώς της Ρωμαϊκής κτήσης  της και θυμίζει λίγο τα Ρουμάνικα, όπου κι’ εκεί, όπως γνωρίζουμε, έγινε εκλατινισμός. Παρατήρησα ότι το άρθρο των περισσότερων τοπωνυμιών, είναι το U όπως και οι καταλήξεις πολλών από αυτά είναι πάλι το U, όπως και στα ρουμάνικα. 

Στο Corti (το γράφω στα Κορσικάνικα, είμαι πάντα υπέρ όλων, των απανταχού της γης αυτονομιστών…), μείναμε στο hotel de la paix, πολύ καθαρό και με καλό πρωινό. 

Μέναμε με την Χάιδω στο ίδιο δωμάτιο, στην «υπόγα»…  όπως το λέγαμε περιπαιχτικά, γιατί κατέβαινες καμιά δεκαριά σκαλιά για να το βρεις… Ήταν ημιυπόγειο και έβλεπες στον κήπο, από το παράθυρο.

 Το Corti είναι ιστορική πόλη, γνωστή ως η πρωτεύουσα του Paolι,  «πατέρα» του Κορσικανικού έθνους, που την έκανε πρωτεύουσά του, από το  1755-1768, όταν κήρυξε επανάσταση εναντίον των Γενοβέζων. 

Η παλιά πόλη, κτισμένη σ’ ένα μυτερό λόφο, με το κάστρο (citadele) να την επιβλέπει από ψηλά, έχει χαρακτηριστικά παλιά σπίτια και εκκλησίες και στενά λιθόστρωτα δρομάκια. Επισκεφθήκαμε το κάστρο όπου και το μουσείο της Κορσικής ( δεν το είδαμε, ήταν κλειστό), την παλιά εκκλησία της Παναγίας, λίγο πιο κάτω απ’ το κάστρο, και του Αγ. Σταυρού, του 13ου αιώνα. 

Σε περίοπτη θέση, σε μια μικρή πλατεία βρίσκεται το άγαλμα του Pascual Paoli. Εκεί καταλήγει και η ομώνυμη κεντρική λεωφόρος της πόλης η  cours «Paoli», γεμάτη με εστιατόρια και καφέ.

 Εδώ ο Paoli έκτισε ένα διοικητήριο, ίδρυσε το πανεπιστήμιο του Κόρτι και εκπόνησε το πρώτο Κορσικάνικο Σύνταγμα, που το θαύμασε όλη η Ευρώπη.

 Ο Paoli γεννήθηκε στην  Morosagla, ένα χωριό της Castagniccia,  απ’ όπου κατάγονταν σχεδόν όλοι οι επαναστάτες,  το 1725 και πέθανε στην εξορία το 1807. 

Δυστυχώς δεν κράτησε πολλά χρόνια η ελευθερία στην Κορσική, αφού οι Γενοβέζοι παρέδωσαν το νησί στους Γάλλους, το 1769, στην κατοχή των οποίων ευρίσκεται μέχρι σήμερα.

Η καινούργια πόλη είναι μια καθώς πρέπει πόλη, φιλοξενεί χιλιάδες φοιτητές, έχει φροντισμένες πολυκατοικίες και πολλά αρχοντικά. 

Το Cortι, βρίσκεται στην καρδιά  του Εθνικού δρυμού και στα «πόδια»… μερικών από τα ψηλότερα βουνά του νησιού είναι ένα καλό σημείο εκκίνησης για εκδρομές στις λίμνες, ορειβασίες στα παρακείμενα βουνά και διάσχισης των δύο από τα ωραιότερα φαράγγια του νησιού, αυτών της Restonika  και του Tavigniano, που καταλήγουν στην πόλη. 

Επίσης στον Tavigniano ποταμό γίνεται και κανό-καγιάκ και αναρριχήσεις στα βράχια της λίμνης «Capitello». 

Στο κάστρο του Cortι, αυτές τις μέρες, γίνονταν, μουσικές κυρίως εκδηλώσεις (προς τιμήν του Paoli) και υπήρχε εκεί ένα τεράστιο πανώ με φωτογραφίες του Paoli και του Ναπολέοντα, με φόντο την παλιά πόλη και πάνω έγραφε «Η Κορσική έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο».

 Τα ίδια λέμε και εμείς βέβαια, με υπερηφάνεια… για τους προγόνους μας… Ότι έδωσαν ανυπέρβλητο πολιτισμό στην ανθρωπότητα.

Και είναι όντως αλήθεια, ότι κάθε λαός βάζει το λιθαράκι του στην παγκόσμια ιστορία και στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά ανά τους αιώνες…

 Την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έγινε  εντυπωσιακή λιτανεία του αγάλματος της Παρθένου, στην παλιά πόλη  και την παρακολουθήσαμε αρκετοί. 

Η πομπή με το στολισμένο άγαλμα μπροστά και το λάβαρο με την εικόνα της Παναγίας και του τοπικού αγίου «Theophile», κρατώντας αναμμένες λαμπάδες ξεκίνησε από την παλιά εκκλησία, διέσχισε την λεωφόρο Paoli και επέστρεψε πάλι πίσω, ψάλλοντας συνέχεια όλοι μαζί το Eviva Maria, Eviva Theophile,, ave Maria, ave Theophile καθώς και άλλους ύμνους.

Στην λεωφόρο Paoli υπήρχε πολυφωνική ορχήστρα που διασκέδαζε τουρίστες. Αλλά όταν περνούσε η πομπή από εκεί, οι παρευρισκόμενο, έψαλλαν εκ βάθους καρδίας… έναν καταπληκτικό ύμνο!.. Το γεγονός αυτό, μου έκανε μεγάλη εντύπωση…

Την πρώτη μέρα, ξεκινήσαμε πρωί-πρωί για ανάβαση στις λίμνες Melo  και Capitelo, αλλά μόλις φθάσαμε στο «Tuani», ένα Camping δίπλα στο ποτάμι της «Restonica», διαπιστώθηκε ότι το πούλμαν δεν μπορούσε να μας προωθήσει στον σταθμό «Grutelle», απ’ όπου ξεκινάει το μονοπάτι. 

Οι αρχηγοί  μας, Θόδωρος και Νίκος προσπάθησαν αμέσως να βρουν λύση αλλά ήταν δύσκολα τα πράγματα και χάσαμε αρκετή ώρα περιμένοντας άσκοπα…. 

Τότε ήταν που έγινε η πρώτη διάσπαση της ομάδας… 

Μια ομάδα 8 ατόμων, με επί κεφαλής τον Γιάννη Παϊδούση, μεταξύ αυτών και η υποφαινόμενη αυτονομηθήκαμε… Και χωρίς να γνωρίζουμε την περιοχή, χωρίς ένα χάρτη ή κάποια καθοδήγηση από γνώστες της περιοχής (τι ανοησίες που κάνουμε μερικές φορές, δεν μπορώ να καταλάβω… ) και χωρίς δεύτερη σκέψη πήραμε το μονοπάτι από το camping που θα μας έβγαζε υποτίθεται στις λίμνες…. Αλλά δυστυχώς ατυχήσαμε. 

Αντί για τις λίμνες βρεθήκαμε σε μια (bargeria), ένα στάβλο με αγελάδες… Εκεί μίλησε η Ντίνα με τους βοσκούς και καταλάβαμε ότι είχαμε κάνει «πατατιά»…. 

Χάσαμε το μονοπάτι στην πρώτη γέφυρα, όπου αυτό περνούσε την γέφυρα και συνέχιζε την πορεία στην δεξιά όχθη του ποταμού. Εμείς χωρίς να το σκεφθούμε και πολύ…. ακολουθήσαμε έναν δρόμο μεγάλο που ήταν μπροστά μας. Αυτό δεν ήταν μονοπάτι…. ήταν δρόμος για τζιπ… Ήταν άγρια… πίστα για τζιπ 4Χ4 όπως μάθαμε αργότερα…. 

Βέβαια είδαμε κοντά στο μαντρί ένα τζιπ και απορούσαμε όλοι πως βρέθηκε αυτό το όχημα σ’ αυτήν την περιοχή, αφού δρόμος δεν υπήρχε πουθενά εκεί κοντά και το τζιπ ήταν σακατεμένο από ατύχημα….

 Επίσης κατά την διαδρομή κατηγορούσαμε… τους υπεύθυνους για την έλλειψη σήμανσης του μονοπατιού… Μέσα μου βέβαια δικαιολογούσα την έλλειψη σήμανσης, ήταν απίθανο να χάσεις αυτό το μονοπάτι-δρόμο… Είμαστε δηλαδή η ομάδα «4Χ4»… αλλά χωρίς μυαλό!…. 

Και τούτο γιατί το πρώτο λάθος ακολούθησε ένα δεύτερο. Δεν προσέξαμε ότι το μονοπάτι είχε μπάρα στο ύψος της πρώτης γέφυρας και πινακίδα που έγραφε “Revises” και απτόητοι συνεχίσαμε την ανάβαση μέχρι τα μαντριά όπου μας βρήκαν τα κακά μαντάτα… και πάθαμε μια ταραχή…. 

Σε λίγο συνήλθαμε… ανασυντάχθηκε η ομάδα και με βαριά καρδιά πήραμε τον δρόμο της επιστροφής όπου στην πρώτη στάση ακολούθησε δεύτερη διάσπαση… Ο αρχηγός της ομάδας αυτονομήθηκε και έφυγε μόνος του… μήπως και προλάβει να πάει στις λίμνες…. 

Οι υπόλοιποι για να παρηγορηθούμε… αποφασίσαμε να κολυμπήσουμε σε μία από τις βάθρες που σχημάτιζε το ποτάμι… 

Εγώ όμως, που δεν είχα μαγιό μαζί μου και ως εκ τούτου δεν μπορούσα να κολυμπήσω, αυτονομήθηκα… και  κατέβηκα μόνη μου στο «Tuani», όπου συνάντησα τον Γιάννη που είχε φθάσει νωρίτερα.

 Σε λίγο κατέβηκαν και οι λουόμενοι και όλοι μαζί λέγαμε τον «πόνο» μας… και μεμφόμεθα τους εαυτούς μας για την βλακεία που κάναμε, για να μην το πω πιο χονδρά…. καταλαβαίνετε!….

 Η άλλη ομάδα πήγε τελικά στις λίμνες Melo και Capitelo και γυρίσανε περιχαρείς… ενώ εμείς είμαστε μες’ την δυστυχία…. Τι να κάνουμε όμως… αυτά έχουν τα αυτονομιστικά κινήματα…. Μπορεί να σε οδηγήσουν στον θρίαμβο… αλλά τις περισσότερες φορές οδηγούν στην καταστροφή…. 

Όχι βέβαια ότι αυτό ήταν μεγάλη καταστροφή…. απλά χάσαμε την ημέρα που ήταν για τις λίμνες και πιθανόν να μην βρίσκαμε χρόνο, άλλη μέρα να τις κάνουμε. 

Η μόνη μας παρηγοριά ήταν ότι κάναμε ένα ωραίο φαράγγι, δασωμένο, με εντυπωσιακές όχθες και κρυστάλλινα νερά, όπου κολυμπήσαμε… Ας προσέχαμε….

Το πράγμα όμως δεν σταμάτησε ως εδώ… Τις μέρες που ακολούθησαν αυτονομήθηκαν…. πάρα πολλοί με αποτέλεσμα παρά λίγο η ομάδα να διαλυθεί «εις τα εξ ων συνετέθη»… 

Καθένας έκανε ότι ήθελε… Ήταν φανερό ότι στην εν λόγω ομάδα υπήρχαν έντονες αυτονομιστικές τάσεις… όπως άλλωστε και στο νησί που ήμασταν…. Μόνο την δεύτερη ημέρα είμαστε ομάδα. Όλες τις άλλες ήμασταν πότε τρεις, πότε τέσσερις ή και πάρα πάνω υποομάδες…. 

Την τρίτη ημέρα λοιπόν, η Ντίνα, η γιατρίνα, πήγε μόνη της στις λίμνες, ενώ οι υπόλοιποι πήγαμε στο μαγευτικό Bonifaccio. 

Την επόμενη μέρα επαναστάτησε… ο Αλέκος λέγοντας, ότι προτιμάει να πάει με το τραίνο στα γειτονικά χωριά Vivario και Venaco,  για να δει τους καταρράκτες και να χαρεί τα χωριά και αναφώνησε… « όστις θέλει οπίσω μου ελθείν»…. 

Τον ακολούθησαν, όπως ήταν φυσικό και 5-6 άτομα και έγινε η ομάδα Βελισσαρίου, οι επονομαζόμενοι «τραινάκηδες»… που έκαναν τα δικά τους….

 Το ίδιο έκαναν και την τελευταία μέρα. Κάπου πήγαν πάλι με το τραίνο, δεν θυμάμαι που.

 Κάποια άλλη μέρα η Χάιδω δεν ήθελε να κάνει βουνό  και πήγε για μπάνιο στην κοντινότερη παραλία με το τραίνο…. 

Μια άλλη μέρα η Χριστίνα δεν ήθελε να κάνει τίποτα… και έκατσε στο Corti να ξεκουραστεί…. 

Επίσης την τρίτη μέρα, οι τέσσερις από τους πρώτους αποσχισθέντες, οι Γιάννηδες, η Ελένη κι’ εγώ κάναμε τις λίμνες… Αλλά χάσαμε το φαράγγι του Tavigniano, που έκαναν οι περισσότεροι… 

Βέβαια κάποιες καθυστερήσεις, υπερβολές… και ανυπακοές έκαναν κάνα δυό φορές τους αρχηγούς (Θόδωρο και Νίκο) να βγουν από τα ρούχα τους… Αλλά αφού δόθηκαν οι ανάλογες εξηγήσεις… λύθηκε η παρεξήγηση και δώσαμε τα χέρια. 

Και όλοι ευχαριστημένοι, αφού κάναμε το δικό του ο καθ’ ένας μας… φθάσαμε στο τέλος του ταξιδιού. Δεν ήταν δα και τόσο μεγάλα τα εγκλήματα….

 Φαίνεται δε ότι από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο νησί αυτό, μπήκαμε στην αύρα… αυτού του τόπου, που μας επηρέασε τόσο πολύ ώστε ακολουθήσαμε πιστά ότι συνέβη και στο αυτονομιστικό κίνημα της περιοχής… Γίναμε 100 κομμάτια όπως και αυτό! Και αλληλοσυγκρουόμενα!…. 

Ο Αλέκος προσπαθούσε να πάρει «κόσμο»… από το Θόδωρο και ο Θόδωρος έκανε τα αδύνατα δυνατά να χαλάσει τα προγράμματα του Αλέκου… Είχαμε πολύ πλάκα. Όλα αυτά σε επίπεδο αστειότητας, βέβαια….

 Αλλά εδώ που τα λέμε ήταν και ωραίο πράγμα… που ο καθένας έκανε ότι ήθελε… Διαπιστώσαμε δηλαδή πως η «αυτονόμηση», είναι πολύ ωραίο πράγμα… κατά πως λέει και  ένα παλιό ρεμπέτικο τραγούδι, με τους παρακάτω χαρακτηριστικούς στίχους (θα ζήσω ελεύθερο πουλί, και όχι κορόιδο στο κλουβί). Βέβαια πάντα μέσα σε ορισμένα πλαίσια. Διότι τα πάντα είναι σχετικά σ’ αυτόν τον κόσμο… Το απόλυτο δεν χωράει εδώ… αφορά προφανώς άλλους κόσμους….

Και τώρα ας γυρίσουμε πάλι στο οδοιπορικό μας. 

Τη δεύτερη μέρα πήγαμε δυτικά του Corte, παίρνοντας τον δρόμο «Scala Santa Regina» που μας έβγαλε στην περιοχή του Niolo. 

Το Niolo είναι ένα «πλατώ», περικυκλωμένο από τα υψηλότερα βουνά του νησιού, δηλ. το Monte Cinto, Paglia Orba, Monte Torro, με κεφαλοχώρι… την Calacuccia και πολλά όμορφα χωριουδάκια. Είναι δε και σημείο εκκίνησης για αναβάσεις στα γύρω βουνά. 

Η Scala Santa Regina είναι ένα στενός ελικοειδής δρόμος, στην δεξιά όχθη της κοιλάδας που διασχίζει ο ποταμός Colo  και είναι επικίνδυνος… καθώς έπρεπε να βρει κάποιο πλάτωμα, να σταματήσει το αντιθέτως ερχόμενο όχημα για να περάσει  το λεωφορείο μας. Και από κάτω στ’ αριστερά μας έχασκε γκρεμός. Μερικές φορές, πήγε η ψυχή μας στην «κούλουρη»… που λέει ο λόγος… ιδιαίτερα με τους ντόπιους οδηγούς.

 Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και στην χώρα μας νομίζω… Οι ντόπιοι οδηγοί, οδηγούν με τον αέρα… του γνώστη της περιοχής και της συνεχούς προτεραιότητος… λόγω εντοπιότητος… Παντού τα ίδια… 

Σε καμιά ώρα περίπου φθάσαμε στην Calacuccia και προχωρήσαμε προς τον αυχένα του Vergio (Col de Vergio). H περιοχή δασωμένη με πεύκα και δρυς και  αμέτρητα ημιάγρια αγριογούρουνα να βόσκουν ελεύθερα. 

Πριν την  Calacuccia είδαμε στον ποταμό Colo 2 φράγματα και εγκαταστάσεις της ΔΕΗ και στους τοίχους των εκεί κτισμάτων αυτονομιστικά συνθήματα. 

Καθ’ οδό  κάναμε μια στάση σ’ ένα από τα πολλά αθλητικά πάρκα του νησιού για να πάρουμε μια ανάσα… Και αφού την πήραμε, αρχίσαμε τις ταρζανιές… 

Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στις  εγκαταστάσεις  του και να φωτογραφιζόμαστε σε διάφορες στάσεις… Ανέβηκα και εγώ σε μια ξύλινη σκαλίτσα και τα πήγα μια χαρά… Ήταν εύκολη… Μετά ήθελα να κάνω κάτι δυσκολότερο… Είδα την Ξένια σε μια σχοινένια σκάλα που οδηγούσε σ’ ένα ξύλινο παταράκι και ζήλεψα.. «Θα το κάνω κι’ εγώ» είπα μέσα μου, και μια και δυό μόλις κατέβηκε η Ξένια ανέβηκα κι’ εγώ μια χαρά… Και αφού φωτογραφήθηκα σε διάφορες ακροβατικές πόζες, κατεβαίνοντας… σε κάποιο σκαλί πάτησα προφανώς λάθος… και γυρνάει η σκάλα ανάποδα με αποτέλεσμα να κάνω αναγκαστική προσγείωση… ευτυχώς επιτυχημένη….

 Η Εύα που ήταν παρούσα στην πτώση μου… αυτή, είπε αμέσως μετά «ευτυχώς που δεν ανέβηκα»…. Τέλος πάντων πάει κι’ αυτό.

 Εν συνεχεία κατηφορίζοντας από τον αυχένα προς την θάλασσα, διασχίσαμε το τεράστιο και θαυμάσιο πευκοδάσος της Aitone  και φθάσαμε στο όμορφο χωριό EVISA.

Εδώ σταματήσαμε σ’ ένα σημείο που είχε μεγάλο χάρτη της περιοχής και απολαύσαμε την ομορφιά της κοιλάδας de  Spelunca και τα βουνά απέναντι που θύμιζαν Δολομίτες… Μάλιστα 3 κατακόρυφοι σχεδόν όγκοι θύμιζαν πολύ τις Tre Cime των Δολομιτών και το παρακείμενο έμοιαζε με ξαπλωμένη γυναίκα. 

Κοιτάζοντας στον χάρτη, που ήταν στον χώρο, διάβασα τα ονόματα των βουνών, που ήταν «Tre Signore» για τις τρεις κορυφές και «La morta fam» (πεθαμένη γυναίκα ) για το άλλο. Τι σύμπτωση και τα ονόματα θύμιζαν Δολομίτες….

 Προχωρώντας πιο κάτω φθάσαμε στο Porto αλλά δεν μπήκαμε μέσα, το είδαμε από ψηλά.

Το  Porto είναι τουριστικό θέρετρο που φημίζεται για τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα… 

Σε λόφο, στην είσοδο του λιμανιού, στέκει γενοβέζικος πύργος, σαν φρουρός που παρατηρεί την θάλασσα πέρα ως πέρα, και την όμορφη παρακείμενη παραλία, αιώνες τώρα… 

Επίσης στην είσοδο του λιμανιού υπάρχει μια φυσική αψίδα από κόκκινο γρανίτη… Ένα γλυπτό και αυτό της φύσης.

 Ο κόλπος του Porto, με την ακτογραμμή του να οριοθετείται  από κόκκινα γρανιτένια βράχια που βυθίζονται στα βαθιά γαλάζια νερά…  είναι προστατευόμενη περιοχή από την UNESCO σαν « Παγκόσμιο μνημείο της φύσης» Και όντως έτσι είναι. Πράγματι ο κόλπος αυτός είναι μια «επίδειξη»… της φύσης στα καλύτερά της…. 

Δεξιά της έχει τον μαγευτικό κόλπο, της Girolata, με την προστατευόμενη περιοχή της Scandola, για προστασία της φώκιας, του mouflon (που είναι το σύμβολο του νησιού) και του Αλιαετού.

 Αριστερά της έχει τις  «Calanche de Piana», που είναι μια περιοχή γεμάτη με εκπληκτικά γιγάντια γρανιτένια γλυπτά… χρώματος πορτοκαλί έως κόκκινο, ανάλογα με το φως της μέρας. 

Εδώ σταματήσαμε στο σημείο που υπάρχει ένα σύμπλεγμα βράχων, που θυμίζει κεφάλι σκύλου και περπατήσαμε από εκεί ως τα κάστρα, θαυμάζοντας τα γλυπτά της   φύσης και τις   σπηλιές   στα βράχια,   τα ονομαζόμενα «Taftoni», που χρησιμοποιήθηκαν σαν κατοικίες από τον πρώτο άνθρωπο στο νησί. 

Απέναντί μας το πανέμορφο χωριό Piana, κτισμένο αμφιθεατρικά στην πλαγιά ενός χαμηλού λόφου που συναντάει τα ψηλά απόκρημνα βράχια του κόλπου του Porto.

 Ένα λαμπρό γλυπτό που είδαμε, ονομάζεται η «πέτρινη καρδιά του ερωτευμένου»… Και πράγματι, βλέπεις δύο φιγούρες «αρκούδων», θα έλεγα, που ερωτοτροπούν… και ανάμεσα τους σχηματίζεται μια τρύπα, σε σχήμα καρδιάς….

 Ένα άλλο μοιάζει σαν τον Πάπα… καθισμένο με την τιάρα του και το σκήπτρο και άλλα πολλά, ων ουκ έστι αριθμός. 

Στην συνέχεια επισκεφθήκαμε το χωριό Cargese (Καρυές) όπου εγκαταστάθηκαν καμιά 600 Μανιάτες από το Οίτυλο, το 1676, όταν ζήτησαν άσυλο… 

Το χωριό αυτό, σαν τόπος θυμίζει Ελλάδα, έχει ελιές, φραγκόσυκα (αυτά είχαν και στην Μάνη…) όμορφα σπιτάκια με κεραμίδια και ωραίες παραλίες. 

Εδώ υπάρχουν δύο εκκλησίες, μια ορθόδοξη και μια καθολική αλλά η ορθόδοξη, είναι μόνο για τους τύπους… Οι πρόσφυγες ασπάσθηκαν τον καθολικισμό.. που με την βοήθειά… του έφθασαν σ’ αυτό το νησί. Κρατάνε μόνο τους τύπους της ορθοδοξίας και τα έθιμα του τόπου τους. Μπήκαμε στην εκκλησία που θυμίζει ορθόδοξο ναό αλλά οι εικόνες είναι δυτικότροπες, που να τις βρουν οι έρημοι τις βυζαντινές…. 

Μου άρεσε μια εικόνα που δείχνει ένα καράβι με τους πρόσφυγες Μανιάτες, να πλησιάζει σε ακτή του νησιού και ένα ζεύγος να προσφέρει στον Θεό μια εκκλησία….

Εδώ φάγαμε πολύ καλά (πάλι με Αλέκο και Εύα). Εκείνοι κάτι ωραίες σαλάτες κι’ εγώ πένες με γαρίδες και σάλτσα.  Ήταν το πιο ωραίο φαΐ που έφαγα στην Κορσική… 

Επίσης εδώ δοκίμασα και την μπύρα Coloba που είναι ανοιχτόχρωμη και πιο ελαφριά από την Pietra. 

Στην συνέχεια επισκεφθήκαμε το Αιάκειο, την γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Ναπολέοντα Βοναπάρτη. 

Ο Ναπολέων γεννήθηκε στην οδό Saint Charles, το 1769, υπάρχει το σπίτι του ακόμη και ένα μουσείο. 

Εδώ, στην πλατεία Foch φωτογραφηθήκαμε στο σιντριβάνι με τα λιοντάρια… και το άγαλμα του Ναπολέοντα. Επισκεφθήκαμε την πλατεία De Gaulle, όπου υπάρχει και άλλο άγαλμα του ίδιου σε άλογο, περιστοιχιζόμενος από τους αδελφούς του… Είδαμε τον καθεδρικό ναό που βαπτίσθηκε ο Ναπολέων, το καζίνο, την citadele, και την παραλία από κάτω, του Saint Francois, όπου μερικοί από μας κολύμπησαν.

 Υπάρχει και το μουσείο Fesch, με έργα τέχνης  που δεν το είδα… Πιθανόν να το επισκέφθηκαν άλλοι από την ομάδα. 

Από εδώ αγόρασα ένα δίσκο σερβιρίσματος, με το εντυπωσιακό ανάγλυφο, των κορυφών της «Bavela», χιονισμένες… και το χωριό Zenta από κάτω και μιας που δεν θα πάμε εκεί,  να την έχω τουλάχιστον σε φωτογραφία…. 

Στο τέλος καθίσαμε στην προκυμαία απέναντι από το Ελληνικό προξενείο, όπου φάγαμε παρέα με την Ντίνα από μια σκάφη… παγωτό που δεν μπορούσαμε να το τελειώσουμε… Τρεις μπάλες παγωτό, μια ολόκληρη μπανάνα και από πάνω μπόλικη σαντιγί και σιρόπι… Αυτό δεν ήταν επιδόρπιο, ήταν γεύμα 1000 θερμίδων και βάλλε!…

 Έτρωγε η Ντίνα που είναι πετσί και κόκαλο… έτρωγα κι εγώ που είμαι μια ευτραφής κυρία…. Τι να κάνω όμως ζήλεψα…. 

Την άλλη μέρα πήγαμε πάλι τουριστική εκδρομή στην ανατολική πλευρά του νησιού, από Αλέρια και κάτω, Solenzara, Porto Vechio  και Bonifaccio. 

Ήταν παραμονή της μεγάλης γιορτής Παναγίας και κάποια στιγμή πηγαίναμε σημειωτόν… για πολύ ώρα. Είχε πολλή κίνηση.

 Μετά πολλών κόπων και βασάνων,  φθάνουμε επιτέλους στο Bonifaccio,  ένα μέρος εξαιρετικής ομορφιάς και ως εκ τούτου…  πολύ τουριστικό. 

Αντικρίζοντας αυτό το τοπίο μένεις άφωνος… Σου κόβεται η ανάσα…

Στην νοτιότερη άκρη του νησιού,  πάνω σε φοβερά άσπρα βράχια, που τα χτυπούν ανελέητα… τα κύματα και οι αέρηδες, είναι κτισμένη η καστροπολιτεία του Bonifaccio, πάνω σε μια στενή λουρίδα γης. 

Χτίστηκε από τον Κόντε Bonifaccio, από την Τοσκάνη, το 833  και άλλαξε πολλές φορές χέρια στο διάβα της πολυτάραχης ζωής του.

 Συνήθως εναλλάσσονταν στην εξουσία, Φράγγοι και Ιταλοί, δούκες και κόντηδες και που και που και κανένας άλλος από αλλού… 

Εδώ φυσάει 250 μέρες το χρόνο και τα κύματα  που χτυπάνε ολοχρονίς τα βράχια, έχουν «φτιάξει»… κατά μήκος της παραλίας, τεράστια γλυπτά, γνωστά με το όνομα «Lew Falaisew de Bonifaccio».

Ένας τεράστιος βράχος κοντά στην καστροπολιτεία θυμίζει τεράστιο μανιτάρι… Δίπλα του ένας άλλος, καράβι μισοβουλιαγμένο… στα ρηχά με ανασηκωμένη την πρύμνη… 

Το  Bonifaccio στολίζει,  εντυπωσιακό ασφαλές λιμάνι, καθώς μια στενή λουρίδα θάλασσας, εισχωρεί βαθιά στην στεριά, που φιλοξενεί αμέτρητα σκάφη το καλοκαίρι και που προσθέτει επιπλέον ομορφιά στο τοπίο….

 Περπατήσαμε κανένα τρίωρο, πήγαινε έλα, μέχρι το ακρωτήριο  Pertusato, που την «μύτη» του «στολίζει»  φάρος… θαυμάζοντας το φανταστικό τοπίο και τις παραλίες.

 Κάποια στιγμή, χαμηλά στην ακτή, βλέπουμε ένα σύμπλεγμα βράχων με σπηλιές και εκκλησάκι και παραδίπλα, μια όμορφη παραλία.

 Ήταν η σπηλιά του Αγ. Αντωνίου, η παραλία Saint Francois και δίπλα ένα «πέτρινο καραβάκι»… προσαραγμένο στα ρηχά. ΄Ενα ονειρεμένο τοπίο…

 Επιστρέφοντας από το φάρο, ανεβήκαμε στο κάστρο για ξενάγηση. Μερικοί πήγαν για μπάνιο. Ανεβαίνοντας στο κάστρο, συναντάς το παρεκκλήσι  «Saint Roch»… ενός τοπικού αγίου, που έσωσε  την πόλη, από κάποια επιδημία.

 Στη συνέχεια φθάνεις στον Προμαχώνα  De Baction de l’ Etendrd, αμέσως μετά στην «la place d’ armer» και σε λίγο βρεθήκαμε μπροστά στην εκκλησία της Παναγίας « Megaure» (της μεγαλειοτάτης)…

 Εδώ πήραμε μια ανάσα… ήταν καταμεσήμερο… και είχαμε πλαντάξει απ’ την ζέστη. Ήπιαμε τα δροσιστικά μας, ηρεμήσαμε… και μετά μπήκαμε  στο ναό, τον πιο παλιό στην πόλη… του 12 αιώνα.

 Στην συνέχεια είδαμε την σκάλα του Βασιλιά Aragon, την εκκλησία του Ιωάννη του Βαπτιστή και σταματήσαμε τις βόλτες, λόγω εξάντλησης!… Ε δεν μπορούμε να τα βλέπουμε  όλα…. «Basta»… που λένε και οι Ιταλοί.

 Πεινάσαμε εν τω μεταξύ και φάγαμε κάτι περίεργες… σαλάτες με αλλαντικά και μαρμελάδα σύκου… που δεν θα έβγαζα την σκούφια μου! … που λέει ο λόγος. Τ’ όφαγα όμως το φαΐ μου γιατί πεινούσα… 

Επιστρέφοντας προς το Corte, σταματήσαμε σε μια όμορφη παραλία… Νομίζω ήταν η Santa Julia.. ή μια κοντινή της… όπου κάναμε ένα ωριαίο μπανάκι.

 Κάποια στιγμή βρεθήκαμε στα βαθιά… μια γυναικοπαρέα η Εύα  η Ματίνα και μερικές ακόμα και πιάσαμε μια κουβεντούλα… το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορώ να αποκαλύψω… και σκάσαμε από τα γέλια. Είπε κάτι ωραίο η Ματίνα!… Επίσης καθ’ οδόν, είδαμε από απόσταση… το εντυπωσιακό ανάγλυφο της Βavela και πολλές παραλίες. 

Την άλλη μέρα οι δυό Γιάννηδες η Ελένη κι’ εγώ κάναμε τις λίμνες και οι υπόλοιποι ανέβηκαν το φαράγγι του Tavignano έως το καταφύγιο Sega και κατέβηκαν από τα ίδια.  

Δέκα ώρες πορεία σε φανταστικό περιβάλλον με πλούσια βλάστηση και κρυστάλλινα τρεχούμενα νερά που σχημάτιζαν βάθρες, όπου έκαναν  και το μπάνιο τους. 

Εμείς φθάσαμε πολύ νωρίς στο σταθμό Groutelle, το σημείο εκκίνησης και δεν είχε ανοίξει τίποτα ακόμη… Περιμέναμε μέχρι να ανοίξει κάτι να πιούμε έναν καφέ και να πάρουμε κάτι μαζί μας. 

Κατά τις 9 η ώρα έφθασε ο «Theovolo»… ο ιδιοκτήτης του Kαφέ (bergerie, καθώς όλα τα «μαντριά» της περιοχής, έγιναν «καφέ») και μας έφτιαξε καφέ και ένα σάντουιτς τρικούβερτο!… Σε τρεις μέρες το τελείωσα!.. Ήταν ένα μισόκιλο καρβελάκι με δέκα φέτες χαμ και άλλες τόσες τυρί…

Βαρβάτο το σάντουιτς, σαν τον «Theovolo» ο οποίος δεν καταλάβαινε τίποτα πέρα από τα Κορσικάνικα. Ήταν όμως ωραίος… τύπος, τον συμπάθησα πολύ… 

Μόλις ήλθε,  έβαλε εμπρός τα «μπρίκια» του… και την παραδοσιακή μουσική και άρχισε να τραγουδάει εγκάρδια…. Μας έφτιαξε τη μέρα μας ο Theovolo και είχε μια φάτσα ροδαλή, χάρμα οφθαλμών. Να ναι καλά!…

 Η ανάβαση στην λίμνη Melo ήταν σχετικά εύκολη… (στα δύσκολα σημεία είχε δύο μεταλλικές σκαλίτσες). Από εκεί, προς την Capitelo ήταν δυσκολότερη, είχε πολύ ανηφόρα και κακοτράχαλα βράχια. Ήταν πανέμορφες όμως και δεν έπρεπε να τις χάσουμε με τίποτα.

 Η Melo είναι ολοστρόγγυλη σαν μήλο, εξ ου και το όνομά της και βρίσκεται στα 1.710 μ.

 Η Capitelo είναι πιο μεγάλη, πιο βαθιά, με σκούρα μπλε νερά, εντυπωσιακά ψηλά βράχια στις όχθες της και βρίσκεται σε υψόμετρο 1.930 μ.

 Περάσαμε όμορφα αυτή την μέρα. Οι Γιάννηδες ανέβηκαν ψηλότερα, μέχρι το πέρασμα Capitelo και περπάτησαν για λίγο και στο GR20.

Οι κοπέλες, κατεβήκαμε στην λίμνη «Melo» όπου κάναμε το πιο κρύο μπάνιο στη ζωή μας… Δεν έχω ξανακολυμπήσει σε τόσο κρύα νερά!… 

Σε καμιά ώρα ήρθαν οι Γιάννηδες και αφού πήραν και αυτοί μιαν ανάσα κατεβήκαμε στον «Theovolo» για μπύρες… Εκείνη την ώρα είχε πολύ κόσμο το μαγαζί και ο Theovolo δεν είχε χέρια. Είχε και δυό – τρεις βοηθούς και  δεν τον είδαμε καθόλου…

Η Πέμπτη μέρα είχε ανάβαση, στην Paglia Orba, με οδηγό βουνού, ένα συμπαθέστατο παλικάρι, τον «Laurant». 

Πήραμε πάλι την Scala Santa  Regina και από κει πήραμε το GR20 για «Paglia Orba». 

Το μονοπάτι ήταν καλοσημαδεμένο και θα μας έβγαζε στις πηγές του ποταμού Golο και σ’ ένα καταφύγιο. 

Από κει, η δυνατή ομάδα θα ανέβαινε στον αυχένα και στην συνέχεια στην κορυφή. Το μονοπάτι στην αρχή ήταν εύκολο, μετά όμως έγινε κακοτράχαλο και μας δυσκόλεψε!… 

Κάποια στιγμή χωρίστηκε η δυνατή ομάδα που θα πήγαινε στην κορυφή. Οι άλλοι θα ανέβαιναν μέχρι το καταφύγιο ή το πολύ μέχρι τον αυχένα. 

Έκανα το λάθος να πάω με την «turbo» ομάδα αλλά γρήγορα αντιλήφθηκα την «αδυναμία»… μου και έτσι αρκέστηκα μέχρι τον αυχένα και πολύ ήταν!…. 

Θυμάμαι τον φίλο μου, Αντώνη Κουκουλά, πριν πολλά χρόνια στα Τζουμέρκα, όπου ανεβαίνοντας από Θοδώριανα προς Μελισσουργούς… έρχεται κοντά και μου λέει. «Λεμονιά, άλλαξε κορίτσι μου ταχύτητα, δευτέρα-δευτέρα… θα την κάψεις την μηχανή!…».

Το τι γέλια έκαναν όλοι οι παρευρισκόμενοι, δεν λέγεται… Εγώ όμως εκεί, συνέχεια δευτέρα… Φαίνεται ότι το κιβώτιο ταχυτήτων της «μηχανής μου» είναι λειψό!… Έχει μόνο δύο ταχύτητες. Τι να κάνω η έρμη….

 Όταν φθάσαμε στο καταφύγιο, ο οδηγός είπε ότι δεν θα προλάβαιναν να πάνε κορυφή και θα τους πήγαινε στο  «Capu Tafοnatu», σε μια «τρύπα» στο βουνό, πιο πάνω από τον αυχένα, που ήταν όμως αρκετά δύσκολη. 

Έτσι πήγαν στην τρύπα, οι δυό Γιάννηδες ο Κωνσταντίνος και η Κωνσταντίνα (μπράβο συνδυασμός στο κουαρτέτο!..) η οποία είναι θηρίο και μπράβο της!.. Όπως μπράβο και στους υπόλοιπους που μας έβγαλαν ασπροπρόσωπους!..

 Το τοπίο απ’ το καταφύγιο φανταστικό!… Τεράστιοι κόκκινοι γρανιτένιοι βράχοι με μυτίκια ορθώνονταν απειλητικά πάνω από το καταφύγιο που ενώνονταν και έκαναν ένα πέρασμα, έναν αυχένα. Και ολούθε διασκορπισμένα τεράστια λιθάρια. 

Το τοπίο θύμιζε λίγο  «Pinovo» και «Visogrand».

 Κατεβαίνοντας κάναμε μπάνιο στις όμορφες βάθρες του «Golo»  ποταμού και ψωνίσαμε «χλωρό»… τυρί από την «Bergerie»(στάνη), που συναντήσαμε, ανεβαίνοντας. 

Την Παρασκευή, την τελευταία μέρα, φύγαμε από το Corti  για επίσκεψη στο Calvi, κατά τις 11 η ώρα και φθάσαμε μεσημεράκι… Είχε πολύ κίνηση. 

Είναι βλέπετε η τουριστική κίνησης στο ζενίθ της και έχει παντού ουρές… στους δρόμους, στα μαγαζιά… και αλλού… 

Το Calvi είναι ένας πανέμορφος κόλπος με αμμουδερή παραλία την Balanine…  που καταλήγει στην μια άκρη του σε ακρωτήρι, όπου πάνω στον βράχο, σαν στέμμα, είναι κτισμένο, το γενοβέζικο κάστρο… Σύμβολο της επί 6 αιώνες γενοβέζικης κτήσης.

 Στα ριζά του κάστρου απλώνεται η παλιά πόλη του Calvi με τα κεραμοσκεπή σπίτια και τα πολλά restaurants και καφέ καθώς επίσης και το λιμάνι με τους φοίνικες. Ήταν φημισμένο λιμάνι από την αρχαιότητα. 

Άλλοι πήγαν για μπάνιο κατευθείαν και άλλοι κολυμπήσαμε αφού περιδιαβήκαμε πρώτα το κάστρο και την πόλη. 

Το Calvi  έχει και μία πεδιάδα, που περιβάλλεται από ψηλά βουνά. Φωτογραφίζοντας τα γύρω βουνά, αντιλαμβάνομαι ότι βλέπω τον αυχένα στον οποίο είχαμε ανεβεί την προηγούμενη μέρα και είναι αλήθεια ότι τα παιδιά που είχαν ανέβει την ίδια μέρα στη τρύπα Capu Tafonatu, είπαν ότι έβλεπαν από εκεί την περιοχή του Calvi.

 Επίσης όχι μακριά  από δω, από την Calenzana ξεκινάει και το GR20. 

Κατά την μετάβασή μας δε από το Calvi στην Bastia, απολαύσαμε από μακριά βέβαια… από τον δρόμο… τις όμορφες παραλίες Algajola, Loxari κ .α, καθώς και το μαγευτικό Ile Roosse. 

Το απόγευμα φθάσαμε στην Bastia για μια τελευταία βόλτα και αναχώρηση για Livorno.

Το καράβι είχε πάνω από δύο ώρες καθυστέρηση και έτσι φύγαμε πολύ αργά… και την πέσαμε αμέσως για ύπνο, όπου βολεύτηκε ο καθ’ ένας, γιατί δεν είχαμε καμπίνες. Είχε δε τόσο κόσμο το καράβι που με κόπο έβρισκες λίγο χώρο να ξαπλώσεις… Φίλοι μου μέχρι εδώ ήταν τα ωραία.

 Η επιστροφή πάντα είναι το χειρότερο κομμάτι κάθε ταξιδιού… Τέλος πάντων όμως οι ώρες πέρασαν, μαζί και οι μέρες… και νάμαστε πάλι στα σπιτάκια μας, (που προσωπικά… λίγο έλειψε για να μην το βρω όπως το άφησα… λόγω πυρκαγιάς ) και στην καθημερινή μας ζωή…. 

Και τώρα αυτή την εβδομάδα που καταγράφω τα γεγονότα, τα ζω νοερά… για δεύτερη φορά και με αυτόν τον τρόπο νομίζω ότι δεν ξεχνιούνται γρήγορα και έρχονται στο «προσκήνιο»… γρήγορα και χωρίς προσπάθεια… όποτε το θελήσεις. Επίσης αυτό είναι πνευματική άσκηση… η οποία ταυτοχρόνως μπορεί να βοηθήσει και άλλους!..

«Eviva ή  salute», σε όλους… φίλους και γνωστούς, που πορευτήκαμε μαζί σ’ αυτό το ταξίδι…και να τα ξαναπούμε!..

                                                     ΔΟΛΟΜΙΤΕΣ ΜΕ ΦΥΛΗ   8-18-8-2013

Διασχίζοντας όλο σχεδόν το Ιόνιο πέλαγος και την Αδριατική θάλασσα, για τριάντα και πλέον ώρες, με τις Μινωικές γραμμές, φτάσαμε επιτέλους στην όμορφη Τεργέστη.

Η Τεργέστη είναι σταυροδρόμι ευρωπαϊκών εμπορικών δρόμων και ένα απ’ τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ιταλίας. Υπήρξε δε και το σπουδαιότερο λιμάνι της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας για πεντακόσια και πλέον χρόνια.

Μια πρώτη βόλτα, νυκτερινή θα έλεγα, καθώς δεν είχε ξημερώσει ακόμα, στις ιστορικές της πλατείες, την piazza Unita και piazza della Liberta και μένεις άναυδος απ’ τα αναρίθμητα παλάτια(palazzo), όλων των στύλ, νεοκλασικά, αναγεννησιακά, μπαρόκ, του ιστορικού κέντρου της πόλης, που μαρτυρούν το μεγαλείο και την αίγλη της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας.

Μόλις ξημέρωσε, φύγαμε για την Cortina d’ Ampezzo, μια γραφική κωμόπολη, στην καρδιά των Δολομιτών… 

Οι Δολομίτες είναι μια τεράστια περιοχή, σπαρμένη με βράχους, που το ανάγλυφο τους είναι μοναδικό στον κόσμο, όπως  είναι και η σύστασή τους,  και που κάποτε… βρίσκονταν στο βυθό της θάλασσας. 

Η περιοχή αυτή βρίσκεται στη βόρεια Ιταλία, στην οποία ανήκει σήμερα και συνορεύει με την Αυστρία. Η Ιταλία την ονομάζει Alto Adige  και η Αυστρία Sud Turol  για ευνόητους λόγους… και εδώ έγιναν οι φονικότερες μάχες του 1ου παγκοσμίου πολέμου.

Ο τόπος αυτός σήμερα κατοικείται κατά 70% από γερμανόγλωσους και το υπόλοιπο 30% από Ιταλούς και Ladini, μια εθνότητα που προέκυψε από την ανάμειξη γερμανικών φύλλων με λατίνους, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. 

Την επόμενη μέρα, Κυριακή, περπατήσαμε όλη η ομάδα,  στην περιοχή όπου δεσπόζουν οι λεγόμενες Tre Cime di Lavaredo.

Η περιοχή αυτή είναι μαγευτική  και  προστατεύεται από την Unesco. Επίσης είναι απ’ τα δημοφιλέστερα αναρριχητικά πεδία στον κόσμο.

Κάναμε μια κυκλική πορεία, γύρω απ’ τις διάσημες κορφές, διάρκειας οχτώ περίπου ωρών..

Καθ’ οδόν, είδαμε πολλές οικογένειες να περπατούν με τα παιδιά τους και τα σκυλιά τους!..Τι ωραίο θέαμα και πόσο αυτό σπανίζει στη χώρα μας..

Την Δευτέρα ανεβήκαμε στο ιστορικό βουνό Lagazuoi Picollo στα  2.778m. Η διαδρομή ξεκινάει από το πέρασμα Falzarego.

Οι πεζοπόροι πήραν το μονοπάτι και οι ορειβάτες έφτασαν στην κορφή, μέσα από τούνελ(σκαμμένο από Ιταλούς για στρατιωτικούς λόγους), που έφερε ελικοειδή ξύλινη σκάλα, και ασφαλισμένη με συρματόσχοινα(viaferata).

Η  πορεία κράτησε περί τις 5 ώρες και για τις δυο ομάδες.

Στην κορυφή υπάρχει καταφύγιο και μνημείο, για τους πεσόντες στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο.  

Η θέα δε από εδώ καταπληκτική!.. Σχεδόν βλέπεις όλους τους Δολομίτες.  

Την Τρίτη, πέντε ορειβάτες, ανεβήκαμε στην υψηλότερη κορυφή της  Μαρμολάδα,  την «Πούντα Πένια» 3.343μ, που είναι η ψηλότερη στην περιοχή.

Αρχηγός μας ο ομορφονιός… Λούκας, που μας ανέβασε μια χαρά στην κορυφή σε δυόμισι ωρίτσες, μέσα απ’ τον παγετώνα και τα ασφαλισμένα με συρματόσχοινα βράχια. 

Το ίδιο κράτησε και η κατάβαση που έγινε απ’ τα ίδια. 

Και κατά το μεσημέρι αναχωρήσαμε για το Bolzano.

Την Τετάρτη περπατήσαμε στις Άλπεις, στα σύνορα Ιταλίας-Αυστρίας,  όπου το 1991 βρέθηκε ο Otzi, o άνθρωπος των πάγων.

Νωρίς το πρωί  πήραμε τον δρόμο για το χωριό Vernago. 

Καθ’ οδόν είδαμε πανέμορφα χωριά   και περιβόλια  με μηλιές, που τόσο φροντισμένα δεν έχω δει μέχρι σήμερα πουθενά αλλού…

Οι  πέντε ορειβάτες, μέσω μιας κοιλάδας, ανηφορίσαμε προς το καταφύγιο Similaun Hutte, (3.019μ).που απείχε περί τις 4 ώρες.

Κάποιος συνέχισε, μέχρι το σημείο που βρέθηκε ο Οτζι και  άλλοι τρεις επιχείρησαν ανάβαση στην ομώνυμη παρακείμενη κορφή, την οποία δεν ολοκλήρωσαν…      

Η επόμενη μέρα μας επιφύλασσε  μια πρωτόγνωρη εμπειρία,  με την επίσκεψη στο καταπληκτικό μουσείο του Otzi, στο Bolzano .

Ο Otzi είναι ο άνθρωπος(η μούμια του, για να ακριβολογούμε…), που μελετήθηκε όσο κανείς  άλλος άνθρωπος  στον κόσμο. Χρησιμοποιήθηκε όλη η σύγχρονη τεχνολογία για την μελέτη της μούμιας του, σε όλες τις  λεπτομέρειες, που αφορούσαν τον ίδιο σαν οντότητα καθώς και όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, για την συντήρησή της, για το «στήσιμο» του μουσείου και την άψογη λειτουργία του, που κατά την γνώμη μου, αυτό το μουσείο αγγίζει την τελειότητα και αξίζει να το επισκεφτεί κανείς!…

Και στη συνέχεια πήραμε το δρόμο της επιστροφής στην Τεργέστη, με ολιγόωρες στάσεις σε γραφικά χωριά και κωμοπόλεις, κτισμένα στις όχθες της τεράστιας… και πανέμορφης λίμνης Garda, που ήταν κατάμεστη με σέρφερ και ιστιοπλοϊκά.

Μια βόλτα με την ψυχή στο στόμα… στην πανέμορφη πόλη Σαλό, αγαπημένο θέρετρο του Μουσολίνι, όπου και θανατώθηκε δια απαγχονισμού και τυφεκισμού. 

Αργά το βράδυ φτάσαμε, στην Τεργέστη. 

Την επόμενη μέρα, από νωρίς το πρωί ξαμολυθήκαμε στο ιστορικό κέντρο της πόλης για τα αξιοθέατα…  

Ξεκινήσαμε από το Κάστρο του «San Giusto», κτισμένο σε λόφο, όπου το κάστρο των Αψβούργων.  Εδώ εκτίθεται και το αυθεντικό  σύμπλεγμα των Μικέζ -Τζακέζ, που χτυπάνε την καμπάνα του ρολογιού της πόλης.

Δίπλα, η μεγαλοπρεπής πεντάκλιτη βασιλική, αφιερωμένη στην Παναγία και στον Άγιο Τζιούστο.

Στην παλιά πόλη, υπάρχει ρωμαϊκό θέατρο και πολλές εκκλησίες.

Περπατήσαμε κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού και είδαμε την σέρβικη εκκλησία του Αγ. Σπυρίδωνα, τον Άγ. Αντώνιο τον Θαυματουργό, τον Άγ. Νικόλαο, της Ελληνικής Κοινότητας, καθώς και δυο παλάτια που κτίστηκαν για έλληνες, του «Carciotti» και του  πλοιοκτήτη Νικολή Στρατί.

Στην Τεργέστη   υπήρχε πολυάριθμη και ακμάζουσα ελληνική παροικία από τον 18ο αιώνα, που σήμερα αριθμεί 500 μέλη.

Φωτογραφηθήκαμε με τα αγάλματα,  του διάσημου ποιητή της πόλης Umberto Saba, του συγγραφέα Italo Svevo, που είπε το ωραίο «Η Ζωή δεν είναι άσχημη ούτε ωραία, είναι αυθεντική!.. και του ιρλανδού συγγραφέα James Joyce, που την αγαπούσε πολύ..

Επίσης επισκεφτήκαμε το παλάτι  “Miramare”.

Την επιβλητική και εντυπωσιακή Συναγωγή, δεν την επισκεφτήκαμε. 

Καθ’ οδόν  όμως  προς αυτήν,  από μια σύντομη συνομιλία με έναν ευγενέστατο  εβραίο, μάθαμε πως η εβραϊκή κοινότητα προπολεμικά, αριθμούσε 7.000 χιλ ψυχές και σήμερα  μόνο 550… Μέχρι κοινούς γνωστούς βρήκαμε!… Γνώριζε έναν λαρισαίο, εβραίο έμπορα υφασμάτων, ονόματι Μαγρίζος… Όλη η Θεσσαλία ξέρει το Μαγρίζο!.. Πόσο μικρός… είναι ο Κόσμος!.. Όλος ο Κόσμος μια γειτονιά!…

Και το βράδυ, αποχαιρετίσαμε την ανθρώπινη… και πολυεθνική… αυτή πολιτεία…  όπου  ζουν όλες οι φυλές του Ισραήλ.. ιταλοί, γερμανοί, σλοβένοι, σέρβοι, εβραίοι, έλληνες και  άλλες εθνότητες,  δοκιμάζοντας τοπικές γεύσεις και ποτά, στην πιάτσα Unita… Και την επόμενη μέρα, λίαν πρωία… πήραμε το δρόμο της επιστροφής στα πάτρια εδάφη… Και εις άλλα τέτοια… και καλύτερα,  με υγεία…

«ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΙΘΙΟΠΊΑ ΜΕ «ΣΥΛΛΟΓΟ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΠΑΙΔΙΩΝ ΑΙΘΙΟΠΙΑΣ»

Τα Χριστούγεννα του 2004,  μια πολυμελής ομάδα μελών, του παραπάνω, ομώνυμου συλλόγου, πραγματοποίησε ταξίδι στην Αιθιοπία και συγκεκριμένα στις πόλεις Κομπόλτσα και Τέκλε. Σκοπός του ταξιδιού μας, να γνωρίσουμε από κοντά… τα παιδιά που βοηθούσαμε να επιβιώσουν… και να τους προσφέρουμε,  πέρα από υλικά πράγματα,  την αγάπη μας και μια θερμή αγκαλιά… που την στερούνται, λόγω απώλειας των γονέων.

Το ταξίδι μας, αεροπορικώς, μακρινό… και πολύωρο, Αθήνα-Κάϊρο, Κάιρο-Αντις-Αμπέμπα και εν συνεχεία με πούλμαν στις προαναφερθείσες πόλεις. Στην Κομπόλτσα φιλοξενούνταν σε ορφανοτροφείο, κορίτσια ως τα 18 τους χρόνια και στο Τέκλε  αγόρια, μέχρι την ενηλικίωσή τους.

Πρώτα επισκεφτήκαμε τα κορίτσια και στη συνέχεια τα αγόρια. Μας υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά και εγκαρδιότητα… Ήταν όλα κουκλιά… Φορούσαν ότι καλύτερο ρούχο είχαν, τα δε μαλλιά τους καλοχτενισμένα, με εκείνα τα αριστοτεχνικά… φτιαγμένα κοτσιδάκια, που τα έφτιαχναν το ένα στο άλλο, με καταπλκτική ταχύτητα και μαεστρία!.. Και εκείνα τα όμορφα, άδολα… μαύρα μάτια, που σε κοιτούσαν,  περίεργα και με αδημονία!.. Παρ΄ολη την ορφάνια τους… ήταν όλα χαρούμενα!.. 

Τουλάχιστον εδώ είχαν φαγητό, στέγη, προστασία, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και βασική εκπαίδευση. Το κοριτσάκι μου τώρα είναι μεγάλη κοπέλα, πανέμορφη και έχει  σπουδάσει  δασκάλα. Μου έστειλε και φωτογραφία με την ειδική στολή αποφοίτησης. 

Για αρκετά χρόνια  είχαμε χαθεί… αλλά τελευταία, επικοινωνούμε μέσω facebook. Μού ζήτησε να της στείλλω λάπτοπ και το έστειλα… και έφτασε μετά από κάμποσους μήνες!.. Κάλλιο αργά παρά ποτέ!.. Αφού έφτασε… πάλι καλά. Εν τω μεταξύ, είχα κάνει αίτημα αποζημίωσης, για την απώλεια του και μου έδωσαν πίσω το έν τρίτον της αξίας του, το οποίο φυσικά και επέστρεψα.  Προσωπικά… το είχα ξεγράψει… Σκέφτηκα, κάποιος ταχυδρομικός υπάλληλος, το έχει «βουτήξει» για πάρτη του… Και η χαρά της ήταν μεγάλη, όπως και οι ευχαριστήριες ευχές… «Ι  love you mom… thank you very much  mom.. God bless you!.. Τώρα τελευταία μου ξεφούρνισε,   «Mom i wand to come to Greece… I love Greece, from when I was a child!.. It was my dream to come in Greece… mom  please, tell me Ο.K.

 Είναι αλήθεια πως με προβλημάτισε… αυτή της η επιθυμία. Βέβαια κάθε νέος και νέα, ιδιαίτερα στις μέρες μας, θέλουν τη βολή τους… την καλοπέραση…  Κατά την γνώμη μου το καλλίτερο είναι να βρει δουλειά στη χώρα της και να ζήσει εκεί, στην πατρίδα της. Έχει τελειώσει τις σπουδές της εδώ και πάνω από χρόνο και κάθεται… Δεν βρήκε μια δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά, όπως μπέιμπυ-σίτερ, μαθήματα σε παιδιά, σε καμιά βιοτεχνία, για την επιβίωση… Την φιλοξενεί η θεία της αλλά ως πότε!.. κοπελίτσα είναι, θέλει και το ντύσιμο και την βόλτα της, αλλά χωρίς φράγκο δεν γίνεται… 

Τελευταία  μου ζήτησε 100 ευρώ, να αγοράσει ρούχα, πυτζάμες και παπούτσια, αλλά δεν της έκανα το χατίρι… Της έστειλα μήνυμα, ότι δεν είμαι πλούσια… Είμαι συνταξιούχος του δημοσίου και η σύνταξή μου ίσα που φτάνει να καλύπτω τις δικές μου ανάγκες και ότι πρέπει από δω και πέρα να φροντίσει να βρει δουλειά στη χώρα της η στο εξωτερικό και να ζήσει όπως της αρέσει.    

Και η δική μου οικογένεια ήταν φτωχή, αγρότες ήταν οι γονείς μου, με τέσσερα παιδιά, τα οποία σπουδάσαμε όλα. Αλλά τα καλοκαίρια δουλεύαμε όλοι μαζί στα καπνά, που ήταν εκείνα τα χρόνια η κύρια πηγή εισοδήματος του σπιτικού μας. Και ενώ σπουδάζαμε, όλο και ψάχναμε για καμιά δουλίτσα… Η αδελφή μου η Κούλα, μόλις τελείωσε την Παιδαγωγική  Ακαδημία, μέχρι να διοριστεί στο δημόσιο, έπιασε αμέσως δουλειά σε ιδιωτικό σχολείο της Γλυφάδας και ο αδερφός μου Βάϊος, μετά το γυμνάσιο, βρήκε δουλειά στην ΕL-GRECO, μια εύρωστη βιομηχανία, που έφτιαχνε πανέμορφες κούκλες, ξακουστές εκείνη την εποχή, της δεκαετίας του ΄70. Εγώ δούλευα τρίωρο, σε φυσικοθεραπευτήριο τα απογεύματα και η Ευδοκία έκανε  νυχτερινά αποκλειστικά, ως νοσηλεύτρια.  

Είχα και ένα αγοράκι, με το όνομα Τegene Amare, πολύ όμορφο και συμπαθητικό παιδάκι, που και αυτό τώρα ενηλικιώθηκε, αλλά δεν έχω νέα του, τι  να απέγινε άραγε; Δεν έχω πλέον επαφές με τον σύλλογο. 

Επίσης είχα γνωρίσει και ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι με το όνομα Tamirat Lakew, το οποίο εργάζεται, χρόνια τώρα, στη Σαουδική Αραβία, έχει κάνει οικογένεια και είναι πολύ ευχαριστημένος… Τελευταία βρεθήκαμε  στο facebook και τα λέμε που και που.

ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΚΟΡΟΝΟΙΟΥ

Δεν μας έφτανε η παρατεταμένη οικονομική κρίση της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα που διανύουμε, όταν προέκυψε στη ζωή μας, απ’ το πουθενά… και  μια πανδημία κορονοϊού, που ξεκίνησε από την Κίνα αλλά πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, με χιλιάδες κρούσματα  και πολλούς θανάτους.

Οι κινέζοι είχαν μια μεγάλη εξάπλωση του φονικού ιού, τον  Φεβρουάριο  του 2020  τον πρώτο μήνα της εμφάνισης του με κάμποσες χιλιάδες κρούσματα και μερικές εκατοντάδες θύματα, αλλά δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς έκαναν και αναχαιτίστηκε η επιδημία.

Τον επόμενο μήνα τον Μάρτιο, η επιδημία, έγινε πανδημία και εξαπλώθηκε σε όλες τις ηπείρους της γης, μιας και ο πλανήτης μας, την τελευταία πεντηκονταετία περίπου έγινε μια
«γειτονιά»… 

 Η Κίνα, εν τω μεταξύ, την τελευταία εικοσαετία, έχει επιτύχει αλματώδη οικονομική άνθηση στην παραγωγή και εμπορία υλικών αγαθών και έχει κατακλύσει τις αγορές όλου του κόσμου με τα φτηνά, πλην όμως ευτελή… προϊόντα της. Και μαζί με τα προϊόντα της, όπως ήταν φυσικό… έφτασε και ο φονικότατος κορονοϊός σε όλο τον πλανήτη.  

Και καθένας που μολύνεται απ’ τον εν λόγω ιό, όσο να νοσήσει, δηλαδή σε δέκα ημέρες, θα έχει μολύνει άλλους εφτά συνανθρώπους του.  Και αυτοί στη συνέχεια, άλλους σαρανταεννιά ο καθένας, γίνονται τριακόσιοι σαραντατρείς, επί εφτά, φτάνουν τις τρείς χιλιάδες τετρακόσιους έναν ασθενείς και πάει λέγοντας. Δηλαδή ο ιός αυξάνεται με γεωμετρική κλίμακα και είναι φονικότατος… 

Έχει καταγραφεί, πως ένα τριάντα τοις εκατό απ’ τους νοσούντες, θα πεθάνουν, από σοβαρή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος και τις επιπλοκές που προκαλεί αυτή.

Στην Ευρώπη ο ιός έφτασε, κατ’ αρχήν στην βόρεια Ιταλία, στην Λομβαρδία συγκεκριμένα, από σαράντα πέντε περίπου προσκυνητές, ένα λεωφορείο,  που επισκέφτηκαν τους Αγίους Τόπους, με κρουαζερόπλοιο. Που να φανταστούν οι άνθρωποι  τι τους έμελλε να πάθουν!..  Όταν επέστρεψαν απ’ το ταξίδι, σε μια βδομάδα περίπου τους περίμενε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη… Όλοι  εμφάνισαν συμπτώματα γρίπης, άλλοι σοβαρότερα και άλλοι ελαφρότερα και άρχισαν να πεθαίνουν σαν τα κοτόπουλα… 

Όσο να αντιληφτεί η ιατρική κοινότητα την σοβαρότητα της λοίμωξης απ’ τον εν λόγω κορονοϊό, τον λεγόμενο covid 19, έφτασε η χώρα να θρηνεί, εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες κρούσματα, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει το υγειονομικό της σύστημα. Τους έπιασε στον ύπνο ο διαβολεμένος κορονοϊος, πανάθεμά τον… και όσο να καταλάβουν τι συμβαίνει και να πάρουν αυστηρά μέτρα για την μη περαιτέρω εξάπλωση του ιού στην κοινότητα, έχασαν το παιγνίδι.

 Εν τω μεταξύ ο ιός δεν περιορίστηκε στην Ιταλία μόνο, αλλά γρήγορα έπληξε σχεδόν όλες τις  ανίδεες ακόμα ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα να έχουν πολλά κρούσματα και η Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία και οι υπόλοιπες χώρες  λιγότερα.  Από τις τρείς αυτές χώρες, με τα πολλά κρούσματα, η Γερμανία θρηνεί  λιγότερους θανάτους… προφανώς λόγω του καλύτερου ιατρικού συστήματος αυτής… και της επάρκειας σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό αλλά και επάρκεια σε αναγκαία υλικά, όπως αναπνευστήρες, μάσκες και άλλα.  Η Ιταλία έφτασε κάποια μέρα να θρηνεί  εξακόσιους και… νεκρούς και χιλιάδες κρουσμάτων, να έπεται η Γαλλία,  τρίτη  η Ισπανία, μετά η Αγγλία   και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ολλανδία είναι η μόνη χώρα, που δεν πήρε κανένα μέτρο προστασίας του λαού της από τον εν λόγω ιό, με την προσδοκία… ότι ο λαός της, θα αποκτήσει ανοσία σ’ αυτόν, σύμφωνα με την λεγόμενη «Θεωρία της αγέλης»

Εν τω μεταξύ, η ταχεία εξάπλωση του κορονοϊού σε όλο τον κόσμο, είχε ως αποτέλεσμα να ξεσπάσει και ένας άλλος πόλεμος… μεταξύ των κρατών,  που αφορούσε την επάρκεια αυτών σε κατάλληλο ιατρικό εξοπλισμό, ήτοι αναπνευστήρες για τις διασωληνώσεις των πασχόντων και άλλου ιατρικού υλικού, κυρίως μάσκες και αντισηπτικά που έγιναν άφαντα… από την αγορά, ως δια μαγείας… με την έναρξη της  πανδημίας… Όλοι τρέξαμε σαν τρελοί, να προμηθευτούμε αντισηπτικά και μάσκες για ένα χρόνο… Άδειασαν αυθωρεί και παρά χρήμα, τα ράφια των σούπερ-μάρκετ από αντισηπτικά και γέμισαν οι δρόμοι με  μασκοφόρους. Ήταν δε τόσο μεγάλη η έλλειψη σε μάσκες, που η κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιστρατεύσει το στράτευμα να φτιάξει μάσκες, για την επάρκεια της αγοράς και των νοσοκομείων.        

Στη χώρα μας τον κορονοϊό, τον έφεραν έμποροι βορειοελλαδίτες κυρίως, από Καστοριά, Βέροια, Γρεβενά,  αλλά και από Αθήνα, γουναράδες και δερματέμποροι, που έχουν εμπορικές συναλλαγές με την βόρεια Ιταλία και ήταν οι περιοχές που είχαν τα πρώτα κρούσματα της νόσου και τα περισσότερα φυσικά η Αττική.     

Η χώρα μας είχε την τύχει, ο πρωθυπουργός της,  Κυριάκος Μητσοτάκης να αντιληφτεί έγκαιρα την σοβαρότητα της επιδημίας του ιού και να πάρει τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας της εξάπλωσης του, με αποτέλεσμα να έχουμε σχετικά περιορισμένο αριθμό ασθενών και κρουσμάτων, στην αντίστοιχη χρονική περίοδο. Και μπράβο του!.. Μας έχωσε σε  αυστηρή καραντίνα για δυο εβδομάδες και ίδωμεν για πόσο ακόμα… με αποτέλεσμα  να μην εξαπλωθεί ευρύτατα ο ιός και νοσήσει πολύς κόσμος, με αποτέλεσμα να  καταρρεύσει, το όχι και τόσο εύρωστο υγειονομικό μας σύστημα. Έχουμε μέχρι στιγμής, την 23 Μαρτίου, περί τους σαράντα νεκρούς και κάποιες εκατοντάδες  κρουσμάτων, κυρίως στους νομούς Αττικής, Καστοριάς, Βέροιας και  Θεσσαλονίκης. Και η καραντίνα έχει παραταθεί και για τον Απρίλιο, όπου αναμένεται και η κορύφωση της πανδημίας και ελπίζουν οι ειδήμονες, πως τον Μάη θα αρχίσει η κάμψη της, με την βοήθεια του Θεού και της Παναγίας Αμήν!.. 

Ζούμε πρωτόγνωρες… μέρες. Επιτρέπεται να βγαίνεις μόνο για επίσκεψη σε φαρμακείο, νοσοκομείο, σούπερ-μαρκετ, για εργασία, για βόλτα με το κατοικίδιο και άθληση κατά μόνας… Και πρέπει πριν βγεις απ’ το σπίτι, να έχεις τυπώσει, εάν έχεις υπολογιστεί, το χαρτάκι, όπου θα αναγράφεται ο λόγος της εξόδου, με τον προκαθορισμένο εκ του κράτους, αριθμό για κάθε περίπτωση η αν δεν έχεις εκτυπωτή, να αναγράφεται ολογράφως… Και το πρόστιμο για κάθε παράβαση των διατάξεων τιμωρείται με πρόστιμο 150 ευρώ. Πέρα απ’ αυτό, και όπου υπάρχουν ουρές, τα άτομα πρέπει να τηρούν την απαιτούμενη απόσταση μεταξύ των, του ενός μέτρου τουλάχιστον.  Δεν λειτουργεί στη χώρα τίποτα… Έκλεισαν σχολεία, θέατρα, σινεμά, μπαράκια, νυκτερινά κέντρα, έχουν αναβληθεί ποδοσφαιρικά και άλλα αθλητικά πρωταθλήματα και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκυο. Τα λεωφορεία να κάνουν τα δρομολόγια αλλά με ένα άτομο σε κάθε σειρά καθισμάτων που περιλαμβάνει δυο θέσεις, ούτως ώστε να τηρείται η προβλεπόμενη απ’ τον νόμο, απόσταση, μεταξύ των επιβατών. Έκλεισαν γυμναστήρια, χοροδιδασκαλεία, χορωδίες, καφετέριες, κομμωτήρια και γενικά όλοι οι χώροι όπου συνωστίζεται πολύς κόσμος.  Ακόμα και μέσα στα σπίτια μας, συστήνουν πως  πρέπει να τηρούμε την απόσταση του ενός μέτρου ο ένας απ’ τον άλλο.  Άλλαξε άρδην η καθημερινότητά μας… Κοντεύουμε να πάθουμε παράκρουση!.. Με το ζόρι κάνουμε τα απαραίτητα… και έπειτα αράζουμε στην τηλεόραση  και παθαίνουμε  ταράκουλο… απ’ τα θλιβερά μαντάτα της υφηλίου. 

Σήμερα, 28 Μαρτίου, η Ιταλία και Γαλλία, θρηνεί  η κάθε μια, περί τους χίλιους νεκρούς και τα κρούσματα παγκοσμίως αγγίζουν οσονούπω αγγίζουν τις 700. 000 χιλιάδες.  

 Σε κανέναν απ’ τους μεγάλους πολέμους που έζησε η ανθρωπότητα, δεν υπήρξαν ημερησίως τόσοι νεκροί… Ετούτο είναι ο Αρμαγεδόνας… Ο πόλεμος που αναφέρεται στην Αγία-Γραφή, μεταξύ Καλού και κακού, με επικράτηση του Καλού, που σημαίνει την καταστροφή ολάκερης της ανθρωπότητας που είναι βουτηγμένη στο κακό.  Μήπως ο Θεός μας βαρέθηκε… αγανάκτησε μαζί μας και αποφάσισε να μας αφανίσει και να φτιάξει έναν άλλον  κόσμο, πιο ευφυή, πιο πολιτισμένο… πιο ελεήμονα και ανιδιοτελή;… Αλλοίμονο  μας!..

Έχει επιστρατευθεί η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα… για την παρασκευή  και διάθεση στην ανθρωπότητα, εμβολίου, για τον κορονοϊό covid 19, αλλά αυτό θα πάρει πολύ χρόνο απ’ ότι φαίνεται… Και ως τότε, ο αδηφάγος Χάροντας θα «θερίσει» με το απαίσιο δρεπάνι του, πολύ κοσμάκη… ακόμα.

Μεγάλος ντόρος έγινε ιδιαίτερα για το κλείσιμο των εκκλησιών και ειδικά για την θεία-Κοινωνία, με τελικό αποτέλεσμα να μένουν ανοικτές, για κατά μόνας προσέλευση των πιστών, για προσευχή.         

Οι χώρες που επλήγησαν περισσότερο στην Ευρώπη είναι η Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία. Έχει  μολυνθεί απ’ τον ιό και ο πρόεδρος της χώρας, Μπόρις Τζόνσον  με την σύζυγό του.

Σήμερα 27η Μαρτίου η Ιταλία  ανακοίνωσε 1.000 νεκρούς και κοντά στο εκατομμύριο  νέων κρουσμάτων, και περίπου τον ίδιο δρόμο ακολουθεί η Ισπανία και η Γαλλία. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις ατέλειωτες πομπές των στρατιωτικών τζέϊμς, φορτωμένα με φέρετρα, να οδεύουν προς τον τόπο της καύσης των νεκρών της φοβερής πανδημίας… στην Ιταλία.  Πού χρόνος και τόπος να θάψεις τόσους νεκρούς… Η χώρα έχει περιπέσει ξαφνικά σε περίοδο μεγάλης και απρόσμενης, σοβαρής ανθρωπιστικής κρίσης, που δυσκολεύεται να την διαχειριστεί… σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών.

 Ιταλός αξιωματούχος, συντετριμμένος από την τραγωδία που έπληξε τη χώρα του, σε ομιλία του στην τηλεόραση είπε το παρακάτω θλιβερό μαντάτο… «Έφτασε η ώρα, που ο άνθρωπος θα πεθαίνει μόνος του και θα θαύεται η θα καίγεται μόνος του…» Σε λίγο δεν θα υπάρχουν  ούτε φέρετρα και θα τους «φορτώνουν» στα φορτηγά χύμα… σαν τα ψοφίμια, για τα κρεματόρια… Και οι συγγενείς θα τους θρηνούν διπλά… που τους ξεπροβοδούν στον Απάνω Κόσμο, χωρίς τους θρήνους τους, τα μοιρολόγια και  τον   καλλωπισμό του λειψάνου τους, που είναι και αυτό μια  παρηγοριά για τους πενθούντες.

Σήμερα στην τηλεόραση 31 Μαρτίου είδαμε, ένα σχεδιάγραμμα, που δείχνει τον αριθμό κρουσμάτων τεσσάρων χωρών της Ευρώπης, του Βελγίου, Ολλανδίας, Πορτογαλίας και Ελλάδας, με τη χώρα μας, να έχει τον μικρότερο αριθμό κρουσμάτων, μόλις 1212, έναντι 6.408 της Πορτογαλίας, 11.750 της Ολλανδίας και 1.899 του Βελγίου. Στο βραδινό δελτίο ειδήσεων όμως τα νούμερα άλλαξαν, ανεβάζοντας τον αριθμό των κρουσμάτων στα 1.314 και τους νεκρούς σε 50. Τα δυο τρίτα των θυμάτων είναι άνδρες και ένα τρίτο οι γυναίκες…

 Ως φαίνεται… το γυναικείο φύλλο είναι εκ φύσεως πιο ενισχυμένο… και ανθεκτικότερο απ’ το άρρεν… Ξέρει ο Θεός τι κάνει… Έφτιαξε πρώτα τον άνδρα, τον Αδάμ και τον έβαλλε στον παράδεισο να ζει  και να καλοπερνάει… κόβοντας ολημερίς βόλτες σούρτ-φέρτα… σαν την άδικη κατάρα… Είδε τις αδυναμίες του… και τις ανάγκες… του και αποφάσισε να φτιάξει και ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα,  την Εύα. Λίγο διαφορετικό και συμπληρωματικό όσον αφορά την ανατομία και την έκανε δώρο στον Αδάμ, με την ευχή «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την Γην»  για να τον κάνει πιο χαρούμενο και ευτυχισμένο.  Από εκεί και ύστερα, ως τις μέρες μας, γέμισε η Γη με ανθρώπους, μαυριδερούς.. λευκούς, κίτρινους, με σχιστά ματάκια… και ερυθρόδερμους, που στο διάβα των αιώνων αλληλοσπαράσονται μεταξύ τους.  

Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια, στην Κυβέρνηση Μητσοτάκη και στο επιτελείο του και στον επικεφαλής λοιμοξιολόγο κ. Τσιόρδα που καθημερινά μας ενημερώνει για την πορεία της επιδημίας στην χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Είναι το πρόσωπο της «ημέρας» θα λέγαμε, μειλίχιος, ειλικρινής, συνοπτικός, παρηγορητικός… κρεμόμαστε απ’ τα χείλη του και παίρνουμε δύναμη και παρηγοριά. 

 Επίσης από σήμερα 31-3-2020 θα γίνεται στη χώρα μας, άϋλη συνταγογράφηση των φαρμάκων μέσω των κινητών τηλεφώνων. Θα τις γράφει στο κινητό του ασθενούς ο γιατρός και θα πάει στο φαρμακείο της γειτονιάς του για παραλαβή των απαιτούμενων φαρμάκων. Πολύ εξυπηρετικό σύστημα και οικονομικό… τέρμα η χαρτούρα… 

Μέσα από την πανδημία του κορονοϊού, που θα μας ταλαιπωρήσει για τουλάχιστον δυο μήνες ακόμη η και περισσότερο,  σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, ουδείς γνωρίζει επακριβώς τι μας μέλλεται να πάθουμε ακόμα… Ένα είναι σίγουρο… το ότι θα μειωθεί ο πληθυσμός της γης σημαντικά… θα το δούμε, όταν με το καλό θα τελειώσει αυτή η λαίλαπα που κτύπησε την ανθρωπότητα και ότι θα αλλάξουν πολλά πράγματα στη ζωή μας, θετικά… Θα αναγεννηθεί η ανθρωπότητα, σαν τον φοίνικα, μέσα απ’ τις στάχτες  των κρεματορίων της.    

  Η Πολωνία, Ρωσία και οι βόρειες χώρες Δανία, Νορβηγία Σουηδία, δεν επλήγησαν. Μεγάλη πανωλεθρία έχει υποστεί η Αμερική, ιδιαίτερα η Νέα Υόρκη, Νέα Ορλεάνη Νεμπράσκα η οποία προσμετρά, ως σήμερα ένα εκατομμύριο νεκρούς και  κάμποσα εκατομμύρια, κρουσμάτων. 

Και σήμερα 31 Μαρτίου πληροφορηθήκαμε τηλεοπτικά, πως η χώρα μας έχει 1.314 κρούσματα και 49 νεκρούς.  Απ’ τους νεκρούς, τα δυο τρίτα  είναι άνδρες και το ένα τρίτο γυναίκες. Να μια ακόμα ένδειξη πως το γυναικείο φύλλο είναι ανθεκτικότερο από το άρρεν, όπως υποστηρίζεται και από άλλες έγκυρες μετρήσεις. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, πιθανόν αυτό να οφείλεται στο ότι η γυναίκα γεννοβολάει και είναι επιφορτισμένη με την ανατροφή των παιδιών και μένει πιο πολύ στο σπίτι, ενώ ο άντρας, είναι αναγκασμένος να εργάζεται σκληρά και πολλές ώρες, να πολεμάει  εν καιρώ συρράξεων με εισβολείς, είναι πιο ευάλωτος και έχει μικρότερο προσδόκιμο ζωής από την γυναίκα.

 Ένας άλλος λόγος είναι το ότι η γυναίκα είναι το δεύτερο όν που δημιούργησε ο Κύριός μας και ως φαίνεται.. έβαλλε τα δυνατά του… το κάτι τις παραπάνω και το έκανε πιο ανθεκτικό και πιο ευέλικτο.  Και ο λόγος είναι για να μπορεί να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες του ανθρώπινου βίου, δεδομένου ότι οι άρρενες με τις σκληρές δουλειές που ήταν επιφορτισμένοι να κάνουν για την επιβίωση της οικογένειάς τους και με την υποχρέωση προς στράτευση εν καιρώ πολέμου, όπου πολλοί έχαναν την ζωή τους η αρρώσταιναν σοβαρά η έμεναν ανάπηρου και έβγαιναν εκτός υπηρεσίας, οι γυναίκες έπρεπε να έχουν την δυνατότητα να μπορούν να ζήσουν την οικογένειά τους. «Δόξα τω θεώ Πάντα εν Σοφία εποίησεν»    

Η μόνη χώρα που έστειλε βοήθεια στη χώρα μας και στις άλλες ευρωπαϊκές πληγείσες χώρες Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία είναι η Κίνα και η Τουρκία. Η Γερμανία, που ηγεμονεύει της λεγόμενης, στα χαρτιά μόνο, Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κ. Μέρκελ δηλαδή, ποιεί την νύσσα… και δεν συναινεί στην έκδοση του λεγόμενου « ευρωομολόγου» για την ενίσχυση των εν λόγω χωρών. Αν αυτό το δημιούργημα… είναι ενωμένη Ευρώπη, τότε μπορώ να ισχυριστώ και γω πως είμαι Πάπας…

Κοινό Ευρωπαίκό ταμείο για τον κορονοϊό προωθεί η Γαλλία. Αρνητικά ρεκόρ ανεργίας, από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, 52,2, από Μάρτιο  του 2019 εμφανίζουν  πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ο Κόντε, πρωθυπουργός της Ιταλίας εξαπολύει κεραυνούς  κατά Μέρκελ για κορονο-ομόλογο.  Ο Μακρόν, πρόεδρος της Γαλλίας βροντοφωνάζει πως η  ΕΕ πρέπει να δείξει εάν είναι το κοινό σπίτι των Ευρωπαίων πολιτών… «Γράφουμε βιβλίο ιστορίας, όχι εγχειρίδιο οικονομίας.» Το ιατροφαρμακευτικό σύστημα σε  Ιταλία και Ισπανία έχει καταρρεύσει…  Οι γιατροί στην Ισπανία κατάκοποι… με φανερά τα σημάδια της κόπωσης στα πρόσωπά τους, βροντοφωνάζουν «Ζούμε μια  Κόλαση»  Είμαστε υπερπλήρεις, υπεράνθρωπη η μάχη  γιατρών  και νοσηλευτών. Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης η Νέα-Υόρκη»

Αυτό δεν είναι ενωμένη Ευρώπη, απλά είναι μια καταδυνάστευση των βορείων χωρών και δη της Γερμανίας που  κερδοσκοπεί αισχρά … εις βάρος των νοτίων υποανάπτυκτων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η χώρα μας, η Ιταλία και η Ισπανία. Ότι χάνουν απ’ το ΑΕΠ τους, οι νότιες, το κερδίζει η Γερμανία, που κατακλύζει τις αγορές τους με τα παντός είδους εμπορεύματά της. Σκληρός και ανάλγητος ο γερμανικός λαός  ανέκαθεν. Έχει αιματοκυλίσει την Ευρωπαϊκή  ήπειρο δυο φορές στον αιώνα που πέρασε, με τους δυο παγκοσμίους πολέμους που προκάλεσε και δεν είναι διόλου απίθανο στο μέλλον… να το ξανακάνει. Δεν αλλάζει η νοοτροπία των λαών τόσο γρήγορα… για να μην πω, πως δεν αλλάζει ποτέ… Πιστεύω προσωπικά, πως είναι θέμα γονιδιακό… το χουν  στο DΝΑ τους.

Εν τω μεταξύ,  η  παγκόσμια ιατρική κοινότητα, έχει ριχτεί στον αγώνα για την εύρεση εμβολίου κατά του κορονοϊού covid 19, για την σωτηρία της ανθρωπότητας. Ας ελπίσουμε πως δεν θα αργήσει πολύ…

Από επιστημονικές μελέτες του  εν λόγω  κορονοϊού, έχει αποδειχτεί, πως είναι μια μετάλλαξη του ιού που προκάλεσε την επιδημία της λεγόμενης  «ισπανικής» γρίπης, που έπληξε την ευρωπαϊκή  ήπειρο το 1918, ενώ εμαίνετο ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος, κατά την διάρκεια της οποίας έχασαν την ζωή τους, ογδόντα εκατομμύρια  άνθρωποι. 

Ας προσευχηθούμε στον Κύριο, αυτή η επιδημία που πλήττει την ανθρωπότητα στις μέρες μας να μην είναι τόσο φονική, όσο η προηγούμενη «επίσκεψη» της μάνας  του… που δεν το βλέπω!… 

Ανάλυση Τσόμσκι για κρίση κορωνοϊού: Σοκαριστικό να ηγείται τώρα ο Τραμπ (vid)

 Η Κούβα βοηθάει την Ευρώπη ενώ η Γερμανία δεν μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα.          Δημοσίευση: 30/03/200 Ο Νόαμ Τσόμσκι, ο γνωστός 91χρονος Αμερικανός γλωσσολόγος και πολιτικός αναλυτής, μίλησε στον Σρέτσκο Χόρβατ στο DiEM25 TV από την Αριζόνα των ΗΠΑ, όπου βρίσκεται σε αυτό-απομόνωση λόγω της πανδημίας. Ο Τσόμσκι επισήμανε ότι η υγειονομική κρίση του κορονοϊού είναι πολύ σοβαρή και θα έχει σοβαρές επιπτώσεις αλλά θα είναι παροδική, ενώ υπάρχουν δύο πιο σοβαρές υπαρξιακές απειλές που έχει να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα, ο πυρηνικός πόλεμος και η υπερθέρμανση του πλανήτη. Στην ανάλυσή του επισημαίνει πώς όλες οι απειλές αυτές επιδεινώνονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και μετά το τέλος αυτής της κρίσης η επιλογή θα είναι είτε πιο αυταρχικά, βίαια κράτη είτε ριζική ανασυγκρότηση της κοινωνίας με πιο ανθρώπινες συνθήκες.

Για τον Τσόμσκι είναι σοκαριστικό αυτή την κρίσιμη στιγμή να ηγείται ο Ντόναλντ Τραμπ, τον οποίο χαρακτηρίζει ως κοινωνιοπαθή καραγκιόζη. «Η πανδημία του κορονοϊού είναι αρκετά σοβαρή, αλλά αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι υπάρχουν δύο τεράστιες απειλές που αντιμετωπίζουμε, οι οποίες είναι πολύ χειρότερες από οτιδήποτε έχει συμβεί στην ανθρώπινη ιστορία: Η μία είναι ο αυξανόμενος κίνδυνος ενός πυρηνικού πολέμου και η άλλη είναι φυσικά η αυξανόμενη απειλή της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ο κορονοϊός είναι κάτι άσχημο και μπορεί να έχει τρομακτικές συνέπειες, αλλά θα υπάρξει ανάκαμψη. Ενώ οι άλλες δύο απειλές αν δεν αντιμετωπιστούν θα είναι το τέλος μας».

Η εξουσία των ΗΠΑ είναι τόσο μεγάλη, που είναι η μοναδική χώρα που όταν επιβάλλει κυρώσεις σε άλλα κράτη όπως το Ιράν και η Κούβα, όλοι οι υπόλοιποι την ακολουθούν μαζί με την Ευρώπη που παίζει τον ρόλο του υποτακτικού, υποστηρίζει ο Τσόμσκι. Οι χώρες αυτές υποφέρουν από τις αμερικανικές κυρώσεις αλλά παρόλα αυτά «ένα από τα πιο ειρωνικά στοιχεία της σημερινής κρίσης του κορονοϊού είναι ότι η Κούβα βοηθάει την Ευρώπη. Η Γερμανία δεν μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα, αλλά η Κούβα μπορεί να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές χώρες». Προσθέτοντας και τους θανάτους στη Μεσόγειο χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων, ο Τσόμσκι θεωρεί ότι η πολιτισμική κρίση της Δύσης είναι συγκλονιστική.

Η σημερινή ρητορική που παραπέμπει σε φρασεολογία πολέμου έχει κάποια σημασία, σύμφωνα με τον Τσόμσκι. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση χρειάζεται κάτι όπως μια πολεμική κινητοποίηση. Παράδειγμα φέρνει τις ΗΠΑ και την άμεση οικονομική κινητοποίηση για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία οδήγησε τη χώρα σε μεγαλύτερο χρέος και τετραπλασιάστηκε η παραγωγή και η ανάπτυξη. Αυτή τη νοοτροπία χρειαζόμαστε και τώρα για να ξεπεράσουμε αυτή τη βραχυπρόθεσμη κρίση και η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί από τις πλούσιες χώρες. «Σε έναν πολιτισμένο κόσμο, οι πλούσιες χώρες θα βοηθούσαν μετά τις χώρες που έχουν ανάγκη, αντί να τις στραγγαλίζουν». «Η κρίση του κορονοϊού μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν τι είδους κόσμο θέλουμε;’».

Ο Τσόμσκι πιστεύει ότι η προέλευση αυτής της κρίσης ήταν η παταγώδης αποτυχία των αγορών και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εντείνουν τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. «Ήταν γνωστό εδώ και πολύ καιρό ότι οι πανδημίες είναι κάτι πιθανό να συμβούν και έγινε κατανοητό με την πανδημία του κορονοϊού SARS. Θα μπορούσαν να έχουν εργαστεί πάνω σε εμβόλιο για αυτόν, στην ανάπτυξη προστασίας από πανδημίες του κορονοϊού, και με μικρές τροποποιήσεις να έχουμε σήμερα διαθέσιμο εμβόλιο». Για τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες (Big Pharma), ιδιωτικές τυραννίες που είναι αδύνατο για τις κυβερνήσεις να παρέμβουν σε αυτές, η ανάπτυξη εμβολίων δεν είναι τόσο επικερδής όσο οι κρέμες σώματος. Η απειλή της πολιομυελίτιδας τερματίστηκε με το εμβόλιο του Σαλκ, από κυβερνητικό θεσμό, χωρίς ευρεσιτεχνία, και έγινε διαθέσιμο σε όλους. «Αυτό θα μπορούσε να γίνει και τώρα, αλλά η νεοφιλελεύθερη πανούκλα το έχει εμποδίσει».

Οι πληροφορίες υπήρχαν, αλλά δεν δώσαμε σημασία.

«Τον Οκτώβριο του 2019 έγινε μια προσομοίωση μεγάλης κλίμακας στις ΗΠΑ, με το σενάριο μιας πιθανής παγκόσμιας επιδημίας, αλλά για αυτό δεν έκαναν τίποτα. Δεν δώσαμε προσοχή στις πληροφορίες, καθώς στις 31 Δεκεμβρίου η Κίνα ενημέρωσε τον ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) για την πνευμονία και μία εβδομάδα αργότερα αναγνώρισαν κινέζοι επιστήμονες τον ιό δίνοντας όλες τις πληροφορίες στον κόσμο. Μερικές χώρες οργανώθηκαν, όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν και φαίνεται να το έχουν περιορίσει τουλάχιστον στην πρώτη έξαρση. Η Ευρώπη επίσης έκανε βήματα. Η Γερμανία, η οποία κινήθηκε εγκαίρως, έχει το νοσοκομειακό σύστημα ώστε να το αντιμετωπίσει αν και ενήργησε με εξαιρετικά εγωιστικό τρόπο χωρίς να βοηθά άλλους. Άλλες χώρες το αγνόησαν με τις χειρότερες να είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες».

Όταν ξεπεράσουμε αυτή την κρίση, οι επιλογές που θα έχουμε θα είναι είτε άκρως αυταρχικά και βίαια κράτη ή η ριζική ανασυγκρότηση με πιο ανθρώπινες συνθήκες, που οι ανθρώπινες ανάγκες θα έρχονται πρώτες αντί του ιδιωτικού κέρδους. «Υπάρχει η δυνατότητα να οργανωθούν οι άνθρωποι, να εμπλακούν, όπως κάνουν πολλοί, και να φέρουν έναν πολύ καλύτερο κόσμο, ο οποίος θα αντιμετωπίσει επίσης τα τεράστια προβλήματα που βρίσκονται ακριβώς μπροστά μας, τα προβλήματα του πυρηνικού πολέμου, ο οποίος είναι πιο κοντά από ποτέ και τα προβλήματα της περιβαλλοντικής καταστροφής από τα οποία δεν θα υπάρχει ανάκαμψη αν φτάσουμε σε αυτό το στάδιο, που δεν απέχει πολύ, εκτός αν ενεργήσουμε αποφασιστικά».

«Επομένως, είναι μια κρίσιμη στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας, όχι μόνο λόγω του κορονοϊού, αλλά μπορεί να αποκτήσουμε επίγνωση των βαθιών αδυναμιών, τα βαθιά, δυσλειτουργικά χαρακτηριστικά ολόκληρου του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, το οποίο πρέπει να μεταμορφωθεί, αν πρόκειται να υπάρξει ένα βιώσιμο μέλλον. Επομένως, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι και ένα μάθημα για να το αντιμετωπίσουμε σήμερα ή να το αποφύγουμε και να εκραγεί. Αλλά να σκεφτείτε τις ρίζες του και πώς οι ρίζες αυτές θα οδηγήσουν σε περισσότερες κρίσεις, χειρότερες από αυτές».

Για την κατάσταση καραντίνας στην οποία σήμερα βρίσκονται περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι πάνω στον πλανήτη, ο Τσόμσκι επισημαίνει ότι μια μορφή κοινωνικής απομόνωσης υπήρχε εδώ και χρόνια και η οποία είναι πολύ επιζήμια.

«Βρισκόμαστε τώρα σε μια κατάσταση πραγματικής κοινωνικής απομόνωσης. Πρέπει να το ξεπεράσουμε με την αναδημιουργία των κοινωνικών δεσμών με οποιονδήποτε τρόπο, ανεξάρτητα από το είδος, που μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Επικοινωνώντας με αυτούς, αναπτύσσοντας οργανισμούς, επεκτείνοντας την ανάλυση, ώστε να είναι λειτουργικοί, κάνοντας σχέδια για το μέλλον, ενώνοντας τους ανθρώπους όπως μπορεί να γίνει στην εποχή του διαδικτύου ώστε να βρουν απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και να εργαστούν πάνω σε αυτά, τα οποία μπορούν να γίνουν. Δεν είναι επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο που για τον άνθρωπο είναι απαραίτητη. Αλλά θα τη στερηθούμε για λίγο και είναι σε αναμονή».

Ο Νόαμ Τσόμσκι κλείνει λέγοντας: «Να βρείτε άλλους τρόπους και να συνεχίσετε και να επεκτείνετε και να εμβαθύνετε τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται. Μπορεί να γίνει, δεν πρόκειται να είναι εύκολο, αλλά οι άνθρωποι έχουν αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα.

Η ανθρωπότητα κατά την διάρκεια της ζωής της, ως  τις μέρες μας, έχει πληγεί αρκετές φορές από θανατηφόρους ιούς, με εκατομμύρια θύματα κάθε φορά. 

Η αρχαία Αθήνα, του 5ου αιώνα, της εποχής του Περικλή, κατά την διάρκεια του  Πελλοπονησιακού πολέμου, το 430 π Χ, ενώ επολιορκείτο από τους Σπαρτιάτες,  επλήγη από τον φονικό, ομώνυμο Λοιμό,  με αναρίθμητα θύματα. Αποδεκατίστηκε όλο το στράτευμα, πέθανε ο Περικλής και η οικογένειά του. Ο Ιπποκράτης, ήταν γιατρός στο αθηναϊκό στράτευμα, μολύνθηκε κι αυτός, αλλά επέζησε και ήταν σημαντική η συνεισφορά του στην αντιμετώπιση της επιδημίας. Η επιδημία σκότωσε το ένα  τρίτο του πληθυσμού της πόλης,  που ανέρχονταν σε 300.000,  300 ιππείς,  και 1.400 οπλίτες. Ο Θουκυδίδης, που έγραψε την ιστορία του Πελλοπονησιακού πολέμου  και μετείχε σ’ αυτόν, μολύνθηκε αλλά επέζησε. Ο ιός που προκάλεσε την επιδημία, ήλθε από την Αιθιοπία. 

Η θέα των χιλιάδων νεκρικών πυρών στην πόλη, τρομοκράτησε τους σπαρτιάτες, που αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία της Αθήνα και να επιστρέψουν στην πόλη τους 

Μια ακόμα φοβερή επιδημία,  έπληξε την ανθρωπότητα, στα χρόνια του Ιησού Χριστού. Όλοι οι χριστιανοί γνωρίζουμε το θαύμα της θεραπείας των δέκα λεπρών από τον Ιησού-Χριστό. Η αρρώστια αυτή παρ’ όλο που είναι πολύ παλιά, υπάρχει ως τις μέρες μας. Τα πρώτα συμπτώματα  της ιογενούς αυτής νόσος,  είναι η εμφάνιση κοκκινωπών κηλίδων στο δέρμα, που όλο πολλαπλασιάζονται, και καλύπτουν όλο το σώμα, η έντονη φαγούρα που προκαλεί πληγές σε όλο το σώμα και εξογκώματα. Επίσης προκαλεί παραμορφώσεις στα άκρα χέρια και πόδια   προσβάλλοντας τον άνθρωπο, κατέστρεφε τον σωματικό του φορέα, γεμίζοντάς τον πληγές, παραμόρφωνε υο πρόσωπό του και θύμιζε μορφή λιονταριού… Το λεπροκομείο της Αθήνας «Αγία Βαρβάρα» στο Αιγάλεω, έκλεισε το 1965 και έγινε νοσοκομείο λοιμωδών νοσημάτων. Τελευταίος νοσηλευόμενος με λέπρα ήταν ο μετέπειτα Άγιος Νικηφόρος, που αρρώστησε απ’ αυτήν, αλλά κατάφερε να επιβιώσει με την βοήθεια του θεού και στην συνέχεια, υγιής ων, εργάστηκε στο νοσοκομείο ως νοσηλευτής, ανακουφίζοντας με τον λόγο του και την παραδειγματική του πίστη στο θεό, τους τελευταίους πάσχοντες από την νόσο. Η Εκκλησία μας λόγω της φιλανθρωπικής του δράσης και του μαρτυρικού του βίου, τον ανακήρυξε Άγιο και γιορτάζει  στις 4 Ιανουαρίου, ημέρα του θανάτου του.     

Η πανώλη η πανούκλα, κατά την διάρκεια του 17ου αιώνα μ. Χ εξολόθρευσε περί τα πενήντα  εκατομμύρια κοσμάκη. 

Σήμερα 2 Απριλίου η Ιταλία, ανακοίνωσε 760 νεκρούς και 4.668 κρούσματα σε ένα εικοσιτετράωρο. Στην Νέα Υόρκη, εκατοντάδες οι νεκροί και τα νέα  κρούσματα χιλιάδες…

Στη χώρα μας τα σχολεία και τα πανεπιστήμια λειτουργούν με τηλεκπαίδευση, με τους υπολογιστές από το σπίτι. Ο κ. Τσιόρδας στη τελευταία  τηλεοπτική ενημέρωση, συνέστησε υπομονή, συνέπεια και πειθαρχία και όλα θα πάνε καλά. Είμαστε στο τέλος της αρχής ακόμα και όχι στην αρχή του τέλους… όπως είπε χαρακτηριστικά. Αν είχαμε ακολουθήσει το σύστημα της Ισπανίας, θα είχαμε σήμερα πάνω από δυο χιλιάδες νεκρούς. Ο κορονοϊός θα κυκλοφορεί στη χώρα μας για ακόμα οκτώ εβδομάδες.

 Σήμερα στην Ριτσώνα, σε προσφυγική δομή είχαμε 23 κρούσματα του ιού και τέθηκε σε καραντίνα. Από επίσημα χείλη ακούστηκε σήμερα πως «αν αντέξει το ΕΣΥ, θα διασωληνώσουμε την Οικονομία της χώρας.

 Έχει αλλάξει η ζωή μας δραματικά… και κάποιοι θεωρούν ότι ζούμε σενάρια επιστημονικής φαντασίας… δεν μπορεί να είναι αληθινά αυτά που ζούμε!…Νοιώθουμε σαν τον άνθρωπο που κοιμάται σ’ έναν κόσμο και ξυπνάει σ’ έναν άλλο τελείως διαφορετικό… Ζούσαμε στα σπιτάκια μας, ήσυχα, με ότι ποθούσε η ψυχή μας και η όρεξή μας, να πάμε όπου θέλουμε, ταξίδια, μέσα και έξω απ’ τη χώρα να διασκεδάζουμε… να κάνουμε πάρτυ και φαγοπότια σε σπίτια και ταβέρνες. Ζούσαμε  με ευμάρεια και μια αίσθηση παντοδυναμίας… 

Και μια ωραία μαρτιάτικη πρωία, με τα πρώτα κρούσματα του αναθεματισμένου κορονοϊού covid 19, μας επιβλήθηκε καραντίνα δυο εβδομάδων αρχικά η οποία στη συνέχεια έγινε επ’ αόριστον… μέχρι η επιδημία να κάνει τον κύκλο της. Οι ειδικοί υπολογίζουν πως θα κρατήσει τουλάχιστον ένα τρίμηνο, για να επανέλθει και πάλι η ζωή μας σε πρότερους… κανονικούς ρυθμούς και με την ανθρωπότητα, μειωμένη κατά ένα σημαντικό ποσοστό. Πόσο δραματικά άλλαξαν οι προσωπικές μας σχέσεις.. Το πολύ κοντά είναι κίνδυνος!… Το πολύ μακριά, μας υποχρεώνει σε τρομακτικές καινούριες προσαρμογές… Η μοναξιά του ανθρώπου που νοσεί… Ο μόνος… ο ασυνόδευτος θάνατος… η εκκωφαντική σιωπή!.. οι άνθρωποι προβληματίζονται… νοιώθουν ανασφαλείς… Το φάσμα του θανάτου πλανάται γύρω μας!.. αυτό αν δεν το μοιραστούμε, θα γίνει αρρώστια… Όλα γύρω μας είναι μαύρα και άραχλα… Τα δελτία ειδήσεων, με τα όλο και  αυξανόμενα νούμερα νεκρών και νέων κρουσμάτων της επιδημίας, προκαλούν αφόρητη θλίψη,  φόβο,  πανικό  και οι αγχώδεις διαταραχές είναι στο προσκήνιο… Όλα αυτά που ζούμε πλήττουν την ψυχολογία μας… Προσωπικά αισθάνομαι χάλια, δεν έχω διάθεση να κάνω τίποτα… Ούτε και αυτά που άλλοτε με ευχαριστούσαν, όπως το διάβασμα, το γράψιμο, το κέντημα, το πλέξιμο, το νοικοκυριό,   Και όσον αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις των ζευγαριών… άστα… Ποιος έχει  όρεξη για σεξ, μετά απ’ όλα αυτά που ακούμε και βλέπουμε στην τηλεόραση.    

Εγκαταλείψαμε το κλεινόν άστυ… και ήρθαμε στο χωριό μας, στη Θεσσαλία, για να είμαστε όλο το σόϊ μαζεμένο… τρόπος του λέγειν… Η αδελφή μου η  Κούλα με τον άνδρα της, μένουν στη Λάρισα και ο αδερφός μου Βάϊος με την οικογένειά του, στον Τύρναβο  Εν τη ενώσει η ισχύς!.. Στα δύσκολά χρειάζεται να έχεις γύρω σου, τους στενούς συγγενείς, γονείς και αδέλφια. Νοιώθεις πιο δυνατός και πιο ασφαλής. Βέβαια και εδώ είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας.  Τέρμα τα καλοσωρίσματα με αγκαλιές και φιλιά… Τέρμα τα  σούρτα-φέρτα με τις γειτόνισσες για καφεδάκι και κουβεντολόϊ… Τώρα χαιρετιόμαστε από μακριά, απ’ τις αυλές… Καλημέρα Ελένη τι κάνετε… τι μαγείρεψες σήμερα;  Ούτε η ανθισμένη κερασιά στην αυλή και τα λουλούδια στα παρτέρια, δεν μας δίνουν την αλλοτινή χαρά!…  Ο  καιρός, μας πάει κόντρα!.. δεν λέει να ξεκάνει!.. είναι βροχερός… και δεν ξεμυτίζουμε συχνά στην αυλή…  Έχουμε τον καταψύκτη γεμάτο με προμήθειες, λαχανικά και κρέατα που ελπίζουμε να μας φτάσουν όσο να λήξει η καραντίνα. Και ότι χρειαζόμαστε γάλα και άλλα είδη, μας τα φέρνει στο σπίτι ο μπακάλης και τα αφήνει στην πόρτα μας. Δεν τα πληρώνουμε… τα γράφει στο δεφτέρι του και όταν με το καλό λήξει η καραντίνα, θα τα πληρώσουμε τότε όλα μαζί. Το ίδιο κάνουν όλοι οι συγχωριανοί μας. 

Είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας, εδώ και ένα μήνα και έχουμε αλλαλιάσει…  Τις λίγες μέρες που είχε λιακάδα βγαίναμε στην αυλή  και λιαζόμαστε η μπαίναμε στον κήπο να μαζέψουμε χόρτα. Τα καθαρίζουμε τα ζεματάμε και τα βάζουμε στον καταψύκτη, με την προοπτική…  στο απώτερο μέλλον, αν υπάρξει… θεού θέλοντος, να φτιάχνουμε «μπατζίνες»… Χορτόπιτες με καλαμποκάλευρο και τυρί, εάν φυσικά την «βγάλουμε καθαρή» απ’ τον άτιμο κορονοϊό, που  δεν λέει  να ξεκουμπιστεί και να πάει στον αγύριστο… ο σιχαμένος… Και εάν είναι εκ Θεού, δεν μπορούμε να τα βάλλουμε με Αυτόν… Είναι υπεράνω… και Αόρατος, όπως και ο εν λόγω ιός… Αλλά αν είναι κατασκευασμένος από ανθρώπινο χέρι, κατά πως ακούγεται… να πάει στον αγύριστο… και να μην ματαφανεί στον κόσμο.

 Έχουν νοσήσει απ’ τον ιό πολλοί γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό και ένας απ’ τους γιατρούς, συμπατριώτης μας, απ’ την Φαρκαδώνα  έχασε τη ζωή του. Η Μέρκελ εμμένει στη μη έκδοση του ευρωομόλογου. Υπαρκτός ο  φόβος να «πέσει» το ιντερνετ. Ζούμε στην κρίσιμη  καμπή της επιδημίας και βλέπουμε αυξητική τάση για παραβίαση των μέτρων. Η καλή μας πορεία προυποθέτει  ένα ακόμα δύσκολο διάστημα με πειθαρχία και τήρηση των αυστηρών μέτρων, προειδοποιεί ο κ. Τσιόρδας.

Η επιδημία ξεκίνησε  από τα εργαστήρια στη Γιουχάν της Κίνας. Οι ΜΚΟ είναι μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασκούν εξουσία στο Φασεβοοκ. Ο Τραμπ διέταξε να απελαθούν όλοι οι κινέζοι που ζουν στις ΗΠΑ γιατί δρουν κατά της χώρας. Ο Μπίλ Γκέιτζ προέβλεψε ότι θα έχουμε πανδημία το 2020.

Τούρκος επιδημιολόγος δήλωσε πως η χώρα του έχει περισσότερα κρούσματα από την Ιταλία και αυτό θα έχει επιπτώσεις στο στράτευμα  και στην οικονομία. Τα πράγματα στην Τουρκία πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο. Ο Ερντοχάν χάνει την Λιβύη και βρίσκεται στην χειρότερη κατάσταση ίσως φτάνει το τέλος του. Θέτει σε καραντίνα  30 πόλεις  και στην χώρα του ζουν 30 εθνότητες. Στον Πειραιά αγκυροβόλησε το πλοίο «Βενιζέλος» με 380 επιβάτες, διαφόρων εθνικοτήτων, μεταξύ των οποίων εμφανίστηκαν κρούσματα του ιού. 

Ο κ. Τσιόρδας, επιδημιολόγος, είχε προαναγγείλει σε ομιλία του   σε κάποιο συνέδριο, ότι θα έχουμε πανδημία γρίπης τον 21ο αιώνα.  

Και επειδή κάθε κανόνας έχει και τις εξαιρέσεις, στις μέρες του κορονοϊού, που διανύουμε την έχουν «σκαπουλάρει» μια κυρία 95 χρονών, ένας υπερήλικας 101 και έτερος πάνω απ’ τα εκατό που είχε ξεπεράσει και την ισπανική γρίπη… Χαρά στο κουράγιο τους!.. 

 Απριλίου 3- 3- 2020, νεκροί 58,243 και 1.083.084 κρούσματα παγκοσμίως. 

Πέντε Κέντρα Υγείας στην Αττική κατά του κορονοϊού, ανακοίνωσε ο Κ. Τσιόδρας και αναπτέρωσε το ηθικό μας, με την αναφορά του, πως είμαστε πιο κοντά στην ανακάλυψη φαρμάκου κατά του ιού. Επίσης σήμερα ενημερώθηκαν οι πολίτες της χώρας, από τα χείλη επίκουρου καθηγητή Υγιεινής και επιδημιολογίας, πως πρέπει να χρησιμοποιούν μάσκα μόνο οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό, όσοι έχουν μολυνθεί από τον ιό για να μην τον μεταδώσουν σε άλλους  και όσοι θα χρειαστεί να περιποιηθούν ασθενείς με κορονοϊό. 

Τα επιστημονικά περιοδικά Scientist-Nature RAI 3, αποκάλυψαν το 21015 την δημιουργία κοροναϊού από κινεζικά εργαστήρια.

Απριλίου 4, καλπάζει ο κορονοϊός στις ΗΠΑ  3.000 νεκροί σε μια μέρα.  Σε οριακό σημείο τα νοσοκομεία  στην Νέα Υόρκη.

Άνεργοι 10  εκατομμύρια αμερικανοί λόγω κορονοϊού

Αγωγή μαμούθ 20 τρις κατέθεσε πρώην εισαγγελέας, στις ΗΠΑ κατά της Κίνας, για αποζημίωση, λόγω των προβλημάτων που ενέσκηψαν στην χώρα του, με την  ανεργία να καλπάζει στα ύψη. Ακόμη και σήμερα σε 10 Πολιτείες, η ζωή συνεχίζεται κανονικά

Ο Μπίλ  Γκέιτς το 2015 μίλησε για πανδημία, που θα έχει 10 εκατομμύρια νεκρούς.

Φρίκη!.. Έτσι γεννήθηκε ο κορονοϊός, στα εργαστήρια της Κίνας, όπως αποκάλυψε η κρατική TV RAI στις 16-11-2915. Κινέζος επιστήμονας ομολογεί πως αυτός, προμήθευσε ιούς νυχτερίδων στα εργαστήρια.

Έως 6,5 δις ευρώ μπορεί να χρησιμοποιήσει η Ελλάδα, μέσω ΕΣΠΑ για τις αυξημένες ανάγκες λόγω του κορονοϊού

 Γιασουγιούκι Σαβάντα αναλυτής. Καμία οικονομία στην Ασία, δεν θα βγει αλώβητη, από αυτήν την τεραστίων διαστάσεων πανδημία.

Στην Ιταλία κάνει θραύση, ένα  μελωδικό, ελπιδοφόρο και ενθαρρυντικό τραγούδι με τίτλο «Θα ξαναγεννηθώ, θα ξαναγεννηθούμε» sicero sicerai, ένα τραγούδι  σύμβολο της σκληρής μάχης της χώρας με τον κορονοϊό. 

Και στη χώρα μας, έγινε τοπ… ένα παλιό τραγούδι του συγχωρεμένου Λουκιανού  Κηλαηδόνη το «Θα κάτσω σπίτι, θα αράξω σπίτι, δεν πρόκειται με τίποτα να βγώ, κλπ κλπ   «Θα μείνω σπίτι» τραγουδάει ενώ μαγειρεύει η Εύα Αντωνοπούλου -Το viral βίντεό της

EL PAIS, Ιταλία και Ισπανία θα ζητήσουν αξιοποίηση ΕSM. Δηλαδή θα πάρουν δάνεια από την ευρωπαϊκή τράπεζα αλλά με υποθήκη… Αυτό δεν είναι βοήθεια… στην τραγωδία  που περνάει  ολάκερη η ανθρωπότητα και κυρίως η Ευρώπη και η Αμερική, αλλά εκμετάλλευση  αισχύστου είδους, κράτους, από αδελφά κράτη, που συνιστούν την υποτιθέμενη  Ενωμένη Ευρώπη. Βασική προϋπόθεση μιας  οποιασδήποτε… ενοποίησης λαών είναι  πάνω απ’ τα οικονομικά συμφέροντα… αυτών, η αλληλεγγύη μεταξύ των μελλών αυτής, που συνεπάγεται την αρωγή σε περίπτωση λοιμών, σεισμών,  καταποντισμών και εισβολής αλλοφύλων. Όλα τα  άλλα είναι κουραφέξαλα… ήτοι, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.  Η «σιδηρά» κυρία της Γερμανίας,  ηγέτιδας  χώρας της Ενωμένης Ευρώπης, ως φαίνεται, μένει απαθής… και ανάλγητη… μπροστά στη φρίκη και την κόλαση… που ζουν ευρωπαίοι πολίτες.   

Κυριακή 5 απριλίου 2020. Σήμερα το ψωμί τελειώνει και  πρέπει να ζυμώσουμε … Ο φούρνος του γειτονικού χωριού του Γριζανίου, αδυνατεί να μοιράζει τα ψωμιά κατ’ οίκον και μάλιστα σε γειτονικά χωριά και η αδελφή μου Ευδοκία, ανασκουμπώθηκε και αποφάσισε να φτιάχνει ψωμί  η ίδια. Αγόρασε ένα τσουβάλι αλεύρι, ζήτησε λίγο προζύμι από την γειτόνισσα και φιλενάδα της Ελένη, το ανάπιασε στο άψε-σβήσε και το έβαλε σ’ ένα μικρό αγγειό, το τύλιξε με ένα μάλλινο χειροποίητο κιλίμι  της μάνας και το άφησε να γίνει… να φουσκώσει. Την επόμενη  μέρα, έβαλε σε μια πλαστική μεγάλη λεκάνη περί τα 4 κιλά αλεύρι, πρόσθεσε το γινωμένο προζύμι, το ανάλογο αλάτι και ζεστό νερό και το ζύμωσε για περίπου 20 λεπτά.  Κατόπιν έκοψε τη ζύμη  σε δυο κομμάτια και έπλασε δυο φραντζόλες με τα χεράκια της και τις τοποθέτησε στο ταψί, που είχε προηγουμένως πασαλείψει με λάδι. Πάτησε με τα χεράκια της, τις φραντζόλες, ώστε να καλύψει η ζύμη όλη την επιφάνεια του ταψιού. Και κατόπιν ήλθε η ώρα του στολισμού του ψωμιού, ως είθισται… 

Την προηγούμενη εβδομάδα, που ζύμωσε για πρώτη φορά στην ζωή της, το εγχείρημά της  εστέφθη με επιτυχία… και το τιμήσαμε δεόντως… Το είχε στολίσει λιτά… με ένα πηρούνι έκανε στην επιφάνεια της φραντζόλας, δυο σειρές, σαν σιδηρόδρομο, τρυπώντας τη ζύμη ανά δυο εκατοστά περίπου  και τελείωσε  με πέντε-έξι πηρουνιές ακόμη, διάσπαρτες στην επιφάνεια του ψωμιού. 

Αυτή τη φορά σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα στόλισμα, πιο επίκαιρο και επιτακτικό για τις μέρες που ζούμε και έχει «στοιχειώσει»  τη ζωή μας, το «μένουμε σπίτι». Πήραμε ένα κομμάτι ζύμης και το πλάσσαμε σε λεπτό μπαστούνι  και κόβοντας την κομματάκια, στο  μέγεθος που χρειάζεται κάθε κεφαλαίο γράμμα της αλφαβήτου, στολίσαμε την μια φραντζόλα με το «μένουμε» και την άλλη με την λέξη σπίτι. Εν συνεχεία το βάλαμε στο φούρνο για μια ώρα περίπου, στους 50 βαθμούς, να γίνει, να φουσκώσει, όπως  λέμε στον τόπο μας.. Ακολούθησε το ψήσιμο, για μια ώρα, στους 200 βαθμούς και έγινε ένα ψωμί «μπουκιά και σχώριο» που λέει ο λόγος. Το φωτογραφήσαμε και το κοινοποιήσαμε μέσω Facebook  σε γνωστούς και φίλους και άρεσε… Θα αλλάξουν πολλά  πράγματα στη ζωή μας, με την πανδημία που πλήττει την ανθρωπότητα και πρέπει να προσαρμοστούμε σ’ αυτές, κατά πως  λέει και το ρητό «ανάγκα και οι θεοί πείθονται» 

Σήμερα ο καθηγητής  Γιώργος Σαρόγλου, καθηγητής Παθολογίας και Λοιμοξιολογίας του ΕΚΠΑ  ανακοίνωσε πως είναι κρίσιμες οι επόμενες δυο εβδομάδες και πως η χώρα μας έχει τους λιγότερους θανάτους, ανά εκατομμύριο  κατοίκους. Ανακοινώθηκαν οι προθεσμίες  των αιτήσεων για εργοδότες και εργαζομένους για το επίδομα ενίσχυσης των 800 ευρώ.

Στη Γαλλία  οι θάνατοι ξεπέρασαν τις 7.500. Πρόχειρο νοσοκομείο στο αεροδρόμιο Ορλύ.« Η καραντίνα σώζει ζωές»  «Αυτά τα μέτρα πιθανότατα θα σώσουν περισσότερες ζωές απ ότι εμείς»    ομολογεί  συντετριμμένος ο  Χουάν Αρμέγκο, Πρόεδρος Ιατρικού Προσωπικού Έκτακτων Αναγκών της χώρας

Στην Ισπανία, νοσηλεύτρια  δηλώνει «Σιγά-σιγά  βλέπουμε  επιτέλους  το τέλος του τούνελ, αν δεν υπάρξει υποτροπή η κορύφωση. Ένα ακόμα Παγοδρόμιο στη Μαδρίτη, έγινε νεκροτομείο. Και η εντολή «μείνετε σπίτι, πρέπει να μείνετε σπίτι» αδύρητη  ανάγκη… θάνατοι 12.418, νέα κρούσματα 6.000 χιλ. «Ποτέ δεν είχα έρθει σε αυτήν τη θέση, να σκάβω τάφους εκ των προτέρων» δηλώνει ο Κλάιβ Κάλμπερ, εργαζόμενος σε κοιμητήριο της χώρας. 

Την Ιταλία, η διάσημη ηθοποιός Σάρον Στόουν στέκεται στο πλευρό του Ιταλικού Ερυθρού  Σταυρού. «Σας βλέπω να κάνετε τη δουλειά σας σιωπηλά, αποτελεσματικά.  Βοήθεια  στον χειμαζόμενο Βορρά από νοσηλευτές του Νότου. Κήρυγμα  Αγάπης του Πάπα, για τους αφανείς ήρωες.. Χωρίς πιστούς το Βατικανό την  Κυριακή των Βαϊων. Οι νεκροί ανέρχονται στις 15000 χιλ. και τα κρούσματα περί τις 134,000 χιλ.

Στο Λονδίνο  σήμερα, νέο αρνητικό ρεκόρ, 621 θάνατοι το 24ωρο. Διάγγελμα της Βασίλισσας.  Εφιάλτης στα κοιμητήρια της Βρετανίας . Πεντάχρονο αγόρι με υποκείμενο νόσημα μεταξύ των θυμάτων. Φόβοι ότι τα θύματα θα φτάσουν  τις 20.000 χιλ. Λυγίζουν γιατροί και νοσηλευτές, καταγγέλλουν ελλείψεις. «θέτουμε τη ζωή μας σε κίνδυνο, προσπαθώντας να σώσουμε συμπολίτες μας. Νοιώθουμε ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα… Είναι δύσκολο…  Προσπαθούμε για το καλύτερο και νοιώθουμε  απόγνωση…» δηλώνουν οι νοσηλευτές στα τηλεοπτικά μέσα, κατάκοποι… και με  έντονα τα σημάδια  στο πρόσωπό τους,  από την πολύωρη  χρήση της μάσκας.

 Ο βρετανός υπουργός υγείας  Ματ  Χάνκοκ, επισημαίνει στους συμπολίτες του, πως τα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν υποστηρίζονται από την νομοθεσία του κράτους… Δεν είναι έκκληση. Το απαιτεί ο νόμος. Ως φαίνεται και οι βρετανοί. που θεωρούνται ανέκαθεν… νομοταγείς πολίτες, ένα μικρό ποσοστό αυτών,  στην προκειμένη περίπτωση του κορονοϊού, έγραψαν στα παλιά τους υποδήματα τις απαγορευτικές διατάξεις  του κράτους, όσον αφορά, τις μαζικές συγκεντρώσεις και τις μετακινήσεις  των πολιτών.

 ΟΙ SUNDAY TIMES γράφουν:  Oι Έλληνες τιθάσευσαν  τον επαναστατικό χαρακτήρα τους…  Είναι αλήθεια πράγματι, πως οι έλληνες  για πρώτη φορά, τηρήσαμε, με θρησκευτική θα έλεγα ευλάβεια, τα δυσβάσταχτα μέτρα εγκλεισμού στα σπίτια μας, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα… και αξίζουμε πολλά μπράβο… και ακόμα περισσότερα,  στον πρωθυπουργό κ. Κυριάκο Μητσοτάκη, για τις  σοφές… και άκρως αποτελεσματικές  αποφάσεις που πήρε.

Στην Ουάσιγκτον, έρημοι δρόμοι, άδειες πόλεις. Αναμένεται κορύφωση της πανδημίας. Οι γιατροί κατάκοποι δηλώνουν «Δεν πρέπει  να μας κυριεύσει το συναίσθημα της απόγνωσης!…  δεν είναι τώρα η στιγμή να επιτρέψουμε  αυτό να μας καταβάλλει» San Torbati γιατρός στην Νέα Υόρκη. Είναι σαν να μας έπληξαν πολλοί τυφώνες  μαζί. Θα ζούμε μια πραγματικότητα, όπου πολλές πόλεις συγχρόνως θα έχουν  πολλούς νεκρούς και  χιλιάδες κρούσματα. Στις ΗΠΑ περισσότεροι από 8.500 οι νεκροί από τον κορονοϊό  

  Ο Τραμπ  δήλωσε. «δεν θέλουμε  να συνεχίζεται αυτό για μήνες και μήνες… Η χώρα πρέπει να ανοίξει και πάλι . Κάντε χρήση χλωροκίνης».

Τα θύματα μέχρι σήμερα παγκοσμίως είναι 65.000 και τα κρούσματα 1.200.000

Απριλίου 6  του μηνός. Στην Τουρκία με κουπόνι θα μοιράζονται οι μάσκες στους πολίτες. Κάνουν νοσοκομείο το παλιό αεροδρόμιο. Μαθήματα Γιόγκα με skype…  Τσουχτερά πρόστιμα σε όσους  παραβιάζουν τους κανόνες προστασίας από τον κορονοϊό.   Μισό εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν την δουλειά τους….  Στην μέγγενη του κορονοϊού η χώρα, ανεβαίνουν κρούσματα και θύματα, γκρεμίζεται η οικονομία…  Φρικιαστική… η  πομπή με τα φορτηγά, το ένα πίσω απτ’ άλλο, φορτωμένα με φέρετρα… να οδεύουν στον τόπο ταφής. Η ανθρωπότητα ζει στιγμές ασύλληπτης αγωνίας και πόνου… σαν αυτές που περιγράφονται στην «Αποκάλυψη» του Ιωάννη. Αγχωμένοι και μασκοφορεμένοι πολίτες στους δρόμους αναρωτιούνται… Πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο; Άλλοι βρίσκουν και τα θετικά… της  κορονοϊίτιδας… «έχει δυσκολίες αλλά και θετικά, γλυτώνω από τη μουρμούρα της γυναίκας μου και έχω ηρεμία»  «Ουδέν κακό αμιγές καλού».

 Σχέδια για πακέτα στήριξης σε όλον τον κόσμο.  Πρώτη στο χορό… η Ιαπωνία με προσφορά  ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Δυσοίωνες προβλέψεις για την γερμανική οικονομία… Ράλι στα χρηματιστήρια… Πρόταση ΕΒΕΑ  για επιταγές διακοπών, ύψους ανάλογα με το κατάλυμα,  πρόγραμμα επιδότησης διακοπών ελλήνων, ειδικό πλαίσιο στήριξης για τον τουρισμό με παράταση επιταγών κοινωνικού τουρισμού, 113.000 επιταγές, έως τη λήξη των μέτρων. Το επίδομα των 800 ευρώ θα καταβληθεί τη Μεγάλη  Εβδομάδα.

Μάχη επιστημόνων με τον χρόνο, για το φάρμακο του κορονοίού… Χαραμάδα αισιοδοξίας…  Μεγάλη συμμετοχή, σε πειραματική χρήση φαρμάκου. Συνεχείς οι έλεγχοι  εγγραφών μετακίνησης στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Απαγορεύονται οι άσκοπες μετακινήσεις πολιτών… Εντατικοί οι έλεγχοι της Ελληνικής Αστυνομίας σε οδηγούς και πεζούς.  Ουρές στις κατά τόπους εφορίες, για την πληρωμού του ετήσιου φόρου… «απάν’ στ’ χαρά και ο χαρατζάς»… λέει  μια  λαϊκή θεσσαλική ρήση. Και υπονοεί ακριβώς το αντίθετο…  απ’ ότι ακούγεται.  Στην περίπτωσή μας… η  χρονική περίοδος πληρωμής του φόρου…  συνέπεσε  με την κορύφωση της πανδημίας του κορονοϊού… Απάνω στο ένα κακό ήρθε  και έπεσε, ένα ακόμα χειρότερο… Και μη χειρότερα!.. 

Το ΚΚΕ ανακοινώνει: «Ο λογαριασμός θα σταλεί στους λαούς, με νέους αυστηρούς όρους και δεσμεύσεις, που ήδη προχωράνε μέσα απ’ το δοκιμαστικό σωλήνα» Το Κίνημα αλλαγής  διεκδικεί «όρθια κοινωνία, ζωντανή οικονομία» . Μετά τον κορονοϊό… προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ για την οικονομία… Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει «Αυτήν την πρόκληση, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να ανταμείψουν, όσο πιο γρήγορα και δίκαια, είναι δυνατόν και με ένα λογικό κόστος. Συστράτευση των πολιτών ζητά η κυβέρνηση. Μέτρα για τους μετανάστες στις δομές  φιλοξενίας.  Μέτρα από το υπουργείο Άμυνας, για την προστασία των ενόπλων δυνάμεων, ακύρωση παρελάσεων και η πραγματοποίηση τελετών παράδοσης-παραλαβής. Άδωνις Γεωργιάδης, αυξήθηκε η παραγωγή αντισηπτικών.  Στο τραπέζι  και αυστηρότερα μέτρα… Ο κ. Πέτσας δηλώνει  «τον Μάϊο θα χαρούμε τα  πρώτα αποτελέσματα…»

Στην Ιταλία,  για Τρίτη συνεχόμενη μέρα, λιγότεροι ασθενείς στις εντατικές μονάδες. Μάρκος Αντόνιο εθελοντής, φορτωμένος   με σακούλες λέει « Τα πηγαίνουμε σπίτι τους, κατά την διάρκεια της καραντίνας, για να έχουν κάτι να φάνε. Μοιράζουμε 700 γεύματα, ώστε τα παιδιά να μην χρειαστεί να βγουν στο δρόμο.»

 Νέοι σε όλον τον κόσμο στέλνουν διαδικτυακά  μηνύματα στις μανάδες τους « Γειά σου μαμά, όλα θα πάνε καλά διότι ο κόσμος είναι ενωμένος και οι ενωμένοι πάντα κερδίζουν» «Γειάσου μαμά, όλα θα πάνε καλά . Είμαι ο Λούκα και είμαι στην Κίνα» «Δεν αισθάνομαι μόνη, μόλις μπορέσω θα έρθω να σας αγκαλιάσω όλους» «Δεν είμαστε μακριά… διότι είστε μέσα στην καρδιά μου… η  Σερβία  είναι στην καρδιά»… «Συμπαραστέκεται ο ένας τον άλλο ακι δημιουργούμε  κλίμα  αλληλεγγύης… θα σε δω σύντομα, σ’ αγαπώ». «Γεια σου μαμά, όλα θα πάνε καλά, αυτή τη δύσκολή στιγμή βοηθάμε» « Βλέπω ότι ο κόσμος μένει ενωμένος και πιστεύει ότι θα τα καταφέρει» Εγκλωβισμένοι ιταλοί φοιτητές στέλνουν μηνύματα ελπίδας στις μανάδες τους. «Νίκη της ζωής, έζησε από το τάμπλετ την γέννηση της κόρης του»

 Η Ιταλία θρηνεί τους νεκρούς της … Τζιορτζια Γκουασταμάκια,  ο σπαραγμός της κόρης για τον νεκρό  της πατέρα. Στην Λομβαρδία υποχρεωτική η μάσκα σε δημόσιους χώρους.. Σήμερα καταγράφηκαν 525 νέοι θάνατοι στην Ιταλία.  Στην Ισπανία,  η Μαρία Χοσέ Σιέρα, υποδιευθύντρια  του Κέντρου ‘Εκτακτης Ανάγκης ανακοινώνει «Όπως είδαμε τις προηγούμενες μέρες, ο ρυθμός αύξησης των κρουσμάτων, μειώνεται»

Απριλίου 7, ο κ. Τσιόδρας σήμερα, στην καθημερινή ενημέρωση των πολιτών, αναφέρθηκε  στους φιλόζωους και τι πρέπει να κάνουν εάν νοσήσουν από τον  covid 19, επισημαίνοντας πως ο άνθρωπος μεταδίδει τον ιό στα ζώα και όχι το αντίστροφο και ότι τα συμπτώματα στα ζώα είναι ήπια. Από τα τέσσερα ζώα, δυο γάτες και δυο σκύλοι, που αρρώστησαν απόν ιό,  στο Χονγκ-Κόνγκ, η μία γάτα μόνο, εμφάνισε ήπια συμπτώματα στο αναπνευστικό και γαστρεντερολογικό σύστημα. Και συνέστησε στους νοσούντες φιλόζωους, από τον εν λόγω ιό, να τηρούν σχολαστικά… τους κανόνες προφύλαξης,  να φορούν μάσκα και γάντια, όταν περιποιούνται τα ζώα τους, γατιά η σκυλιά και κομμένα…   χάδια, αγκαλιές και  φιλιά… 

Η κ  Κοτανίδου , καθηγήτρια, πνευμονολόγος στο ΕΚΠΑ, δήλωσε «Δεν έχει προσβληθεί κανείς από το νοσηλευτικό προσωπικό, μέσος όρος νοσηλείας, μια εβδομάδα για τους ασθενείς,. Τα μέτρα επιβραδύνουν, το ρυθμό εξάπλωσης.  

Νίκος Σύψας, καθηγητής Λοιμοξιολογίας ανακοίνωσε,  πως αν  συνεχίσουμε να τηρούμε τα μέτρα, τον Απρίλιο, θα έχουμε ολοκληρώσει την κορύφωση. 

Σε εξέλιξη μεγάλη έρευνα για αντισώματα. Πρόκειται για ουσίες, που κάνει το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Γίνονται έρευνες για παρασκευή εμβολίου, υπάρχουν αντιϊκά που δοκιμάζονται. Αγώνας για τη θεραπεία. Στο μικροσκόπιο 70 φάρμακα, κλινικές δοκιμές σε 20 ασθενείς. 

Ο κ. Τσιόρδας ανακοινώνει «Πιο αξιόπιστα τα μοριακά τεστ, αλλά απαιτούν  περισσότερο χρόνο. Η περίσταση απαιτεί, γρήγορα τεστ και αξιόπιστα.» Ελπιδοφόρα μηνύματα για εμβόλιο, το Φθινόπωρο. Έλεγχος δειγμάτων, ελπίδες για θεραπείες και εμβόλιο. Μήνυμα αισιοδοξίας από τους επιστήμονες του  Παστέρ. Καθημερινά  το Ινστιτούτο, ελέγχει 300 με 500 δείγματα.

 Στο ΑΧΕΠΑ, το πρώτο νοσοκομείο της χώρας που νοσήλεψε ασθενή με κορονοϊό, με πυροσβεστικές σειρήνες το «ευχαριστώ»  σε γιατρούς και νοσηλευτές. 

Παραλαβή μέσων ατομικής  προστασίας, στα νοσοκομεία του ΕΣΥ, δωρεά της ΔΕΗ.

Τηλεφωνική γραμμή  ψυχοκινητικής υποστήριξης 10306 για τον κορονοϊό.

Οι φοιτητές σε όλο τον κόσμο βλέπουν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται. Τα ενεργά κρούσματα  δεν αφήνουν περιθώριο εφησυχασμού-  Μαραθώνιος η άρση των  μέτρων. Εγκύκλιος Βρούτση, εως 24 Απριλίου η άδεια ειδικού σκοπού, τι προβλέπεται για δηλώσεις εργοδοτών-εργαζομένων

ΣΟΥΗΔΙΑ: Ανοιχτά σχολεία  και επιχειρήσεις, παρά τις αντιδράσεις

Αύξηση ημερησίων θανάτων στην Ολλανδία.

ΤΟΥΡΚΙΑ: Κλειστές οι είσοδοι σε Κωνσταντινούπολη και άλλες 30 πόλεις

 Η πανδημία δεν έχει αλλάξει μόνο την καθημερινότητά μας. Έχει αλλάξει και την ψυχολογία μας. Ο φόβος και η αγωνία, σίγουρα οι χειρότεροι σύμβουλοι σε αυτή τη μάχη, έχουν φωλιάσει μέσα μας. Αν προσθέσουμε σε αυτό το γεγονός πως περιορισμένος μέσα στο σπίτι, ακούς τις περισσότερες ώρες μόνο άσχημες ειδήσεις που αφορούν τον ιό, τότε καταλαβαίνεις γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι που νιώθουν πως έχουν μπει σε ένα σκοτεινό τούνελ, ψάχνοντας εναγωνίως το τέρμα αυτού. Που ψάχνουν το φως.

Όμως, ξέρουμε πως η ζωή είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις. Και στην πανδημία του κορονοϊού, η μία όψη είναι αυτή η σκοτεινή πλευρά. Η άλλη όψη, όμως, είναι η θετική. Η ηλιαχτίδα που ψάχνεις. Και αναφερόμαστε σε μικρές, αλλά σημαντικές ιστορίες εν μέσω πανδημίας, που στέλνουν ένα μήνυμα αισιοδοξίας. Ένα μήνυμα πως θα τα καταφέρουμε. Ένα μήνυμα πως η ανθρωπιά δεν έχει χαθεί, και σε δύσκολες στιγμές δείχνει όλο της το μεγαλείο.

Οι ηλικιωμένοι που νίκησαν τον κορονοϊό

Ο ύπουλος αυτός εχθρός, γνωρίζουμε από την αρχή πως χτυπάει τις ευπαθείς ομάδες και κυρίως του ηλικιωμένους. Και, όμως, σε όλο τον κόσμο υπάρχουν ηλικιωμένοι – και μάλιστα υπερήλικες – που δεν «γονάτισαν» στον κορονοϊό. Πάλεψαν μαζί του και βγήκαν νικητές.

Ενδεικτική είναι η ιστορία  με τον 101 ετών Ιταλό, ο οποίος νοσηλεύτηκε με κορονοϊό και πήρε εξιτήριο, στέλνοντας το μήνυμα πως θα τα καταφέρουμε. Και δεν είναι ο μόνος αφού και στο Όρεγκον της Αμερικής ένας άνδρας 104 ετών ανάρρωσε από τον Covid-19.

Η Γερμανία περιέθαλψε ασθενείς από Ιταλία και Γαλλία

Στις δύσκολες αυτές στιγμές, η μία χώρα δίνει το χέρι της στην άλλη. Η Γερμανία στα μέσα Μαρτίου ανέλαβε να περιθάλψει ασθενείς με κορονοϊό από την Ιταλία, αλλά και τη Γαλλία.

«Αυτή, φρονώ, είναι μια πολύ σημαντική ένδειξη ότι υποστηρίζουμε και βοηθάμε και τους άλλους όταν μπορούμε να το κάνουμε», σημείωσε ο Μίχαελ Κρέτσμερ, πρωθυπουργός του γερμανικού κρατιδίου της Σαξονίας κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.

Η Τουρκία έστειλε βοήθεια σε Ιταλία και Ισπανία

Αν και η ίδια πλήττεται κάθε ημέρα όλο και περισσότερο από τον κορονοϊό, έτεινε και εκείνη χέρι βοηθείας σε Ιταλία και Ισπανία, τις δύο ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πληγεί σκληρότερα από την πανδημία. Η Τουρκία έστειλε στολές και μάσκες προστασίας, καθώς και υδροαλκοολικό τζελ.

Ζευγάρι δώρισε το γαμήλιο μενού σε νοσοκομείο

Ένα ζευγάρι από το Yorkshire είχε προγραμματίσει να παντρευτεί, αλλά ο κορονοϊός άλλαξε τα γαμήλια σχέδια τους. Λόγω των μέτρων που πάρθηκαν για την προστασία από τον ιό, το ζευγάρι ακύρωσε τη γαμήλια δεξίωση. Ωστόσο, αποφάσισε να δωρίσει τα 400 γεύματα που προορίζονταν για τους καλεσμένους σε νοσοκομείο της περιοχής.

Οι δωρεές των διάσημων

Πολλοί είναι οι διάσημοι εκείνοι – ηθοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές, παρουσιαστές κ.α. – που προσφέρουν χρηματικό ποσό σε οργανισμούς και φορείς για την καταπολέμηση του κορονοϊού. Ανάμεσά τους η Ριάνα, η Αντζελίνα Τζολί, οι Metallica, ο Μάικλ Τζόρνταν και πολλοί άλλοι. Με τον κατάλογο όλο και να μεγαλώνει

Οι ισχυροί του κόσμου και αυτοί στη μάχη

Μόνο αμέτοχοι δεν έχουν μείνει και οι εκατομμυριούχοι του πλανήτη, στη μάχη ενάντια στην πανδημία. Ο Μπιλ Γκέιτς ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν στη μάχη, προσφέροντας μέσω του ιδρύματός του 100 εκατ. δολάρια στις προσπάθειες για την ανακάλυψη του εμβολίου.

Ο ιδρυτής του Alibaba, Τζακ Μα δώρισε εκατομμύρια μάσκες και ιατρικό υλικό σε Ευρώπη, Αμερική και Αφρική ενώ το ίδιο έκανε και στην πατρίδα του την Κίνα.

Και ο κατάλογος με τις προσφορές εκατομμυρίων δολαρίων, από τους μεγιστάνες του πλανήτη, επίσης όλο και μεγαλώνει.

Η μόδα πολεμά τον κορονοϊό

Ο χώρος της μόδας είναι από αυτούς που έχουν πληγεί οικονομικά από την πανδημία. Ωστόσο, ο ένας μετά τον άλλο Οίκο και σχεδιαστή προσφέρει με κάθε τρόπο ενάντια στον κορονοϊό.

Ενδεικτικά, ο Ralph Lauren προχώρησε μία δωρεά ύψους 100 εκατ. δολαρίων για την αντιμετώπιση του ιού, ενώ ο Οίκος θα προχωρήσει στην κατασκευή ιατρικών μασκών και στολών. Το ίδιο και ο Τζόρτζιο Αρμάνι, ο οποίος μεταξύ άλλων, έχει διαθέσει τα 4 εργοστάσια του στην Ιταλία για το σκοπό αυτό.

Αλλά και ο όμιλος Kering έχει προχωρήσει σε γενναιόδωρες προσφορές, όπως και ο ανταγωνιστικός LVMH.

Ο πλανήτης χειροκροτά γιατρούς και νοσηλευτές

Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, είναι οι «ήρωες με τις στολές» στον καιρό της πανδημίας. Είναι αυτοί που με προσωπικό κόστος δίνουν μάχη με τον κορονοϊό, βοηθώντας τους ασθενείς.

Και την προσφορά τους την αναγνωρίζουν όλοι. Και στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, ο κόσμος βγαίνει στα μπαλκόνια για να στείλει το πιο ζεστό χειροκρότημα ευγνωμοσύνης.

Έρωτας στα χρόνια της καραντίνας

«Κοινωνική απόσταση» είναι το μήνυμα αυτής της περιόδου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δύο άνθρωποι δε μπορούν να έρθουν κοντά, τηρώντας αυστηρά το μέτρο προστασίας. Και ναι, στα χρόνια της καραντίνας μπορεί να γεννηθεί ένας έρωτας.

Ο φωτογράφος Jeremy Cohen γοητεύτηκε από το κορίτσι του απέναντι μπαλκονιού και αποφάσισε να τη φλερτάρει από… μακριά. Μάλιστα, έστειλε με drone το τηλέφωνό του κι εκείνη  ενώ κι εκείνη υπέκυψε.

Δωμάτια για τους άστεγους

Κι ενώ η προτροπή είναι «Μένουμε Σπίτι», υπάρχουν και οι άστεγοι, που δεν έχουν πού να μείνουν. Ο δήμαρχος του Λονδίνου, Sadiq Khan προσέφερε 300 δωμάτια σε άστεγους της πόλης.

Καθάρισαν τα νερά της Βενετίας

Και το περιβάλλον στέλνει το δικό της μήνυμα, αυτή την περίοδο. Η καραντίνα στην Ιταλία φαίνεται πως έδωσε την ευκαιρία σε κύκνους και δελφίνια να κάνουν την εμφάνισή τους στα κανάλια της Βενετίας. Μάλιστα, τα συνήθως θολά νερά έχουν καθαρίσει και μπορεί κάποιος να δει τα ψάρια κάτω από την επιφάνεια τους.

Τραγούδια και χοροί στα μπαλκόνια

Την αρχή έκαναν στην Ιταλία. Ο κόσμος βγήκε στα μπαλκόνια και άρχισε να τραγουδά στέλνοντας με αυτό τον τρόπο το δικό τους μήνυμα. Οι ιστορίες εδώ πολλές, με τον τενόρο στο Παρίσι, ο οποίος καθημερινά τραγουδά στο μπαλκόνι του σπιτιού του, να είναι και από τις πιο συγκινητικές.

Ακολούθησαν και πολίτες σε άλλες χώρες, όπως και στην Ελλάδα «ξορκίζοντας» τον εχθρό με τραγούδι και χορό.

Βοήθεια στους ανήμπορους

Αυτή η δύσκολη περίοδος αναδεικνύει και το μεγαλείο της ανθρωπιάς. Πολλοί σπεύδουν να βοηθήσουν ηλικιωμένους, ανήμπορους ή άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες και δε μπορούν να βγουν έξω, πηγαίνοντας τους οι ίδιοι είδη ανάγκης.

Σε όλες τις χώρες του κόσμου, ο ένας τείνει το χέρι του στον άλλον για βοήθεια. Συγκινητική, εδώ στην Ελλάδα είναι και η κίνηση της ηθοποιού, Σοφίας Βογιατζάκη η οποία πηγαίνει τρόφιμα σε ηλικιωμένους γείτονες της.

Toilet paper challenge

Ο ανθρώπινος νους μπορεί να σκαρφιστεί διάφορα για να περάσει πιο ευχάριστα η καραντίνα. Και τις πρώτες ημέρες, κυρίως, της καραντίνας το toilet paper challenge έκανε θραύση στο διαδίκτυο. Διάσημοι ποδοσφαιριστές, όπως ο Μέσι έκαναν απίστευτα κόλπα με το χαρτί υγείας, ενώ στο παιχνίδι μπήκε και ο απλός κόσμος, από μικρούς μέχρι μεγάλους.

Καλλιτέχνες τραγουδούν από το σπίτι

Δράση αυτές τις ημέρες έχουν αναλάβει και καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι μέσα από τα social media θέλουν να προσφέρουν λίγες στιγμές ψυχαγωγίας.

Στην Ελλάδα πολλοί καλλιτέχνες, όπως ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και άλλοι, κάνουν πιο ευχάριστη την καραντίνα, τραγουδώντας μέσω διαδικτύου.

Η Τέχνη πολεμά τον κορονοϊό

Και δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που ο ένας μετά τον άλλον ανακοινώνουν πως έσοδα από τις πωλήσεις των δίσκων τους θα διατεθούν για τη μάχη ενάντια στον κορονοϊό. Και άλλοι, γράφουν τραγούδια για το σκοπό αυτό.

Ο συγκινητικός χορός εγγονής και παππού

Αυτή την περίοδο το πιο δύσκολο είναι η «κοινωνική απόσταση» την οποία πρέπει να κρατήσουν και τα εγγόνια από τους παππούδες. Ωστόσο, υπάρχουν τρόποι για μια «επαφή».

Και τον πιο συγκινητικό και συνάμα αστείο τρόπο τον βρήκε μια μικρούλα από το Νάσβιλ του Τενεσί. Ο παππούς της ζει απέναντι από το σπίτι της κι έτσι οι δυο τους βγήκαν στο δρόμο και τηρώντας τις αποστάσεις, ξεκίνησαν να χορεύουν. Το βίντεο έκανε θραύση στα social media, συγκινώντας τους πάντες.

Η μουσική «ξορκίζει» τον εχθρό στην Ελλάδα

Ήχοι όπερας «πλημμύρισαν» το κέντρο της Θεσσαλονίκης πριν από μερικές ημέρες, με τους λυρικούς τραγουδιστές Κασσάνδρα Δημοπούλου και Φίλιππο Μοδινό να ενώνουν τις φωνές τους, στέλνοντας το δικό τους μήνυμα αλληλεγγύης σε όσους «μένουν σπίτι».

Και λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, οι Dj’s της Κατερίνης ξεσήκωσαν πρόσφατα τους γείτονές τους σ’ ένα μεγάλο «balcony party», πατώντας στα «βήματα» των Ιταλών συναδέλφων τους.

Η έκπληξη από τους γείτονες για τα γενέθλια της

Η ανάδειξη της ανθρώπινης πλευράς, με μικρές αλλά πολύτιμες κινήσεις, είναι και η πιο συγκινητική αυτή την περίοδο. Στο Ηράκλειο της Κρήτης, η Μαρία είχε γενέθλια και οι γείτονες της στην πολυκατοικία, όπου ζουν, φρόντισαν να της κάνουν την πιο ευχάριστη έκπληξη τραγουδώντας της όλοι από τα μπαλκόνια, ενώ με σχοινιά τής κατέβασαν την τούρτα.

Η 16χρονη Ελληνίδα μαθήτρια που δεν φοβάται τον κορονοϊό

Και πώς να μην κλείσεις με την πιο συγκινητική ιστορία, με πρωταγωνίστρια την 16χρονη Γεωργία Πιτέλη, η οποία θέλει να γίνει εθελόντρια στη μάχη κατά τον κορονοϊό. Μάλιστα, έχει στείλει και σχετική αποστολή στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη απαντώντας στην έκκληση του υπουργείου Υγείας για εθελοντές.

«Εγώ δεν θα φοβόμουν… Το όνειρό μου είναι να βοηθήσω τον άνθρωπό μου…», δήλωσε μεταξύ άλλων η  θαρραλέα μαθήτρια.